Ένας ιστοχώρος Ορθόδοξου Χριστιανικού προσανατολισμού και προβληματισμού.



Μια προσπάθεια για μέθεξη στην πνευματικότητα, στα ιερουργούμενα της Ορθόδοξης Λατρείας και στην Εκκλησιαστική Ζωή.















ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ
Υπέρθυρο της εισόδου του Ναού

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ

                                              ἐπίγειος ἄγγελος καί ἐπουράνιος ἄνθρωπος

«Λέγω δή Ἠλίαν, τόν προφήτην ἐκεῖνον, τόν ἐπίγειον ἄγγελον καί ἐπουράνιον ἄνθρωπον, τόν χαμαί βαδίζοντα καί τά οὐράνια ἡνιοχοῦντα…, τόν τῶν ὑδάτων ταμίαν…»

( ἱερός Χρυσόστομος)

Οἱ χαρακτηρισμοί αὐτοί τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἀπό τό λόγο του «εἰς τόν Πέτρον τόν ἀπόστολον καί   Ἠλίαν τόν προφήτην» (Migne, P.G. 50, § B΄, στ. 728), σκιαγραφοῦν ἐπιγραμματικά τή μεγάλη μορφή καί τό ἔργο τοῦ ἁγίου, ἐνδόξου καί «ἐν προφήταις μεγίστου» Ἠλιού τοῦ Θεσβίτου, τή μνήμη τοῦ ὁποίου τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας τήν 20ή Ἰουλίου. Καί φυσικά ἐξηγοῦν γιατί ἡ θέση τοῦ προφήτη Ἠλία μέσα στή χορεία τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ξεχωριστή, ἐνῶ καί στήν Καινή ἀναφέρεται ἀρκετές φορές ἀπό τόν Κύριο ἤ ἄλλα ἱερά πρόσωπα, ὅπως γιά παράδειγμα ἀπό τόν ἄγγελο Κυρίου πού στό Ζαχαρία, τόν πατέρα τοῦ Βαπτιστοῦ, εἶπε ὅτι ὁ Πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ θά προπορευτεῖ στό ἔργο τοῦ Κυρίου μέ τό πνεῦμα καί τή δύναμη τοῦ προφήτη Ἠλία (Λουκ. 1,17). Ἦταν μάλιστα τόσο μεγάλη ἡ περιωπή τοῦ Ἠλία καί ὁ σεβασμός τοῦ λαοῦ πρός αὐτόν, ὥστε ὅταν ὁ Κύριος ρώτησε τούς μαθητές του· ποιός λένε οἱ ἄνθρωποι πώς εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου, τοῦ ἀπάντησαν: Ἄλλοι λένε πώς εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ἄλλοι ὁ  Ἠλίας, ἄλλοι ὁ Ἰερεμίας ἤ ἕνας ἀπό τούς προφῆτες (Ματθ. 16,14).

Οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης

Πρίν ἀναφερθοῦμε στό βίο καί τήν πολιτεία τοῦ ἐνδόξου ἁγίου προφήτου  Ἠλιού τοῦ Θεσβίτου, θεωροῦμε χρήσιμη μία σύντομη ἐπεξήγηση τοῦ ὅρου προφήτης. Τόσο στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ὅσο καί στούς   Ἑβραίους, προφήτης λεγόταν «ὁ λαλῶν ἀντί θεοῦ τινος καί ἑρμηνεύων τήν θέλησιν αὐτοῦ εἰς τούς ἀνθρώπους». Γενικότερα σήμαινε τόν κήρυκα καί ἑρμηνευτή ἤ ἀντιπρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Εἰδικά στούς   Ἑβραίους σήμαινε ἐκεῖνον πού ἐκινεῖτο ἀπό τόν Θεό γιά νά μιλάει καί νά ἐξηγεῖ τίς ἐντολές του ἤ νά ἀποκαλύπτει τό θέλημά του καί τά μέλλοντα νά συμβοῦν.


Ἡ λέξη χρησιμοποιεῖται καί στήν Καινή Διαθήκη. Προφήτης εἶναι αὐτός πού κατέχει τό χάρισμα τῆς προφητείας, ὁ θεόπνευστος κήρυκας καί διδάσκαλος, τό ὄργανο τῶν ἰδιαίτερων ἀποκαλύψεων τοῦ Θεοῦ (πρβλ. Α΄ Κορ. 12,10. 14, 2425. Πράξ. 2,30. 3,18. 21).


Τό φαινόμενο τῆς προφητείας πρωτοεμφανίσθηκε στούς Ἑβραίους μέ τούς λεγόμενους «ἐκστατικούς» προφῆτες. Αὐτοί γύριζαν στίς πόλεις καί τά χωριά, περιέρχονταν σέ κατάσταση ἔκστασης μέ τή βοήθεια μουσικῆς καί χοροῦ, δέχονταν θεῖα μηνύματα καί τά γνωστοποιοῦσαν στό λαό. Γιά παράδειγμα στό βιβλίο Α΄ Βασιλειῶν ἀναφέρεται πώς ὅταν ὁ Σαμουήλ ἔχρισε τόν Σαούλ βασιλιά, τοῦ εἶπε μεταξύ ἄλλων: …Θά ἔρθεις στό λόφο τοῦ Θεοῦ… Μόλις μπεῖς στήν πόλη, θά συναντήσεις μία ὁμάδα προφητῶν, πού θά κατεβαίνουν ἀπό τόν ἱερό τόπο, παίζοντας ἄρπα, τύμπανο, φλογέρα καί κιθάρα, καί θά προφητεύουν. Τότε θά ἔρθει τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου πάνω σου καί θά προφητεύεις κι ἐσύ μαζί τους καί θά γίνεις ἄλλος ἄνθρωπος. Κι ὅταν αὐτά τά σημεῖα σοῦ συμβοῦν, τότε μπορεῖς νά δράσεις, γιατί ὁ Θεός θά εἶναι μαζί σου (10, 57).


Σύν τῷ χρόνῳ οἱ «ἐκστατικοί» ὀργανώθηκαν σέ ὁμάδες μέ ἐπίκεντρο κάποιον ἱερό τόπο, ἐνῶ τήν περίοδο τῶν βασιλέων ἐμφανίστηκαν φωτισμένοι ἀπό τόν Θεό ἄντρες, ὅπως ὁ Νάθαν, ὁ Ἠλίας, ὁ Μιχαίας κ.ἄ., πού διακρίθηκαν κυρίως γιά τόν ἀνυποχώρητο ἀγώνα τους πρός διαφύλαξη τῆς καθαρότητας τῆς ἰσραηλιτικῆς θρησκείας καί τήν καταπολέμηση ξένων, εἰδωλολατρικῶν, ἐπιρροῶν.


Ἔτσι φτάνουμε στόν 8ο π.Χ. αἰώνα, ὁπότε ἐμφανίστηκαν νέοι προφῆτες τῶν ὁποίων ἡ ζωή, ἡ δράση καί τό προφητικό κήρυγμα διασώθηκε καταγραμμένο στά λεγόμενα «προφητικά» βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Αὐτοί καλοῦνται ἀπό τόν Θεό καί ἀποστέλλονται στό λαό καί τούς ἄρχοντες ν’ ἀποκαλύψουν τό θεῖο θέλημα. Ἐλέγχουν τούς πάντες γιά τήν περιφρόνηση καί ἀθέτηση τῆς «διαθήκης» τοῦ Θεοῦ, πού γίνεται μέ τήν παράβαση τοῦ νόμου ἤ τή διαστρέβλωσή του, τήν ἀδικία τῶν φτωχῶν, τήν πρόσληψη καί υἱοθέτηση εἰδωλολατρικῶν στοιχείων λατρείας καί γενικά τήν ἠθική καί πνευματική κατάπτωση. Κηρύττουν τή μετάνοια, προειδοποιώντας γιά δυσάρεστες καί ὀδυνηρές συνέπειες σέ περίπτωση ἐμμονῆς στήν ἠθική κατάπτωση. Φυσικά δέν παραλείπουν νά διακηρύττουν ὅτι ὁ Θεός θά στείλει τό Μεσσία πού θά ἐγκαταστήσει στή γῆ μία νέα, πνευματική, βασιλεία γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὥστε νά ζοῦν μεταξύ τους ἀδελφωμένοι.


Στήν Παλαιά Διαθήκη (μετάφραση τῶν  Ἑβδομήκοντα  Ο΄) περιέχονται 19 προφητικά βιβλία, πού εἶναι:   Ἠσαΐας, Ἰερεμίας, Θρῆνοι τοῦ Ἰερεμίου, Ἐπιστολή τοῦ   Ἰερεμίου, Βαρούχ, Ἰεζεκιήλ, Δανιήλ, Ὠσηέ, Ἀμώς, Μιχαίας, Ἰωήλ, Ὀβδιού, Ἰωνάς, Ναούμ, Ἀββακούμ, Σοφονίας, Ἀγγαῖος, Ζαχαρίας καί Μαλαχίας. Ὅλα τους εἶναι γραμμένα τήν περίοδο ἀπό τόν 8ο μέχρι τό 2ο π.Χ. αἰώνα.



                                                        Καταγωγή τοῦ προφήτη Ἠλία

Αν καί ὁ προφήτης Ἠλίας συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν σπουδαιότερων προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐπειδή ἔζησε κατά τόν 9ο αἰώνα δέν ἄφησε γραπτά κείμενα. Ὅμως τά σχετικά μέ τήν καταγωγή καί τή δράση του μᾶς εἶναι γνωστά, ἔχουν δέ ὡς ἑξῆς:


Πατέρας του ἦταν ὁ Σωβάκ ἀπό τήν κωμόπολη Θέσβη (σημερινή El  Istib) τῆς Γαλαάδ στήν  Ὑπεριορδανία. Ὅταν γεννήθηκε, ὁ πατέρας του εἶδε σέ ὀπτασία ἄντρες λευκοφορεμένους νά δίνουν στό βρέφος τό ὄνομα Ἠλιού (πού σημαίνει θεός ἤ θεῖος καί παράγεται ἀπό τό Ἠλί, τό ὁποῖο στά ἑβραϊκά ἔχει τή σημασία τοῦ Θεοῦ), νά τό σπαργανώνουν μέ φωτιά καί νά τοῦ δίνουν νά φάει ἐπίσης φωτιά. Ἡ ὀπτασία, ὅπως τοῦ ἐξήγησαν οἱ ἱερεῖς, σήμαινε ὅτι «ἡ κατοίκησις τοῦ τέκνου θά εἶναι φῶς, ὁ λόγος του ἀπόφασις, ἡ ζωή του κατά Κύριον καί ὁ ζῆλος του θά φανῇ εὐάρεστος εἰς τόν Θεόν καί θέλει κρίνῃ τόν Ἰσραήλ διά πυρός καί μαχαίρας». Ἀπό τήν ἰδιαίτερη πατρίδα του ἔλαβε –κατά τή μετάφραση τῶν Ο΄– καί τήν προσωνυμία Θεσβίτης.


Οἱ ἁγιογραφικές πληροφορίες γιά τόν προφήτη Ἠλία ἀναφέρουν ὅτι φοροῦσε ροῦχο ἀπό προβιά καί στή μέση του εἶχε δερμάτινη ζώνη (Δ΄ Βασ. 1,8). Ζοῦσε αὐστηρή καί ἀσκητική ζωή, καί ἦταν ἀνυποχώρητος σέ θέματα γνήσιας λατρείας τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ δέν συμβιβαζόταν μέ τή τάση τῆς υἱοθέτησης ἀπό τούς Ἑβραίους εἰδωλολατρικῶν στοιχείων, πού ἦταν πολύ ἔντονη, ὅπως θά ἀναφερθεῖ στίς ἑπόμενες σελίδες.


Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, σκιαγραφώντας τήν προσωπικότητα τοῦ προφήτη Ἠλία, ἐπισημαίνει ὅτι στόν ἅγιο συνυπῆρχαν ἀντίθετες ἰδιότητες: Ἦταν φτωχός ἀλλά ταυτόχρονα καί πλούσιος ἀπαίδευτος καί σοφός· ἐνῶ ἦταν ἀκτήμων, μποροῦσε νά φέρει βροχή ἤ ἀνομβρία, ἀφοῦ ὁ Θεός εἰσήκουε τήν προσευχή του.

                                                            Βίος καί δράση του

Η προφητική ἀποστολή τοῦ Ἠλία ἀναπτύχθηκε στά χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Ἀχαάβ (873854 π.Χ.) καί τοῦ διαδόχου του Ὀχοζία. Πρόκειται γιά μία περίοδο πολύ ταραχώδη γιά τό μονοθεϊσμό στό Ἰσραήλ, ὅταν εἶναι γνωστό ὅτι οἱ Ἑβραῖοι δοκιμάζονταν κατά καιρούς στήν πίστη τους ἀπό τούς εἰδωλολατρικούς γειτονικούς λαούς, ἐξαιτίας τῶν ἐπιδράσεων στή θρησκεία τους.

Ὁ Ἀχαάβ ἔλαβε ὡς γυναίκα του τήν   Ἰεζάβελ, κόρη τοῦ Εὐβάαλ, βασιλιᾶ τῆς Τύρου (Φοινίκης).   Ἐκείνη, ἐπηρεάζοντας τό σύζυγό της, καθιέρωσε ἐπίσημα τή λατρεία τοῦ θεοῦ ΒάαλMelgart, προσπαθοῦσε μάλιστα νά τήν ἐπιβάλει καί ὡς κρατική. Γιά νά πετύχει στό στόχο της δέν δίστασε νά διατάξει τό φόνο προφητῶν καί τή δίωξη ὅσων πίστευαν στόν ἕνα καί μόνο ἀληθινό Θεό. Ἐπέβαλε τήν καταστροφή τῶν βωμῶν, ἐνῶ διέθετε τά ἀπαιτούμενα γιά νά διαδοθεῖ ἡ λατρεία τῶν εἰδωλολατρικῶν φοινικικῶν θεοτήτων. Στό βιβλίο Βασιλειῶν Γ΄ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περιγράφεται μέ ζωηρά χρώματα τό μέγεθος τῆς ἀσέβειας τοῦ Ἀχαάβ καί τῆς  Ἰεζάβελ: Ὁ Ἀχαάβ ἔπραξε ὅ,τι δυσαρεστεῖ τόν Κύριο, ξεπερνώντας ὅλους τούς προκατόχους του… Πῆρε γιά γυναίκα του τήν Ἰεζάβελ.. καί πῆγε καί λάτρεψε τόν Βάαλ καί τόν προσκύνησε.  Ἔχτισε θυσιαστήριο στόν Βάαλ, στό ναό τοῦ Βάαλ, πού εἶχε ἀνεγείρει στή Σαμάρεια. Ὁ Ἀχαάβ κατασκεύασε ἐπίσης ξύλινη λατρευτική στήλη καί ἔκανε περισσότερες ἁμαρτίες ἀπ’ ὅλους τούς προκατόχους του βασιλιάδες τοῦ Ἰσραήλ, ἐξοργίζοντας ἔτσι τόν Κύριο, τόν Θεό του (Γ΄ Βασ. 16, 3133).

Εἶχε φτάσει πλέον ἡ στιγμή νά δράσει ὁ προφήτης  Ἠλίας.  Ἐμφανίζεται στό βασιλιά Ἀχαάβ καί τοῦ λέει: Ὁρκίζομαι στόν Κύριο πού ὑπηρετῶ, τόν ἀληθινό Θεό τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι τά ἑπόμενα χρόνια δέν θά πέσει στή γῆ δροσιά οὔτε βροχή, παρά μόνο μέ προσταγή δική μου (Γ΄ Βασ. 17,1). Ἡ κατηγορηματική αὐτή προαγγελία τοῦ προφήτη, τόν ὁποῖο σεβόταν ὁ λαός καί ἑπομένως ὑπολόγιζε ὁ βασιλιάς, ἦταν ἑπόμενο νά ἐξαγριώσει τή βασιλική αὐλή καί ἰδιαίτερα τήν  Ἰεζάβελ. Γιά νά μή κινδυνέψει λοιπόν ὁ Ἠλίας, ὁ Θεός ἔλαβε πρόνοια γι’ αὐτόν.


Ἡ τριετής ἀνομβρία. Ὁ Κύριος εἶπε στόν Ἠλία: Φύγε ἀπό ἐδῶ καί πήγαινε πρός τά ἀνατολικά, νά κρυφτεῖς κοντά στό χείμαρρο Χοράθ (Χερίθ), ἀνατολικά τοῦ  Ἰορδάνη. Θά πίνεις νερό ἀπό τό χείμαρρο κι ἐγώ θά δώσω προσταγή στούς κόρακες νά φροντίζουν γιά τήν τροφή σου ἐκεῖ (Γ΄ Βασ. 17, 24). Ὁ προφήτης συμμορφώθηκε. Ἡ τριετής ξηρασία (τήν ὁποία μνημονεύει καί ὁ ἱστορικός Ἰώσηπος στήν «Ἰουδαϊκή Ἀρχαιολογία» VII, 13,2) ἄρχισε. Ὁ προφήτης κρυβόταν στό μέρος πού τοῦ εἶχε ὑποδειχθεῖ ἀπό τόν Θεό. Ἐκεῖ, οἱ κόρακες τοῦ ἔφερναν ψωμί καί κρέας πρωί καί βράδυ, κι ἔπινε νερό ἀπό τό χείμαρρο. Μετά ὅμως ἀπό μερικές μέρες ξεράθηκε ὁ χείμαρρος, γιατί ὑπῆρχε ἀνομβρία στή χώρα (Γ΄ Βασ. 17, 67).


Φιλοξενούμενος στή Σαρεπτά. Τότε παίρνει καί πάλι νέα ἐντολή ἀπό τόν Κύριο πού τοῦ εἶπε: Σήκω, πήγαινε στή Σαρεπτά, στήν περιοχή τῆς Σιδώνας καί μεῖνε ἐκεῖ. Ἐγώ διέταξα μία χήρα νά φροντίζει γιά τήν τροφή σου. Ξεκίνησε ὁ Ἠλίας καί ὅταν ἔφτασε στήν πύλη τῆς πόλης εἶδε μία γυναίκα πού μάζευε ξύλα. Τῆς φώναξε καί τῆς εἶπε: Φέρε μου, σέ παρακαλῶ, λίγο νερό σ’ ἕνα κύπελο γιά νά πιῶ… καί φέρε μου ἐπίσης ἕνα κομμάτι ψωμί. Ἡ ἀπάντηση τῆς γυναίκας, πού ἦταν χήρα, εἶναι συγκλονιστική: Μά τόν ἀληθινό Θεό, τόν Θεό σου, δέν ἔχω καθόλου ψωμί, παρά μόνο μία χούφτα ἀλεύρι στό πιθάρι καί λίγο λάδι στό δοχεῖο. Ἦρθα ἐδῶ γιά νά μαζέψω λίγα ξύλα, νά πάω νά ἑτοιμάσω γιά μένα καί τό γιό μου ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει, νά τό φᾶμε καί μετά νά πεθάνουμε.

Ὁ προφήτης  Ἠλίας ἐπέμεινε. Τῆς εἶπε λοιπόν νά μήν ἀνησυχεῖ. Νά πάει σπίτι της καί νά κάνει αὐτό πού εἶχε στό μυαλό της. Τῆς ζήτησε ὅμως νά φτιάξει πρῶτα μία μικρή λαγάνα γιά κεῖνον ἀπό τό λίγο ἀλεύρι της καί νά τοῦ τή φέρει, ἔπειτα νά φτιάξει γιά τήν ἴδια καί τό γιό της. Γιατί ὁ Κύριος, ὁ Θεός τοῦ  Ἰσραήλ, λέει: τό πιθάρι μέ τό ἀλεύρι δέν θ’ ἀδειάσει καί τό λάδι στό δοχεῖο δέν θά λιγοστέψει, ὥς τή μέρα πού ὁ Κύριος θά στείλει βροχή. Ἡ γυναίκα ἔκανε ὅπως τῆς εἶπε ὁ προφήτης, μέ ἀποτέλεσμα οὔτε τό ἀλεύρι οὔτε τό λάδι νά τελειώνουν γιά πολλές ἡμέρες (Γ΄ Βασ. 17, 816).

Σχολιάζοντας ὁ ἅγιος  Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τήν ἀνομβρία καί τή φιλοξενία τῆς χήρας τῆς Σαρεπτά λέει τά ἑπόμενα (στόν Λόγο του «εἰς τόν Πέτρον τόν ἀπόστολον καί  Ἠλίαν τόν προφήτην», Migne, P.G. 50, § B΄Δ΄, 728735):


«Ὁ προφήτης Ἠλίας ἦταν τόσο αὐστηρός μέ τούς ἁμαρτάνοντες, ὥστε προσευχήθηκε κάποτε νά μή πέσει βροχή… Κι αὐτό τό ἔκανε κινούμενος ἀπό πολύ μεγάλο ζῆλο. Διότι ἔβλεπε νά γίνονται πολλά ἄτοπα… καί ἡ παρεκτροπή ἦταν γενική… Μόνο ὁ Ἠλίας εἶχε ἀναμμένο τό λυχνάρι τῆς ἀρετῆς… Τά πάντα ἐρημώνονταν καί ἐξαφανίζονταν…, ὅλοι πέθαιναν ἐξαιτίας τῆς ἀβροχίας…, ἀλλά γιά τίποτα δέν τόν ἔνοιαζε τόν Ἠλία, που ἦταν μεθυσμένος ἀπό τόν ἱερό ζῆλο… Τί κάνεις, Ἠλία;   Ἔστω, οἱ νέοι ἁμάρτησαν· γιατί τιμωροῦνται τά παιδιά;  Ἔστω, ἁμάρτησαν οἱ ἄνθρωποι· γιατί μαζί τους πεθαίνουν καί τά ζῶα; Τόσο μεγάλη ἀσπλαχνία ἔχεις; Καθόλου δέν σέ μέλει γιά τούς ἀνθρώπους; Γυναίκα καί παιδί δέν ἔχεις· ἀδιαφορεῖς γι’ αὐτούς πού χάνονται.


»Τί τοῦ λέει λοιπόν ὁ Θεός; Πήγαινε στό χείμαρρο Χοράθ καί θά διατάξω κόρακα νά σοῦ φέρνει τροφή… Πῶς τρεφόταν ἀπό κόρακα; Ἀφοῦ ὁ κόρακας κατά τό (μωσαϊκό) νόμο εἶναι ἀκάθαρτος… Κι ὅμως ὁ Ἠλίας τρεφόταν ἀπό κόρακα, πιστεύοντας ὅτι τίποτα δέν εἶναι ἀκάθαρτο ἀφοῦ δημιουργήθηκε ἀπό τόν Κύριο… Ἔπειτα, ἐπειδή ὁ χείμαρρος ξεράθηκε…, πήγαινε, τοῦ εἶπε, στή Σαρεπτά καί θά διατάξω γυναίκα χήρα νά σέ διατρέφει ἐκεῖ. Αὐτό τό ἔκανε ὁ Θεός κατ’ οἰκονομίαν. Ἐπειδή δηλαδή ὁ Ἠλίας δέν ἤξερε τά ὅσα εἶχαν συμβεῖ… καί τή γενική συμφορά…, τόν στέλνει ὁ Θεός…, ὥστε ἀφοῦ δεῖ καί ὁ Ἠλίας τί εἶχε συμβεῖ, νά ζητήσει ἐπίμονα ἀπό τόν Κύριο νά δώσει βροχή.


»… Ὁ Ἠλίας δέν εἶπε στόν Θεό· σέ ποιόν μέ στέλνεις;… μήπως δέν ὑπάρχουν ἄλλοι ἄνθρωποι πλουσιότεροι πού μποροῦν νά παρηγορήσουν τήν πείνα μου;

»Δέν ξέρω πῶς νά ἐπαινέσω τή χήρα· πῶς περιφρόνησε τό γιό της καί ἄνοιξε τό σπίτι της νά φιλοξενήσει… Ἔσπειρε φιλοξενία ἡ χήρα καί ἀμέσως θέρισε τό καρπερό στάχυ τῆς φιλοξενίας. Διότι, τί τῆς εἶπε ὁ Ἠλίας; Ζεῖ ὁ Κύριος, τό πιθάρι μέ τ’ ἀλεύρι δέν θά ἀδειάσει καί τό δοχεῖο μέ τό λάδι δέν θά μειωθεῖ».


Ἡ ἀνάσταση τοῦ γιοῦ τῆς χήρας. Ὕστερα ἀπό τά γεγογονότα αὐτά ἀρρώστησε βαριά καί πέθανε ὁ γιός τῆς χήρας πού φιλοξενοῦσε τόν προφήτη. Τότε ἡ γυναίκα, καθώς μᾶς πληροφορεῖ τό βιβλίο «Βασιλειῶν Γ΄» (κεφ. 17, 1824), εἶπε στόν προφήτη Ἠλία: Τί σοῦ χρωστοῦσα, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ;  Ἦρθες στό σπίτι μου γιά νά μοῦ ὑπενθυμίσεις τήν ἁμαρτία μου καί νά κάνεις νά πεθάνει ὁ γιός μου; Ἐκεῖνος ὅμως τό πῆρε ἀπό τήν ἀγκαλιά της, τό ἀνέβασε στό ἀνώγι ὅπου ἔμενε ὁ ἴδιος καί προσευχήθηκε στόν Κύριο, λέγοντας: Κύριε, Θεέ μου, γιατί ἔκανες κακό στή χήρα πού μέ φιλοξενεῖ, ἀφήνοντας νά πεθάνει ὁ γιός της; Καί συνέχισε, παρακαλώντας νά ἐπιστρέψει ἡ ψυχή τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ μέσα του. Ὁ Κύριος ἄκουσε τήν προσευχή του καί ἀνέστησε τό παιδί. Τό πῆρε ὁ προφήτης Ἠλίας καί τό κατέβασε ἀπό τό ἀνώγι. Τό παρέδωσε στή μητέρα του λέγοντας: Νά ὁ γιός σου, εἶναι ζωντανός. Κι ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε: Τώρα κατάλαβα ὅτι ἐσύ εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καί ὅ,τι προφητεύει τό στόμα σου εἶναι πραγματικά λόγος Κυρίου.


Ἡ παρρησία τοῦ Ἠλία ἐνώπιον τοῦ βασιλιᾶ. Ἦταν ἤδη ὁ τρίτος χρόνος τῆς φοβερῆς ξηρασίας, ὅταν ὁ Θεός μίλησε στόν προφήτη καί τοῦ εἶπε: Πήγαινε νά παρουσιαστεῖς στόν Ἀχαάβ, κι ἐγώ θά στείλω βροχή στή γῆ (Γ΄ Βασ. 18,1). Στό μεταξύ ἡ πείνα εἶχε ἐπιδεινωθεῖ στή Σαμάρεια. Ὅταν ἔγινε ἡ συνάντηση τοῦ Ἠλία μέ τό βασιλιά Ἀχαάβ ἐκεῖνος εἶπε στόν προφήτη: Ἐσύ εἶσαι πού ἀναστατώνεις τόν Ἰσραήλ; γιά νά πάρει τή γεμάτη παρρησία ἀπάντηση: Δέν ἀναστατώνω ἐγώ τόν Ἰσραήλ, ἀλλά ἐσύ καί ἡ οἰκογένειά σου, ἐπειδή ἀρνηθήκατε νά ὑπακούσετε στίς ἐντολές τοῦ Κυρίου καί λατρέψατε τίς θεότητες τοῦ Βάαλ (Γ΄ Βασ. 18, 1718). Τόν προκάλεσε μάλιστα νά δώσει ἐντολή νά συγκεντρωθοῦν ὅλοι οἱ Ἰσραηλίτες στό ὄρος Κάρμηλος, μαζί μέ τούς 450 «προφῆτες» τοῦ Βάαλ καί τούς 400 «προφῆτες» τῆς Ἀστάρτης, πού ἦταν προστατευόμενοι τῆς βασίλισσας Ἰεζάβελ.


Ὅταν ἔγινε αὐτή ἡ συγκέντρωση λαοῦ καί «προφητῶν», ὁ Ἠλίας ἀπευθύνθηκε στούς Ἰσραηλίτες καί μέ πύρινο λόγο τούς ἔλεγξε γιά τήν πίστη τους:  Ὥς πότε θά ἀμφιταλαντεύεστε; Ἄν ὁ Κύριος εἶναι Θεός, ἀκολουθῆστε τον· κι ἄν εἶναι ὁ Βάαλ, ἀκολουθῆστε ἐκεῖνον… (Γ΄ Βασ. 18,21).


Φωτιά ἀπό τόν οὐρανό στό βωμό τοῦ Ἠλία. Κι ἐνῶ ὁ λαός ἔμενε σιωπηλός, ὁ προφήτης τοῦ Θεοῦ συνέχισε: Ἐγώ ἀπέμεινα μόνος προφήτης τοῦ Κυρίου, ἐνῶ οἱ προφῆτες τοῦ Βάαλ εἶναι 450. Ἄς μᾶς φέρουν δύο μοσχάρια κι ἄς διαλέξουν τό ἕνα γιά τόν ἑαυτό τους· ἄς τό κομματιάσουν κι ἄς τό βάλουν πάνω στά ξύλα· φωτιά ὅμως νά μή βάλουν. Ἐγώ θά πάρω τό ἄλλο μοσχάρι καί θά τό βάλω πάνω στά ξύλα καί δέν θά βάλω φωτιά. Ἄς ἐπικαλεστοῦν αὐτοί τό ὄνομα τοῦ θεοῦ τους καί θά ἐπικαλεστῶ κι ἐγώ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ὅποιος θεός ἀπαντήσει μέ φωτιά, αὐτός θά εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. Καί ὁ λαός ἀπάντησε: Σωστά μίλησες (Γ΄ Βασ. 18, 2224)*.


Ἡ συνέχεια εἶναι λίγο πολύ σέ ὅλους τούς χριστιανούς γνωστή: Οἱ 450 «προφῆτες» τοῦ Βάαλ προσεύχονταν στό θεό τους ἀπό τό πρωί ὥς τό μεσημέρι: «Βάαλ, ἄκουσέ μας», φώναζαν καί χοροπηδοῦσαν γύρω ἀπό τό θυσιαστήριο πού εἶχαν ἑτοιμάσει. Ἀλλά καμία φωνή καί καμία ἀπάντηση δέν ἔπαιρναν ἀπό τό θεό τους. Πρός τό μεσημέρι ὁ Ἠλίας ἄρχισε νά τούς περιπαίζει, λέγοντάς τους: Φωνάξτε πιό δυνατά, θεός εἶν’ αὐτός καί μπορεῖ νά ’ναι βυθισμένος σέ σκέψεις· μπορεῖ νά εἶναι κάπου ἀπασχολημένος ἤ νά ταξιδεύει. Ἴσως κοιμᾶται καί πρέπει νά ξυπνήσει (Γ΄ Βασ. 18,27). Εἰς μάτην ὅμως! Καμία φωνή, κανένα σημάδι ὅτι ὁ θεός τους εἶχε ἀκούσει τίς ἱκεσίες τους.


Νωρίς τό ἀπόγευμα ὁ προφήτης κάλεσε κοντά του τό λαό, πού πλησίασε στό θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου τό ὁποῖο εἶχε καταστραφεῖ ἀπό τήν Ἰεζάβελ καί ξαναστήσει ὁ Ἠλίας μέ 12 πέτρες, ὅσοι καί οἱ γιοί τοῦ  Ἰακώβ καί οἱ 12 φυλές τοῦ Ἰσραήλ. Ἔβαλε πάνω στό θυσιαστήριο ξύλα, κομμάτιασε τό μοσχάρι καί τό τοποθέτησε πάνω τους.  Ἔπειτα ζήτησε τέσσερις κάδους νερό κι ἔδωσε ἐντολή νά τό χύσουν πάνω στό ὁλοκαύτωμα καί τά ξύλα. Τό ἴδιο εἶπε καί ἔκαναν δεύτερη καί τρίτη φορά. Στή συνέχεια πλησίασε τό θυσιαστήριο καί προσευχήθηκε σέ ἐπήκοο ὅλων: Κύριε, Θεέ τοῦ  Ἀβραάμ, τοῦ  Ἰσαάκ καί τοῦ  Ἰακώβ, ἄς μάθουν ὅλοι σήμερα ὅτι ἐσύ εἶσαι Θεός στόν Ἰσραήλ κι ἐγώ δοῦλος σου, καί ὅτι ἐγώ ἔκανα ὅλα αὐτά τά πράγματα σύμφωνα μέ τό λόγο σου. Ἀπάντησέ μου, Κύριε, ὥστε νά μάθει ὁ λαός σου αὐτός ὅτι ἐσύ εἶσαι ὁ Κύριος, ὁ Θεός, κι ὅτι ἐσύ θά ξαναφέρεις τήν καρδιά τους κοντά σου (Γ΄ Βασ. 18, 3637).


Τότε λοιπόν ἔπεσε φωτιά ἀπό τόν οὐρανό καί ἔκαψε ἐντελῶς τά κομμάτια τοῦ μοσχαριοῦ, τά ξύλα, ἀκόμα καί τίς πέτρες καί τό χῶμα. Ἔκπληκτοι ὅλοι ἔσκυψαν τό κεφάλι καί εἶπαν:

Ὁ Κύριος! Αὐτός εἶναι ὁ Θεός! Καί ὁ Ἠλίας: Πιάστε τούς «προφῆτες» τοῦ Βάαλ, νά μή σᾶς ξεφύγει κανείς. Τούς συνέλαβαν, τούς κατέβασαν στό χείμαρρο Κισών κι ἐκεῖ τούς ἐξολόθρευσε (Γ΄ Βασ. 18, 3840).


Τό τέλος τῆς τριετοῦς ξηρασίας. Μετά τό γεγονός αὐτό τά σύννεφα σκοτείνιασαν τόν οὐρανό καί ξέσπασε θύελλα καί δυνατή βροχή (Γ΄ Βασ. 18, 45). Ὁ βασιλιάς ἐπιστρέφοντας στό παλάτι διηγήθηκε στή γυναίκα του Ἰεζάβελ ὅλα ὅσα ἔκανε ὁ προφήτης Ἠλίας καί πώς ἐξολόθρευσε τούς «προφῆτες» τοῦ Βάαλ*. Ἡ Ἰεζάβελ ὀργισμένη ἔστειλε μέ ἀγγελιοφόρο μήνυμα στόν Ἠλία: Νά μέ τιμωρήσουν οἱ θεοί, ἄν αὔριο τέτοια ὥρα δέν σοῦ κάνω ὅ,τι ἔκανες ἐσύ στούς προφῆτες (Γ΄ Βασ. 19,2).


Ὁ Ἠλίας κρύβεται στό ὄρος Χωρήβ. Ὅταν ὁ προφήτης πῆρε τό μήνυμα φοβήθηκε καί σηκώθηκε κι ἔφυγε γιά νά σώσει τή ζωή του. Στό Γ΄ Βασιλειῶν (19, 310) περιγράφεται μέ ἐνάργεια τό περιστατικό: Φεύγοντας πῆγε στή ΒέερΣεβά, πού ἀνῆκε στό βασίλειο τοῦ Ἰούδα. Ἄφησε ἐκεῖ τόν ὑπηρέτη του κι ὁ ἴδιος προχώρησε μιᾶς ἡμέρας δρόμο μέσα στήν ἔρημο. Ἦρθε καί κάθισε στή σκιά ἑνός σπαρτόδενδρου. Παρακαλοῦσε νά πεθάνει: Ἀρκετά ὥς ἐδῶ, Κύριε, ἔλεγε. Πάρε τή ζωή μου, γιατί ἐγώ δέν εἶμαι καλύτερος ἀπό τούς προγόνους μου.   Ὕστερα ξάπλωσε καί τόν πῆρε ὁ ὕπνος. Ἄγγελος Κυρίου ὅμως τόν ἄγγιξε καί τοῦ εἶπε: Σήκω καί φάγε. Γυρίζοντας ὁ  Ἠλίας τό κεφάλι του εἶδε μία λαγάνα ψητή σέ καυτές πέτρες καί μία κανάτα νερό. Ἀφοῦ ἔφαγε καί ἤπιε, ξάπλωσε καί πάλι. Ἀλλά ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: Σήκω καί φάγε, γιατί ἔχεις ἀκόμα πολύ δρόμο μπροστά σου.


Ὁ προφήτης συμμορφώθηκε. Καί μέ τή δύναμη ἐκείνης τῆς τροφῆς βάδισε 40 μερόνυχτα ὥς τό Χωρήβ, τό βουνό τοῦ Θεοῦ. Μπῆκε σέ μία σπηλιά, ὅπου πέρασε τή νύχτα. Τότε ὁ Κύριος τόν ρώτησε: Τί ζητᾶς ἐδῶ, Ἠλία; Καί ὁ προφήτης ἀπάντησε: «Ἐγώ ἀγωνίστηκα μέ μεγάλο ζῆλο γιά σένα, Κύριε, Θεέ τοῦ σύμπαντος. Ἀλλά οἱ Ἰσραηλίτες ἀθέτησαν τή διαθήκη σου, γκρέμισαν τά θυσιαστήριά σου καί κατέσφαξαν τούς προφῆτες σου· μόνον ἐγώ ἀπέμεινα καί ζητοῦν κι ἐμένα νά θανατώσουν».


Ὁ Κύριος στή συνέχεια ἐμφανίστηκε στόν Ἠλία ὄχι ὡς μεγάλος καί δυνατός ἄνεμος πού ἔσχιζε τά βουνά καί σύντριβε τούς βράχους στό πέρασμά του· οὔτε σάν σεισμός ἤ φωτιά, ἀλλά ὡς ἕνας ἦχος ἀπό ἐλαφρό ἀεράκι (Γ΄ Βασ. 19, 1112). Καί ἔδωσε ἐντολή στόν προφήτη του νά πάει στή Δαμασκό γιά νά χρίσει τό νέο βασιλιά τῶν Συρίων, ὕστερα τό νέο βασιλιά τοῦ Ἰσραήλ καί στή συνέχεια νά χρίσει διάδοχό του προφήτη τόν Ἐλισαῖο. Πράγμα πού ἔκανε ὁ Ἠλίας.

                                           Ἡ ἁρπαγή τοῦ προφήτη  Ἠλία στόν οὐρανό

Αφοῦ ὁ προφήτης Ἠλίας ἔζησε καί ἔδρασε κατά τό θέλημα τοῦ Κυρίου, ἔφτασε ὁ καιρός νά τόν πάρει ὁ Θεός στούς οὐρανούς μέσα σέ ἀνεμοστρόβιλο (Δ΄Βασ. 2,1). Τό θαυμαστό γεγονός περιγράφεται πολύ παραστατικά στό 2ο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου «Βασιλειῶν Δ΄» ὡς ἑξῆς:

Μία φορά πού ὁ Ἠλίας καί ὁ (μαθητής του) Ἐλισαῖος ἐπέστρεφαν μαζί ἀπό τά Γάλγαλα, εἶπε κάποια στιγμή ὁ πρῶτος στό δεύτερο: Μεῖνε ἐδῶ, γιατί ὁ Κύριος μέ στέλνει στή Βαιθήλ. Ὁ Ἐλισαῖος ἀπάντησε: Ὁρκίζομαι στόν ἀληθινό Θεό καί σ’ ἐσένα, ὅτι δέν θά σ’ ἀφήσω. Ἔτσι πῆγαν μαζί στή Βαιθήλ, πού εἶναι ἱερός τόπος βόρεια τῆς Ἰερουσαλήμ. Ἐκεῖ βρισκόταν μία ὁμάδα προφητῶν πού εἶπαν στόν Ἐλισαῖο: Τό ξέρεις ὅτι σήμερα ὁ Θεός θά πάρει ἀπό κοντά σου τόν κύριό σου; Αὐτός ἀπάντησε πώς τό ξέρει, ἀλλά τούς παρεκάλεσε νά μή μιλᾶνε γι’ αὐτό.


Ὕστερα ὁ Ἠλίας καί ὁ Ἐλισαῖος πῆγαν στήν Ἰεριχώ. Τήν ἴδια ἐρώτηση ἔκαναν στόν Ἐλισαῖο καί οἱ ἐκεῖ προφῆτες, πῆραν ὅμως τήν αὐτή ἀπάντηση. Κατόπιν οἱ δυό τους, κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, βάδισαν πρός τόν Ἰορδάνη ποταμό, ἐνῶ τούς ἀκολουθοῦσαν 50 προφῆτες πού στάθηκαν σέ κάποια ἀπόσταση ἀπ’ αὐτούς. Τότε ὁ Ἠλίας πῆρε τό μανδύα του [τή μηλωτή], τόν δίπλωσε καί χτύπησε μ’ αὐτόν τά νερά. Ἐκεῖνα ἄνοιξαν στά δύο καί πέρασαν ἀνάμεσα οἱ δυό ἄντρες πατώντας σέ ξηρά (Δ΄ Βασ. 2,8). Ὁ Ἠλίας εἶπε στό μαθητή του: Ζήτησέ μου τί θέλεις νά κάνω γιά σένα, πρίν μέ πάρει ὁ Κύριος ἀπό κοντά σου. Κι ὁ  Ἐλισαῖος ζήτησε νά τοῦ δώσει διπλάσιο τό προφητικό του πνεῦμα. Ὁ Ἠλίας τοῦ εἶπε: Δύσκολο πράγμα ζήτησες.  Ὡστόσο ἄν μέ δεῖς τή στιγμή πού θά φεύγω ἀπό κοντά σου, τότε θά γίνει αὐτό πού ζήτησες· ἄν ὅμως δέν μέ δεῖς, δέν θά γίνει (Δ΄Βασ. 2,10).


Ξαφνικά, καθώς προχωροῦσαν συζητώντας, φάνηκε ἕνα ἅρμα ἀπό φωτιά, κι ἄλογα πύρινα τούς χώρισαν τόν ἕναν ἀπό τόν ἄλλον. Κι ἀνέβαινε ὁ Ἠλίας μέσα σέ ἀνεμοστρόβιλο στόν οὐρανό (στίχ. 11), ἐνῶ ἄφησε νά πέσει ἀπό πάνω του ὁ μανδύας (μηλωτή) πού τόν μάζεψε ὁ  Ἐλισαῖος. Οἱ προφῆτες πού παρακολουθοῦσαν τά γινόμενα ἀπό μακριά, εἶπαν: Τό πνεῦμα τοῦ Ἠλία ἔμεινε στόν  Ἐλισαῖο (στίχ. 15).


Ὁ προφήτης Ἠλίας ἔδειξε ἔνθερμο ζῆλο γιά τό νόμο τοῦ Θεοῦ καί γι’ αὐτό ἀναλήφθηκε στόν οὐρανό (Α΄Μακκ. 2,58).

                                        Ἡ Ἁγία Γραφή γιά τό πρόσωπο καί τό ἔργο του

Ο προφήτης Ἠλίας, ἐξαιτίας τῆς βαθιᾶς του πίστης, τῆς ἀφοσίωσης στόν Θεό καί τοῦ ἔνθερμου ζήλου, ἀναφέρεται πολύ συχνά στά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ δέ ἐπίδραση πού ἄσκησε ἡ ζωή καί τό ἔργο του διά μέσου τῶν αἰώνων εἶναι πολύ σημαντική. Ἀπό τά ἱερά καί ἅγια πρόσωπα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἴσως τό πλέον ἀγαπητό καί ἡ μνήμη του τιμᾶται ἀπό τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο.

Παρόλο πού, ὅπως σημειώσαμε, δέν ἄφησε γραπτά κείμενα, μνημονεύεται πάντοτε μέ ἐγκωμιαστικά λόγια, προβάλλεται ὡς παράδειγμα πρός μίμηση, λαμβάνει μέρος σέ σημαντικά γεγονότα.  Ἤδη στό πρῶτο βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἐνώχ …ἔζησε θεάρεστα καί ἐξαφανίστηκε, γιατί τόν παρέλαβε ὁ Θεός (Γεν. 5,24), ὅπως ἀκριβῶς καί τόν Ἠλία (Δ΄Βασ. 2,11). Ἐνώχ καί Ἠλίας εἶναι τά δύο πρόσωπα τῆς Π. Διαθήκης πού δέν γνώρισαν φυσικό θάνατο, ἀφοῦ παρελήφθησαν ζῶντα στόν οὐρανό, πράγμα πού ὑπαινίσσεται καί ὁ ψαλμωδός Δαβίδ ὅταν γράφει: ὁ Θεός λυτρώσεται τήν ψυχήν μου ἐκ χειρός ᾅδου, ὅταν λαμβάνῃ με (Ψαλμ. 48,16: ὁ Θεός θά σώσει τή ζωή μου· ἀπό τά νύχια τοῦ ἅδη θά μέ πάρει).

Ὁ προφήτης Μαλαχίας γράφει ὅτι ὁ Κύριος ὁ παντοκράτωρ λέγει: Ἰδού ἐγώ ἀποστελῶ ὑμῖν Ἠλίαν τόν Θεσβίτην, πρίν ἤ ἐλθεῖν τήν ἡμέραν τήν μεγάλην καί ἐπιφανῆ (Μαλ. 4,4), ἐνῶ καί σέ ἄλλο σημεῖο τονίζει:  Ἰδού ἐγώ ἐξαποστέλλω τόν ἄγγελόν μου, καί ἐπιβλέψεται ὁδόν πρό προσώπου μου (3,1). Οἱ προφητεῖες αὐτές ἐκπληρώθηκαν στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, πού προφητεύθηκε καί ἐνσάρκωσε τόν «ἰσχυρό χαρακτήρα» τοῦ  Ἠλία, ὁ ὁποῖος ἁπλά ἦταν ἡ προτύπωσή του.


Ἕνας πραγματικός ὕμνος γιά τό μεγάλο προφήτη περιέχεται στή Σοφία Σειράχ, ἡ ὁποία συνθέτει τά σχετικά βιβλικά δεδομένα.  Ἔχει δέ σέ μετάφραση ὡς ἑξῆς: Μετά [τόν Ἰεροβοάμ] ἐμφανίστηκε ὁ Ἠλίας ὁ προφήτης· ἦταν σάν τή φωτιά κι ὁ λόγος του ἔκαιγε σάν τή λαμπάδα. Αὐτός ἔφερε πάνω στούς Ἰσραηλίτες πείνα καί μέ τό ζῆλο του τούς ἀποδεκάτισε. Μέ τοῦ Κυρίου τήν προσταγή τόν οὐρανό τόν ἔκλεισε καί τρεῖς φορές ἔκανε νά κατεβεῖ φωτιά στή γῆ. Πόσο δοξάστηκες Ἠλία μέ τά ἔργα σου τά θαυμαστά! Καί ποιός μπορεῖ νά καυχηθεῖ πώς εἶναι ὅμοιος μέ σένα; Ἀνέστησες νεκρό ἀπό τό θάνατο κι ἀπό τόν ἅδη μέ τήν προσταγή τοῦ Ὑψίστου.  Ἔριξες βασιλιάδες στήν καταστροφή καί φημισμένους ἔστειλες ἀνθρώπους ἀπό τήν κλίνη τῆς ἀρρώστιας τους στό θάνατο. Τόν ἔλεγχο τοῦ Κυρίου ἄκουγες στό Σινᾶ, τίς καταδικαστικές του ἀποφάσεις στό Χωρήβ. Ἔχρισες βασιλιάδες γιά νά ἐφαρμόσουν τήν τιμωρία σου καί προφῆτες γιά νά σέ διαδεχτοῦν. Ἀναλήφθηκες μέσα σέ ἀνεμοστρόβιλο φωτιᾶς, πάνω σέ ἅρμα πού τό σέρναν πύρινα ἄλογα. Ἐσύ, ὅπως ἔχει γραφτεῖ, πρόκειται νά ἔρθεις γιά νά μᾶς ἐλέγξεις σέ καθορισμένο χρόνο, γιά νά καταπραΰνεις τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ προτοῦ ξεσπάσει, νά συμφιλιώσεις τόν πατέρα μέ τό παιδί, καί νά ἐγκαταστήσεις στό χῶρο τους τίς φυλές τοῦ  Ἰακώβ. Εὐτυχισμένοι εἶναι ἐκεῖνοι πού σέ εἶδαν κι αὐτοί πού πέθαναν μέ τήν ἐλπίδα νά σέ δοῦν· γιατί κι ἐμεῖς βέβαιο εἶναι πώς θά ζήσουμε. Αὐτός ἦταν ὁ Ἠλίας, πού τόν τύλιξε ὁ ἀνεμοστρόβιλος. Τότε ὁ Ἐλισαῖος γέμισε μέ τό πνεῦμα του (Σοφ. Σειράχ 48, 112).

Ὄχι λιγότερο σημαντική εἶναι ἡ παρουσία τοῦ προφήτη Ἠλία στά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἔτσι κατά σειράν ἀναφέρεται στά ἑπόμενα σημεῖα:

Μιλώντας ὁ Ἰησοῦς Χριστός γιά τόν Ἰωάννη τό Βαπτιστή εἶπε: Ἄν θέλετε νά τό παραδεχτεῖτε, αὐτός εἶναι ὁ Ἠλίας, πού ἔμελλε νά ἔρθει (Ματθ. 11,14). Ὅταν ὁ Ἡρώδης ὁ τετράρχης ἄκουσε ὅλα ὅσα γίνονταν ἀπό τόν Ἰησοῦ, ἀποροῦσε, γιατί ἄλλοι ἔλεγαν … ὅτι ἐμφανίστηκε ὁ  Ἠλίας… (Λουκ. 9, 78. Μάρκ. 6,15).


Κατά τή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου στό ὄρος Θαβώρ ἐμφανίστηκαν πλάι στόν Ἰησοῦ ὁ Μωυσής καί ὁ Ἠλίας καί συνομιλοῦσαν μαζί του. Καθώς κατέβαιναν ἀπό τό βουνό οἱ μαθητές τόν ρώτησαν: Γιατί οἱ γραμματεῖς λένε πώς πρέπει νά ἔρθει πρῶτα ὁ Ἠλίας; Κι ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε: Πρῶτα θά ἔρθει ὁ Ἠλίας καί θά τά ἀποκαταστήσει ὅλα. Σᾶς βεβαιώνω ὅμως πώς ὁ Ἠλίας ἦρθε κιόλας, μά δέν τόν ἀναγνώρισαν, καί τοῦ ἔκαναν ὅ,τι ἤθελαν… Τότε κατάλαβαν οἱ μαθητές πώς τούς μίλησε γιά τόν Ἰωάννη τό Βαπτιστή (Ματθ. 17, 1013 καί Μάρκ. 9, 1113).

Ὅταν ὁ Κύριος ἐπάνω στό Σταυρό κραύγασε μέ δυνατή φωνή: Ἠλί ἠλί λαμά σαβαχθανί, δηλαδή, Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μέ ἐγκατέλειψες, μερικοί ἀπό τούς παρευρισκόμενους ἐκεῖ σάν τόν ἄκουσαν, ἔλεγαν: Αὐτός φωνάζει τόν Ἠλία… Καί κάποιοι ἔλεγαν: Ἄσε νά δοῦμε ἄν θά ’ρθεῖ ὁ  Ἠλίας νά τόν σώσει (Ματθ. 27, 4649). Ὁ εὐαγγελιστής Λουκάς ἀναφέρει πώς ὁ ἄγγελος προανήγγειλε στό Ζαχαρία, τόν πατέρα Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ὅτι ὁ γιός του θά προπορευτεῖ στό ἔργο τοῦ Κυρίου μέ τό πνεῦμα καί τή δύναμη τοῦ προφήτη Ἠλία (Λουκ. 1,17). Μνημονεύει ἐπίσης τά σχετικά μέ τή φιλοξενία τοῦ προφήτη ἀπό τή χήρα στή Σαρεπτά, γράφοντας ὅτι ὁ Κύριος εἶπε: Σᾶς βεβαιώνω πώς κανένας προφήτης δέν εἶναι δεκτός στήν πατρίδα του. Πράγματι, τήν ἐποχή τοῦ προφήτη Ἠλία ὑπῆρχαν πολλές χῆρες στόν Ἰσραήλ. Τότε ὁ οὐρανός δέν εἶχε βρέξει γιά τρία χρόνια καί ἕξι μῆνες καί μεγάλη πείνα εἶχε πέσει σ’ ὅλη τή γῆ. Ὁ Θεός ὅμως δέν ἔστειλε τόν Ἠλία σέ καμία ἀπ’ αὐτές, παρά μόνο σέ μία χήρα στή Σαρεπτά τῆς Σιδωνίας (Λουκ. 4, 2426).

Ὅταν οἱ Σαμαρεῖτες δέν δέχθηκαν τόν Ἰησοῦ γιατί κατευθυνόταν πρός τήν  Ἰερουσαλήμ, οἱ μαθητές του  Ἰάκωβος καί  Ἰωάννης τοῦ εἶπαν: Κύριε, θέλεις νά ζητήσουμε νά κατεβεῖ φωτιά από τόν οὐρανό καί νά τούς καταστρέψει, ὅπως ἔκανε καί ὁ Ἠλίας; Γιά νά πάρουν τήν ἀπάντηση: Ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου δέν ἦρθε γιά νά καταστρέψει ἀνθρώπους ἀλλά γιά νά τούς σώσει (Λουκ. 9, 5356).

Τέλος τόν προφήτη Ἠλία ἀναφέρουν ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης (1,21. 25), ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ρωμ. 11,2) καί ὁ  Ἰάκωβος (5,17). Ἀλλά συχνές ἀναφορές γιά τό ζηλωτή προφήτη συναντοῦμε καί σέ πολλούς ἁγίους Πατέρες καί ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς, πράγμα πού ἀποτελεῖ τρανή ἀπόδειξη τῆς ἰδιαίτερης θέσης τήν ὁποία κατέχει ὁ ἔνδοξος αὐτός προφήτης στή δόξα τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή ὑπηρέτησε τό θέλημα τοῦ Κυρίου μέ τόσο ζῆλο καί ἀφοσίωση. Καί προβάλλεται μέχρι καί σήμερα ὡς πρότυπο προσευχῆς, νηστείας, ἀγωνιστικότητας καί σταθερότητας στήν πίστη τοῦ ἑνός καί ἀληθινοῦ Θεοῦ.

Ἀπολυτίκιον 

Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.

Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος, τῶν προφητῶν ἡ κρηπίς,
ὁ δεύτερος πρόδρομος τῆς παρουσίας Χριστοῦ,
Ἠλίας ὁ ἔνδοξος,
ἄνωθεν καταπέμψας  Ἐλισαίῳ τήν χάριν,
νόσους ἀποδιώκει, καί λεπρούς καθαρίζει·
διό καί τοῖς τιμῶσιν αὐτῶν βρύει ἰάματα

Πηγή:  http://www.profitisilias.gr/

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΜΑΡΙΝΑ


 

....«Ελθέ εις τας άνω μονάς του Παραδείσου, Μαρίνα Θεόνυμφε, να απολαύσης της αφθαρσίας τον στέφανον εις τα αγαπητά του Θεού σκηνώματα, να χαίρεσαι με τους αγίους χορεύουσα και ανεπαυομένη αιώνια»....


Μέσα στο πλήθος των μαρτύρων και των ηρώων της Χριστιανικής μας Πίστεως, μία εξέχουσα θέση κατέχει η μεγαλομάρτυς Αγία Μαρίνα, η οποία σαν ένα ολοφώτεινο αστέρι στολίζει το ουράνιο στερέωμα, και σαν ένα βαρύτατο διαμάντι πλουτίζει το νοητό στέμμα της αγίας μας Εκκλησίας.


Τέτοιοι ήρωες ποτέ δεν πεθαίνουν, δεν σβύνει η δόξα τους. Δεν μαραίνεται ποτέ το ψυχικό μεγαλείο τους. Ζουν μέσα στις ψυχές των χριστιανών με το φωτεινό παράδειγμά τους, με τους πειρασμούς και τις νίκες τους, με τους αγώνες και τα υπερθαύματα τρόπαιά τους, με την αήττητη και φλογερή πίστιν τους που μετακινεί όρη και συμπνίγει πάθη και καταισχύνει δαίμονες και κατατροπώνει εχθρούς.

Ζούν δια να προκαλούν τον θαυμασμό, να συγκινούν και διδάσκουν, να διεγείρουν έθνη και λαούς σε έπαινο και δόξα και λατρεία του Βασιλέως του Χριστού. Θέλουμε αποδείξεις ζωντανές και χειροπιαστές της αλήθειας αυτής; Ιδού η πανένδοξος μνήμη της Μεγαλομάρτυρος Αγίας Μαρίνης. Χρόνια περνούν και χρόνια έρχονται. Χιλιάδες χρόνια.


Και ενώ «ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα» η Αγία Μαρίνα ίσταται αθάνατη στην ενθύμηση των πιστών πανθαύμαστη και πολυΰμνητη αθλήτρια. Γενεές την ψάλλουν. Ναοί κτίζονται και εορτές λαμπρύνονται. Πανηγύρεις στήνονται προς τιμή και έπαινό της.

Η μακαρία αυτή κόρη και καλλιπάρθενος μάρτυς γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Πισιδείας το έτος 270 μ.χ. από γονείς περιφανείς μεν αλλ΄ειδωλολάτρες.

Ο πατέρας της ήταν ιερεύς, ειδωλολάτρης, το όνομα Αιδέσιος. Η Μαρίνα ήταν μονάκριβη κόρη των γονέων της.

Λίγο μετά την γέννησή της πέθανε η μητέρα της, και ο πατέρας της έδωσε το βρέφος σε μία ξένη γυναίκα, η οποία καθόταν έξω από την πόλη, για να το θηλάζει. Στον τόπο αυτόν, κατά θεία οικονομία, ευρίσκοντο και Χριστιανοί.

Οταν μεγάλωσε λίγο και άρχισε να μιλά άκουσε κάποιους να συζητούν περί της πίστεως του Χριστού και επειδή έτυχε εκ φύσεως να είναι αγαθής ψυχής και καλής προαιρέσεως κόρη, ακόμη δε και συνετή και φρόνιμη, δέχθηκε τον σωτήριο λόγο στην καρδιά της ευθύς όταν άκουσε, ότι ο Χριστός είναι αγαθός Θεός, αιώνιος και πολυεύσπλαχνος και έγινε άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο, ότι σταυρώθηκε από αγάπη προς τον άνθρωπο και αναστήθηκε ενδόξως και ανέβηκε στους ουρανούς και εκάθισε στα δεξιά του Θεού και Πατρός.

Αυτά και άλλα παρόμοια ακούγοντας το χαριτωμένο και ωραιότατον κοριτσάκι, ερίζωσε στην ψυχή της ο σπόρος της πίστεως ως κόκκος σινάπεως και με τη συνεργεία της Θείας Χάριτος εν καιρώ απέδωσε τον καρπό.
Οσο μεγάλωνε η κόρη σωματικώς, τόσο πλουτιζόταν και η γνώση και η φρόνησή της και φλόγιζε ο πόθος του Χριστού στην καρδιά της και καθημερινώς προσευχόταν σ' Αυτόν να την αξιώση να γίνη κοινωνός των Μαρτύρων, σε όλους δε ομολογούσε ότι είναι Χριστιανή, και τα είδωλα κετέκρινε. Γι’ αυτό και ο πατέρας της, ο αναιδής Αιδέσιος, την μίσησε και δεν ήθελε ούτε στο πρόσωπο να την δη και την αποκλήρωσε από την περιουσία του.

Οσο ο σαρκικός πατέρας της την απεστρεφόταν, τόσο ο Ουράνιος πατέρας της την περιέβαλλε με την αγάπη του και με θεία Χάρη την ενίσχυε στους αγώνες της ζωής και στα μαρτύριά της τα οποία επηκολούθησαν πολύ νωρίς.
 
 
Τα μαρτύρια της Αγίας
 
 
Η Μαρίνα ήταν ηλικίας μόλις 15 ετών. Στην Ανατολή την εποχή εκείνη έπαρχος ήταν κάποιος Ολύβριος, άγριος και θηριόγνωμος άνθρωπος. Συνέβη αυτός να μεταβή από τα μέρη της Ασίας στην Αντιόχεια, και κατά σύμπτωση είδε στο δρόμο την ωραία κόρη Μαρίνα, η οποία πήγαινε στο πατρικό της ποίμνιο.
 
Τόση εντύπωση του έκαμε η ομορφιά της, ώστε κατελήφθη από δυνατό σαρκικό έρωτα και έβαλε στο νου του να την κάμη γυναίκα του, ο ασεβής και διατάζει να του την φέρουν στο κριτήριο. Και καθώς την οδηγούσαν προσευχόταν στον δρόμο να της δώση ο Κύριος σοφία και δύναμη να φυλάξη ως τέλος την πίστη, να νικήση τα κολαστήρια, να στεφανωθή με τους αγίους μάρτυρας.
 
Οταν έφθασαν στο παλάτι, την ρώτησε ο άρχοντας το όνομά της και ποιόν Θεό πίστευε. Η δε απαντούσε άφοβα, Μαρίνα με λένε, είμαι ελευθέρων γονέων παιδί και εύχομαι να γίνω δούλη του Θεού και Σωτήρος μου Ιησού Χριστού. Ολοι οι εκεί παρευρισκόμενοι εθαύμασαν τόσο την ομορφιά της κόρης όσο και το μεγάλο θάρρος της.
 
Αλλά όμως την εφυλάκισαν εως την άλλη μέρα γιατί είχαν μία επίσημη εορτή την άλλη μέρα και επρόκειτο να έλθουν όλοι οι κάτοικοι να προσφέρουν θυσία. Και τότε έφεραν και την Μαρίνα με την ελπίδα ότι θα θυσίαζε και αυτή στους ψεύτικους Θεούς όταν θάβλεπε όλους τους άλλους. Αλλά άδικα και ανόητα σκέφθηκαν.
 
Εκείνη δεν κινήθηκε από την θέσιητης ούτε με τις κολακείες του άρχοντα, ούτε με τις παχυλές υποσχέσεις του ότι θα τις χάριζε μεγάλα πλούτη, αλλά ούτε τις απειλές φοβήθηκε ότι θα την βασανίση με χίλια βασανιστήρια. Αντιθέτως του απήντησε με μεγάλο θάρρος.
 
«Μην ελπίζης άδικα, Ηγεμώνα, ότι μπορώ να φοβηθώ τα μαρτύρια. Καμμία θλίψη ή συμφορά ή ξίφος ή φωτιά ή βίαιος θάνατος θα μπορεί να με χωρίσει από τον Χριστό μου. Ούτε η λάμψη του χρυσού και του πλούτου μπορούν να με δελεάσουν, γιατί όλα αυτά είναι φθαρτά και πρόσκαιρα, η δε ψυχή είναι αθάνατη και ποθεί τα αιώνια.
 
Γι’ αυτό εμείς οι χριστιανοί καταφρονούμε τις απολαύσεις του κόσμου αυτού ως πρόσκαιρες και υπομένουμε τα λυπηρά και οδυνηρά της μιας ημέρας, για να κερδίσουμε την αθάνατη ζωή και την αιώνια απόλαυση. Και αν νομίζης ότι ψεύδομαι, εδώ είμαι, δοκίμασέ με, για να γνωρίσης και συ την αλήθεια από τα έργα.
 
Δείρε με σφάξε με, κάψε με, πνίξε με, τυράννισε μέ, με χίλια βασανιστήρια και όσο χειρότερα με βασανίζεις, τόσο με δοξάζει ο Χριστός στην μέλλουσα ζωή».
 
Αυτά και άλλα πολλά αφού άκουσε ο τύραννος, θέριεψε η άγρια καρδιά του από το θυμό, αλλά κρατήθηκε για λίγο ακόμη με την ελπίδα μήπως την δελεάση σαν γυναίκα απλή και απονήρευτη, και εξακολούθησε να την κολακεύη λέγοντας: Μαρίνα, σε παρακαλώ προσκύνησε τους Θεούς για να γλιτώσεις από τα δεινά κολαστήρια και σου υπόσχομαι να σε πάρω για γυναίκα μου, να δοξασθείς πιο πολύ από όλες τις γυναίκες της πόλεως και να έχεις κάθε απόλαυση. Αυτά και άλλα παρόμοια φλυαρούσε ο αφρονέστατος.
 
‘Επειτα όταν είδε ότι τον ενέπαιζε η αγία και καταφρονούσε τα λόγια του, δεν μπόρεσε πια να κρύψη την εσωτερική του αγριότητα και διατάζει τους στρατιώτες να την γυμνώσουν και να την δείρουν άσπλαχνα με αγκαθωτά ραβδιά σκληρά, τόσο σκληρά την έδειραν που η γη όλη κοκκίνησε από τα αίματα που έτρεχαν από την σάρκα της που την κατεξέσχιζαν.
 
Η Μάρτυς υπέφερε με ανδρικό φρόνημα τους πόνους και ούτε στένεξε ούτε δάκρυσε ούτε καν σκυθρώπασε καθόλου. Στεκόταν στερεά και αήττητη κυττάζοντας προς τον ουρανό, και νοερά επεκαλείτο την δύναμιηκαι την βοήθεια του Θεού.
 
Αφού την έδειραν πολλή ώρα, διέταξε ο άρχοντας ο απάνθρωπος να την φυλακίσουν πάλι όχι από λύπη αλλά για να τη πεθάνη τόσο γρήγορα και να την ξαναβασανίση πάλι. Και πράγματι την έρριξαν σε ένα σκοτεινό τόπο. Και ύστερα από μερικές μέρες την ξανάφεραν στο κριτήριο και αφού την κρέμασαν, ξέσχισαν τα πλευρά της με σιδερένια νύχια.
 
 
Τόσο δεν την καταξέσχισαν, ώστε παραμορφώθηκε το σώμα της , και όχι μόνο ο λαός λυπήθηκε και συμπόνεσε και έκλαψε γι’ αυτήν, αλλά και αυτός ο θηριώδης άρχοντας γύρισε το πρόσωπό του απ’ αυτήν γιατί δεν υπέφερε να βλέπη την ασχήμια και την παραμόρφωση της πρώην ωραιοτάτης και πανέμορφης κοπέλας.
 
 
Την ξαναφυλάκισαν στον ίδιο σκοτεινό τόπο και την άφησαν χωρίς τροφή και χωρίς περιποίηση. Αλλ'’ όμως όσο και αν το σώμα της παραμορφώθηκε και κουρελιάστηκε, η ψυχή της ανεκαινίσθηκε και λαμπρότερη έγινε και ευχαριστούσε τον Κύριο με την προσευχή της που την αξίωσε να βασανιστεί για την αγάπη του.
 
 
H δράσις του πονηρού
 
 
Οταν είδε ο φθονερός διάβολος ότι ο υπηρέτης του, ο άρχοντας της πόλεως, δεν κατώρθωσε να νικήσει μία τρυφερή κοπέλα και να την αναγκάσει να προσκυνήσει τους Δαίμονες, θέλησε να δοκιμάσει ο ίδιος μήπως την νικήση. Μεταμορφώθηκε σε σχήμα μεγάλου και φοβερού δράκοντα και παρουσιάστηκε μπροστά της.
 
‘Εβγαζε φωτιά και φλόγες από το στόμα και τα μάτια του, τα δόντια του άσπρα και η γλώσσα κόκκινη σαν αίμα, σφύριζε δυνατά και έκαμνε κινήσεις και σχήματα φοβερώτατα για να την τρομάξει.
 
Η Αγία όμως δεν φοβήθηκε και δεν έπαυσε την προσευχή από την οποία προσπαθούσε να την εμποδίση ο μισόκαλος και παμπόνηρος διάβολος. Και όταν είδε ότι δεν δειλίασε, αλλά προσευχόταν άφοβα, έτρεξε επάνω της και αφού πλάτυνε το στόμα του και την κοιλιά του άρχισε να την καταπίνη.
 
Η Αγία όταν είδε ότι την κατάπιε εως την μέση προς στιγμήν τρόμαξε, ευθύς όμως επικαλουμένη το όνομα του Σωτήρος Χριστού έκαμε σταυρό με το δεξί της χέρι στα σπλάχνα του Δράκοντος και ο σταυρός έσχισε την κοιλιά του σαν σπαθί δίστομο.
 
Και ο μεν δράκων αφού σχίστηκε στη μέση, έγινε άφαντος, η δε Μάρτυς έμεινε αβλαβής και έχαιρε ψάλλουσα προς τον Θεό δοξολογίες και νικητήρια. Αλλά ο δαίμονας δεν ησύχασε και δεν έπαυσε τις μηχανουργίες του και θέλησε να δοκιμάση και με άλλο τρόπο να πολεμήσει την μάρτυρα. 
 
 
Μετασχηματίσθηκε σε άνθρωπο ο μισάνθρωπος, έγινε μαύρος σαν Αιθίοπας και τέλος παρουσιάσθηκε σαν μαύρος σκύλος.
 
 
Η Μάρτυς τον άρπαξε από τις τρίχες και με ένα σφυρί, πεταμένο κάπου εκεί, που βρήκε, τον κτύπησε στο κεφάλι και στην ράχη όπου τελείως τον αχρήστευσε.
 
Εως εδώ ήταν τα μαρτύρια της Αγίας από το Σατανά τα οποία επέτρεψε ο Κύριος να δοκιμάσει για να αποδειχθεί το μεγαλείο της Αγίας και η μοχθηρότα αλλά και η αδυναμία του Διαβόλου.
 
 
Νέα μαρτύρια και τα αποτελέσματα των μαρτυρίων της
 
 
Αφού λοιπόν νίκησε τον Σατανά το πάνσεμνο κοριτσάκι, ερρίφθη και πάλι στην φυλακή. Τότε ήρθαν στην Αγία από τον ουρανό  τα νικητήρια και ευαγγέλια σωτήρια και χαρμόσυνα, δηλ. φάνηκε φως μεγάλο και έλαμψε όλο το δεσμωτήριο, το οποίο φως έβγαινε από ένα Σταυρό ο οποίος έφθανε από την γη εως τον ουρανό, και πάνω από τον Σταυρό πετούσε ένα άσπρο περιστέρι καθαρό και κατάλευκο.
 
Αυτά μου φαίνεται ότι φανέρωναν το μυστήριον της Αγίας Τριάδος, το μεν φως σήμαινε την δόξαν του Πατρός, ο Σταυρός τον Εσταυρωμένο Χριστό και το περιστέρι το Πνεύμα το Αγιο, το οποίο περιστέρι κατέβηκε εως κοντά στην Αγία και της λέει:
 
«Χαίρε Μαρίνα το λογικό περιστέρι του Θεού, διότι νίκησες τον πονηρό, και τον εχθρό καταντρόπιασες, Χαίρε δούλη πιστή και αγαθή του Κυρίου Σου, τον οποίον πόθησες με όλη την καρδιά σου, και μίσησες κάθε απόλαυση πρόσκαιρη. Χαίρε και ευφραίνου γιατί έφθασε η ημέρα να λάβης της νίκης το στεφάνι και να μπεις αξιοχρέως στολισμένη με τις φρόνιμες παρθένους στον Νυμφώνα του Νυμφίου και Βασιλέως σου.»
 
Με τα λόγια αυτά που ακούστηκαν από τον ουρανό, ανεκαινίσθηκε το σώμα της με την δροσιά του Αγίου Πνεύματος, και όλες οι πληγές της τελείως θεραπεύθηκαν, ώστε κανένα σημάδι δεν της έμεινε.
 
Η Αγία μέσα στη φυλακή διαρκώς προσευχόταν και ευχαριστούσε τον Παντοδύναμο Θεό. Την επομένη ο ‘έπαρχος αφού κάθησε στον θρόνο του μπροστά σ’ όλο το λαό της πόλεως διέταξε και έφεραν εκεί την Μάρτυρα, την οποία όταν είδε τελείως υγιή και χαρούμενη στο πρόσωπον, εθαύμασε και της λέει:
 
«Βλέπεις Μαρίνα, πως οι μεγάλοι Θεοί έχουν την φροντίδα σου και σπλαγχνίσθηκαν την ομορφιά σου και σε γιάτρευσαν; Πρέπει και συ να μη φανής αχάριστη στους ευεργέτες σου, αλλά να τους δώσης άξια αντάμειψη να γίνης ιέρειά τους, να θυσιάζεις σ' αυτούς μαζί με τον πατέρα σου».
 
Η αγία του απαντά: Εμένα δεν με γιάτρευσαν οι αναίσθητοι  και αδύναμοι θεοί σου, αλλά ο αληθινός και ο μόνος Θεός, ‘ο οποίος θεραπεύει ψυχές και σώματα, τον οποίο θα λατρεύω πάντοτε. Αυτόν πρέπει να γνωρίσης και συ, και Αυτόν μόνον να προσκυνείς σαν αθάνατο που είναι, και να μισήσης των ειδώλων την πλάνη και την ματαιότητα.
 
Τότε διατάζει να την γυμνώσουν και να την κρεμάσουν στο ξύλο, να κατακάψουν με αναμμένες λαμπάδας το στήθος και τα πλευρά της. ‘Αντεξε θαρραλέα επί πολλή ώρα τους πόνους και τις αλγηδόνες ενώ την κατέκαιαν και προσευχόταν με την καρδιά της ευχαριστώντας τον Κύριο. Υστερα από αυτό έφεραν με διαταγή του απάνθρωπου άρχοντα στη μέση ένα μεγάλο λέβητα και τον γέμισαν νερό.
 
Την ξεκρέμασαν από το ξύλο, της έδεσαν γερά τα χέρια και την βούτηξαν στον λέβητα κατακέφαλα για να την πνίξουν μεσα’ στο νερό. Αλλά μάταια κοπίασαν οι ανόητοι διότι όταν την βύθισαν μέσα στον λέβητα, φώναξε λέγουσα:
 
«Κύριε Ιησού Χριστέ, εσύ ο οποίος έλυσες τα δεσμά του θανάτου και τους νεκρούς εξανέστησες, Εσύ Παντοδύναμε, επίβλεψε στην δούλη Σου, και τα δεσμά μου σπάσε, και ας μου γίνη το νερό αυτό εγια ζωή αιώνια και αναπλήρωση του επιθυμουμένου μου βαπτίσματος, για αποβάλλω τον παλαιό άνθρωπο που είναι φθαρτός και ντυθώ τον καινούριο και αθάνατο».
 
Και ενώ έτσι προσευχόταν η Αγία, αμέσως μεγάλος σεισμός έγινε και φάνηκε πάλι το πρώτο περιστέρι πάνω από το νερό και στο στόμα του βαστούσε στεφάνι, και καθισμένο πάνω στον φωτοφανή Σταυρό που σχηματίσθηκε την ώρα αυτή γύρω από την αγία ηκούσθη να λέγη εις επήκοον όλων:
 
 
«Έλα εσας πάνω κατοικητήρια του Παραδείσου, Μαρίνα νύμφη του Θεού, να απολαύσεις της αφθαρσίας το στεφάνι στα αγαπητά του Θεού σκηνώματα, να χαίρεσαι με τους αγίους χορεύοντας και ανεπαυόμενη αιώνια».
 
Αφού άκουσαν αυτή τη θεία φωνή  όλοι οι παριστάμενοι κάτοικοι της πόλεως έφριξαν και πίστευαν αμέσως στον Χριστό, άνδρες και γυναίκες, μαζί πλήθος αμέτρητον και φώναξαν μεγαλοφώνως, ότι ήταν έτοιμοι να δεχθούν για τον Χριστό, τον αληθινό Θεό, θάνατο.
 
 
Δεκαπέντε χιλιάδες Μάρτυρες
 
 
Μόλις άκουσε ο Επαρχος ότι πολύς κόσμος ομολογούσε τον Χριστό, Θεό και Βασιλιά και βλασφημούσαν τους βασιλείς και τους ψεύτικους Θεούς, διέταξε να θανατώσουν όσους πίστευσαν.
‘Ολοι αυτοί που πίστευσαν στον Χριστό έτρεχαν στην σφαγή σαν πρόβατα άκακα, και σκότωσαν άνδρες δέκα πέντε χιλιάδες (15.000), εκτός τις γυναίκες που δεν τις μέτρησαν. Και οι μάρτυρες αυτοί βαπτίσθηκαν με το άγιο αίμα τους, χωρίς να χρειαστούν άλλο βάπτισμα γενόμενοι θυσία στο Θεό πήγαν πανευτυχείς και τρισμακάριοι στην αιώνια βασιλεία.
 
Ο δε αιμοβόρος και απάνθρωπος άρχοντας Ολύμβριος φοβούμενος μήπως πιστεύψουν και οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλεως αφήνοντας την Αγία ακόμη ζωντανή, έδωσε την διαταγή του να την σκοτώσουν με το ξίφος, και όταν την πήραν οι δήμιοι και την οδήγησαν στον τόπον της εκτελέσεως η Αγία παρακάλεσε τον δήμιο που θα την σκότωνε, να της επιτρέψει λίγη ώρα να μιλήσει προς το συγκεντρωμένο πλήθος λίγα λόγια, να κάμει και την τελευταία προσευχή της και στη συνέχεια ο δήμιος να εκτελέση το καθήκον του. Πράγματι της έκανε την χάρηκαι η Μαρίνα στράφηκε προς το πλήθος και είπε:
 
«Σας παρακαλώ, αδελφοί και φίλοι μου, σαν αναξία δούλη του Υψίστου, ακούστε προσεκτικά την μικρή  μου παραίνεση. Ξέρετε ότι ένας είναι μόνον ο αληθινός Θεός, εν Πατρί και Υιώ και αγίω Πνεύματι θεωρούμενος και προσκυνούμενος και όποιος πιστεύει σ' Αυτόν μόνον σώζεται. Λοιπόν υπερβαίνοντας όλη την κτίση των όσων βλέπουμε και κατανοούμε πνευματικά, υψώστε τον νου, και γνωρίστε τον Πατέρα των φώτων, και τον μονογενή Υιό και Λόγο Του, τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, και το Πανάγιον Πνεύμα. Οτι αυτά τα τρία πρόσωπα είναι ένας Θεός ακατάληπτος και κανένας δεν σώζεται σε άλλο όνομα».
 
Τελευταία προσευχή και αποκεφαλισμός της Αγίας
 
Αφού μίλησε η μάρτυς στο πλήθος, σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό και έκανε την προσευχή της:
«Αναρχε, αθάνατε άχρονε, ακατάληπτε και ανεξιχνίαστε Κύριε, Θεέ των όλων και Δημιουργέ όλης της Κτίσεως, προνοητή και Σωτήρα όλων, που Σε Σένα ελπίζουν, Σε ευχαριστώ που με έφερες σ'αυτήν την ώρα και έφτασα κοντά στο στεφάνι της δικαιοσύνης Σου.
 
 
Υμνώ και ευλογώ την αναρίθμητη ευσπλαχνία και φιλανθρωπίανΣου, σύμφωνα με την οποία θέλησες να με συντάξεις με τους εκλεκτούς δούλους Σου. Επίβλεψε και τώρα σ' εμένα την ταπεινή, Δέσποτα Θεέ, Κύριε του ελέους, Παντοκράτωρα και παντοδύναμε, επάκουσε την προσευχή μου και εκπλήρωσε τα αιτήματα μου σε έπαινο.
 
Κατά την τιμή και δόξα του Υπεραγίου και Προσκυνητού Σου Ονόματος, χάρισαι την άφεση των αμαρτιών όλων εκείνων, που θα οικοδομήσουν Εκκλησία στο όνομα της δούλης Σου, να λειτουργούν σε αυτήν προσευχόμενοι, ή γράφουν το μαρτύριο της αθλήσέως μου, και το διαβάζουν με πίστη, μνημονεύουν το όνομα της δούλης σου, και καρποφορούν το κατά δύναμιν, όλων αυτών, λέω όσοι θεραπεύουν το οικητήριο του σώματός μου, που εμαρτύρησα γι’α την αγάπη Σου, συγχώρησε τις αμαρτίες κατά το μέτροντης πίστεως τους και να μη τους πλησιάσει χέρι τιμωρίας, ούτε πείνα, ουδέ θανατικό ή άλλη βλάβη ψυχής ή σώματος.
 
Και όσοι  θέλουν να με  γιορτάσουν δοξολογώντας με πίστη και Σου ζητήσουν σωτηρία και έλεος διά μέσου μου, χάρισαι τους σ' αυτόν τον κόσμο τα αγαθά Σου, να πορεύονται με αυτάρκεια και αξίωσέ τους και της επουρανίου Βασιλείας Σου. Γιατί Εσύ είσαι μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος, και των αγαθών δοτήρας στους αιώνες. Αμήν.».
 
Και ενώ προσευχόταν με τέτοιο τρόπο η Μάρτυς, έγινε πάλι σεισμός και έπεσαν κατά γης πολλοί άνθρωποι, ομοίως και ο δήμιος όπου έμελλε να την θανατώσει, έπεσε έντρομος.
 
Ο δε Κύριος Ιησούς, της παραστάθηκε νοητά με πλήθος Αγίων Αγγέλων και της λέει: «Εχε θάρρος Μαρίνα και μη φοβάσαι, τις προσευχές σου άκουσα και όλα όσα ζήτησες τα έκανα, και θα τα αποτελειώσω στον καιρό τους όπως ζήτησες και τώρα ήρθα να παραλάβω την ψυχή σου στα ουράνια, μακαρία εσύ, που για τους αμαρτωλούς παρακάλεσες, έμενες ενώπιον μου αγνή, και βρήκες χάρη από μένα. Γι’ αυτό πολύς θα είναι ο μισθός σου στα ουράνια» .
 
Τότε η μακαρία γέμησε από χαρά μεγάλη και αγαλλίαση, και λέει στον δήμιο. Τελείωσε τώρα και εσύ επάνω μου ότι σε διέταξαν. Αυτός δε έτρεμε και δεν τολμούσε να σηκώση το ξίφος.
 
Αλλά αυτή του έδινε θάρρος και μετά βίας τον κατέπεισε, και έκοψε την αγία κεφαλή στις 17 του μηνός Ιουλίου. Και το μεν Αγιο λείψανο της πτοαρέλαβαν κρυφά οι χριστιανοί και το έθαψαν με τιμές και πολύ σεβασμό όπως έπρεπε, η δε μακαρία ψυχή  Της ταξίδευσε στην ουράνιον δόξαν και μακαριότητα, την οποία μακάρι κι όλοι εμείς να επιτύχουμε. Αμήν
 
 
 
Απολυτίκιο
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Μνηστευθείσα τω Λόγω Μαρίνα ένδοξε, των επίγειων την σχέσιν πάσαν κατέλιπες, και ενήθλησας λαμπρώς ως καλλιπάρθενος· τον γαρ αόρατον εχθρόν, κατεπάτησας στερρώς, οφθέντα σοι Αθληφόρε. Και νυν πηγάζεις τω κόσμω, των ιαμάτων τα χαρίσματα.
 
Έτερο Απολυτίκιο
Ήχος δ'
Η αμνάς σου Ιησού, κράζει μεγάλη τη φωνή. Σε Νυμφίε μου ποθώ, και σε ζητούσα αθλώ, και συσταυρούμαι και συνθάπτομαι τω βαπτισμώ σου· και πάσχω δια σε, ως βασιλεύσω συν σοι, και θνήσκω υπέρ σου, ίνα και ζήσω εν σοι· αλλ' ως θυσίαν άμωμον προσδέχου την μετά πόθου τυθείσάν σοι. Αυτής πρεσβείαις, ως ελεήμων, σώσον τας ψυχάς ημών.

Κοντάκιο
Ήχος γ' . Η Παρθένος σήμερον
Παρθενίας κάλλεσι, πεποικιλμένη παρθένε, ακηράτοις στέμμασιν, εστεφανώθης Mαρίνα, αίμασι, του μαρτυρίου δε φοινιχθείσα, θαύμασι καταλαμπρύνθης των ιαμάτων, και της νίκης τα βραβεία, εδέξω Μάρτυς χειρί του Κτίστου σου.

Μεγαλυνάριο
Την Λαμπάδα πάντες Τη φαεινήν, και της παρθενίας, τον ασύλλητον θυσαυρόν, τη νύμφη Κυρίου, και ʼσπιλον Αμνάδα, Μαρίναν την αγίαν, ύμνοις τιμήσωμεν.

Κυριακή 8 Ιουλίου 2012

ΟΣΙΟΣ ΦΩΤΙΟΣ Ο ΘΕΤΤΑΛΟΣ



Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΤΙΜΑΤΑΙ ΤΗΝ 9η ΙΟΥΛΙΟΥ
ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΣ ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ
ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ὁ ἀνώνυμος Βίος τοῦ ὁσίου Φωτίου σώζεται μόνο σὲ ἕνα χειρόγραφο τοῦ 12ου αἰ., τὸ ὑπ᾿ ἀριθ. 159 (Vlad. 390) τῆς Συνοδικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Μόσχας, στὸ ὁποῖο περιλαμβάνεται καὶ ὁ ἀρχικὸς Βίος τῆς ὁσίας Θεοδώρας τῆς μυροβλύτιδος καί τόν  ὁποίο ἀνέσυρε ἡ  ἐπιστημονική ἔρευνα τοῦ  ἐξαίρετου ἐπιστήμονα, Καθηγητή τῆς Θεολογικῆς σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Συμεών Πασχαλίδη ὁ ὁποῖος ἐτοιμάζει καί τήν ἔκδοση του.
                            ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΦΩΤΙΟΥ

Ὁ ὅσιος Φώτιος ὁ Θεσσαλὸς ὑπῆρξε δεσπόζουσα μοναστικὴ φυσιογνωμία στὸ πνευματικὸ περιβάλλον τῆς Θεσσαλονίκης κατὰ τὸν 11ο αἰώνα.
Καταγόταν ἀπὸ τὴ Θεσσαλία, ὅρο μὲ εὐρύτατη γεωγραφικὴ ἔννοια αὐτὴ τὴν περίοδο, ἀπὸ εὔπορους καὶ ἐπιφανεῖς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι ὡστόσο δὲν κατονομάζονται στὸ Βίο του. Σὲ νεανικὴ ἡλικία ἀσπάστηκε τὸ μοναχικὸ βίο, ἐπιδιδόμενος σὲ αὐστηρότατη ἄσκηση. Φθάνοντας στὴ Θεσσαλονίκη, τὴν ὁποία ὁ βιογράφος του δὲν παραλείπει νὰ ἐγκωμιάσει ὡς «προκαθεζομένη τῶν Θετταλικῶν πόλεων» καὶ ὡς «βασιλίδα ταῖς ἑκατέρωθεν πόλεσι», ὁ ὅσιος Φώτιος ἐγκαταβίωσε σὲ μία μικρὴ μονὴ στὴν περιοχὴ τῆς ᾿Ακροπόλεως,  τιμώμενη στὸ ὄνομα τῶν ἁγίων ᾿Αναργύρων Κοσμᾆ καὶ Δαμιανοῦ. ᾿Εκεῖ γνώρισε τόν μεγάλο ἀσκητή καί περίφημο γιά τίς ἀρετές του καί τά πλούσια πνευματικά χαρίσματα, τὸν ἱερὸ Βλάσιο, γέροντα καί ἡγούμενο τῆς μονῆς, τοῦ ὁποίου κατέστη ὑποτακτικός καί ἀπό ἐκεῖνον ἐμυήθη στά βαθύτερα μυστικά τῆς μοναχικῆς ζωῆς καί λαμβάνοντας τό σχῆμα τοῦ μοναχοῦ ἐγαλουχήθη σέ αὐτήν.
῾Ο ἀνώνυμος συντάκτης τοῦ Βίου ἀφιερώνει ἕνα μεγάλο τμῆμα του στὴν προσωπικότητα τοῦ ἀσκητῆ καὶ γέροντα τοῦ ὁσίου Φωτίου, Βλασίου, τὸν ὁποῖο συνδέει μὲ τὸν αὐτοκράτορα Ρωμανὸ Β’ (959-963) -ἂν καὶ τὸν συγχέει μὲ τὸ Ρωμανὸ Α’ Λεκαπηνό. ῾Ο Βλάσιος κλήθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα καὶ μετέβη, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸ Φώτιο, στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου κατέστη καὶ πνευματικὸς πατέρας τοῦ Ρωμανοῦ Β’. Τέλεσε ὁ ἴδιος τὴ βάπτιση τοῦ γιοῦ του, Βασιλείου Β’ τὸ 958/9, δίνοντάς του προορατικὰ τὸ ὄνομα Βασίλειος. Στὴ βάπτιση παρευρισκόταν καὶ ὁ ὅσιος Φώτιος, τὸν ὁποῖο ὁ Βλάσιος ὑπέδειξε ὡς τὸ κατάλληλο πρόσωπο γιὰ τὴν περιφορὰ τοῦ βρέφους ὡς τὸν κοιτώνα του, μὲ τὴ συνοδεία ψαλμωδιῶν.
Ὁ Φώτιος ἐπέστρεψε στὴ Θεσσαλονίκη καί, ὄντας ἐραστὴς τῆς ἡσυχίας, μετέβη στὶς ὑπώρειες τοῦ Χορταΐτη (Χορτιάτη), ὅπου ἔκτισε μία καλύβη μὲ πέτρες καὶ ἐγκαταβίωσε ἐκεῖ, συνεχίζοντας τὸν ἀγώνα του στὸ στίβο τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ καλοκαίρι ἀνερχόταν στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους, ὅπου καὶ ἀνήγειρε ναὸ ἀφιερωμένο στὸν ἀρχάγγελο Μιχαήλ, καὶ ὅπου μὲ θαυματουργικὸ τρόπο ἀνέβλυσε πηγὴ μὲ καθαρὸ νερό, ἡ ὁποία στὶς μέρες ποὺ γραφόταν ὁ Βίος εἶχε ἐξελιχθεῖ σὲ ἁγίασμα μὲ ἰαματικὴ δύναμη.
Ὡστόσο, οἱ ἐπιδρομὲς τῶν Βουλγάρων (“τὸ Μυσῶν ἔθνος”) προκάλεσαν μεγάλη ἀστάθεια καὶ ἀνάγκασαν τὸν αὐτοκράτορα Βασίλειο Β’ νὰ συντάξει τὰ βυζαντινὰ στρατεύματα καὶ νὰ ἐκστρατεύσει ἐναντίον τους, ἀλλὰ ἡ ἔκβαση τῶν γεγονότων ἦταν ἀρνητικὴ (ὑπαινίσσεται προφανῶς τὴν ἀποτυχημένη πρώτη ἐκστρατεία τοῦ Βασιλείου τὸ 986). ῾Ο Βασίλειος κατευθύνθηκε πρὸς τὴ Θεσσαλονίκη, τὴν ὁποία «καὶ φρούριον εἶχε καὶ κατὰ τῶν ἐχθρῶν ἀσφαλὲς ὁρμητήριον». ᾿Εκεῖ ἀναζήτησε τὸν ἀσκητὴ Βλάσιο καί, ὅταν πληροφορήθηκε τὸ θάνατό του, ζήτησε νὰ μάθει γιὰ τὸ μαθητή του, ποὺ τὸν εἶχε κρατήσει στὰ χέρια του κατὰ τὴ βάπτισή του. Τελικὰ πληροφορήθηκε ὅτι ὁ ὅσιος Φώτιος ἀσκήτευε κάπου ἐκτὸς τῆς πόλεως καὶ τὸν κάλεσε νὰ σπεύσει νὰ τὸν συναντήσει· ἔκτοτε ὁ Βασίλειος κράτησε κοντά του τὸν ὅσιο γέροντα, ὄχι μόνο στὴ Θεσσαλονίκη ἀλλὰ καὶ κατὰ τὶς ἐκστρατεῖες του. Τοιουτοτρόπως «ὁ μὲν (βασιλεύς) ὅπλοις ἀμυντηρίοις, ὁ δὲ (Φώτιος) λόγοις εὐκτηρίοις τοὺς ἐναντίους ἀμύνονται».
Μετὰ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐπικράτηση τοῦ Βασιλείου Β’ τὸ 1017/8, ὁ ὅσιος Φώτιος ἐπέστρεψε στὴ Θεσσαλονίκη ἐπευφημούμενος ἀπὸ τοὺς Θεσσαλονικεῖς. ῾Ο αὐτοκράτορας, σύμφωνα μὲ τὸ Βίο, τοῦ ἀπέστειλε χρυσόβουλλο γράμμα, μὴ σωζόμενο σήμερα, μὲ τὸ ὁποῖο τοῦ παρεῖχε δῶρα, τὰ ὁποῖα ὁ Φώτιος χρησιμοποίησε γιὰ ἀγαθοεργίες καὶ γιὰ τὴν ἀνέγερση ναῶν καὶ μονῶν στὴν περιοχὴ τῆς ᾿Ακροπόλεως, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα τῆς πόλεως, ὅπως πολὺ παραστατικὰ ἀναφέρει ὁ βιογράφος του: «ἆρον κύκλῳ τοὺς ὀφθαλμούς σου περὶ τήνδε τὴν ἀκρόπολιν, εἰ τῶν ἐνταυθοῖ πολιτῶν ὑπάρχεις... καὶ ἴδε τὰ κατ᾿ αὐτὴν συνεστῶτα σεμνεῖα· πρόελθε δὴ καὶ τοῦ ἄστεως, καὶ περιάθρησον τῶν τοῦ Φωτίου πόνων τὰ σιγῶντα κηρύγματα. Πολλαχοῦ γὰρ ὄψει τεμένη θεῖα παρ᾿ ἐκείνου γεγενημένα καὶ ψυχῶν ἱερὰ φροντιστήρια, ἐν οἷς ἅπασι, τοῖς μὲν ἀνδρῶν μοναζόντων, τοῖς δὲ γυναικῶν μοναζουσῶν πολλὰ πλήθη πρότερον ἦν». Τὴ μεγάλη προσφορὰ τοῦ ὁσίου Φωτίου στὸν ἀστικὸ μοναχισμὸ τῆς Θεσσαλονίκης ὑπογραμμίζει ὁ βιογράφος του μὲ ἐγκωμιαστικὸ τρόπο, τονίζοντας στὴ συνέχεια ὅτι «πάντων τούτων αἱ ἀγέλαι τῶν μονοτρόπων, αἵτινες πάλαι τε ἦσαν καὶ νῦν εἰσίν, ἐκείνου πνευματικὰ τυγχάνει γεννήματα, πάντες τοῦ μεγάλου τούτου ποιμένος ποίμνιον, πάντες τῶν ἱερῶν ἐκείνου προσευχῶν κατορθώματα».
Ἀπὸ τὴ συνέχεια τοῦ Βίου πληροφορούμαστε, ὅτι ὁ βιογράφος του εἶχε ὑπόψη του καὶ μία διαθήκη ποὺ εἶχε συντάξει ὁ ὅσιος Φώτιος πρὸ τοῦ θανάτου του («τὴν ἐξόδιον τοῦ ἁγίου διάταξιν, ἣν ἐγγράμματον ὑποχωρεῖν τοῦ βίου μέλλων ἐξέθετο»). ῾Η διαθήκη αὐτή, ὅπως ἐξάγεται ἀπὸ τὴν σύντομη περιγραφὴ τοῦ περιεχομένου της ποὺ παρέχεται ἀπὸ τὸ συντάκτη τοῦ Βίου στὴ συνέχεια, ἔφερε τὰ βασικὰ χαρα-κτηριστικὰ τῶν κτιτορικῶν διαθηκῶν, δηλ. τῶν διαθηκῶν ποὺ συνέτασσαν οἱ κτίτορες τῶν μονῶν, γιὰ τὴν εὔρυθμη λειτουργία τους μετὰ τὸ θάνατό τους. ῾Η μνημονευόμενη διαθήκη ὅριζε τὸν ἀπόλυτο ἐγκλεισμὸ τῶν μοναστριῶν κάποιας γυναικείας μονῆς ποὺ εἶχε συστήσει ὁ ῞Οσιος ἐντὸς τοῦ χώ¬ρου τῆς μονῆς, ρύθμιζε τὰ τῆς φροντίδος τῶν ναῶν ποὺ εἶχε ἀνεγείρει ὁ ἴδιος, τὴ διαδοχή του στὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῶν μοναχῶν ποὺ ἀποτελοῦσαν τὴ συνοδεία του, καθὼς καὶ μία σειρὰ κανόνων σχετικὰ μὲ διάφορες πτυχὲς τοῦ μοναχικοῦ βίου: νηστεία, ἀνάπαυση, λειτουργικὸ τυπικό, μέριμνα ὑπὲρ τῶν πτωχῶν.
Ὁ Βίος δὲν παρέχει καμμία χρονικὴ ἔνδειξη σχετικὰ μὲ τὸ ὁσιακὸ τέλος τοῦ ἀσκητῆ Φωτίου τοῦ Θεσσαλονικέως· περιορίζεται μόνο στὴ δήλωση ὅτι παρέδωσε τὸ ἱερὸ πνεῦμα του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ «πλήρης ἡμερῶν ἀληθῶς τῶν τε θείων ἅμα καὶ τῶν ἀνθρωπίνων γενόμενος». Πρέπει ὡστόσο ἡ κοίμηση τοῦ ὁσίου Φωτίου νὰ τοποθετηθεῖ μὲ βεβαιότητα μετὰ τὸ ἔτος 1017, κατὰ τὸ ὁποῖο, ὅπως προαναφέρθηκε, ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος Β’ κατετρόπωσε ὁριστικὰ τοὺς Βουλγάρους.
Σημαντικὴ εἶναι καὶ ἡ μνεία ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης τοῦ ῾Οσίου ἀπὸ τοὺς μαθητές του, προφανῶς στὴ μονὴ ὅπου ἐγκαταβίωσε τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του καὶ κοιμήθηκε. Σύμφωνα μὲ τὸ Βίο τελοῦνταν πανήγυρη, κατὰ τὴν ὁποία ψάλλονταν ὕμνοι ποὺ εἶχαν συντεθεῖ γι᾿ αὐτόν: «συνιόντων ἀλλήλοις καὶ συμπανηγυριζόντων τὸ θεῖον τούτου μνημόσυνον, καὶ ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ὡδαῖς πνευματικαῖς αὐτὸν γεραιρόντων».
Ἡ σύνθεση ὕμνων πρὸς τιμὴν τοῦ ὁσίου Φωτίου ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς ἐξαιρετικὰ σημαντικοῦ στιχηροῦ, ποὺ συνέθεσε ὁ μέγας οἰκονόμος τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης καὶ μετέπειτα μητροπολίτης Δημήτριος Βεάσκος τὸ 13ο αἰώνα καὶ μελοποίησε ὁ μοναχὸς Δανιὴλ ᾿Αχραδᾆς, τὸ ὁποῖο ἐπιγράφεται: «᾿Ιουλίου θ’. Τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Φωτίου κτήτορος μονῆς τοῦ ᾿Ακαπνίου. Ποίημα κυρίου Δημητρίου ἱεροδιακόνου καὶ μεγάλου οἰκονόμου μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, οὗ τὸ ἐπώνυμον Βεάσκος...». ῾Η σπουδαιότητα αὐτοῦ τοῦ στιχηροῦ (ἀρχ.: ῾Η φαιδρὰ τοῦ θεοφόρου μνήμη Φωτίου...) ἔγκειται στὴν ἑορτολογικὴ ἔνδειξη τῆς 9ης ᾿Ιουλίου, ἡ ὁποία δὲν παρέχεται ἀπὸ τὸ Βίο τοῦ ὁσίου Φωτίου, καὶ στὴν πληροφορία ὅτι ὑπῆρξε ἱδρυτὴς τῆς περίφημης βασιλικῆς μονῆς τοῦ ᾿Ακαπνίου.
Τὴν ταύτιση τοῦ ὁσίου Φωτίου τοῦ Θεσσαλοῦ μὲ τὸν ὅσιο Φώτιο, τὸν κτίτορα τῆς μονῆς ᾿Ακαπνίου στὴ Θεσσαλονίκη, πρότεινε πρῶτος ὁ ᾿Αθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, κατὰ τὴν ἔκδοση τοῦ προαναφερθέντος στιχηροῦ, καὶ στὴ συνέχεια ὑποστήριξε διεξοδικότερα ὁ V. Grumel. ῾Η ταύτιση αὐτὴ ἔχει γίνει πλέον καθολικὰ ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴ σύγχρονη ἔρευνα.
Ὁ ἀνώνυμος Βίος τοῦ ὁσίου Φωτίου ἐκφωνήθηκε πιθανότατα κατὰ τὴν ἑορτή του στὴ μονὴ ᾿Ακαπνίου, ἐνώπιον ἀκροατηρίου, ποὺ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ μοναχούς-πνευματικὰ τέκνα του, ὅπως διαφαίνεται ἀπὸ τὴν προσφώνηση: «ὦ θεῖον καὶ ἱερώτατον σύστημα, καὶ τοῦ γεννήσαντος καὶ ποιμάναντος ὑμᾆς διὰ τοῦ εὐαγγελίου κάλλιστα θρέμματα καὶ γεννήματα, τὴν εὐφρόσυνον ταύτην ἑορτὴν σὺν εὐφροσύνῃ τελέσωμεν». Διακρίνεται ἀπὸ μία ἔντονη ἐγκωμιαστικὴ τάση καὶ προσφέρει περιορισμένα ἱστορικὰ στοιχεῖα γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴ δραστηριότητα τοῦ ὁσίου Φωτίου, ἂν καὶ ἡ συγγραφή του δὲν πρέπει νὰ ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸ χρόνο ἀκμῆς τοῦ μεγάλου ἀσκητῆ, ἐφόσον στὴν προφορικὴ μορφή του ἀπευθύνθηκε στοὺς μαθητές του.
Τέλος, σημαντικὴ εἶναι καὶ ἡ μνεία τοῦ ὁσίου Φωτίου στὸ Βίο τοῦ Καλαβροῦ ὁσίου Φαντίνου τοῦ νέου, ποὺ κοιμήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη τὸ 974. Σύμφωνα μὲ τὸν ἐκτενῆ Βίο του (§ 52) κατὰ τὴν τελευτή του, ἐπισκέφθηκαν τὸν ὅσιο Φαντίνο οἱ μοναχοὶ Συμεὼν ὁ φιλόσοφος καὶ Φώτιος, τὸν ὁποῖο ἡ ἐκδότρια τοῦ Βίου, E. Follieri ταυτίζει μὲ βεβαιότητα μὲ τὸν ὅσιο Φώτιο τὸ Θεσσαλό.


ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ

Ηχος a’. της ερημου πολιτης
Εν τη Μονή Αναργύρων ασκητικώς διαιτώμενος, των μοναστών ποιμήν εδείχθεις, θεοφόρε πατήρ ημών Φώτιε, εντεύξεσι και λόγοις φαεινοίς, συνέδραμες τω εν Πόλει βασιλεί, Θετταλών δε την χώραν μεγαλουργών, ενθέως συ εδόξασας. Δόξα τω Παντοκράτορι Χριστώ, προϊστασθαί σοι κελεύσαντι, εν Ακαπνίου τη Μονή, Θεσσαλονίκης αοίδιμε.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ

Η Αγία μας Εκκλησία γιορτάζει την μνήμη του στις 8 Ιουλίου.





       ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Μέσα από το χορό των Μαρτύρων της Εκκλησίας μας, ξεπροβάλλει αγγελοπρεπώς ο 'Αγιος Μεγαλομάρτυρας Προκόπιος. Άνδρας πoλέμιoς αρχικά της Εκκλησίας, νικάται από την αγάπη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και «Θείω ζήλω πυρπολούμενος, κατά τον υμνογράφο, κατακολουθεί, ώσπερ ο Παύλος τον Χριστόν».

Σκεύος θειότατο του Αγίου Πνεύματος και πηγή ζωής αιωνίου ο Άγιος, έλκυε και ελκύει στο φως τους διψασμένους χριστιανούς. Πολλά πρόβατα έφερε στη λογική μάντρα του Χριστού με τη θερμή προσευχή του. Ακόμα και τούς κατηγόρους του δικαστές και τους μέλλοντες να τον θανατώσουν στρατιώτες.

Υπέμεινε καρτερικά φρικώδη βασανιστήρια αναψυχόμενος από την ακατάπαυστη προσευχή και τη γλυκύτητα της χάριτος και όταν έφτασε η ορισμένη ώρα, παρέδωσε την ψυχή του στό Χριστό και πήρε τό στεφάνι της ουράνιας δόξας.

ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

1. Εποχή διωγμών


Είναι η επoχή τών διωγμών. Αυτοκράτορας στη Ρώμη ο Διοκλητιανός. Νούς διοικητικός και άνδρας ικανός επέφερε στό αχανές Ρωμαϊκό κράτος σοβαρές μεταρρυθμίσεις, ώστε παρά την πολλαπλότητα των εθνών, να επιτευχθεί η περίφημη ενότητα τών Pωμαίων. Αλλά η ιστορική προσωπικότητα του Διοκλητιανού είναι γνωστή κυρίως για τη σκληρότητα του απέναντι στούς χριστιανούς. Φοβερά ήταν τα βασανιστήρια που ύπέφεραν οι χριστιανοί .

Δεν ήταν δυνατόν όμως να διαλυθεί η Εκκλησία, γιατί τη διατήρηση της ανά τους αιώνες υποσχέθηκε ο ίδιος ο Κύριος: «Πύλαι Άδου ού κατισχύσουσιν αυτής». Η Εκκλησία απλώς ακολουθεί το δρόμο που της χάραξε ο Θεάνθρωπος ιδρυτής της: Το δρόμο του Σταυρού που οδηγεί στην Ανάσταση.

2. Ειδωλολατρική ανατροφή

Στην εποχή του Διοκλητιανού στην Αντιόχεια ζούσε μια πλούσια χήρα ευγενικής καταγωγής, η Θεοδοσία. που πίστευε στα είδωλα. 0 άνδρας της, που ήταν χριστιανός και ονομαζόταν Χριστόφορος, πέθανε αφήνοντας της ένα γιό τον Νεανία, ο οποίος ανατράφηκε από τη μητέρα του και διδάχτηκε την ειδωλολατρεία.

Ενώ ο αυτοκράτορας ήταν στη Αντιόχεια, επιστρέφοντας από καταστολή επαναστάσεως κάποιου Αχιλλέα στην Αίγυπτο, η Θεοδοσία, καθώς ήταν από τις πρώτες αρχόντισσες της πόλης, θέλησε να του ζητήσει να τιμήσει το γιό της με μεγάλο αξίωμα. Την άκουσε ο Διοκλητιανός, και προσέχοντας τη σωφροσύνη και την εξαιρετική μόρφωση του Νεανία, τον διόρισε Δούκα σ' όλη την Αλεξάνδρεια..

0 Νεανίας τότε ανεχώρησε γιά την επαρχία του, συνοδευόμενος από δύο τάγματα στρατιώτες και πήρε από τό Διοκλητιανό τη διαταγή, όσους χριστιανούς βρίσκει, που δεν αρνούνται τό Χριστό, να τους εξολοθρεύει, αρπάζοντας πρώτα όλα τα υπάρχοντά τους και μετά από φρικτά βασανιστήρια να τους δίνει επώδυνο Θανατο.

3. Αποκάλυψη τού Χριστού

Η πορεία από την Αντιόχεια στην Αλεξάνδρεια ήταν πολύ κουραστική. Την ημέρα ο ήλιος ήταν τόσο καυτερός, ώστε τα άλογα κινδύνευαν να ψοφήσουν από τη δίψα. Αναγκάζονταν έτσι, Δούκας και στρατιώτες να πεζοπορούν τη νύχτα.

Στην Απάμεια της Συρίας, βγήκε η πόλη ολόκληρη να τους υποδεχτεί. Έμειναν εκεί ώσπου νύχτωσε και μετά συνέχισαν την πορεία τους. Την τρίτη ώρα της νύχτας, σεισμός μεγάλος τράνταξε τη γή. 'Ενας φοβερός κεραυνός έσκισε το ουράνιο στερέωμα. Μέσα από το φως της αστραπής ακούστηκε φωνή μεγάλη που έλεγε:
«Νεανία, που πας; και ποιόν καταδιώκεις;»


0 Νεανίας με απορία απάντησε στην άγνωστη φωνή:
« O αυτοκράτορας με διόρισε Δούκα στην Αλεξάνδρεια, όπου και με αποστέλλει να θανατώσω όλους τους χριστιανούς» και παρατηρούσε γύρω και τριγύρω με αμηχανία.

Τότε φάνηκε στόν κατάμαυρο ουρανό ένας ολόλαμπρος Σταυρός, που έμοιαζε σαν από κρύσταλλο. Mέσα από τό άπλετο και υπερκόσμιο φώς του Σταυρού εξήλθε φωνή που έλεγε:
« Είμαι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, αυτός που καταδιώκεις».

4. Κατασκευή χρυσού Σταυρού

Η εμφάνιση του Θεανθρώπου Ιησού στο νεαρό ειδωλολάτρη, άρχισε να γκρεμίζει μέσα του τον παλαιό ανθρωπο. Μια νέα ζωή ανέτειλλε: το Φως της Αλήθειας εξαφάνισε το σκότος της πλάνης. 0 Θεός των χριστιανών άρχισε να γίνεται πια και δικός του προβληματισμός. Η οπτασία του αφησε μιά ανείπωτη χαρά, μαζί με μιά αίσθηση ασφάλειας και προστατευτικότητας από το σημείο του Τιμίου Σταυρου που είδε.

Συνεχίζοντας την πορεία του ο Νεανίας έφτασε στη Σκυθόπολη. Εκεί μάζεψε τους χρυσοχόους τής πόλης και τους είπε:
«Θέλω να μου υποδείξετε τόν καλύτερο τεχνίτη, για να μου κατασκευάσει ένα σκεύος πολύτιμο».

Oι χρυσοχόοι του υπέδειξαν έναν που ονομαζόταν Μάρκος που όπως είπαν ήξερε καλά την τέχνη. Τότε ο Νεανίας κάλεσε το Μάρκο ιδιαίτερα στο δωμάτιο του και του παράγγειλε να του κατασκευάσει ένα σταυρό, όπως τον είδε στη Θεια οπτασία. 0 Μάρκος αντέδρασε και του είπε:
«Φοβούμαι να τόν κατασκευάσω, γιατί αν τό μάθει ο βασιλιάς θα με θανατώσει».

0 Νεανίας όμως του υποσχέθηκε ότι θα το κρατήσει μυστικό και δε θα το ομολογήσει σε κανένα.

Πείσθηκε ο Μάρκος και κλειδωμένος μέσα στό σπίτι του Νεανία κατασκεύαζε κρυφά τό σταυρό. Όταν τον τελείωσε είδε ένα παρόδοξο θέαμα: φάνηκαν στο σταυρό τρείς εικόνες και γράμματα εβραϊκά. Στό πάνω μέρος έγραφε: «Η μορφή τού Δεσπότη». Στο δεξί μέρος φαινόταν ένας άγγελος καί γραφόταν «Μιχαήλ» και στο αριστερό το ίδιο, με το όνομα «Γαβριήλ». 0 χρυσοχόος προσπάθησε με επιμoνή να εξαλείψει τις εικόνες, αλλά δεν τα κατάφερε.

Τη νύχτα έφτασε στο σπίτι ο Νεανίας για να δεί αν τελείωσε. Μόλις τον είδε τελειωμένο, χάρηκε πολύ και τον προσκύνησε. Ρώτησε τον Μάρκο για τις εικόνες, τι σημαίνουν. Αυτός τού απάντησε ότι δεν γνώριζε, γιατί δεν το κατασκεύασε ο ίδιος, αλλά τυπώθηκαν μόνες τους. 0 Νεανίας τότε κατάλαβε ότι έγιναν με Θεία ενέργεια και γονατιστός το προσκύνησε με πολλή ευλάβεια.

Έδωσε στο χρυσοχόο πολλά χρήματα όπως υποσχέθηκε και τον ευχαρίστησε. 'Υστερα αφού τύλιξε με πολύτιμη πορφύρα το σταυρό, αναχώρησε με τους στρατιώτες του για την Αλεξάνδρεια.

5. Mε το σταυρό νικητής

Στην Αλεξάνδρεια εκείνο τον καιρό έκαναν επιδρομές Αγαρηνοί. Άρπαζαν με τη βία τις θυγατέρες των επισήμων ανδρών και τις έκαμαν συζύγους τους. Μη μπορώντας οι γονείς τους να αντισταθούν, έκλαιαν για τη συμφορά τους και βρισκόταν σε αμηχανία.

Η εμφάνιση στην πόλη τού νέου Δούκα ήταν για τους ανθρώπους της Αλεξάνδρειας μιά ελπίδα. Μιά ομάδα τον επισκέφτηκε και με δάκρυα στα μάτια ζητούσαν προστασία από τους βαρβάρους. 0 νεαρός άρχοντας τους συμπόνεσε γιά τη συμφορά τους κι έδωσε εντoλή νά ετοιμαστούν οι στρατιώτες για τη συμπλοκή. 'Οταν μαζεύτηκαν και παρατάχτηκαν μπροστά του, τους έδωσε τις πολεμικες οδηγίες και τελειώνοντας τους είπε:
«Με τη δύναμη τού Eσταυpωμένoυ Χριστού Θα νικήσουμε».

Και ο λόγος του έγινε πραγματικότητα: Με τόση δύναμη πολεμούσαν τους Αγαρηνούς, ώστε νικημένοι κατά κράτος έφευγαν οι βάρβαροι αφήνοντας στό πεδίο της μάχης περισσότερους από έξη χιλιάδες νεκρούς. Από τους στρατιώτες τού Νεανία, με τη χάρη τού Θεού, δε σκοτώθηκε κανένας.

6. Αντίδραση της μητέρας του

Μετά τη νίκη του ο Nεανίας ειδοποίησε τη μητέρα του να έλθει στην Αλεξάνδρεια. Όταν έφτασε η μητέρα του και άκουσε τα ανδραγαθήματα του χάρηκε πολύ. Με πολλή αγαλλίαση τού είπε:
«Πρέπει νά ευχαριστήσεις τους Θεούς, παιδί μου, που παρακάλεσα όταν άρχισες τόν αγώνα. Γιατί αυτοί σου έδωσαν τη νίκη».

Τότε ο Νεανίας είπε: «Ευλογημένος νάναι ο αληθινός Θεός που με βοήθησε».

Και η μητέρα του:
«Mη λέγεις, παιδί μου αγαπημένο, ότι σε βοήθησε ένας Θεός, για να μην οργισθούν οι άλλοι».

Βρήκε τότε ο Νεανίας την εύκαιρία να μιλήσει στη μητέρα του, για τη γνωριμία του με τόν Χριστό, της εξιστόρησε πως ο αληθινός Θεός τόν επισκέφθηκε και τον απάλαξε από το σκοτάδι της πλάνης των ειδώλων.

Η ευλάβεια της Θεοδοσίας στα είδωλα της προκάλεσε μεγάλη αντίδραση για την αλλαγή του γιού της. 0 θυμός της ξεπέρασε και αυτή τη μητρική αγάπη για το μονάκριβο παιδί της. Έτρεξε στον αυτοκράτορα και του ανάγγειλε το γεγονός: «Έχασε τα μυαλά του ο γιός μου, βασιλιά, πιστεύει και αυτός στον Εσταυρωμένο»!

Την άκουσε ο βασιλιάς και σάστισε, οργισμένος έγραψε στόν Ουλκίωνα, τον ηγεμόνα της Παλαιστίνης. Τον πρόσταξε να επισκεφθεί τον Νεανία, το Δούκα της Αλεξάνδρειας, και να του ζητήσει λόγο για την πίστη του στο Χριστό. Αν δεν πεισθεί να εγκαταλείψει την πλάνη του, να τον σκοτώσει για να παραδειγματιστούν και οι άλλοι.

Σαν πήρε το γράμμα ο Ουλκίωνας, ενήργησε όπως τον πρόσταζε ο αύτοκράτορας: με άλλους άρχοντες συγκλητικούς, έφτασε στο ανάκτορο του Δούκα. Τον χαιρέτησε και του έδωσε τα βασιλικά γράμματα. Όταν διάβασε ο Άγιος τα γράμματα, είπε άφοβα:
- Χριστιανός είμαι ! Κάμε ό,τι σε προστάζουνε.

Ο Ουλκίωνας μπροστά στο θάρρος του νεαρού Δούκα είπε:
- Εγώ Δούκα, σε εκτιμώ, αλλά φοβούμαι το βασιλιά και δεν ξέρω, τι να κάνω. Σε συμβουλεύουμε, τόσο εγώ όσο και οι άρχοντες που βρίσκονται εδώ, να προσποιηθείς ότι θυσιάζεις. Έτσι θα φανεί ότι εκτελείς την εντολή του βασιλιά και θα γλυτώσεις τη ζωή σου.

0 Άγιος απάντησε:
- Θα θυσιάσω Ουλκίωνα, καλά είπες. Όχι όμως στα είδωλα, αλλα τόν εαυτό μου θα θυσιάσω στο Χριστό, που αγάπησα με όλη μου την ψυχή.

7. Βασανιστήρια και φυλάκιση

Ήταν αμετάπειστος ο Νεανίας. Η αγάπη του στο Χριστό τον είχε κυριεύσει. 0 Ουλκίωνας πρόσταξε να τον δέσουν και να τον οδηγήσουν στην Καισάρεια. Σαν έφτασαν, έδωσε ο Ουλκίωνας διαταγή να μαζευτεί ο λαός. Κρέμασαν το μακάριο Νεανία μπροστά στο πλήθος και άρχισαν τα βασανιστήρια ξεσκίζοντας τις σάρκες του. Ήταν πολλοί που τον συμπονούσαν και έκλαιαν. 0 Νεανίας όμως, που υπέφερε με γενναιότητα τα σκληρά βασανιστήρια, τους έλεγε:
"Μην κλαίτε για μένα, γιατί μου παραστέκεται τώρα ο Κύριος και Θεός μου και ευφραίνομαι"!!

Τον βασάνιζαν μ' αυτό τον τρόπο, ώσπου νύχτωσε. Τότε τον κατέβασαν από το ξύλο και τον έριξαν στη φυλακή.

Ο δεσμοφύλακας, που ονομαζόταν Τερέντιος, είχε κάποτε ευεργετηθεί απ’ αυτόν και ήταν φίλος του. Ετοίμασε κρυφά απαλό στρώμα και σεντόνια και τον φρόντιζε όσο μπορούσε. Τα μεσάνυχτα, άγγελοι Κυρίου επισκέφτηκαν τον Άγιο στη φυλακή. Αμέσως λύθηκαν τα δεσμά, όχι μόνο του Νεανία, αλλά και των άλλων καταδίκων.

Φώναξαν τον Άγιο και του είπαν:
«Κοίταξε μας, Νεανία.»

Όταν τους είδε ο Νεανίας. ρώτησε ποιοι ήταν. Αυτοί είπαν,
«Άγγελοι του Θεού είμαστε και μας έστειλε να σου παραβρεθούμε.

Επιφυλακτικός από τις απάτες των δαιμόνων ο Άγιος είπε:
«Εάν είστε Άγγελοι, κάμετε το σταυρό σας».

Αυτοί υπάκουσαν και μετά τον ρώτησαν:
«Γιατί δε μας πίστεψες;».

Ο ταπεινός Νεανίας απάντησε:
«Στους τρεις Παίδες έστειλε ο Κύριος αγγέλους και τους δρόσιζαν, γιατί αυτοί ήταν ριγμένοι στη φωτιά. Εγώ τι έκαμα ώστε να αξιωθώ τέτοιας παρηγοριάς;»

Ύστερα εμφανίστηκε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Φως λαμπρότατο περιέλουσε τον Νεανία και το χώρο της φυλακής. Άρρητη ευωδία και υπερκόσμια αγαλλίαση πλημμύρισε το νεαρό μάρτυρα. Άκουσε δε και φωνή να του λέει:
«Προκόπιος θα ονομάζεσαι στο εξής, γιατί θα προκόψεις στην αρετή και θα προσφέρεις ποίμνιο στον Πατέρα μου, λοιπόν, πολέμα γενναία».

0 ταπεινός δούλος του Θεού, έπεσε στα γόνατα και είπε:
«Κύριε μου σε παρακαλώ, δυνάμωσε την ασθενική ψυχή μου. Γιατί φοβούμαι μήπως δεν αντέξω τα βάσανα».

Και ο πολυεύσπλαχνος Κύριος του είπε:
«Μη Φοβάσαι, γιατί εγώ είμαι κοντά σου».

Όταν ο Χριστός έφυγε, ο Άγιος, που μετονομάστηκε Προκόπιος, γέμισε από θάρρος και αγαλλίαση. Οι πληγές του θεραπεύτηκαν και η ψυχή του ενδυναμώθηκε, την επομένη ο Ουλκίωνας έστειλε άνθρωπο να δει αν ο Άγιος πέθανε.

Σαν έφτασε στη φυλακή ο απεσταλμένος, και τον είδε υγιή και χαρούμενο δεν πίστευε στα μάτια του. Έτρεξε στο παλάτι και διηγιόταν σ' όλους το θαυμαστό γεγονός. 0 ηγεμόνας πρόσταξε και τον έφεραν κοντά του. Το πρόσωπο του Αγίου Προκοπίου έλαμπε σαν τον ήλιο. Εκπλάγηκαν οι στρατιώτες που τον είδαν και εκφράζανε θαυμασμό για τη δύναμη του θεού του. Αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο να πιστέψουν στον Ιησού, ο Ουλκίωνας είπε προς το πλήθος:
«Τι παράξενο βλέπετε και θαυμάζετε; Τον λυπήθηκαν οι Θεοί, τον ασεβέστατο, και τον θεράπευσαν».

Ο Άγιος τότε του αποκρίθηκε:
«Αφού είσαι βέβαιος ότι οι Θεοί με θεράπευσαν, ας πάμε στο ναό να δούμε τη δύναμη τους».

Ο βασιλιάς θέλησε να πιστέψει ότι ο Νεανίας θα θυσίαζε. Πρόσταξε να στολίσουν το δρόμο από το παλάτι ως το ναό και κήρυκες να καλούν το λαό να παραβρεθεί:
«Ο Νεανίας πάει στο ναό να θυσιάσει στους Θεούς! ! 0 Νεανίας θα προσκυνήσει τους Θεούς!!».

8. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Aγίοις αυτού...»

Μαζεύτηκε όλη η πόλη να παρακολουθήσει το μεγάλο γεγονός. Συνόδευσαν τον Άγιο ως το ναό και μόλις έφτασαν, ο μακάριος τους είπε:
«Μείνετε έξω για να προσευχηθώ στους Θεούς να με συγχωρέσουν που τους καταφρόνησα. Ύστερα ελάτε και εσείς να δείτε τη θυσία»!

Μπήκε μέσα ο Άγιος κι έκλεισε τις θύρες του ναού. Στρεφόμενος στην ανατολή ύψωσε τα χέρια του και προσευχόμενος είπε:
« Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, εσύ που δημιούργησες όλο τον κόσμο με το παντοδύναμο Xέρι Σου, επάκουσε τη δέηση του δούλου σου και σύντριψε τα είδωλα αυτά που πλανούν τους ανθρώπους σου για να δοξαστεί απ’όλους το όνομα σου».

Ύστερα έκαμε το σημείο του σταυρού και είπε:
«Στο όνομα του αληθινού Θεού, διαλυθείτε όλα και γίνετε νερό για να φύγετε απ’ εδώ μέσα».

Και επάκουσε ο Θεός τό δούλο του: κατέπεσαν τα είδωλα του ναού και έγιναν νερό που χυνόταν από τη θύρα έξω.

9. Nέοι Χριστιανοί

Όταν είδε ο λαός τό θαυμάσιο συμβάν εντυπωσιασμένος κραύγαζε:
«0 Θεός των Χριστιανών, βοήθησε μας».

Η ομάδα των στρατιωτών και οι δύο δικαστές που συνόδευαν τον Άγιο, πίστεψαν στο Χριστό. 0 ηγεμόνας εξεμάνη από το γεγονός και οργισμένος έριξε πάλι τον Προκόπιο στη φυλακή. Σαν νύχτωσε πήγαν κρυφά και τον επισκέφθηκαν οι στρατιώτες με τους δικαστές και του ζήτησαν να βαφτιστούν. 0 Άγιος τους δέχθηκε με χαρά και παρακάλεσε το φύλακα να τον αφήσει να φύγει, με την υπόσχεση ότι θα γυρίσει πριν ξημερώσει. Γνώριζε ο Τερέντιος την ενάρετη ζωή του Αγίου και τον φυγάδεψε. Έφυγαν όλοι για τον επίσκοπο που ονομαζόταν Λεόντιος και του είπαν να τους βαφτίσει στο όνομα του Τριαδικού Θεού. Ο αρχιερέας αφού τους κατήχησε με συντομία στα μυστήρια και τα δόγματα της Πίστης μας, τους βάφτισε όλους και ύστερα τους κοινώνησε το Άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού.

Μετά το βάπτισμα πήγαν όλοι μαζί στη φυλακή, όπου ο Θείος Προκόπιος φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα. τους δίδασκε:
«Αδελφοί μου, τώρα που γίνατε στρατιώτες του Βασιλιά των oυρανών, φροντίστε να διατηρήσετε θερμή την πίστη σας. Μη νικηθείτε απ'όσα ευχάριστα ή δυσάρεστα σας συμβούν. Αγαπήστε το Θεό πάνω απ'όλα και μη φοβηθείτε τα βασανιστήρια που πρόκειται να πάθετε. Το πυρ τούτο κρατά μία ώρα. Η μακαριότητα και η χαρά που θα σας οδηγήσει θα
είναι αιώνια. Οι χαρές του κόσμου τούτου μπροστά στα αιώνια αγαθά του Αγίου Πνεύματος είναι μηδαμινές. Πιστέψετε με, τίποτα δεν μπορεί να παρηγορήσει την ψυχή παρά μόνο ο Θεός, του οποίου το κάλος είναι ανείπωτο και η δόξα ανεκδιήγητη. Τη μακαριότητα και την ειρήνη που χαρίζει σ' όσους τον αγαπούν, δεν μπορεί να την καταλάβει ο ανθρώπινος νους».

Οι διδαχές του αγιότατου Προκόπιου δεν ήταν παρά μία περιγραφή δικών του βιωμάτων. Το Άγιο Πνεύμα φέρνει σε κοινωνία τον άνθρωπο με το Θεό:
«Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Πατρός και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είη μετά πάντων ημών», ακούμε στη Λειτουργία. Η κοινωνία του σκοτισμένου από τα πάθη και τους δαίμονες ανθρώπου με το Θεό που είναι Φως, φωτίζει με το χρόνο τον πρώτο ώσπου, όσο επιτρέπει η αδύνατη φύση μας, να γίνει και ο ίδιος Φως. «Υμείς εστέ το Φως του κόσμου...», είπε ο Κύριος στους Αποστόλους. Το φως αυτό, δεν είναι απλώς μόνο η διανοητική σοφία, αλλά και η άκτιστη ενέργεια του Θεού που περιλούζει όλη την ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτό επιβεβαιώνει και η ευωδία των Αγίων λειψάνων. Τη σοφία αύτη που αναφέρεται σε όλη την ύπαρξη είχε ο πνευματοφόρος Προκόπιος, και οι διψασμένες ψυχές των νέων χριστιανών χόρταιναν από τη Θεία τροφή και αγάλλονταν.

10. Αποκεφαλισμός των μαθητών του

Η μεταστροφή των δικαστών και φρουρών όμως είχε μαθευτεί. Ο Ουλκίωνας εξαγριώθηκε σαν το άκουσε και πρόσταξε αμέσως να τους παρουσιάσουν μαζί με τον Άγιο μπροστά του. Μόλις τους έφεραν τούς είπε:
«τι είναι αυτό που μαθαίνω; Εσείς άνδρες σωφρονέστατοι, και παρασυρθήκατε απ αυτόν τον πλανεμένο;»

Και αυτοί οι μακάριοι του απάντησαν:
«Πως θα συνεχίζαμε να πιστεύουμε σε Θεούς που τους εξαφάνισε ένας φυλακισμένος: Εμείς πιστεύουμε στό Χριστό που είναι ο μόνος αληθινός Θεός, με τη δύναμη του οποίου διαλύθηκαν τα είδωλα».

Η ακλόνητη Πίστη του στο Χριστό εξόργισε τον Ουλκίωνα. Δεν έφτανε ο Προκόπιος, βρέθηκαν κι' άλλοι άνθρωποι του βασιλιά να γίνουν χριστιανοί. Διέταξε αμέσως να τους αποκεφαλίσουν. Τον Προκόπιο τον έδεσαν με βαριά σίδερα και τον έβαλαν να παρακολουθήσει τη σφαγή για να τον φοβερίσουν. 0 Άγιος έβλεπε τους αδελφούς του να ρίχνονται στο μαρτύριο για χάρη του Χριστού, και προσευχόταν θερμά. Προσευχόμενος άκουσε μέσα του φωνή να λέει: «Επέβλεψε ο Θεός στην αγάπη των δούλων του, Προκόπιε».

Απέκοψαν τις κεφαλες των μακαρίων εκείνων στρατιωτών και των δύο δικαστών (τα ονόματα των οποίων διατηρήθηκαν από την παράδοση: Νικόστρατος και Αντίοχος), στις 22 Μαίου.

11. Η μετάνοια της μητέρας του

Ο Άγιος έμεινε κλεισμένος στη φυλακή. Μία ημέρα έφεραν δώδεκα γυναίκες από αρχοντικές οικογένειες, και τις έριξαν στη φυλακή γιατί ομολόγησαν δημόσια ότι πιστεύουν στο Χριστό.

Ήταν όλες ριγμένες σε μια βαθιά περισυλλογή και ήταν φοβισμένες, γιατί γνώριζαν τι θα επακολουθούσε. Σαν τις είδε ο Άγιος τις συμπόνεσε. Και ενώ περνούσαν από μπροστά του τις κράτησε για μια στιγμή και τους είπε να μή φοβούνται τα προσωρινά βασανιστήρια, γιατί μ' αυτά θα οδηγηθούν κοντά στο Χριστό και θα είναι μαζί του αιώνια σε μια ατελεύτητη χαρά και ευφροσύνη. 0ι γυναίκες άκουαν τα Θεία λόγια και ο φόβος σιγά-σιγά απομακρυ- νόταν, δίνοντας τη θέση του σε μια Θεία παρηγοριά. Είχαν πια αποδεχτεί το θάνατο και οδηγούνταν στην αθανασία με γενναιότητα έχοντας ασάλευτη την ελπίδα στο Θεό, την επομένη, με προσταγή του ηγεμόνα, οδηγήθηκαν οι γυναίκες στο θέατρο της πόλης, όπου λαός πολύς ήταν μαζεμένος.

Ο Ουλκίωνας τους είπε να θυσιάσουν και θα τους αποδώσει τιμές.

Αλλά αυτές οι μακάριες του αποκρίθηκαν:
«Φύλαξε τις τιμές αυτές για σένα. Τιμή και καύχημα γιά μας είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού».

Εξοργισμένος για την απείθεια τους ο ηγεμόνας, διέταξε να τις βασανίσουν αλύπητα. Mε φωτιές τις κατάφλεγαν, μα αυτές εχοντάς το νου υψωμένο στον Παντοδύναμο Θεό, έπαιρναν ουράνια βοήθεια και παρηγοριά. Αυτός τις ειρωνευόταν γιατί δεν ερχόταν ο Θεός τους να τις βοηθήσει, και τις κοροϊδευε ότι μάταια τον πίστευαν. Όμως εκείνες υπέμεναν με καρτερία τα πάντα, και έλυωναν σιγά-σιγά σαν το κερί, δίνοντας την ύπαρξη τους για το Φως του Χριστού.

Ανάμεσα στο λαό που παρακολουθούσε το μαρτύριο των δούλων του Χριστού, βρισκόταν και η μητέρα του Θείου Προκόπιου. Bλέποντας την καρτερία των μαρτύρων και γνωρίζοντας ότι η γυναικεία φύση δεν άντεχε χωρίς βοήθεια στα τόσα βάσανα, ένοιωσε μεσα της την παρουσία του Χριστού.

Δάκρυα μετανοίας μαλάκωσαν την καρδιά της και μέσα στο συντετριμμένο πνεύμα της άρχισε να διεισδύει το φως της Θείας Χάριτος. Και ξαφνικά «Θείω ζήλω κινουμένη» ορμά στο μέσo του θεάτρου και χωρίς τίποτα να υπολογίσει, ούτε και αυτή την ζωή της, φώναξε δυνατά:
- Και εγώ είμαι δούλη του Χριστού!

Ξαφνιασμένος ο ηγεμόνας από την αιφνίδια μεταστροφή της, την φώναξε και της είπε:
- Κυρά Θεοδοσία, πως πλανήθηκες και άφησες τους πατρώους Θεούς;

Και η Θεοδοσία άφοβα του απάντησε:
- Πρώτα ήμουν στο σκοτάδι της πλάνης, Ουλκίωνα γιατί προσκυνούσα τ' άψυχα είδωλα. Τώρα ο Χριστός με βοήθησε να καταλάβω ότι είναι ο αληθινός Θεός και σ' Αυτόν πιστεύω». 0 ηγεμόνας έμεινε άφωνος.

Αυτή ήταν η γυναίκα που για την ευσέβεια στους Θεούς, πρόδωσε κι αυτόν το γιό της. Και τώρα γίνεται κι' αυτή χριστιανή. Η γνωριμία με το Χριστό είναι θέμα ταπεινώσεως και μετάνοιας που πρoϋπoθέτoυν αναγνώριση των αδυναμιών μας. Όλα αυτά ήταν γνωστά στο βασανιστή ηγεμόνα και η αδυναμία του να επιβληθεί τον εξόργιζε και τον πείσμωνε.

12. Τό μαρτύριο της μητέρας του

Ύστερα από τη σταθερή ομολογία της Θεοδοσίας, ο ηγεμόνας την έρριξε με τις άλλες στη φυλακή, ώσπου να αποφασίσει τι θα κάνει. Στη φυλακή η Θεοδοσία διακονούσε τις καταματωμένες αδελφές της. Φρόντιζε την καθεμία με αγάπη και τις μακάριζε ευχόμενη να έχει και αυτή την πίστη τους. Ο Άγιος Προκόπιος, σαν έμαθε ότι η μητέρα του βρίσκεται στη φυλακη για την αγάπη του Χριστού, δόξαζε το Θεό. Mε τη βοήθεια του Τερέντιου, πήγαν όλοι μαζί, ο Άγιος, η μητέρα του και οι γυναίκες, που με Θεία βοήθεια θεραπεύονταν, στον Επίσκοπο και βαφτίστηκαν. 'Υστερα επέστρεψαν στη φυλακή, όπου μιλούσαν για τη μακαριότητα που απολαμβάνουν, στη γη και στον ουρανό, όσοι αγάπησαν το Θεό και τήρησαν τις εντολές του.

Το πρωί έφεραν τη Θεοδοσία μπροστά στον ηγεμόνα:
- Bλέπεις ότι δεν σε παιδεύω γιατί σε εκτιμώ, της είπε. Λοιπόν, παρακάλεσε τους Θεούς να σε συγχωρέσουν για να μην αναγκαστώ να φανώ σκληρός.

Η Θεοδοσία με την ενίσχυση του Αγίου Πνεύματος που πυρπολούσε στην καρδιά της έρωτα Θείο πέρα από κάθε γήϊνη χαρά του απάντησε ήρεμα:
- Είμαι χριστιανή!

Τότε δίνει διαταγή ο ηγεμόνας να τη βασανίσουν. Με ραβδισμούς την κτυπούσαν αλύπητα και με σιδερένια νύχια έγδερναν τις πλευρές της. Οι άλλες γυναίκες. που έβλεπαν τα αίματα της να τρέχουν σαν νερό, αναλύθηκαν σε διαρκή προσευχή. Ζητούσαν από το Mεγαλoδύναμo Θεό να της δίνει δύναμη και αναψυχή.

Οι θερμές προσευχές των μελλοθανάτων γυναικών κατάκαιαν το μισάνθρωπο δαίμονα. Και μηχανεύτηκε να παρακινήσει τους βασανιστές να κτυπούν με μολυβένιες σφαίρες τις σιαγόνες των γυναικών για να σιωπήσουν.

Στον σημερινό άνθρωπο φαίνονται σαν μύθος οι διηγήσεις των μαρτυρίων των χριστιανών των πρώτων αιώνων, ίσως γιατί σήμερα μας λείπει το μέτρο με το οποίο θα αντιληφθούμε πως άντεχαν οι μάρτυρες στα τόσα σκληρά βασανιστήρια. Το μέτρο είναι η αγάπη στο Θεό. Αγάπη στο Θεό χωρίς αγάπη στον συνάνθρωπο δεν είναι η αγάπη που κήρυξε ο Χριστός. Όποιος γεύτηκε έστω και στο ελάχιστο την αγάπη αυτή θαυμάζει τους Μάρτυρες και είναι σίγουρος για την πραγματικότητα της αντοχής τους. Αντίθετα αυτός που δε γεύτηκε δεν έχει το μέτρο. Πώς θα κρίνει;

Ύστερα από τη θαυμαστή αντοχή των γυναικών, ο Ουλκίωνας αντιλήφθηκε ότι ήταν αδύνατο να τις μεταπείσει. Έτσι διέταξε να τις δέσουν όλες με μία αλυσίδα και να τις αποκεφαλίσουν. Όταν έφτασαν στον τόπο της καταδίκης, έκλιναν οι ευλογημένες τις κεφαλές και δέχτηκαν το μακάριο τέλος στις 29 Μαίου.

13. Προσφορά στον πλησίον

Ύστερα από το μαρτυρικό τέλος τόσων ανθρώπων ο Ουλκίωνας στράφηκε προς τον Προκόπιο. Του πρότεινε πολλές φορές να θυσιάσει στους Θεούς, όμως ο Άγιος όχι μόνο αρνιόταν, αλλά σαν εικόνα του Θεού που τον έβλεπε, προσκαλούσε το βασανιστή του στο δρόμο της μετανοίας. Αυτός όμως δεν ήθελε, και αντίθετα τον χλεύαζε και τον ειρωνευόταν ότι πίστευε σ' έναν καταδικασμένο και περιφρονημένο, από τους ανθρώπους, Μετά διέταξε να τον βασανίσουν ξεσκίζοντας τις σάρκες του και κτυπώντας τον με μανία. Το παράδοξο είναι ότι. ενώ το θύμα υπέφερε καρτερικά έχοντας σαν αναψυχή την ενοικούσα μέσα του Θεία χάρη, ο βάναυσος θύτης από τη λύπη του που δεν τον μετέπειθε, προσβλήθηκε από θανάσιμο πυρετό.

Δεν άντεξε στην αρρώστεια του ο Ουλκίωνας, πέθανε μέσα σε φρικτούς πόνους, Η θέση του αναπληρώθηκε από κάποιο Φλαβιανό, όμοια σκληρόκαρδο και βάναυσο με τον προκάτοχο του. Ακολουθώντας την ίδια τακτική, με απειλές βασάνων καί θανάτου, πίεζε τον 'Αγιο να θυσιάσει στά είδωλα. 0 Θειότατος Προκόπιος μέσα στη φυλακή που βρισκόταν φώτιζε με τις διδαχές και τα θαύματα του τους «εν σκότει καθεύδοντας». Πολλοί ήταν οι φυλακισμένοι που εύρισκαν κοντά του την σωτηρία.

Οι Άγιοι δεν ενδιαφέρθηκαν να κάμουν μεγάλα και κοινωφελή έργα στην εποχή τους. Έβλεπαν ότι, εάν επιτύχουν παρρησία στο Θεό, αν γίνουν φίλοι του Θεού, θα έχουν να προσφέρουν στους συνανθρώπους τους ανυπολόγιστες ευεργεσίες σε όλους τους αιώνες και θα βοηθήσουν τους εν Χριστώ αδελφούς τους στην αιώνια σωτηρία τους, και αυτή είναι η πιό αληθινή προσφορά στον πλησίον.

Η προσφορά πραγμάτων που φθείρονται δεν τους συγκινούσε, φρόντιζαν να καθαρισθούν από τα πάθη με την αδιάλειπτη προσευχή, τη νηστεία, την εγκράτεια. Η δυνατότητα του αγιασμού δόθηκε σε κάθε άνθρωπο, με την Ανάσταση του Χριστού. Αυτός που αγωνίζεται να καθαρισθεί από τα πάθη είναι ένας αγωνιστής για ολόκληρη την ανθρωπότητα, γιατί τα πάθη είναι ασθένεια της κοινής φύσης μας. Αυτή είναι και η αληθινή αρχή της Ιεραποστολής: η κάθαρση από τα πάθη. Τα πάθη δεν καθαρίζονται με τη σκέψη ή την αυθυποβολή σε ορισμένες «καλές πράξεις», αλλά με εκζήτηση ταπεινού πνεύματος από το Θεό που φέρνει μέσα μας το Άγιο Πνεύμα, αυτό μας καθαρίζει. Ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ λέγει επιγραμματικά: «Σκοπός της ζωής είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος».

14. Στεφάνι Ουράνιας δόξας

Η αδυναμία του να επιβληθεί, στη δύναμη του πνεύματος και της σοφίας του Αγίου, εξόργισε το Φλαβιανό. Δεν είχε άλλο τρόπο να επιβάλει τη θέληση του, παρά μόνο με τη βία. Πρόσταξε μία μέρα τον Αρχέλαο, ένα στρατιώτη του, να τον θανατώσει με το σπαθί του. Μα μόλις σήκωσε το χέρι του ο στρατιώτης να σκοτώσει τόν 'Αγιο, έπεσε κάτω και ξεψύχησε. 0 ταλαίπωρος Φλαβιανός, αντί να νουθετηθεί και να μετανοήσει από τη θέα του θαυμαστού συμβάντος, περισσότερο σκληρύνθηκε και πρόσταξε τόσο φρικτά βασανιστήρια, που μόνο το άκουσμα τους να προκαλεί αποτροπιασμό: τον μαστίγωναν, του έβαζαν στην πλάτη αναμμένα κάρβουνα, πύρωναν σουβλιά και κατάκαιαν το ξεσκισμένο σώμα του, ρίπτοντας ύστερα αλάτι στις πληγές του.

0 ακαταμάχητος πόθος του βασανιστή να γίνει το θέλημα του, επινόησε ένα τέχνασμα προκειμένου να κάμει τον Άγιο να υποκύψει: ετοίμασαν ένα βωμό και τοποθέτησαν πάνω αναμμένα κάρβουνα. Ύστερα έσπρωχναν και κρατούσαν με σίδερα το δεξί χέρι του Αγίου, όπου έβαλαν κάτι προς θυσία. πάνω από τα κάρβουνα, ώστε να αναγκαστεί από τη θερμότητα να ρίξει το προς θυσία και να φανεί η πράξη του σαν θυσία στους Θεούς. 0 Άγιος όμως αφησε ακίνητο το χέρι του, ώσπου κατακάηκε χωρίς να ρίξει το προς θυσία!!!

0 κοσμικός άνθρωπος αγωνίζεται για να ικανοποιήσει τις βιολογικές του ανάγκες. Ζεί κάτω από τις βιολογικές του ανάγκες και αυτός ο τρόπος ζωής του δημιουργεί φυσικό και τον ανάλογο τρόπο σκέψης: δεν μπορεί να κατανοήσει τι ωφελεί η νηστεία και η άσκηση και ποιά η αναγκαιότητα της προσευχής. Αντίθετα ο πνευματικός άνθρωπος επειδή αγωνίζεται να ενωθεί με το Θεό που είναι η αυτοζωή (δεν έχει τις βιολογικές ανάγκες) σε πρώτη θέση έχει τον αντίθετο τρόπο σκέψεως: αγωνίζεται. κατά το δυνατό, να περιορίσει στο αναγκαίο τις βιολογικές ανάγκες. Γι' αυτό, νηστεύει, εγκρατεύεται. προσεύχεται. Έτσι φτάνουμε στο να ακούμε ότι οι μεγάλοι ασκητές μέρες ολόκληρες δεν έτρωγαν καθόλου ή έμεναν ολόγυμνοι μέσα στο φοβερό κρύο.

Με αυτό τον τρόπο σκέψεως, χωρίς εμείς να είμαστε σε τέτοια μέτρα, ξέρουμε ότι οι Άγιοι ξεπέρασαν και τις βιολογικές τους ανάγκες ακόμη, μεταξύ των οποίων είναι και ο πόνος, που προειδοποιεί τον άνθρωπο για ένα κακό που πρόκειται νό πάθει.

0 αγιότατος Προκόπιος ήταν πιά ένας επίγειος άγγελος και ένας ουράνιος άνθρωπος. Ξεπέρασε τον πόνο τοϋ σώματος, γιατί με την άσκηση, τη νηστεία και την προσευχή πάλεψε μαζί του και το νίκησε. Αλλ' ούτε το θαυμασιότατο αυτό θέαμα έκαμψε την αδιαλλαξία του βασανιστή. Αντίθετα πείσμωσε και πρόσταξε να πετάξουν τόν Άγιο μέσα σε πυρακτωμένη κάμινο. Μόλις τόν έφεpαν στο στόμιο της καμίνου ο Άγιος έκαμε το σημείο του σταυρού και αμέσως η φωτιά διασκορπίστηκε. 0 βάναυσος ηγεμόνας τότε έγραψε την τελευταία απόφαση του για τον Άγιο: να κοπεί η κεφαλή του έξω από την πόλη.

Όταν έφτασαν στον τόπο της καταδίκης, ζήτησε ο ισάγγελος Προκόπιος λίγη ώρα για να προσευχηθεί. Δεήθηκε στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, για την πόλη, την Εκκλησία, και τον κόσμο ολόκληρο. Ζήτησε από τον Ουράνιο Βασιλέα, να τον αξιώσει να γίνει κληρονόμος της Βασιλείας του. Ύστερα έκλινε τον αυχένα και του έκοψαν την μακαρία κεφαλή του, παίρνοντας από το στεφανοδότη Χριστό, το στεφάνι της ουράνιας δόξας και μακαριότητας.


ΑΠΟΛΥΤΙΚIΟΝ

Ήχος πλάγιος ά. Τον συνάναρχον λόγον

Αγρευθείς ουρανόθεν προς την ευσέβεια, κατηκολούθησας χαίρων, ώσπερ ο Παύλος Χριστώ, των Μαρτύρων καλλονή, Μάρτυς Προκόπιε. Όθεν δυνάμει του Σταυρού, αριστεύσας ευκλεώς κατύσχυνας τον Βελίαρ, ου της κακίας ατρώτους, σώζε τους πόθω σε γεραίροντας.

ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ "ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ"