Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

Η Αγία Κυράννα



Η ΑΓΙΑ ΚΥΡΑΝΝΑ - ΝΥΜΦΗ ΧΡΙΣΤΟΥ
Η Αγία Κυράννα γεννήθηκε στην Αβυσσώκα της Θεσσαλονίκης, σημερινή Όσσα της επαρχίας Λαγκαδά.
Η ομορφιά της ψυχής της συμβάδιζε με την εξωτε­ρική της ωραιότητα, αφού ήταν προικισμένη με τις αρε­τές της σεμνότητας και της σωφροσύνης. Έτσι περνού­σε τη ζωή της κοντά στους γονείς της. Ο μισόκαλος ό­μως διάβολος τη φθόνησε για την αγνότητα της και α­φού δεν μπόρεσε με πονηρούς λογισμούς και αμαρτωλές σκέψεις να την παρασύρει στο κακό και να την μεταβά­λει σε όργανό του, βρήκε άλλο τρόπο να ταράξει την ευ­τυχία των δικών της και τη γαλήνη της νεανικής και πε­ντακάθαρης ψυχής της.
Ένας τούρκος λοιπόν γενίτσαρος, που ήταν σούμπασης, δηλαδή διοικητής του αστυνομικού τμήματος και εισπράκτορας των φόρων από τα εισοδήματα, ερωτεύθη­κε την Κυράννα και προσπαθούσε να την κατακτήσει με διάφορες κολακείες. Η Κυράννα με κανένα τρόπο δε δε­χόταν τις κολακείες του τούρκου και τις μεγάλες του υ­ποσχέσεις για λίρες και φορέματα. Ούτε όμως και τις φοβέρες του, ότι θα την βασάνιζε σκληρά και στο τέλος θα την θανάτωνε αν δε δεχόταν το σκοπό του.
Η επιμονή του γενίτσαρου δεν μπόρεσε να μεταβά­λει το Χριστιανικό της φρόνημα. Έτσι απογοητευμένος ο γενίτσαρος μαζί με άλλους γενίτσαρους αρπάζουν την αγία και την οδηγούν στη Θεσσαλονίκη. Την φέρνουν μπροστά στον Κριτή με την ψευδή κατηγορία ότι δήθεν στην αρχή δέχθηκε να τον παντρευτεί και να αλλαξοπιστήσει, αλλά αργότερα άλλαξε γνώμη. Οι γονείς της την ακολούθησαν μέχρι τη Θεσσαλο­νίκη.
Οι τούρκοι άρχισαν την ίδια τακτική, στην αρχή κο­λακείες, και μετά την αγριότητα. Η Κυράννα άφοβη, ατάραχη μπροστά στους βια­στές της θέλησής της δε μιλούσε.

Είπε μόνο τα λόγια:
«Εγώ είμαι Χριστιανή και έχω νυμφίον τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, εις τον οποίον προσφέρω ως προί­κα την παρθενίαν μου και αυτόν επόθησα και ποθώ εκ νεότητός μου και δια την αγάπην του είμαι έτοιμη να χύσω και το αίμα μου, δια να αξιωθώ να τον απολαύσω. ακού­σατε λοιπόν την απάντησή μου και πλέον άλλον λόγο μη περιμένετε να σας πω».
Ύστερα από την απάντηση έσκυψε η Κυράννα με πολλή σεμνότητα το κεφάλι της σιώπησε και προσευχό­ταν νοερά στον Κύριο να την ενδυναμώσει μέχρι το τέ­λος του μαρτυρίου.
Οι τούρκοι όταν είδαν την Πίστη της στο Χριστό ντροπιάστηκαν και την έρριξαν στη φυλακή. Ο σούμπασης, έλαβε άδεια από τον μπέη του κάστρου της Θεσσαλονίκης, τον αλή εφέντη να μπαίνει στη φυλακή όποτε θέ­λει. Έμπαινε τακτικά με άλλους γενίτσαρους και την βασάνιζαν. Άλλος την κλωτσούσε, άλλος τη χτυπούσε με ξύλο ή με μαχαίρι και άλλος με γροθιές μέχρι να λιποθυμήσει. Το βράδυ ο δεσμοφύλακας την κρεμούσε α­πό τις μασχάλες με αλυσίδες και την έδερνε με ό,τι έβρι­σκε και την άφηνε κρεμασμένη μέσα στο χειμωνιάτικο κρύο.
Ένας Χριστιανός φύλακας τον πλησίαζε μόλις περνούσε ο θυμός του και τον παρακαλούσε να του δώσει ά­δεια να ξεκρεμάσει την Αγία.

Εδώ σημειώνει ο συγγραφέας του μαρτυρίου της τα εξής:

«Η Αγία είχε τόσην υπομονήν, ησυχίαν και σιωπήν, όπου σου εφαίνετο ότι άλλη πάσχει και όχι εκείνη και ό­λος ο νους της και η προσοχή της, ευρίσκετο εις τους Ου­ρανούς και εις τον Χριστόν».
Στην ίδια φυλακή ήταν φυλακισμένοι και άλλοι Χρι­στιανοί, εβραίοι και μερικές τουρκάλες που έλεγχαν το δεσμοφύλακα ως άσπλαχνο και μη φοβούμενο τον Θεό, γιατί τυραννούσε σκληρά μια γυναίκα που δεν έσφαλε σε τίποτε.
Αυτός όμως αντιθέτως γινόταν όλο και πιο σκληρός. Τα φρικτά βασανιστήρια συνεχίστηκαν επί μία ε­βδομάδα.
Την έβδομη ημέρα κορυφώθηκαν τα βασανιστήρια. Ο δεσμοφύλακας οργισμένος άρπαξε την Αγία, την κρέ­μασε και άρχισε να την χτυπάει αλύπητα με μια μεγάλη ξύλινη σχίζα, οι τουρκάλες φώναζαν, οι φυλακισμένοι όλοι τον μάλωναν δυνατά και ο δεσμοφύλακας έπεσε κά­τω μπρούμυτα και άρχισε να κλαίει.
Εκείνη τη στιγμή η Αγία άφηνε την τελευταία της πνοή και η ψυχή της πετούσε για να ενωθεί με το Χρι­στό που τόσο ποθούσε και για Χάρη Του μαρτύρησε. Στις 4 με 5 η ώρα το πρωί ένα μεγάλο φως έλαμψε ξαφνι­κά στη φυλακή που κατέβηκε σαν αστραπή από τη σκε­πή της. Το φως αυτό περιέλουσε το σώμα της μάρτυρος και φωτίστηκε όλη η φυλακή. Οι φυλακισμένοι Χριστιανοί φώναζαν το «Κύριε ελέησον» οι εβραίοι πέσανε μπρούμυτα και οι τουρκάλες φώναζαν: «αχ, αχ, το κρίμα της φτωχής Ρωμαίας μας έφθασε και έπεσε σαν αστραπή να μας καύψη». Ο δεσμοφύλακας από το φόβο του άρχισε να τρέμει και είπε στον φύλακα Χριστιανό να κατε­βάσει την κρεμασμένη Κυράννα. Ο φύλακας βρήκε την Αγία Κυράννα τελειωμένη.
Το φως σιγά-σιγά υποχώρησε, μια άρρητη όμως ευ­ωδία έμεινε για πολλή ώρα σε όλη τη φυλακή.
Ο φύλακας άνοιξε με τα κλειδιά τα σίδερα, έλυσε τα χέρια της Αγίας, σκέπασε με σεβασμό το Άγιο Λείψα­νο, άναψε τα φώτα, θύμιασε και κάθησε κοντά της, ώ­σπου να ξημερώσει. Δόξασε το Θεό που τον αξίωσε να δει τέτοια θαυμαστά πράγματα αλλά και να πιάσει και να περιποιηθεί μαρτυρικό λείψανο.
Το πρωί διαδόθηκε σε όλη τη Θεσσαλονίκη η φήμη της τελείωσης της Αγίας και η έλλαμψη του Αγίου Φω­τός. Οι τούρκοι ντροπιασμένοι σιωπούσαν, έδωσαν την άδεια στους Χριστιανούς να πάρουν το Λείψανο της Α­γίας και οι Χριστιανοί ένιωθαν χαρά και ευφροσύνη για τα θαυμάσια του Αληθινού και Ζωντανού Θεού μας.
Την έθαψαν έξω από τη Θεσσαλονίκη εκεί όπου ε­νταφίαζαν και τους άλλους Ορθοδόξους Χριστιανούς, και τα φορέματά της τα μοίρασαν για ευλογία στους πι­στούς. Ήταν 28 Φεβρουαρίου 1751 μ.Χ.

Η Εκκλησία ψάλλει αιώνες τώρα.

«Άγιοι Μάρτυρες, οι καλώς αθλήσαντες και στεφανωθέντες, πρεσβεύσατε προς Κύριον, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών».

* * *
Απολυτίκιον της Αγίας(ως προς τον Συνάναρχον Λόγον)

Χαίρε Όσσης ο γόνος και θείον βλάστημα, Παρθενομάρτυς Κυράννα Νύμφη Χριστού του Θεού, η αθλήσασα στερρώς υστέροις έτεσι, και καθελούσα τον εχθρόν, καρτερία σταθε­ρά. Και νυν απαύστως δυσώπει, υπέρ των πίστει τιμώντων, την μακαρίαν σου άθλησιν.

«Ο δε υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται». Ευαγγέλιο Ματθ. 10, 22
«Δι' υπομονής τρέχομεν τον προκείμενον ημίν αγώνα». Απ. Παύλος προς Εβραίους 12, 1.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Η ομολογία των Αγίων Νέων Μαρτύρων

έκφραση αγάπης προς τον Θεό και τους ανθρώπους

(Αρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου της Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου, Αγίου Όρους.)

Ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους Επιστολή μας ομιλεί για το νέφος των αγίων Μαρτύρων που μας περιβάλλει, και μας προσκαλεί να αποφεύγουμε την αμαρτία, να τρέχουμε δι’ υπομονής τον προκείμενο αγώνα, αποβλέποντες εις τον αρχηγό και τελειωτήν της πίστεώς μας Κύριον Ιησούν.
Το ένδοξο και φωτεινότατο νέφος των Αγίων Παλαιών Μαρτύρων κάθε τόσο διευρύνεται και πλατύνεται με νέους Μάρτυρες.
Έτσι έγινε και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ο μουσουλμανικός κατακλυσμός προκάλεσε την ομολογία πολλών ορθοδόξων αδελφών μας, κυρίως Ελλήνων, αλλά και Σλάβων, μάλιστα και μερικών Τούρκων.
Όλοι αυτοί λέγονται Νεομάρτυρες. Ακολούθησαν τον Πρωτομάρτυρα και Αρχιμάρτυρα, τον Κύριο Ιησού Χριστό, που πρώτος έδωσε το τίμιο αίμα Του για τον πεσόντα άνθρωπο.
Με το αίμα Του συνήψε μια νέα Διαθήκη, συμφωνία: «Τούτο έστι το αίμα μου το της Καινής Διαθήκης, το υπέρ υμών και πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» (Ματθ. κστ’, 26-28). Όσοι δέχονται με πίστη την θυσία Του, γίνονται δικός Του λαός, λαός της νέας Διαθήκης, νέος, περιούσιος λαός, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον.
Η νέα Διαθήκη βασίζεται στην πιστότητα του Θεού στις επαγγελίες Του προς τον νέο λαό Του της χάριτος. Ο Θεός μένει πιστός στην αγάπη Του προς τον λαό Του. Έτσι πιστός πρέπει να μείνει και ο λαός στην αγάπη του προς τον Θεό του: «Και λελουμένοι το σώμα ύδατι καθαρώ κατέχωμεν την ομολογίαν της ελπίδος ακλινή· πιστός γαρ ο επαγγειλάμενος» (Εβρ. ι’, 23).
Πιστός μέχρι θανάτου στον Θεό λαός Του είναι οι άγιοι Μάρτυρες. Δεν προδίδουν την Καινή Διαθήκη. Πολλοί τους προκαλούν, τους πιέζουν αφόρητα, τους βασανίζουν για να αρνηθούν, να κρύψουν, να αποσιωπήσουν, να μη ομολογήσουν την πίστη τους, για να μη ζημιωθούν την ζωή τους και τα άλλα πρόσκαιρα αγαθά.
Οι Μάρτυρες δεν μπορούν να αρνηθούν τον αληθινό Θεό και να διαρρήξουν τη Διαθήκη μαζί Του, να παύσουν να είναι αφοσιωμένοι υιοί Του και πιστά μέλη του λαού Του. «Έχοντες ουν Αρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τους ουρανούς, Ιησούν τον Υιόν του Θεού, κρατώμεν της ομολογίας» (Εβρ. ι’, 14).
Ομολογούν με πίστη τον αληθινό Τριαδικό Θεό και τον Ιησού Χριστό ως Θεάνθρωπο.
Έτσι φυλάσσουν την καλή ομολογία, την οποία πρώτος ομολόγησε ο Θεάνθρωπος Χριστός ενώπιον του Πιλάτου, κατά τον Απόστολο Παύλο. Κατά τους αγίους Πατέρας μας η καλή ομολογία που ομολόγησε ο Χριστός είναι ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού.
Ό,τι ομολόγησε ο Ιησούς Χριστός, ομολογούν οι Χριστιανοί στο άγιο Βάπτισμα, και μαρτυρούν ενώπιον των έχθρων του Χριστού, όταν χρειαστεί.
Την ομολογία αυτή ζήτησε ο Κύριος από τους δικούς Του μαθητές: «Πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς· Όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. ι’ 32-33).
Οι δύο μικρές λέξεις «εν εμοί» κατά τον μέγα της Θεσσαλονίκης φωστήρα, τον θείο Γρηγόριο τον Παλα­μά, έχουν μεγάλη σημασία. Δεν λέγει ο Κύριος «πας ος αν ομολογήση με» αλλά «πας ος αν ομολογήση εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων» δηλώνοντας ότι μόνο με τον Χριστό και την δική του βοήθεια μπορεί ο Χριστιανός να ομολογήσει με παρρησία την ευσέβεια. Πάλι δεν λέγει «ομολογήσω καγώ αυτόν» αλλά «ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς», για να δηλώσει ότι απαιτείται έκτος από την ενέργεια του Θεού και η καλή στάση, καρτερία και προαίρεση του Χριστιανού, δηλαδή η συνεργεία του.
Γι’ αυτό, προκειμένου περί των αρνουμένων τον Χριστό δεν λέγει «εν εμοί»,αλλά «εμέ»· και τούτο διότι ο αρνούμενος τον Θεό αρνείται διότι έμεινε έρημος της βοηθείας Του. Γιατί δε εγκατελείφθηκε και έμεινε έρημος του Θεού; Διότι πρώτος αυτός εγκατέλειψε τον Θεό, αγαπήσας και προτιμήσας τα γήινα και πρόσκαιρα από τα υπεσχημένα αιώνια και ουράνια αγαθά του Θεού. Ούτε πάλι λέγει ο Κύριος «αρνήσομαι καγώ εν αυτώ» αλλά «αυτόν», γιατί τίποτε δεν ευρίσκει μέσα στον αρνητή άνθρωπο που μπορεί να χρησιμοποιήσει υπέρ αυτού.
Επειδή δε και «ο έχων την κατά Θεόν αγάπην, εν τω Θεώ μένει, και ο Θεός εν αυτώ», όπως λέγει ο αγαπημένος από τον Χριστό Θεολόγος, όταν μένει ο Θεός μέσα σ’ αυτόν που τον αγαπά, εύκολα αυτός ως αγαπών αληθινά τον Θεό κάνει την ομολογία. Αλλ’ επειδή και αυτός μένει μέσα στον Θεό, και ο Θεός θα κάνει την υπέρ αυτού ομολογία.
Αυτό λοιπόν το «εν εμοί» και «εν αυτώ» φανερώνει την αδιάσπαστη συνάφεια, ένωση του Θεού προς τους ομολογούντας, από την οποία απομακρύνθηκε ο αρνούμενος.
Την ομολογία αυτή ζητά από τους Χριστιανούς ο Κύριος όχι γιατί Αυτός την έχει ανάγκη, αλλά διότι με αυτήν ο Χριστιανός σώζεται και πνευματικά τελειοποιείται, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος.
Αυτός που ομολογεί τον Χριστό εκφράζει την ειλικρινή αγάπη και πίστη του προς τον Θεό. Αγάπη χωρίς επιφύλαξη, χωρίς κρατούμενα. Αγάπη που τα δίδει όλα, και την ίδια τη ζωή. Η στιγμή της ομολογίας και θυσίας των αγίων Μαρτύρων είναι η στιγμή που η πίστη και η αγάπη τους προς τον Θεό κορυφώνονται. Για να μπορέσει ο Μάρτυρας να φθάσει σ’ αυτό το κορυφαίο και ύψιστο σημείο της πνευματικής του πορείας, πρέπει να έχει ξεπεράσει τον εγωισμό, την αυτάρκεια, την φιλαυτία, την φιλοσαρκία. Πρέπει να είναι γεμάτος ταπείνωση, ελπίδα στον Θεό και τις υποσχέσεις Του, θειο έρωτα.
Γράφει σχετικά ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης: «Πώς δεν είναι πρέπον να ευχαριστή τινάς τον Θεόν βλέ­ποντας υποκάτω εις τον σκληρόν ζυγόν και την αιχμαλωσίαν των νυν κρατούντων τόσους αθλητάς; Οι οποίοι διά να φυλάξουν την ελευθερίαν και ευγένειαν της Χριστιανικής ημών πίστεως, κατεφρόνησαν πλούτον, δόξαν, ηδονάς και κάθε άλλην σωματικήν απόλαυσιν, και παρέδωκαν προθύμως τον εαυτόν τους εις θάνατον; Πώς δεν είναι άξιον να δοξάζη ο καθείς τον Θεόν, βλέποντας τον φόβον της μελλούσης κρίσεως να προχωρήση τόσον εις τούτους τους γενναίους Μάρτυρας; τον πόθον των ουρανίων αγαθών να υπερνικήση εις αυτούς; την πίστιν να στερεωθή τόσον εις την ψυχήν τους; την ελπίδα να αυξηνθή εις την φαντασίαν τους; και το πυρ της θείας αγάπης να ανάψη εις τας καρδίας τους τόσον πολλά; ώστε οπού να τρέχουν οι μακάριοι εις το μαρτύριον, ωσάν τα πρόβατα εις την σφαγήν; Και να λογιάζουν τα βάσανα ως ξεφαντώματα; τας φυλακάς ως παλάτια; τα δεσμά ως χρυσά στολίδια; τας ατιμίας διά τιμάς; τας θλίψεις διά αναπαύσεις; την φλόγα του πυρός ως δροσισμόν και ανάψυξιν; τα μαχαίρια διά παιχνίδια; και τελευταίον, τον σκληρότατον θάνα­τον διά ζωήν αιώνιον;».
Η μαρτυρική ομολογία και ο θάνατος αποδεικνύουν την εν Χριστώ τελειότητα του Μάρτυρα.
Η τελειότητα αυτή άλλοτε είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς πορείας και αγώνος για την αύξηση της πίστεως και της αγάπης προς τον Χριστό. Άλλοτε πάλι είναι το αποτέλεσμα μιας στιγμιαίας μεταστροφής και πλήρους αναθέσεως της ζωής του Μάρτυρα προς τον Θεό. Υπάρχουν πολλοί Μάρτυρες, που σε λίγα λεπτά, παρακινούμενοι από τους ηρωικούς θανάτους άλλων αγίων Μαρτύρων, ομολόγησαν τον Χριστό, ενώ ήσαν ακόμη ειδωλολάτρες και αβάπτιστοι, και υπεβλήθησαν σε βασανιστικούς θανάτους, βαπτισθέντες στο ίδιο τους το αίμα.
Την ομολογία μας ενώπιον των ανθρώπων ζητεί από μας ο Κύριος και ως έκφραση αγάπης προς τον συνάνθρωπό μας. Ο Κύριος έπαθε και για τους σταυρωτές του. Ο Χριστιανός Μάρτυρας ομολογεί και πάσχει, για να βοηθήσει και αυτούς που τον βασανίζουν και θανατώνουν, ώστε να γνωρίσουν τον Σωτήρα Χριστό και έτσι να σωθούν από τον αιώνιο θάνατο· να φύγουν από το σκοτάδι της αγνοίας και να έλθουν στο φως της γνώσεως του Θεού.
Όλοι οι άγιοι Μάρτυρες ομολόγησαν τον Χριστό γεμάτοι από αγάπη προς τον Θεό και προς τους ανθρώπους.
Η αγάπη προς τον Θεό και τους ανθρώπους έδιδε στους αγίους Μάρτυρας την παρρησία και την αφοβία, διότι «η αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α’ Ιωάν. δ’ 17).
Αυτήν την παρρησία βλέπουμε στον γενναίο στρατιώτη του Χριστού Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο και στον μαθητή του Μάρτυρα Νέστορα και σε όλους τους θαυμαστούς και παλαιούς Μάρτυρες.
Η πόλη της Θεσσαλονίκης προσέφερε στον Θεό πολλούς γενναίους Μάρτυρες, όπως τον απόστολο Αρίσταρχο, την αγία Ελικωνίδα, τον άγιο Δομνίνο, την αγία Ανυσία, την αγία Ματρώνα, την μαρτυρική τριάδα Αύκτο, Ταυρίωνα και Θεσσαλονίκη, την αγία Θεοδότη με τις τρεις θυγατέρες της Αγάπη, Ειρήνη και Χιονία, τον Μάρτυρα Αλέξανδρο τον Θεσσαλονικέα, την μαρτυρική δυάδα Θεόδουλο και Αγαθόποδα, και τόσους άλλους.
Όλων αυτών προΐσταται ο Μεγαλομάρτυρας Δημήτριος. Χορός αγίων Θεσσαλονικέων Μαρτύρων με κορυφαίο τον μυροβλύτη Δημήτριο ψάλλει στο Εσφαγμένον Αρνίον «άσμα καινόν εν εκκλησία οσίων, νεανίσκοι και παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων» (Ψαλμ. 148,12 και 149,1).
(Περιοδικό «Ο Όσιος Γρηγόριος» αρ. 11).

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚAΡΝΑΒΑΛΟ - ΚΑΤΗΓΟΡΩ ΤΗΝ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ


τοῦ Μητρ. Γέροντος Χαλκηδόνος Κυροῦ Μελίτωνος Χατζῆ
στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ Ἀθηνῶν, τὴν Κυριακὴ τῆς Τυροφάγου, 8η Ἀπριλίου 1970.


 Ἀδελφοί μου,

Τίποτε δὲν καυτηρίασε ὁ Κύριος τόσο πολύ, ὅσο τὴν ὑποκρισία. Καὶ ὀρθῶς, εἰς αὐτὴν εἶδεν, ὅτι ὑπάρχει πάντοτε ὁ μεγαλύτερος παραπλανητικὸς κίνδυνος, δηλαδὴ τὸ ἑωσφορικὸν ἀγγελοφανὲς φῶς. Εἶναι πράγματι φοβερὴ ἡ δύναμις τῆς ὑποκρισίας. Τόσο γι᾿ αὐτὸν ποὺ τὴ ζῆ καὶ τὴν ἀσκεῖ, ὅσο καὶ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ τὴν ὑφίστανται. Καὶ εἶναι ἐπικίνδυνη ἡ ὑποκρισία, γιατί ἀνταποκρίνεται πρὸς βαθύτατον ψυχολογικὸν αἴτημα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ φανῆ αὐτὸς ποὺ δὲν εἶναι. Ἀκόμη καὶ ἐνώπιον τοῦ ἐαυτοῦ του καὶ ἐνώπιον τοῦ θεοῦ. Καὶ ἔτσι ξεφεύγει ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἁπλότητα καὶ φυσικὰ καὶ ἀπὸ τὴν μετάνοιαν καὶ τὴν σωτηρίαν.

Σὲ λίγες ὧρες ἔξω ἀπὸ αὐτὸν τὸν ναόν, ἔξω ἀπὸ τὴν γαλήνην του, εἰς τοὺς δρόμους αὐτῆς τῆς Πολιτείας, θὰ παρέλαση ὁ Καρνάβαλος. Μὴ τὸν περιφρονήσετε καὶ μὴ τὸν χλευάσετε καὶ μὴ μὲ κατακρίνετε, ποὺ τὸν ἀναφέρω αὐτὴ τὴ στιγμή. Δὲν εἶναι καθόλου ἄσχετος μὲ τὸ μέγιστο πρόβλημα τῆς ὑποκρισίας. Νὰ τὸν προσέξετε ἐφέτος τὸν Καρνάβαλο μὲ σεβασμὸ καὶ βαθὺ στοχασμό. Εἶναι πανάρχαιο τὸ φαινόμενο καὶ εἶναι φαινόμενο βαθύτατου καὶ ἀγχώδους αἰτήματος τῆς ψυχῆς τοῦ ἄνθρωπου, νὰ λυτρωθῆ ἀπὸ τὴν καθημερινή του ὑποκρισία μὲ μίαν ἔκφρασιν ἀνωνύμου, διονυσιακῆς νέας ὑποκρισίας. Εἶναι τραγικὴ μορφὴ ὁ Καρνάβαλος. Ζητεῖ νὰ λυτρωθῆ ἀπὸ τὴν ὑποκρισίαν ὑποκρινόμενος. Ζητεῖ νὰ καταλύσῃ ὅλες τὶς ποικίλες προσωπίδες, ποὺ φορεῖ κάθε μέρα μὲ μία νέα, τὴν πιὸ ἀπίθανη. Ζητεῖ νὰ ἐκκενώσῃ ὅ,τι ὑπάρχει ἀπωθημένο μέσα στὸ ὑποσυνείδητό του καὶ νὰ ἐλευθερωθῇ, ἀλλὰ ἐλευθερία δὲν ὑπάρχει, ἡ τραγωδία τοῦ Καρνάβαλου παραμένει ἄλυτη. Τὸ βαθύτατο αἴτημά του εἶναι νὰ μεταμορφωθῆ. Ἐδῶ, λοιπόν, εἶναι ἡ θέσις τῆς Ἐκκλησίας, κοντὰ στὸν Καρνάβαλο. Σ᾿ αὐτὸν ποὺ ζητεῖ μεταμόρφωση, τὸ κεντρικὸ κήρυγμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Τὴ μεταμόρφωσι. Νὰ μὴ τὸν καταδικάσουμε, λοιπόν, τὸν Καρνάβαλο, ἀλλὰ νὰ σταθοῦμε καὶ κάτω ἀπὸ τὴν προσωπίδα του νὰ ἀκούσωμε τὴν ἀγωνία του, τὴν ἔκκλησί του καὶ τὸ δάκρυ του. Ἐπαναλαμβάνω, τῆς Ὀρθοδοξίας τὸ βαθύτερο κήρυγμα ζητεῖ ὁ Καρνάβαλος, περιφερόμενος εἰς τοὺς δρόμους τῆς Πολιτείας: Τὴ μεταμόρφωσι. Καὶ εἶναι ὁ εἰλικρινέστερος καὶ ἐντιμότερος τῶν ὑποκριτῶν.

Ἴσως θὰ νομίσετε, ὅτι ἀστειεύομαι. Ἀπολύτως ὄχι. Δὲν ὑπάρχει σοβαρώτερο πρόβλημα αὕτη τὴν ὥρα διὰ τὴν Ἐκκλησίαν. Δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ Ἐκκλησία, καὶ μάλιστα ἡ Ὀρθόδοξος, ἡ δική μας Ἐκκλησία, νὰ νοηθῆ ὡς ἄσχετη πρὸς τὴ ζωή, πρὸς τοὺς καιρούς, πρὸς τὴν ἀγωνίαν αὐτῆς τῆς ὥρας, πρὸς τὰ φλέγοντα προβλήματα αὐτῆς τῆς στιγμῆς, ἁπλῶς ὡς πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη καὶ θεωροῦσα τὰ περὶ αὐτήν. Ὡς Ἐκκλησία εἴμεθα ἐμπεπλεγμένοι εἰς τὴν πορείαν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, εἰς τὴν μεγάλην αὐτὴν περιπέτεια, ποὺ ὀνομάζεται Ἱστορία, ἄγουσα εἰς τὴν τελείωσιν τῶν ἐσχάτων. Ὑποκρινόμενοι τὴν χθές, ἀπουσιάζομεν ἀπὸ τὴν σήμερον καὶ ἡ αὔριον ἔρχεται ἄνευ ἡμῶν. Ὁμιλῶν εἰς τὴν 4ην Πανορθόδοξον Διάσκεψιν τῆς Γενεύης, εἶχον εἰπεῖ: «Ἡ χθὲς παρῆλθε πρὸ πολλοῦ, οὔτε κἂν τὴν σήμερον ζῶμεν, μᾶς προέλαβεν ἢ μεθαύριον». Τὸ ἐπαναλαμβάνω αὐτὸ σήμερον ἐντονώτερον. Διότι εἶναι ἡ πέραν τῆς αὐτάρκους ὑποκρισίας ἀλήθεια, ἡ ἁπλή, ἡ εὐκολωτέρα ἀντιμετώπισις τῶν προβλημάτων εἶναι νὰ τὰ χλευάση καὶ νὰ τὰ κατακρίνη κανεὶς καὶ νὰ ἀντιπαρέλθη, ὅπως ὁ Ἱερεὺς καὶ ὁ λευΐτης τῆς Σαμαρειτικῆς παραβολῆς. Ἀλλὰ ἡ πληγὴ εἶναι ἐδῶ καὶ κράζει.

Ποιὸς μπορεῖ ὑπευθύνως νὰ μᾶς πῆ, ὅτι εἶναι ἔξω κάθε ἱστορικῆς, ἐξελικτικῆς πραγματικότητας ὅλα αὐτὰ τὰ συνταρακτικὰ γεγονότα καὶ φαινόμενα τῆς νέας γενεᾶς τῆς ἀνθρωπότητος, ἡ ἔξαλλη μουσική, οἱ ἔξαλλοι χοροί, ἡ ἔξαλλη ἐπένδυσις, ὅλη αὐτὴ ἡ παγκόσμιος ἐπανάστασις τῆς νεολαίας; Άν ὅλοι οἱ μικρόνοες, ὅλοι οἱ ἐθελοτυφλοῦντες, ὅλοι οἱ παρελθοντολόγοι καὶ ἐγκαυχώμενοι διὰ τὴν ἀρετὴν τῆς ἐποχῆς των συνωμοτήσουν, διὰ νὰ κατακρίνουν ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα, ἡ Ἐκκλησία ἔχει χρέος νὰ σταθῆ μὲ θεανδρικὴν κατανόησιν, ἐνανθρωπιζομένη ὅπως ὁ Κύριός της ἐν μέσω ἑνὸς νέου κόσμου, ποὺ ἔρχεται μακρόθεν, καὶ νὰ ἀκούση αὐτὴ τὴν ἀγωνιώδη κραυγήν, ποὺ ἀναπηδᾶ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ θεωρούμενα ἀπὸ μᾶς ἔξαλλα πράγματα. Κάτι ἔχει νὰ μᾶς πῆ μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ φαινόμενα αὐτὸς ὁ κόσμος, ποὺ ἔρχεται νέος εἰς τὸ προσκήνιον τῆς Ἱστορίας.

Τὰ νομιζόμενα ἔξαλλα δι᾿ ἡμᾶς τοὺς παλαιούς, ὅταν λάβωμεν ὑπ᾿ ὄψιν τὸ φοβερὸν γεγονός, ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ἐποχῆς μας εἶναι ἡ τεραστία ἀπόστασις, ποὺ ὑπάρχει στὴ διαδοχὴ τῶν γενεῶν, δηλαδὴ ἡ γενεά, ἡ ὁποία ἔρχεται ἔπειτα ἀπὸ ἐμένα ἔχει ἀπόστασιν τριῶν γενεῶν. Πῶς ἔχομεν τὴν ἀξίωσιν νὰ τὴν κατανοήσωμεν ἡμεῖς αὐτὴν τὴν νέαν γενεάν, ποὺ ἔρχεται, ἐὰν δὲν εἴμεθα Ἐκκλησία Χριστοῦ συνεχῶς ἐνανθρωπίζομενη, συνεχῶς μεταμορφουμένη καὶ συνεχῶς μεταμορφώνουσα; Δὲν θὰ ἐπιζήσωμεν ὡς χριστιανικαὶ ἐπὶ μέρους Ἐκκλησίαι καὶ Ὁμολογίαι τοῦ κύματος αὐτοῦ τῶν ἐπερχομένων, ἐὰν δὲν ἑνωθῶμεν ὅλοι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Εἶναι πλέον ἡ ὥρα νὰ λυτρωθῶμεν ἐκ τῆς ἀντιπατερικῆς Ἰδέας, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μόνον μέχρις ἑνὸς ὁρισμένου σημείου τῆς Ἱστορίας ἦτο δυνατὸν νὰ ἑρμηνεύση τὴν θείαν Ἀποκάλυψιν. Πρέπει, ἐπὶ πλέον τοῦ πατερικοῦ πνεύματος, νὰ ἀναλάβωμεν ὡς Ἐκκλησία τὴν θείαν ὑπευθυνότητα καὶ τόλμην καὶ γενναιότητα τῶν Πατέρων καὶ νὰ θεολογήσωμεν τὸν Χριστόν, τὸ Εὐαγγέλιον καὶ τὴν Ἐκκλησίαν. Ὄχι μὲ νομοκρατικὴν φαρμακίδειον, φερ᾿εἰπεῖν, σωματειακὴν ἀντίληψιν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ, ζῶντος ἐν τὴ ἀναστάσει.

 Ἀδελφοί μου,
Τώρα εἰσερχόμεθα εἰς τὴν Ἁγίαν Τεσσαρακοστὴν καὶ στὸ βάθος μᾶς ἀναμένει τὸ δράμα, τὸ θαῦμα καὶ τὸ βίωμα τῆς Ἀναστάσεως, τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν βίωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἂς πορευθῶμεν πρὸς αὐτὸ τὸ ὅραμα καὶ βίωμα, ὄχι ἀσυγχώρητοι, ὄχι μὴ συγχωρήσαντες, ὄχι ἐν νηστείᾳ ἁπλῶς κρέατος καὶ ἐλαίου, ὄχι ἐν ὑποκρισίᾳ, ἀλλὰ ἐν θείᾳ ἐλευθερίᾳ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ. Ἐν τῷ πνεύματι τῆς ἀληθείας, ἐν τῇ ἀληθείᾳ τοῦ πνεύματος.

 Καλή Σαρακοστή!

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012


+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ - ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ ΤΩ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΧΑΡΙΣ ΕΙΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,
ΠΑΡ’ HΜΩΝ ΔΕ ΕΥΧΗ, ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ

«Περιχαρώς δεξώμεθα πιστοί, το θεόπνευστον διάγγελμα της νηστείας».
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί και τέκνα εν Κυρίω,
Κατά τον τελευταίον καιρόν παρατηρείται μία έξαρσις ανησυχιών. Πολλά προβλήματα αναφύονται. Ο κόσμος υποφέρει και ζητεί βοήθειαν. Διερχόμεθα πράγματι μίαν γενικωτέραν δοκιμασίαν. Άλλοι την ονομάζουν ύφεσιν οικονομικήν, άλλοι κρίσιν πολιτικήν. Δι ἡμᾶς είναι εκτροπή πνευματική. Και υπάρχει θεραπεία. Πολλαί λύσεις δίδονται και απόψεις ακούγονται. Αλλά τα προβλήματα παραμένουν. Ο άνθρωπος αισθάνεται εγκαταλελειμμένος και μόνος. Αγνοείται η βαθυτέρα φύσις του. Παραμένει εις την κατήφειαν της ασαφείας και της απογνώσεως.
Αι προτεινόμεναι λύσεις, οποιανδήποτε κατεύθυνσιν η έκβασιν και αν έχουν, δεν λυτρώνουν τον άνθρωπον, διότι εκ προοιμίου τον αφήνουν δέσμιον της φθοράς και του θανάτου. Η Εκκλησία είναι ο Θεάνθρωπος Κύριος, ο ελευθερωτής των ψυχών ημών. Εισερχόμενος ο άνθρωπος εις τον χώρον της Εκκλησίας εισέρχεται εις το κλίμα της θείας παρακλήσεως, της συμφιλιώσεως του ουρανού και της γης. Έρχεται εις τα ίδια. Ηρεμεί το πνεύμα του. Ευρίσκει εν ουράνιον κάλλος και μίαν ωριμότητα πνευματικήν «ευωδίας ενθέου πληρούσαν πέρατα κόσμου».Η Εκκλησία γνωρίζει όλα όσα υποφέρομεν. Και έχει την δύναμιν να μας ελευθερώση. Μας καλεί εις μετάνοιαν. Δεν ωραιοποιεί το ψεύδος ούτε αποκρύπτει τα δεινά. Λέγει όλην την αλήθειαν. Και προτρέπει τον άνθρωπον να αντικρύση την πραγματικότητα ως έχει. Να συνειδητοποιήσωμεν ότι είμεθα γη και σποδός.
Εις τον Μέγαν Κανόνα του Αγίου Ανδρέου γίνεται λόγος δια τα δάκρυα της μετανοίας και τον κλαυθμόν του πένθους, τον πόνον των τραυμάτων. Αλλά ακολουθεί η ανάπαυσις της ψυχής και η υγεία του πνεύματος. Υπάρχει ο Πλάστης και Σωτήρ ημών. Εκείνος δια το πλήθος του ελέους Του μας ετοποθέτησεν εις το μεθόριον της αφθαρσίας και της θνητότητος. Δεν μας εγκατέλειψεν. Ήλθε και μας έσωσε. Κατέλυσε τω Σταυρώ Του τον θάνατον. Εχαρίσατο ημίν την αφθαρσίαν της σαρκός.
Εφ ὅσον είμεθα σύμφυτοι του Χριστού, διατί ταρασσόμεθα ματαίως; Διατί δεν προστρέχομεν εις Αυτόν; Η Εκκλησία δεν σχολιάζει την φθοράν ούτε μας εγκαταλείπει εις αυτήν. Γνωρίζει τας βαθυτέρας εφέσεις του ανθρώπου και έρχεται ως αρωγός και λυτρωτής ημών. Έχομεν ανάγκην της τροφής. Αλλ «ουκ επ ἄρτῳ μόνω ζήσεται άνθρωπος» (Ματθ. δ 4). Εχομεν ανάγκην της πνευματικής κατανοήσεως, αλλά δεν είμεθα ασώματοι. Εις την Εκκλησίαν ευρίσκομεν το πλήρωμα της ζωής και της κατανοήσεως ως θεανθρωπίνην ισορροπίαν. Μακράν του Θεού ο άνθρωπος εξαχρειούται και διαφθείρεται. Εκεί όπου αφθονούν τα υλικά αγαθά και θεοποιείται η σπατάλη, ευδοκιμούν οι πειρασμοί των σκανδάλων και η σύγχυσις της σκοτώσεως.
Εκεί όπου με δέος ζη ο άνθρωπος και δέχεται τα πάντα με ευχαριστίαν και ευγνωμοσύνην, όλα αγιάζονται. Το ολίγον ευλογείται ως αρκετόν, και το φθαρτόν ενδύεται την αίγλην της αφθαρσίας. Απολαμβάνει ο άνθρωπος το πρόσκαιρον ως δώρον Θεού. Και τρέφεται με τον αρραβώνα της μελλούσης ζωής από σήμερον. Όχι μόνον λύνονται τα προβλήματα, αλλά και οι πόνοι των δοκιμασιών μεταβάλλονται εις δύναμιν ζωής και αφορμήν δοξολογίας. Όταν αυτό συμβή εντός ημών∙ όταν ο άνθρωπος ευρίσκη την προσωπικήν του ανάπαυσιν και σωτηρίαν δια της παρακαταθέσεως των πάντων Χριστώ τω Θεώ, τότε φωτίζεται ο νους του. Γνωρίζει τον εαυτόν του και τον κόσμον όλον. Έχει εμπιστοσύνην εις την αγάπην του Δυνατού. Αυτό το γεγονός τον ίδιον τον πιστόν στηρίζει. Και μεταδίδεται δι ἀοράτου ακτινοβολίας ως ενίσχυσις προς όλους τους πεινώντας και διψώντας την αλήθειαν.
Ο κόσμος όλος έχει ανάγκην της σωτηρίας από τον Δημιουργόν και Πλάστην του. Ο κόσμος όλος έχει ανάγκην από την παρουσίαν της πίστεως και την κοινωνίαν των Αγίων. Ας ευχαριστήσωμεν τον Κύριον και Θεόν ημών δι ὅλας τας ευεργεσίας Του, και δια την παρούσαν περίοδον της Αγίας Τεσσαρακοστής.
Ιδού καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού καιρός μετανοίας.
Είθε να διαπλεύσωμεν το της Νηστείας πέλαγος δια συντριβής και εξομολογήσεως, ώστε να φθάσωμεν εις την άληκτον χαράν της Αναστάσεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, εις τον Οποίον πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή ,βιβ´
+ Ο Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος προς Θεόν ευχέτης πάντων υμών

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

Η μεγάλη και επιφανής ημέρα του Κυρίου



(Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ)
kord38«Λέγει ο μαρτυρών ταύτα· Ναι έρχομαι ταχύ. Αμήν, ναι έρχου Κύριε Ιησού. Και το Πνεύμα και η Νύμφη λέγουσιν· έρχου. Και ο ακούων ειπάτω· έρχου. Έρχομαι ταχύ· κράτει ό έχεις, ίνα μηδείς λάβῃ τον στέφανόν σου» (Αποκ. κβ' 20, 17 και γ' 11).
Τα γεμάτα από την έντονη και ενθουσιαστική εσχατολογική προσδοκία λόγια του προοιμίου του παρόντος ασφαλώς εφλόγιζαν τις καρδιές των Αποστόλων κατά ένα ξεχωριστό και μοναδικό τρόπο. Ήσαν οι αυτόπτες του Λόγου. Είχαν το ευλογημένο προνόμιο να δουν και να συναναστραφούν τον ενανθρωπήσαντα Υιό του Θεού. Αθύμησαν όταν χωρίστηκαν κι Εκείνος ανέβη «όπου ην το πρότερον». Έκτοτε ζούσαν με ένα πόθο. Να Τον δούν να έρχεται ένδοξος, θριαμβευτής, νικητής, βασιλεύς αιώνιος, «εν πάσῃ τη δόξη και τη δυνάμει αυτού». Με την ίδια προσδοκία έζησαν και ζουν όλοι οι άγιοι, πότε ο Θεός θα φανερωθεί για να γεμίσει τα σύμπαντα ευδοκίας και χαράς, για να τους συμπαραλάβει στη δόξα Του, για να ζήσουν αιώνια με τον ερασμιώτατο Νυμφίο της ψυχής τους, για να ατενίσουν την Θεία δόξα και μεγαλοπρέπεια, για να δουν καθαρώτατα του προσώπου Του το κάλλος, για να ακούσουν την ευκταία και μακαρία φωνή Του να τους λέγει: «εισέλθετε εις την χαρά του Κυρίου σας». «Ελατε οι ευλογημένοι του Πατέρα να κληρονομήσετε την ετοιμασμένη για σας βασιλεία».
Αυτή την μακαρία ελπίδα της θείας επιφανείας που υπάρχει μέσα στις ψυχές των πιστών ανθρώπων στηρίζει και επιβεβαιώνει η αγία Εκκλησία μας καθώς επαναλαμβάνει την διδασκαλία του Κυρίου μας Ιησού Χριστου για την Δευτέρα και ένδοξη Παρουσία και επανεμφάνιση Του ενώπιον πάντων των Αγγέλων, ανθρώπων και δαιμόνων, την σημερινή Κυριακή της Αποκρέω. Αυτής της διδασκαλίας θα επισημαίνουμε ωρισμένα στοιχεία προς κοινήν ωφέλειαν και οικοδομήν όλων, αλλά και προς παρηγορίαν και πνευματικήν ευφροσύνην.

1. Δεν θα ήτο περιττό να επαναλάβουμε, ότι είμαστε βέβαιοι, πως ο Ιησούς Χριστός θα εμφανισθεί διά δευτέραν φοράν. Αυτό αποτελεί θεμελιώδη διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Γι᾽ αυτή μας μίλησε ο Ίδιος ο Ιησούς Χριστός, οι Αγγελοι κατά την ώραν της Αναλήψεώς Του στούς ουρανούς, και οι Απόστολοι και θείοι Μαθητές Του. Η μαρτυρία όλων δεν αφήνει σε κάθε καλοπροαίρετο και με αγαθή συνείδηση άνθρωπο περιθώρια αμφιβολιών και αντιρρήσεων. Μάλιστα δε και οι Προφήτες της Παλαιός Διαθήκης προλέγουν περί αυτής. Ο προφήτης Ιωήλ ονομάζει την ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου μας Ιησού Χριστου «ημέρα μεγάλη και επιφανή». Ομοίως και οι προφήτες Σοφονίας και Μαλαχίας.
Γνωρίζουμε ακόμη, ότι η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας θα είναι πολύ διαφορετική από την πρώτη. Στην πρώτη ήλθε με δούλου μορφή· στην δεύτερη θα έλθει ως Θεός των πάντων. Ήλθε ταπεινός, θα επανέλθει ένδοξος και κραταιός. Ήλθε για να σώσει τον άνθρωπον, θα επανέλθει για να κρίνει τον κόσμον. Ήλθε σωτήρας και λυτρωτής και ευεργέτης, θα έλθει Κριτής απαραλόγιστος, Βασιλεύς αιώνιος, αδιαμφισβήτητος, κραταιός Κύριος και Δεσπότης. Ήλθε κρύπτων την Θείαν δόξαν και μεγαλοπρέπειάν Του, θα επανέλθει με απαστράπτουσα την δόξαν της θεϊκής μορφής Του.
Το πότε θα επιστρέψει γνωρίζει μόνον Εκείνος. Ωστόσον οι θεοφόροι Πατέρες μας πιστεύουν, ότι επειδή η δημιουργία του κόσμου άρχισε ημέρα Κυριακή, ο Ιησούς Χριστός αναστήθηκε ημέρα Κυριακή, το Πνεύμα το Άγιο κατέβη κατά την Πεντηκοστή και ήταν ημέρα Κυριακή, η Αποκάλυψις στον Ευαγγελιστή Ιωάννη εγένετο ημέρα Κυριακή και την ώρα της Θείας Λειτουργίας, ότι και η Δευτέρα Παρουσία του Ιησού Χριστού θα γίνει ημέρα Κυριακή και σε ώρα της θείας Λειτουργίας, όταν οι πιστοί θα είναι συγκεντρωμένοι στο όνομά Του. Τοτε θα έλθει να τους παραλάβει μαζί Του στην αιώνια δόξα και ευφροσύνη.

2. Αυτή θα είναι η επισημότερη ημέρα για τον Θεό και για τους Αγγέλους, τους ανθρώπους και τους δαίμονες. Όταν ο Θεός θα φανερωθεί και πάντες θα Τον ιδούν πρόσωπον προς πρόσωπον. Αυτή θα είναι η εσχάτη Θεοφάνεια. Το γεγονός όμως αυτό, το μεγαλειώδες και συγκλονιστικό, θα συνοδεύεται από πλήθος άλλων επί μέρους γεγονότων, που θα προκαλούν θαυμασμό, έκπληξι, έκρηξι ανειπώτου και ανεκλαλήτου χαράς ή λύπης, ασύλληπτη ευτυχία ή δυστυχία. Και οι μεν δίκαιοι θα μακαρίζουν τους εαυτούς των που έζησαν με πίστι και ευσέβεια και είδαν τον Θεόν «καθώς εστί». Οι δε πονηροί θα συστρέφονται λυπούμενοι, ότι δεν αξιώθηκαν να γευθούν την χρηστότητα του Κυρίου και να γίνουν μέτοχοι των αιωνίων αγαθών.
Η εσχάτη αυτή Θεοφάνεια θα κρίνει τους ανθρώπους. Κι όσοι θα έχουν λάβει από την ζωή αυτή το Άγιο Πνεύμα και θα έχουν ενδυθεί τον Ιησού Χριστό θα έχουν παρρησία και θα εισέλθουν έτοιμοι στην «χαρά του Κυρίου». Όσοι όμως εραθύμησαν στην ζωή τους και δεν εφρόντισαν να αποκτήσουν δικαίωμα εισόδου εις την θείαν πανήγυριν θα αποκλεισθούν, επειδή ο Θεός ως καθαρός και άγιος δεν κοινωνεί με πονηρούς και ακαθάρτους.
Γι᾽ αυτό κι ο Κύριος μας ετονισε ή μας υπέδειξε με ποιές προϋποθέσεις θα αξιωθούμε να απολαύσουμε το μέγα εκείνο θέαμα και γεγονός της ημέρας εκείνης της φοβεράς. Με την τήρησι των δύο εντολών: «Να αγαπάς τον Κύριον τον Θεόν σου μ᾽ όλη την καρδιά σου, μ᾽ όλη την ψυχή σου, μ᾽ όλο το νου σου και μ᾽ όλη την δύναμή σου. Να αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». Όταν αγαπάμε τον Θεό σημαίνει, ότι Τον σεβόμαστε, Τον εμπιστευόμαστε, τον αναζητάμε και θέλουμε να είμαστε κοντά Του, τηρούμε τις εντολές Του, αποδεχόμαστε την διδασκαλία Του, πράττουμε κατά το άγιο θέλημά Του, Τον ευχαριστούμε για τις δωρεές Του και Τον λατρεύουμε σ᾽ ολόκληρη την ζωή μας. Όταν αγαπάμε τον πλησίον μας όπως τον εαυτό μας, τότε μοιραζόμαστε τα πάντα στη ζωή αυτή με τους άλλους. Αυτό μας εδίδαξε σήμερα ο Κύριός μας. Όπως Εκείνος μοιράσθηκε την δόξα Του με μας, ζητεί κι από μας να μοιραζόμαστε με τους αδελφούς μας την ζωή μας, τον χρόνο μας, τα χρήματά μας, τα αγαθά μας, τις ικανότητές μας, τα πάντα. Τότε θα Του μοιάζουμε και θα έχουμε θέσι στην βασιλεία Του.

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου
     Ὁ Ἅγιος Λέων ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Κατάνης

Ὁ      Ἅγιος Λέων γεννήθηκε στὴ Ραβέννα τῆς Ἰταλίας ἀπὸ γονεῖς      εὐλαβεῖς καὶ εὐγενεῖς. Ἀφοῦ σπούδασε, χειροτονήθηκε      πρεσβύτερος στὴ Ραβέννα καὶ ἀργότερα ἐξελέγη γιὰ τὴν      καθαρότητα καὶ πνευματικότητα τοῦ βίου αὐτοῦ Ἐπίσκοπος      Κατάνης τῆς Σικαλίας. Ἔγινε προστάτης τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν      χηρῶν, δίδασκε καὶ νουθετοῦσε τὸ ποίμνιό του καὶ ἔκτισε τὸ      ναὸ τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Λουκίας († 13 Δεκεμβρίου). Ὁ Ἅγιος      διακρίθηκε, ἐπίσης, γιὰ τοὺς ἀγῶνες του κατὰ τῶν αἱρετικῶν,      τοὺς ὁποίους νίκησε καὶ ντρόπιασε ὄχι μόνο μὲ λόγια ἀλλὰ καὶ      μὲ κείμενα.
Ὁ Ἄγιος Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.      Καὶ τὸν μάγο Ἡλιόδωρο ποὺ εἶχε πλανέψει πολλοὺς μὲ μαγεῖες,      μετὰ ἀπὸ προσευχὴ τὸν κατέκαψε μὲ τὴ φωτιά, ἐπειδὴ καυχιόταν      ὅτι μποροῦσε νὰ κάνει τὰ πάντα καὶ ὅτι δὲν φοβόταν τὴ φωτιά.      Βλέποντας οἱ πιστοὶ τὸ θαῦμα αὐτὸ καταπλάγηκαν. Ἀμέσως τὸ      περιστατικὸ αὐτὸ διαδόθηκε στὴ Βασιλεύουσα. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ      ὁ Ἅγιος προσκλήθηκε ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς Λέοντα Δ’ (775 – 780      μ.Χ.) καὶ Κωνσταντῖνο ΣΤ’ (780 – 798 μ.Χ.) στὴν      Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀξιώθηκε πολλῶν τιμῶν.
Ὁ Ἅγιος Λέων κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 785 μ.Χ. καὶ τὸ σεπτὸ      λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Λουκίας.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἱερέων ἀκρότης εὐσέβειας διδάσκαλος, καὶ θαυματουργὸς      ἀνεδείχθης, Ἱεράρχα πανόλβιε· ἠθῶν γὰρ οὐρανίων τῷ φωτί, τοῦ      Πνεύματος πλουτήσας τὴν ἰσχύν, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας καὶ      τὰς ψυχὰς, Λέον τῶν προσιόντων σοι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι      Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ,      πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τὸν ἀπὸ βρέφους Κυρίῳ ἀνατεθέντα, καὶ ἐκ σπαργάνων τὴν χάριν      ἀνειληφότα, πάντες τοῖς ᾄσμασι στεφανώσωμεν, Λέοντα τὸν      φωστῆρα τῆς Ἐκκλησίας καὶ πρόμαχον· αὐτῆς γὰρ ὑπάρχει τὸ      στήριγμα.
Μεγαλυνάριον.
Ἔφριξαν ἰδόντες σε ἐν φλογί, ἱστάμενον Πάτερ, ὡς ἐν κήπῳ      ἀειθαλεῖ, τὸν δὲ μάγον ὥσπερ, κηρὸν διαλυθέντα, οἱ εὐσεβεῖς      ὦ Λέον, Θεὸν δοξάζοντες.

*

Ὁ Ἅγιος Κορνήλιος ὁ Ἱερομάρτυρας ἐκ Ρωσίας

Ὁ      Ἅγιος Ἱερομάρτυς Κορνήλιος γεννήθηκε τὸ ἔτος 1501 στὴ Ρωσία      ἀπὸ εὔπορη καὶ εὐγενὴ οἰκογένεια. Ἔλαβε τὴν ἐκπαίδευσή του      κοντὰ σὲ ἕνα γέροντα μοναχὸ στὴ μονὴ Μιρὸζ τοῦ Πσκώφ, στὴν      ὁποία τὸν ἀπέστειλαν οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του.
Μετὰ τὸ πέρας τῶν σπουδῶν του ἀποφάσισε νὰ ἀκολουθήσει τὴν      ὁδὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ νὰ γίνει μοναχός. Τὴν      ἀπόφασή του αὐτὴ πραγματοποίησε, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅταν      ἐπισκέφθηκε τὴν Μονὴ τῶν Σπηλαίων τοῦ Πσκὼφ καὶ      ἐντυπωσιάσθηκε ἀπὸ τὴν κατανυκτικότητα τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν      καὶ τὸ κάλλος τῆς φύσεως.
Σὲ ἡλικία 28 ἐτῶν ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς μονῆς καὶ μερίμνησε      γιὰ τὴν κατὰ Θεὸ προκοπὴ καὶ αὔξηση αὐτῆς. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν      του ὁ ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν αὐξήθηκε ἀπὸ δεκαπέντε σὲ      διακόσιους.
Παράλληλα ὁ Ὅσιος φρόντισε γιὰ τὴν ἀνακαίνιση τῆς μονῆς καὶ      τὴν ἀνέγερση ναῶν ἐντὸς αὐτῆς καὶ καλλιέργησε τὸ      φιλανθρωπικὸ ἔργο τῆς μονῆς στοὺς λαοὺς τῶν Αἰστιῶν καὶ τῶν      Σαετίων, ποὺ ζοῦσαν στὴν περιοχή. Διάδωσε τὴν Ὀρθοδοξία,      ἔκτισε ναούς, πανδοχεῖα, ὀρφανοτροφεῖα καὶ οἰκοτροφεῖα γιὰ      τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς πτωχούς. Κατὰ τὴν διάρκεια φοβεροῦ      λοιμοῦ στὴν περιοχὴ τοῦ Πσκὼφ ὁ Ὅσιος Κορνήλιος, μιμούμενος      τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Ἐλεήμονα, συμπαραστεκόταν στοὺς ἀσθενεῖς      φροντίζοντάς τους, τοὺς κοινωνοῦσε καὶ ἔψαλλε τὴν ἐξόδιο      Ἀκολουθία σὲ ἐκείνους ποὺ ἀπέθνῃσκαν. Κατέγραφε μάλιστα τὰ      ὀνόματα τὸν κεκοιμημένων σὲ ἕνα βιβλίο, ποὺ τὸ ἀποκαλοῦσε      «πρυμναία βίβλο» ἀπὸ τὸν συμβολισμὸ τῆς πρύμνης τοῦ πλοίου,      καὶ τὰ μνημόνευε στὶς προσευχές του, ἀφοῦ τὸ βιβλίο αὐτὸ γιὰ      τὸν Ὅσιο σήμαινε τὴ μνήμη τῶν κεκοιμημένων.
Κατὰ τὸν Λιβονικὸ πόλεμο ὁ Ὅσιος κήρυττε τὸν Χριστιανισμὸ      στὶς κατεχόμενες πόλεις, ἀνήγειρε ναοὺς καὶ βοηθοῦσε      γενναιόδωρα τοὺς Αἰστίους καὶ Λιβονούς, οἱ ὁποῖοι      χειμάζονταν ἀπὸ τὸν πόλεμο. Μέσα στὴ μονὴ περιποιόταν μὲ      αὐταπάρνηση τοὺς τραυματίες καὶ ἀκρωτηριασμένους, ἐνταφίαζε      τοὺς νεκροὺς στὰ σπήλαια καὶ χάραζε τὰ ὀνόματά τους στὸ      Συνοδικὸ τῆς μονῆς ὑπὲρ τῆς αἰωνίας μνήμης αὐτῶν.
Ἀκόμη καὶ στὶς πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις ὁ Ὅσιος δὲν δίστασε νὰ      συμπαρασταθεῖ στοὺς πολεμιστές. Τὸ ἔτος 1570, εὐλόγησε τὰ      Ρώσικα στρατεύματα ποὺ πολιορκοῦσαν τὴν πόλη τοῦ Θελὶν καὶ      τὴν ἴδια μέρα οἱ πολιορκημένοι Γερμανοὶ παρέδωσαν πράγματι      οἰκιοθελῶς τὴν πόλη.
Ἐπιπλέον, σὲ καιρὸ εἰρήνης, ὁ Ὅσιος Κορνήλιος ἀσχολήθηκε μὲ      τὴν συγγραφὴ καὶ τὴ συλλογὴ βιβλίων γιὰ τὴν βιβλιοθήκη τῆς      μονῆς.
Ἡ μονὴ τῶν Σπηλαίων ἀναδείχθηκε φάρος τῆς Ὀρθοδοξίας γιὰ τὸ      Ρωσικὸ λαὸ καὶ προμαχώνας ἐναντίων τῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν τῆς      Ρωσίας. Ὅμως ὁ Ὅσιος ἔπεσε θύμα τῶν ἐσωτερικῶν ταραχῶν ποὺ      ξέσπασαν στὴ χώρα καὶ ἀποκεφαλίσθηκε ἀπὸ τὸν τσάρο Ἰβὰν τὸν      Τρομερὸ τὸ ἔτος 1570, σὲ ἡλικία 69 ἐτῶν, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ      τὸ Χρονικὸ ποὺ συνέταξε ὁ ἱεροδιάκονος Πιτιρίμ.
Ὁ τσάρος ἀμέσως ἀναγνώρισε ὅτι ὁ Ὅσιος ἔπεσε θύμα διαβολῆς      καὶ συκοφαντιῶν καὶ ἀφοῦ μετανόησε μετέφερε ὁ ἴδιος τὸ ἱερὸ      λείψανο τοῦ Ὁσίου Κορνηλίου στὴ μονή. Ὁ δρόμος τὸν ὁποῖο      διήνυσε ὁ τσάρος φέροντας στὰ χέρια του τὸ ματωμένο λείψανο      τοῦ Ὁσίου ὀνομάσθηκε «ὁδὸς τοῦ αἵματος». Τὸ ἱερὸ σκήνωμα      ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων, ὅπου καὶ παρέμεινε      ἄφθορο ἐπὶ 120 χρόνια. Τὸ ἔτος 1690 ἀνεκομίσθη ἀπὸ τὸν      Μητροπολίτη Πσκὼφ καὶ Ἰζμπὸρκ Μάρκελλο στὸν καθεδρικὸ ναὸ      τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Νέα ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων      ἔγινε κατὰ τὰ ἔτη 1872 καὶ 1892, ὁπότε καὶ τὰ ἐναπέθεσαν      ἐντὸς νέων θηκῶν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

Αγάπη ναι, αλλά ποιά αγάπη;

Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός

 
«ἐφ' ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κε' 40).


1. Η σημερινή ευαγγελική περικοπή έρχεται να μας υπενθυμίσει μια μεγάλη αλήθεια. Την περασμένη

Κυριακή μίλησε το ιερό Ευαγγέλιο για την αγαθότη τα του Θεού- Πατέρα, που περιμένει το πλάσμα του να επιστρέψει. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας κάμει να ξεχάσουμε και την δικαιοσύνη Του. Ο Θεός δεν είναι μονάχα στοργικός Πατέρας. Είναι και δίκαιος Κριτής. «Οὔτε ὁ ἔλεος αὐτοῦ ἄκριτος, οὔτε ἡ κρίσης ἀνελεήμων» λέγει ο Μ. Βασίλειος. Θα κρίνει τον Κόσμο, μας λέγει το Ευαγγέλιο, και μάλιστα όχι αυθαίρετα, αλλά σύμφωνα με τα έργα μας. Μας φέρνει, λοιπόν, η σημερινή περικοπή ενώπιον του γεγονότος της κρίσε ως. Και λέμε «γεγονότος», γιατί η παγκόσμια κρίση αποτελεί για την πίστη μας εσχατολογική βεβαιότητα και πραγματικότητα, που ομολογείται σ' αυτό το Σύμ βολο μας ως εκκλησιαστική πίστη: «Και πάλιν ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς...».



Καλούμεθα, λοιπόν, σήμερα να συνειδητοποιή σουμε τρία πράγματα. Πρώτον, ότι Κριτής μας θα είναι ο Ι. Χριστός, ως Θεός. Σωτήρ ο Χριστός αλλά και Κριτής. Αν την πρώτη φορά ήλθε ταπεινός στη γη, «ἵνα σώσῃ τόν κόσμον», τώρα θα έλθει «ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ», ίνα κρίνη τον κόσμον. Αυτός που έγινε για μας «κατάρα» πάνω στον Σταυρό, έχει κάθε δικαίωμα να μας κρίνει, αν αφήσαμε να μείνει μέσα μας και στην κοινωνία μας ανενέργητη η θυσία Του. Δεύτε ρον θα κρίνει όχι μόνο τούς Χριστιανούς, ούτε μόνο τούς εθνικούς, όπως πίστευαν οι Εβραίοι για την κρί ση του Θεού. Θα κρίνει όλους τούς ανθρώπους, χρι στιανούς και μη, πιστούς και απίστους. Τρίτον βάση της κρίσεως, το κριτήριο, θα είναι η αγάπη. Η στάση μας δηλαδή απέναντι στους συνανθρώπους μας.Καθο λική - παγκόσμια η κρίση, καθολικό - παγκόσμιο και το κριτήριο. Ο παγκόσμιος νόμος της ανθρωπιάς, στον όποιο συναντώνται όλοι, χριστιανοί και μη. Και όσοι εγνώρισαν τον Χριστό και όσοι δεν μπόρεσαν να τον γνωρίσουν και γι' αυτό έμειναν μακριά από το Ευαγγέλιό Του. Στο νόμο αυτό, δεν υπάρχει χώρος για προφάσεις και δικαιολογίες. Η πείνα, η δίψα, η γύ μνια, η αρρώστια, η φυλακή βοούν, δεν μπορούν να μείνουν κρυφά, για να έχει το δικαίωμα να ισχυρισθεί κάποιος πώς δεν τα πρόσεξε... Δεν μπορεί να τ' αγνοή σει κανείς, χωρίς προηγουμένως να παύσει να έχει συναισθήματα ανθρώπου, αν δεν έχει τελείως «αχρειώσει», εξαθλιώσει, την εικόνα του Θεού μέσα του.

2. Το συγκλονιστικό μεγαλείο και την φρικτότητα της ώρας της Κρίσεως ζωγραφίζουν με υπέροχα χρώ ματα οι ύμνοι της ημέρας. «Ὦ, ποία ὥρα τότε! ὅταν... τίθωνται θρόνοι καί βίβλοι ἀνοίγωνται, καί πράξεις ἐ λέγχωνται καί τά κρυπτά τοῦ σκότους δημοσιεύον ται»! Είναι φρικτή και η απλή σκέψη της ώρας της κρίσεως, γιατί όχι μόνο υπενθυμίζει την ανετοιμότητά μας να εμφανισθούμε μπροστά στο βήμα του φοβερού Κριτού, αλλά και διότι αποκαλύπτει την τραγικότητα της ζωής μας, την οποία δαπανάμε μέσα σε έργα μα­ταιότητος, που δεν αντέχουν στο φως της αιωνιότητος. Δεν δικαιούμεθα ενώπιον του κριτού μας για όσα ο κόσμος θεωρεί μεγάλα και σπουδαία: γνώσεις, θέ σεις, τίτλους, αξιώματα, πλούτο, δόξα. Αυτά όλα είναι δυνατό μάλιστα να οδηγήσουν στην καταδίκη μας.

Κρινόμεθα βάσει της έμπρακτης εφαρμογής της αγά πης μας. Όχι ως άτομα δηλαδή, αλλά ως μέλη της αν θρώπινης κοινωνίας. Ο θεός δεν έπλασε άτομα, αυτό νομα και ανεξάρτητα. Μάς έπλασε, για να γίνουμε πρόσωπα και κοινωνία προσώπων. Και οι μεγαλύτε ρες αρετές, αν μείνουν απλώς ατομικές, είναι μετοχές χωρίς αντίκρυσμα ενώπιον του Μεγάλου Κριτού. Για τί δεν βρήκαν την πραγμάτωση τους μέσα στην αν­θρώπινη κοινωνία. Δεν καταξιώθηκαν σε διακονίες. Έτσι λ.χ. η γνώση είναι θεία ευλογία,όταν όμως θηρεύεται για χάρη του συνανθρώπου, για την διακονία του πλησίον. Το ίδιο και η εγκράτεια και η ευλάβεια, και η νηστεία και σύνολη η άσκησή μας. Αν όλα αυ τά γίνονται για μια ατομική δικαίωση και όχι ως δια κονία των αδελφών, των πλησίον, μας ελέγχει η φωνή του Θεού: «Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν» (Ματ. θ΄ 13)! Αγάπη θέλω και όχι την θρησκευτικότητα, που αποβλέπει στην αυτοέξαρση και την αυτοπροβολή. Πού βλέπει τον τύπο ως πεμπτουσία της ευσέβειας.

3. Ο κόσμος έχει μάθει να εξαγοράζει τα πάντα, ακόμη και τις συνειδήσεις. Στο χώρο όμως της πίστε ως δεν ισχύει ο νόμος αυτός. Η ατομική ευσέβεια δεν μπορεί να εξασφαλίσει θέση στην βασιλεία του Θεού, αν δεν γίνει πρώτα εκκλησιαστική, αν δεν συνοδεύε ται δηλαδή από τα έργα της αγάπης. Ο στίβος του χριστιανού είναι και η κοινωνία και όχι μόνο το «ταμιείον». Εις το ταμιείον του καταφεύγει ο Χριστια νός για τον πνευματικό του ανεφοδιασμό. Ποτέ όμως δεν εξαντλείται η πολιτεία του στο στενό χώρο της α τομικότητας του. Αν η πνευματικότητα μας είναι ορ θή, θα οδηγεί σε ανιδιοτελή αγάπη. Ας το ακούσουμε μια για πάντα: Το επιχείρημα των γλυκανάλατων χρι­στιανών της ανευθυνότητος και του «λάθε βιώσας» δεν έχει καμμιά δύναμη: «Κύτταξε την ψυχή σου» δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο από δειλία και υποχώ ρηση, αν δεν συνοδεύεται και από το στίβο: «Πάλευσε για να φτιάξεις τη χριστιανική σου κοινωνία». Διαφορετικά είμασθε κατά λάθος ανάμεσα σε χριστια νούς. Η θέση μας είναι κάπου στην Άπω Ανατολή, στη νέκρωση του νιρβάνα.

4. Αισθάνομαι όμως την ανάγκη να προλάβω στο σημείο αυτό μια απορία. Αν κρινόμασθε βάσει της έμπρακτης αγάπης μας, τότε που πηγαίνει η πίστη; Ποια σημασία έχει ο υπέρ της πίστεως και της καθαρότητος του δόγματος αγώνας; Αν δεν έχει διαστά σεις αιώνιες, τότε γιατί να γίνεται;

Κατά την ώρα της κρίσεως η πίστη, και ως αφο σίωση και ως διδασκαλία, δεν αποκλείεται, όπως πι στεύουν εν πρώτοις πολλοί. Προϋποτίθεται. Κριτής μας είναι Ο ΧΡΙΣΤΟΣ. Μας σώζει η μας κατακρίνει η συμπεριφορά και στάση μας απέναντι του. Γιατί μας διευκρινίζει ότι στο πρόσωπο Του αναφέρεται κάθε πράξη μας προς τον συνάνθρωπό μας,καλή ή κακή. Ηθικά αδιάφορες πράξεις δεν υπάρχουν. Αν τονίζει σαν κριτήριο την αγάπη, δεν σημαίνει πώς θέλει ν' αποκλείσει την πίστη. Θέλει να προλάβει ακριβώς την καταδίκη της πίστεως εκ μέρους μας σ' ένα σύνολο θεωρητικών αληθειών χωρίς ανταπόκριση και εφαρ μογή στη ζωή μας. Όπως ο κεκηρυγμένος άθεος και ο συνειδητός αρνητής της πίστεως μεταφράζει την α θεΐα και απιστία του σε αντίθεα έργα, έτσι και ο πιστός πρέπει να κάμει την πίστη του κινητήρια δύναμη της ζωής του. Γιατί «ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων» (Ιακ. β΄ 20) της α γάπης, είναι νεκρά. Δεν αποκλείει, λοιπόν, την πίστη, αφού αυτή είναι η προϋπόθεση του ορθού βίου και της σωτηρίας. Αλλά και κάτι περισσότερο. Όχι μόνο «ὁ μή πιστεύσας» (εις τον Χριστό) δεν σώζεται, αλλά και ο μη ορθώς πιστεύσας. Ο Θεός δεν είναι μόνο α γάπη, είναι και αλήθεια (Ιωαν. ιδ' 6· Α' Ιωαν. δ' 8· δ' 16· ε' 6) και μάλιστα Αυτοαλήθεια. Όποιος προδίδει την αλήθεια προδίδει και την αγάπη. Η αγάπη του Χριστού «συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 6) συζεί δηλαδή και συνευδοκιμεί με την αλήθεια, δεν υπάρχει χωρίς αυ τήν. Να λοιπόν πώς καταξιώνεται ο αγώνας για την καθαρότητα του δόγματος. Γιατί είναι αγώνας για την αγάπη, είναι η μεγαλύτερη εκκλησιαστική διακονία. Είναι αγώνας πρώτιστα κοινωνικός, γιατί γίνεται χά ριν του Λαού του Θεού, για να μείνει ανεπηρέαστος α πό την πλάνη, που είναι πραγματική αυτοκτονία.

Αδελφοί μου!

Όταν ο Χριστός μας ανέφερε την παραβολή της Κρίσεως, οι λόγοι του μπορούσαν να νοηθούν όχι μό νο σε συνάρτηση προς τούς συγχρόνους του, αλλά και προς όσους έζησαν πριν απ' Αυτόν. Όσοι δεν γνώρισαν τον Χριστό, μπορούν να έχουν λόγους να κριθούν μόνον για την αγάπη τους, μολονότι αγάπη χωρίς πίστη στον Θεό δεν είναι ποτέ δυνατόν να υπάρχει. Όποιος ειλικρινά ασκεί την αγάπη «δέχεται» τον Θεό, έστω και αν τον αγνοεί. Ο άπιστος δεν δύνα ται να έχει παρά μόνο φαινομενικά αγάπη. Και μόνο εκεί, που υπάρχει βάπτισμα και «άγιο Πνεύμα», είναι δυνατό να υπάρξει «τελεία αγάπη», αγάπη χριστιανι κή.

Το ζήτημα όμως πρέπει, νομίζω, να τεθεί κατ' άλ λο τρόπο. Όταν εμείς σήμερα ακούμε την παραβολή, δύο χιλιάδες χρόνια μετά την σάρκωση του Υιού του Θεού, πώς είναι δυνατόν να χωρίσουμε από την αγά πη μας την (ορθή) πίστη; Το Ευαγγέλιο λέγει καθαρά:«ὁ… μὴ πιστεύων ἤδη κέκριται, ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (Ίωαν. γ' 18). Μετά την ένσαρκη δηλαδή οικονομία η κρίση εί ναι συνέπεια της στάσης κάθε ανθρώπου έναντι του Χρίστου. Κριτήριο μένει η αγάπη. Αγάπη όμως που προϋποθέτει την εις Χριστόν πίστη. Γιατί αυτή είναι η μόνη αληθινή. Αυτή μονάχα δικαιώνει και σώζει...

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΈΡΟΥ

ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ

ΦΩΣ ΕΚ ΦΩΤΟΣ

«Κηρύγματικές σκέψεις στα ευαγγελικά αναγνώσματα»

Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"

Θεσσαλονίκη

τηλ. 2310 212659

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Επίστρεψον Κύριε

Του Βασίλη Χαραλάμπους

Μη οργισθείς εφ' ημάς

Κύριε των δυνάμεων

οργήν μεγάλην.

Επίστρεψον Κύριε

εν οικτιρμώ

ότι ιδού αποστρέψαμεν

από των επιτηδευμάτων ημών των πονηρών.

Επίστρεψον Κύριε Παντοκράτωρ

και ελέησον ημάς.

Επίστρεψον Κύριε και ταις οδοίς σου πορευσόμεθα.

(Από την ποιητική συλλογή “Τ’ Άθωνα απλωταριά ’’)
 

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

Τα ψυχοσάββατα.




 Η ιδιαίτερη μέριμνα της Εκκλησίας για τους κεκοιμημένους.

 

                                             (Στεργίου Ν. Σάκκου, Ομοτ. Καθ. Παν/μίου)

 Μέσα στην ιδιαίτερη μέριμνά της για τους κεκοιμημένους η αγία Ορθόδοξη Εκκλησιά μας έχει καθορίσει ξεχωριστή ημέρα της εβδομάδος γι’ αυτούς.

Όπως η Κυριακή είναι η ημέρα της αναστάσεως του Κυρίου, ένα εβδομαδιαίο Πάσχα, έτσι το Σάββατο είναι η ημέρα των κεκοιμημένων, για να τους μνημονεύουμε και να έχουμε κοινωνία μαζί τους. Σε κάθε προσευχή και ιδιαίτερα στις προσευχές του Σαββάτου ο πιστός μνημονεύει τους οικείους, συγγενείς και προσφιλείς, ακόμη και τούς εχθρούς του που έφυγαν από τον κόσμο αυτό, αλλά ζητά και τις προσευχές της Εκκλησιάς γι’ αυτούς.

Στο δίπτυχο, που φέρνουμε μαζί με το πρόσφορο για τη θεία Λειτουργία, αναγράφονται τα ονόματα των ζώντων και των κεκοιμημένων, τα οποία μνημονεύονται.

Σε ετήσια βάση η Εκκλησιά έχει καθορίσει δύο Σάββατα, τα οποία αφιερώνει στους κεκοιμημένους της. Είναι τα μεγάλα Ψυχοσάββατα· το ένα πριν από την Κυριακή της Απόκρεω και το άλλο πριν από την Κυριακή της Πεντηκοστής.

Με το δεύτερο Ψυχοσάββατο διατρανώνεται η πίστη μας για την καθολικότητα της Εκκλησιάς, της οποίας την ίδρυση και τα γενέθλια (επί γης) γιορτάζουμε κατά την Πεντηκοστή. Μέσα στη μία Εκκλησιά περιλαμβάνεται η στρατευόμενη εδώ στη γη και η θριαμβεύουσα στους ουρανούς.

Το Ψυχοσάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω έχει το εξής νόημα: Η επόμενη ημέρα είναι αφιερωμένη στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, εκείνη τη φοβερή ημέρα κατά την οποία όλοι θα σταθούμε μπροστά στο θρόνο του μεγάλου Κριτή. Για το λόγο αυτό με το Μνημόσυνο των κεκοιμημένων ζητούμε από τον Κύριο να γίνει ίλεως και να δείξει τη συμπάθεια και τη μακροθυμία του, όχι μόνο σε μας αλλά και στους προαπελθόντας αδελφούς, και όλους μαζί να μας κατατάξει μεταξύ των υιών της Επουράνιας Βασιλείας Του.

Κατά τα δύο μεγάλα Ψυχοσάββατα η Εκκλησιά μας καλεί σε μία παγκόσμια ανάμνηση «πάντων των απ’ αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου». Μνημονεύει:

* Όλους εκείνους που υπέστησαν «άωρον θάνατον», σε ξένη γη και χώρα, σε στεριά και σε θάλασσα.

* Εκείνους που πέθαναν από λοιμική ασθένεια, σε πολέμους, σε παγετούς, σε σεισμούς και θεομηνίες.

* Όσους κάηκαν ή χάθηκαν.

* Εκείνους που ήταν φτωχοί και άποροι και δεν φρόντισε κανείς να τούς τιμήσει με τις ανάλογες Ακόλουθες και τα Μνημόσυνα.

Ο Θεός δεν περιορίζεται από τόπο και χρόνο. Γι’ Αυτόν είναι γνωστά και συνεχώς παρόντα όχι μόνο όσα εμείς αντιλαμβανόμαστε στο παρόν, αλλά και τα παρελθόντα και τα μέλλοντα. Το διατυπώνει λυρικότατα μία προσευχή της Ακολουθίας της θείας Μεταλήψεως, που αποδίδεται στον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό ή στον άγιο Συμεών τον νέο θεολόγο:
«Επί το βιβλίον δε σου και τα μήπω πεπραγμένα γεγραμμένα σοι τυγχάνει».

Ο Θεός έχει γραμμένες στο βιβλίο της αγάπης του και τις πράξεις που θα γίνουν στο μέλλον, άρα και τις προσευχές που αναπέμπουμε τώρα για πρόσωπα που έζησαν στο παρελθόν. Ως αιώνιος και πανταχού παρών ο πανάγαθος Κύριος μας Ιησούς Χριστός αγκαλιάζει με τη θεία του πρόνοια το άπειρο σύμπαν και τούς ατέρμονες αιώνες. Όλους τους ανθρώπους που έζησαν, ζουν και θα ζήσουν τούς νοιάζεται η αγάπη του• «η γαρ αγάπη του Χριστού συνέχει ημάς» (Β´ Κο 5,14).

Με αυτήν την πίστη αναθέτουμε στην αγάπη και στην αγαθότητα του Θεού «εαυτούς και αλλήλους», τους ζωντανούς αλλά και τους κεκοιμημένους μας.

( Από το βιβλίο του,<<Οι νεκροί μας δεν χάθηκαν>>)

ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ


                                                      Το αλφαβητάρι της αρετής

                                                           (Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου)

 
Άρχιζε πάντα απ’ το Θεό και πάντα τελείωνε μαζί του

Βίου το κέρδος είν’ αυτό: τη μέρα σου καλά να τελειώνεις

Γνώριζε όλα τα καλά έργα των δικαίων

Δεινόν το να πεινάει κανείς, μα φοβερότερος ο πλούτος ο παράνομος

Ευεργετείς;  Μάθε λοιπόν πως το Θεό μιμείσαι.

Ζήτα απ’ το Θεό να σου είναι σπλαχνικός, σαν όμως εύσπλαχνος είσαι και εσύ

Η σάρκα η ανθρώπινη να συγκρατείται πρέπει και να δαμάζεται γερά

Θυμό χαλίνωνε, μη πέσεις έξω από τη λογική

Ίσια ψηλά το βλέμμα σου, στη γλώσσα να ‘χεις μέτρο

Κλειδί στ’ αυτιά να βρίσκεται, το γέλιο σου να ‘ναι σεμνό

Λυχνάρι να πορεύεται η λογική μπροστά από κάθε σου έργο

Μη σου γλυστράει κάτω απ’ ότι φαίνεται, εκείνο που υπάρχει

Να ερευνάς τα πάντα με το νου, όμως να πράττεις όσα επιτρέπονται

Ξένος πως είσαι, μάθε το καλά. Γι’ αυτό τίμα τους ξένους

Όταν στη γαλήνη ταξιδεύεις, τότε να θυμάσαι τη φουρτούνα

Πάντα να δέχεσαι ευχάριστα, όσα από το Θεό προέρχονται

Ραβδί να σε χτυπά του δίκαιου καλύτερα, παρά ο κακός να σε τιμά

Στις θύρες των σοφών να πηγαινοέρχεσαι, μακρυά απ’ τις θύρες των πλουσίων

Το μικρό, μικρό δεν είναι όταν σε κάτι μέγα οδηγεί

Ύβριν χαλίνωνε, μακρυά απ’ την έπαρση μέγας σοφός να γίνεις

Φυλάξου συ απ’ το πέσιμο, σαν όμως άλλος πέσει, μη γελάς

Χάρισμα το να σε φθονούν, αίσχος και μέγα, να φθονείς εσύ

Ψυχή που στο Θεό προσφέρεται, είναι η καλύτερη θυσία

Ω, ποιος θα τα φυλάξει όλα αυτά; Αυτός και θα σωθεί!

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Η αληθινή μετάνοια
(Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου)

Συμβαίνει, αγαπητοί μου, λέγει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, συχνά ο άνθρωπος στον κόσμο να φοβάται πολύ. Φοβάται μη αρρωστήσει, μη πάθει κάτι άσχημο, μη του κάνουν κακό, μη δεν επιτύχει, μη δεν προοδεύσει, μη εκτεθεί, μη δεν τιμηθεί, μη δεν αναγνωρισθεί. Για τη σωτηρία της αθάνατης ψυχής του δεν πολυνοιάζεται, δεν φοβάται, δεν αγωνιά, μόνο ελπίζει στον Πολυεύσπλαχνο Θεό, αν βέβαια πάλι νοιάζεται και ενδιαφέρεται. Δεν αγαπά πολύ τη σωτηρία του φαίνεται σήμερα ο άνθρωπος. Γιατί άραγε;
Τί είναι αυτό που τον κάνει ν’ αμαρτάνει εύκολα και να μετανοεί δύσκολα; Είναι τόσο δύσκολο ν’ αλλάξει ο άνθρωπος; Είναι υποτιμητικό να ζητήσει συγχώρεση; Είναι αναξιοπρεπές να ταπεινωθεί; Τον ομιλητή παρακαλώ καλείσθε ν’ ακούσετε ως αδελφό σας, ως συναγωνιστή και όχι σαν αυστηρό δάσκαλο. Θα προσπαθήσει ν’ απαντήσει στα βασικά και καίρια παραπάνω ερωτήματα. Θα χρησιμοποιήσει προς τούτο την απαράμιλλη Αγία Γραφή, τη θεοκίνητη Πατρολογία και τον μυροβόλο Συναξαριστή.
Το κήρυγμα της Εκκλησίας είναι, θα πρέπει πάντα να είναι, περί μετανοίας. Αυτό ήταν το κήρυγμα όλων των προφητών της Π. Διαθήκης έως του Τιμίου Προδρόμου, αυτό ήταν και του Χριστού. Η μετάνοια δημιουργεί το κατανυκτικό κλίμα της ελεύσεως της βασιλείας του Θεού, της θεωρίας του Θεού, της συναντήσεως με Αυτόν. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ο Αγιορείτης, ο διαπρύσιος κήρυκας της χάριτος και του φωτός, λέγει χαρακτηριστικά πως η αληθινή μετάνοια είναι αρχή, μέση και τέλος της εν Χριστώ πνευματικής ζωής. Όλοι μα όλοι έχουμε ανάγκη μετανοίας, γιατί ουδείς αναμάρτητος. Η πνευματική ζωή αρχίζει οπωσδήποτε με τη μετάνοια. Το έργο της δεν παύει ποτέ. Ο Μ. Βασίλειος λέγει πως όλος ο ανθρώπινος βίος είναι προς μετάνοια. Ο ατελής άνθρωπος θέλει συνεχή αγώνα για να πλησιάσει τον Παντέλειο Θεό. Ατέλεστος η τελειότητα θα πει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Δεν υπάρχουν νιρβάνα στην Ορθοδοξία, όπου παύεις τον αγώνα και επαναπαύεσαι μακάρια. Ο αγώνας είναι έως του τάφου, ασταμάτητος, αδιάκοπος.
Ο μεγάλος δογματικός πατήρ της Εκκλησίας μας άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει πως μετάνοια σημαίνει επάνοδο από το παρά φύση στο κατά φύση και όδευση προς το υπέρ φύση. Είναι πορεία από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωση.
Ο Αδάμ πλάσθηκε από τον Πανάγαθο Θεό κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή Του. Το κατ’ εικόνα του δόθηκε αμέσως. Το καθ’ ομοίωση θάπρεπε όμως να το καλλιεργήσει ελεύθερα και φιλότιμα ο ίδιος με τη συνεργία βέβαια της Θείας Χάριτος. Η κατάκτηση του καθ’ ομοίωση αποτελεί τον αγιασμό, τη χαρίτωση, την τελείωση, τη θέωση. Ο Αδάμ πριν την πτώση είχε την άνεση να συνομιλεί με τον Θεό συνέχεια. Είχε καθαρότητα, φωτεινότητα, απλότητα, ταπεινότητα. Μετά την πτώση διαταράχθηκε αυτή η σχέση η ωραία. Σκοτείνιασε ο νους του, θόλωσε, αμαυρώθηκε. Ο ακάθαρτος νους δεν μπορεί να είναι δεκτικός της θείας Χάριτος.
Η αμαρτία αποτελεί παρά φύση κίνηση, που δεν επιφέρει απλά στον Αδάμ τη στέρηση της κοινωνίας του με τον Θεό, αλλά δεν μπορεί τώρα πλέον η θεία ενέργεια νάναι καθαρτική, φωτιστική και θεοπτική. Ο παρασυρμός του Αδάμ από την Εύα και της Εύας από τον δαίμονα επέφερε τη στέρηση της θείας Χάριτος. Πώς θα επανέλθουν στο πρωτόκτιστο κάλλος; Μόνο διά της μετανοίας. Η μετάνοια η αληθινή είναι δυνατή να θεραπεύσει, να καθαρίσει, να επαναφέρει στην προπτωτική κατάσταση. Η θεόσδοτη και θεοδώρητη μετάνοια είναι ικανή να ξεσκοτεινιάσει τον νου, να καθαρίσει την καρδιά και την πνευματική όραση. Ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος τονίζει πως η μετάνοια δύναται να επαναφέρει τον μετανοούντα σε μεγαλύτερη καθαρότητα και από την πριν της αμαρτίας κατάσταση.
Κατά τον άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο ο Αδάμ με το να υπακούσει στον δαίμονα, αποδυναμώθηκε αλλά δεν καταστράφηκε τελείως. Κέντρο του τώρα γίνεται ο εαυτός του κι όχι ο Θεός του. Η βάση της αμαρτίας κατά τον μακαριστό Γέροντα Ιουστίνο Πόποβιτς είναι να γίνουμε θεοί δίχως Θεό, μόνοι μας. Η αυτοθέωση αυτή είναι αντίθεη, αντίχριστη, δαιμονιώδης. Πουλήθηκε στον δαίμονα ο Αδάμ, κάνοντας κακή χρήση της ελευθερίας του, και ο δαίμονας τώρα τον κάνει ότι θέλει. Τάχασε ο Θεός με τον άνθρωπο, λέγει κάπου ο Μ. Αθανάσιος, δεν περίμενε ότι θα βγούμε τόσο σκάρτοι. Ο άγιος Μακάριος συνεχίζει: Τη μέρα που ο Αδάμ έπεσε, ήλθε ο Θεός στον Παράδεισο και έκλαψε για το κατάντημά του. Προτίμησε το κακό αντί του αγαθού, τη ντροπή από τη δόξα, το σκοτάδι από το φως. Ο Αδάμ παρέσυρε όλο το ανθρώπινο γένος στην κακία.
Η συνάντηση της ψυχής με την αμαρτία γεννά τα πάθη. Η τροπή αυτή δεν έχει επιβληθεί, είναι εντελώς εκούσια, αποτέλεσμα της πλήρους ελευθερίας. Η κακία είναι ξένη στη φύση της ψυχής. Η αμαρτία διάβρωσε την ψυχή, την αποδυνάμωσε. Η συνήθεια της αμαρτίας είναι ως πορνεία με τον δαίμονα κατά τον έξοχο όσιο Μακάριο. Τα πάθη κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά είναι δαιμονοκίνητα. Η παραμονή της αμαρτίας τυφλώνει την ψυχή, τη σκοτεινιάζει, την αρρωσταίνει, την τραυματίζει, τη θανατώνει. Στην κατάσταση αυτή εμπαίζεται από τους μισάνθρωπους δαίμονες. Ο αμαρτωλός, κατά τον άγιο Γρηγό­ριο τον Παλαμά, είναι κατά ένα τρόπο δαιμονισμένος. Η ψυχή δεν ταυτίζεται με την αμαρτία και ποτέ δεν γίνεται ένα με αυτή. Η παράβαση του Αδάμ έδωσε δικαίωμα στον δαίμονα να κτυπήσει και να σκοτίσει το νου του ανθρώπου, που είναι το βασιλικό μέρος της ψυχής, ο ηγεμόνας νους που ορά τον Θεό κατά τους αγίους πατέρες.
Έτσι ο ηγεμόνας νους γίνεται δούλος της αμαρτίας. Τον κυριεύουν τότε άτοποι, ακάθαρτοι, πονηροί λογισμοί. Ασχολείται μόνο με τα κοσμικά, τα γήινα, τα φθαρτά. Λησμονά να προσεύχεται. Δεν αισθάνεται την ανάγκη. Ενίοτε τον ελέγχει η μνήμη ή η παρου­σία του Θεού τον αμαρτωλό άνθρωπο. Σκανδαλίζεται με την Εκκλησία, αγαπά πιο πολύ τον κόσμο. Τον αιχμαλωτίζει το κακό. Τότε νομίζει πως ζει. Κυκλοφορεί νεκρός, νεκρός ψυχικά.
Το κακό είναι ηθελημένο, επιλεγμένο και πραγματούμενο εκούσια από τον άνθρωπο. Η βούληση του ανθρώπου είναι κύρια υπεύθυνη για κάθε αμαρτία. Αναίτιος του κακού η θεία αυτοαγαθότητα λέγει ο Μ. Βασίλειος. Κανένα κακό έξω από την προαίρεση του ανθρώπου δεν υπάρχει, λέγει ο αββάς Ισαάκ. Ο Αδάμ είναι ο κύριος υπεύθυνος για την παράβαση ως αυτεξούσιος και τέλεια ελεύθερος. Η πτώση μόλυνε τον Αδάμ. Ο Χριστός λέγει ν’ αρνηθούμε το θέλημά μας, να το υποτάξουμε, να το νεκρώσουμε και έτσι αυξάνουμε στην αρετή.
Η αμαρτία είναι παράλογη, αφύσικη, αντίθεη και δημιουργεί αποσύνθεση της ανθρώπινης προσωπικότητος και αποσύνδεση από τον Θεό. Η αμαρτία είναι θα λέγαμε η λογική του δαίμονα, που είναι ιδιαίτερα ύποπτος, ύπουλος, πονηρός, πανούργος, τεχνίτης, πλάνος, ευφυής, έμπειρος και μεγάλος απατεώνας. Με την πτώση του ο Αδάμ παρέλαβε τη φθαρτότητα και τη θνητότητα.
Η Ενανθρώπηση του Χριστού θέωσε την ανθρώπινη φύση. Με τον Σταυρό και την Ανάσταση νίκησε τον θάνατο. Τ’ άγια Μυστήρια και ιδιαίτερα η θεία Ευχαριστία μας αθανατίζει. Από τα παραπάνω νομίζουμε πως διαφάνηκε πως η μετάνοια δεν είναι απόφαση στιγμής, προσωρινή αλλαγή δοκιμαστική, ψυχολογική ανανέωση, απλή νομική πράξη, ηθικιστική διόρθωση και επιπόλαιο πείραμα, αλλά πράξη γενναία ζωής, ακολούθηση ορθού βίου, ήθους και ύφους, εκκλησιολογικής, υγιούς, γνήσιας, ανόθευτης, ιερής και ωραίας νοηματισμένης βιοτής. Η αποτυχία του Αδάμ είναι διδακτική. Η ακραιφνής οδός της μετανοίας στηρίζεται στ’ απαραίτητα στάδια: κάθαρσης, φωτισμού και θέωσης.
Μετάνοια αληθινή σημαίνει όχι απλά απομάκρυνση της αμαρτίας αλλά μίσος της αμαρτίας και τρυφερή αγάπηση των ένθεων αρετών. Μόνος ο άνθρωπος είναι αδύναμος να το καταφέρει. Έτσι συνδράμει ουσιαστικά ο ίδιος ο Χριστός, ο Θεάνθρωπος. Όσο αγαπάμε τον Χριστό τόσο βοηθούμεθα να μισούμε την αμαρτία. Η σύνδεση του ανθρώπου με τον Χριστό δημιουργεί προσωπική αναγέννηση, απαλλαγή από τη ρίζα του κάκου, την εωσφορική υπερηφάνεια, και στολισμό της ψυχής από την υψοποιό ταπείνωση. Ο μετανοημένος πιστεύει, αγαπά και ελπίζει.
Η μετάνοια είναι βασική και μεγάλη αρετή, πάνω στην οποία οικοδομείται η πνευματική ζωή του πιστού. Ο μετανοημένος μόνο μπορεί να επικοινωνεί με τον Θεό. Πρόκειται για μεγάλο δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Του Θεού που δεν παύει ποτέ ν’ αγαπά, να εμπνέει, να μη ξεσυνερίζεται τον αγνώμονα αμαρτωλό. Είναι μια τρανή ακόμη απόδειξη της άφατης και φιλόστοργης φιλανθρωπίας του Παναγάθου Θεού Πατέρα και Πλάστη. Δεν απομένει από το ν’ αποδεχθεί αυτόβουλα την πρόκληση και πρόσκληση προς απόλαυση των πολλών αγαθών της μετάνοιας. Η αντίδραση, η αντίθεση και η απόδραση του ανθρώπου από το ευγενές αυτό προσκλητήριο τον καταταλαιπωρεί.
Καρποί άξιοι της μετανοίας κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά είναι η εξομολόγηση, η ελεημοσύνη, η δικαιοσύνη, η αγάπη, η ταπείνωση. Οι αρετές αποτελούν αναμφισβήτητα σημαντικό έργο της εν Χριστώ ζωής και συνδράμουν στη σωτηρία του ανθρώπου. Δίχως μετάνοια κανείς δεν μπορεί να σωθεί. Ο καταπληκτικός όσιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει πως αρχή μετάνοιας είναι η αποχή του κακού και η αρχή της μετάνοιας είναι αρχή της σωτηρίας μας. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς πάλι λέγει πως η μετάνοια αρχίζει με την αυτομεμψία, την εξομολόγηση, την απομάκρυνση από τις κακίες. Δεν μπορεί ποτέ κανείς, λέγει, να προχωρήσει και προοδεύσει πνευματικά στα υψηλά και τέλεια αν δεν αγγίξει την αρχή των αρετών.τη μετάνοια.
Μετά τη Σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού και το Θείο βάπτισμα ο πιστός είναι υπεύθυνος ο ίδιος αν θ’ ακολουθήσει τον Χριστό ή τον δαίμονα. Ο Αδάμ προσκλήθηκε και παρακλήθηκε από τον Θεό επίμονα να μετανοήσει και να παραμείνει οικήτορας του έξοχου κήπου της Εδέμ. Δεν θέλησε όμως να πει το «ήμαρτον» καθόλου, λέγει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Ο ειλικρινά μετανοών παρουσιάζει λοιπόν διάθεση και στάση εντελώς αντίθετη από αυτή του αμετανόητου και τελικά δυστυχισμένου Αδάμ. Ο μετανοών θα πρέπει να πιστεύει στον Θεό, να έχει φόβο Θεού, ν’ απαρνηθεί ότι τον χωρίζει από τον Θεό εκούσια και να λυπηθεί για την πρότερη κατάσταση που λύπησε και τον Θεό. Λυπάται λοιπόν ο μετανοημένος ειλικρινά. Δεν άγχεται, δεν φοβάται, δεν είναι τρομοκρατημένος, θυμωμένος με τον εαυτό του, δεν είναι ταραγμένος, δεν έχει ενοχές, δεν τον κυνηγούν Ερινύες. Αν είναι έτσι δεν είναι σωστή η μετάνοιά του. Παρουσιάζεται να είναι θιγμένος ο εγωισμός του, να έχει εκτεθεί, ρεζιλευθεί και ντροπιασθεί ανεπανόρθωτα. Δεν αισθάνεται διόλου έτσι ο πραγματικά μετανοημέ­νος.
Η μετάνοια είναι βάπτισμα μετά το βάπτισμα, χάρη μετά τη χάρη. Η μετάνοια συνυφαίνεται με την εξομολόγηση και απαλλάσσεται ο εξομολογούμενος από το βάρος το κουραστικό των αμαρτιών. Η εμμονή στη μετάνοια θερμαίνει την πίστη και αυξάνει την ταπείνωση, κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο. Τότε, λέγει, αληθινά ευτυχούμε γινόμενοι θεοχαρίτωτοι, αγιοπνευματικοί. Είμασθε με τον Θεό, όπως ήταν ο Αδάμ στον παράδεισο της τρυφής, προγευόμαστε την ανεκλάλητη χαρά της βασιλείας των ουρανών, διατηρώντας γνήσιο ταπεινό φρόνημα, κατάνυξη, κατά Θεόν πένθος, καρδία καθαρή, πράττοντας πρόθυμα έργα μετανοίας, ευάρεστα στον Θεό.
Είπαμε πως η μετάνοια είναι διαρκής. Ο άγιος Συμεών μάλιστα λέγει πως και αν χίλια χρόνια ζήσουμε στη γη, ποτέ δεν θα μπορέσουμε τέλεια να κατανοήσουμε τη μετάνοια, αλλά καθημερινά να βάζουμε αρχή σε αυτή και ν’ αγωνιζόμεθα. Ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος τη θεωρεί αναβαπτισμό, νέα συνθήκη με τον Θεό, ενδυνάμωση κατά της απελπισίας, λογισμός αυτοκριτικής και αυτοκατάκρισης, εμπιστοσύνη στον Θεό και απόλυτη ελπίδα, συνδιαλλαγή και αγαθοεργία, καθαρή συνείδηση, υπομονή στις θλίψεις, αντοχή στη νηστεία, νέκρωση του παλαιού εαυτού. Η μετάνοια κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά δεν εξαντλείται στο μίσος της αμαρτίας αλλά και στην αγάπη της αρετής.
Πώς θα μετανοήσει κανείς; Πώς θ’ αρχίσει; Χρειάζεται να ξαποστάσει κατ’ αρχάς, να ξελαχανιάσει από το καθημερινό τρεχαλητό, το κυνηγητό της ηδονής, να στραφεί προς τα μέσα του, να κινηθεί από τη συνεχή ετεροπαρατήρηση στην αυτοπαρατήρηση, από το κουτσομπολιό των πάντων στη συνομιλία με τον άγνωστο εαυτό του. Να σκύψει λίγο μέσα του, να σκάψει εντός του, να δει τις δυνάμεις, τις δυνατότητες, τα όρια, τις αντοχές, τα δοθέντα τάλαντα. Χρειάζεται περισυλλογή, αυστηρός αυτοέλεγχος, επιείκεια και κατανόηση των άλλων. Να βρούμε τα ποσοστά της προσωπικής μας ευθύνης. Να μη τα ρίχνουμε εύκολα και γρήγορα πάντα μόνο στους άλλους. Απλά και ειλικρινά, τίμια και δίκαια πρέπει και αξίζει να οδηγηθεί ο εαυτός μας, που συνηθίζει να ξεγλυστράει σαν χέλι, να παραδεχθεί την αμαρτωλότητά του. Να θελήσει γενναία, ηρωικά και παλληκαρίσια ν’ αναχωρήσει ανεπίστροφα από την αμαρτία. Να μη επωάζει πια μνήμες και φιλεπίστροφους λογισμούς στα πρότερα, τ’ άχαρα, τ’ αμαρτωλά, τ’ ανέντιμα της προηγούμενης ζωής.
Όλ’ αυτά φυσικά γίνονται ελεύθερα και αυτοπροαίρετα και δεν υπάρχει κανένα νόημα σε κανενός είδους εξαναγκασμό. Ποτέ δεν επιτρέπεται να εκβιάσουμε κάποιον να εξομολογηθεί. Η εξομολόγηση εμπνέεται και είναι ιερό μυστήριο και πράξη ελευθερίας. Προηγείται της μετάνοιας η επίγνωση της αμαρτίας, η συνειδητοποίηση της αμαρτωλότητος. Ακο­λουθεί η λύπη για την αμαρτία. Έπεται η εξομολόγηση, με καρδιά συντετριμμένη και πνεύμα τεταπεινωμένο, δέηση για συγχώρεση και άφεση και απόφαση υποσχετική για μόνιμη αποχή από το κακό. Ελεύθερα και αυτόβουλα επιλέγει ο αμαρτωλός τη μετάνοια και πλουτίζει από τ’ αγαθά της ειρήνης. Πάντα ιδιαίτερα με προβληματίζει ο λόγος ενός σύγχρονου, σοφού κι ενάρετου Αγιορείτου: Πολλοί εξομολογούνται, λίγοι μετανοούν!
Η μετάνοια έχει οπωσδήποτε καθαρά προσωπικό χαρακτήρα. Ο καθένας μετανοεί για τον εαυτό του. Στην εξομολόγηση ο εξομολογούμενος καταθέτει την προσωπική του ευθύνη. Δεν αναλύει πόσο κακοί είναι οι άλλοι που δεν τον καταλαβαίνουν και πόσο άστατος ο κόσμος που τον κουράζει. Η μετάνοια δεν έχει σχέση με την επιφάνεια αλλά με το βάθος. Δεν στηρίζεται τόσο στα λόγια αλλά στις πράξεις. Η ευσέβειά μας, λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, δεν μένει στα λόγια αλλά στα πράγματα. Η μετάνοια ελευθερώνει και δεν υποδουλώνει τον άνθρωπο. Όσο ο πιστός βαθαίνει στη μετάνοια τόσο περισσότερο αισθάνεται την αγάπη του Θεού και βιώνει την ελευθερία.
Μετανοεί ο χριστιανός γιατί ελπίζει ότι θα λάβει από τον Θεό τη συγχώρηση κι έτσι είναι στην πραγματικότητα. Παραδεχόμενος ειλικρινά την αμαρτωλότητά του ο άνθρωπος αναγνωρίζει και ομολογεί την αδυναμία του. Η γνώση της αδυναμίας είναι δύναμη. Η παραδοχή της ήττας είναι νίκη. Η δίχως δικαιολογίες συναίσθηση της παραβατικότητος, ανυπακοής και καταχρήσεως της ελευθερίας οδηγεί στη μετάνοια. Η έξοδος του Αδάμ από τον παράδεισο επήλθε λόγω της αμετανοησίας του. Φθάνουν μάλιστα οι άγιοι πατέρες να λέγουν ότι ο Αδάμ έχασε τον παράδεισο όχι λόγω της συγκεκριμένης αμαρτίας του αλλά λόγω των δικαιολογιών του. Αν απροφάσιστα και ντόμπρα παραδεχόταν το σφάλμα του θα τον συγχωρούσε ο Θεός και θα παρέμενε στον παράδεισο. Έτσι φθάνει ο μακαριστός Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης να λέγει τον φοβερό λόγο: Όποιος συνέχεια δικαιολογείται έχει Γέροντά του τον δαίμονα!
Ελπίζοντας στην αγάπη του Θεού ο πιστός και πιστεύοντας στη συγχώρεση αναγνωρίζει ότι ο Παντοδύναμος Θεός μπορεί να τον ελεήσει και να τον δε­χθεί ως τον άσωτο της παραβολής. Η μετάνοια όμως θα πρέπει να υπάρξει σε αυτή τη ζωή. «Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας». Η αναβλητικότητα είναι ένα από τα πιο πονηρά παιχνίδια του δαίμονα. Ο Γέροντας Τύχων ο Ρώσος, ο Αγιορείτης, έλεγε πολύ χαριτωμένα: Η κόλαση είναι καλά στρωμένη από «θα»! Κατοικείται από ανθρώπους καλών προθέσεων και ωραίων, μακρυνών σχεδίων. Η μετάνοια επαναφέρει, επανορθώνει, ανορθώνει. Αν επιτρέπεται, όλα επιτρέπονται εκτός από την απελπισία. Ο δαίμονας επισταμένως εργάζεται να μας οδηγήσει στην απόγνωση. Αφού συνέχεια πέφτουμε στα ίδια και τα ίδια, ποιος ο λόγος να συνεχίσουμε ν’ αγωνιζόμαστε; Ο θεοφόρος άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέει: Η αμαρτία μαυρίζει, η μετάνοια ασπρίζει. Καμιά αμαρτία δεν είναι μεγαλύτερη της αγάπης του Θεού. Όλα συγχωρούνται αρκεί ο άνθρωπος έγκαιρα και έγκυρα να μετανοήσει. Ο μετανοών αμαρτωλός είναι πάντοτε συμπαθής, ο αμετανόητος πεισματάρης και θεληματάρης απομακρύνει τη θεία χάρη και βρίσκεται σε δύσκολη θέση.
Οι νηπτικοί πατέρες συνδυάζουν πάντοτε με τη μετάνοια την κατάνυξη, την οποία θεωρούν απαραίτητη όσο τ’ οξυγόνο. Ο άγιος Συμεών συνδυάζει την κατάνυξη με τα θερμά δάκρυα και την αγαθοεργία, διά των οποίων καθαίρεται ο άνθρωπος. Η κατανυκτική προσευχή έχει δάκρυα, αυτά όμως είναι άκοπα, θερμά και γλυκά. Δεν είναι αποτέλεσμα συναισθηματικών καταστάσεων και νοσηρών φαντασιών ενός στραπατσαρισμένου εγωισμού και μιας κακομοίρικης ψευδοαμαρτωλότητος και νόθας μηδαμινότητος. Όσο ο άνθρωπος αμαρτάνει σκληραίνει, πωρώνεται, δεν δακρύζει εύκολα. Όσο ο άνθρωπος μετανοεί, χύνει δάκρυα, σπάει ο πάγος, φανερώνεται η επίσκεψη της θείας χάριτος. Τέλος, δακρύζει ενθυμούμενος την αγάπη του Θεού, τις πρεσβείες των αγίων, ιδιαίτερα της Θεοτόκου. Τα δάκρυα της χάριτος καμιά σχέση δεν έχουν με τα φυσικά δάκρυα λέγει ο πάντοτε ευκατάνυκτος όσιος Εφραίμ ο Σύρος. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέγει η σκληροκαρδία θα μαλαχθεί με δάκρυα, η καρδιά θα ταπεινωθεί με δάκρυα, η ένωση με τον Θεό θα γίνει με δάκρυα, η γνώση του Θεού είναι αδύνατον να επιτευχθεί δίχως δάκρυα.
Ο πρώτος Αδάμ, κατά τον αββά Δωρόθεο, απογύμνωσε τον άνθρωπο από τις πνευματικές δυνατότητες της «κατ’ εικόνα» Θεού υπάρξεώς του, γιατί επέλεξε την υπερηφάνεια και όχι τη μετάνοια. Ο τέλειος άνθρωπος και τέλειος Θεός Χριστός, ο δεύτερος Αδάμ, κάλυψε τη γύμνωσή του, τούδωσε τη δύναμη ν’ ανθίσταται στην αμαρτία και ν’ αγαπά την αρετή. Η μετάνοια συνδράμει σημαντικά να γνωρίσουμε τον πραγματικό εαυτό μας με την όλη νηπτική εργασία και όχι να θεωρούμε, να νομίζουμε ή να φανταζόμαστε κάτι άλλο από αυτό που είμαστε στην πραγματικότητα. Η βίωση της μετάνοιας διασφαλίζει την αυθεντικότητα των αρετών του ανθρώπου, τις οποίες αρμολογεί, συνέχει και συντηρεί η πάντα απαραίτητη, γνήσια ταπείνωση.
Οι κατά το μυστήριο της εξομολογήσεως κανόνες – επιτίμια, όταν τίθενται από τον πνευματικό, δεν έχουν ποτέ τον νομικό χαρακτήρα, εκδικήσεως του παραβάτη, τιμωρίας του αμαρτωλού, εξιλεώσεώς του προς ικανοποίηση του προσβληθέντος Θεού, όπως θεωρούν οι Λατίνοι. Τα επιτίμια είναι φάρμακα προς θεραπεία. Χρειάζεται μεγάλη διάκριση, γνώση, σοφία, τέχνη, προσοχή, προσευχή. Χρειάζεται ανάλογα η αυστηρότητα ή η επιείκεια και η κατάλληλη οικονομία. Όχι πάντα αυστηρότητα, όχι πάντα οικονομία. Ο κύριος θεραπευτής είναι ο Χριστός. Ο ιερεύς είναι διάκονος των μυστηρίων του Χριστού. Η άφεση όμως των αμαρτιών γίνεται διά του πετραχηλιού του έγκυρου, κανονικού ιερέως, που θα πρέπει να στολίζεται από εμπειρία, προς διάκριση των πνευμάτων. Θα πρέπει νάχει ο πνευματικός κοινωνία με τον Θεό ο ίδιος, για να οδηγήσει και αυτούς που τον πλησιάζουν σε Αυτόν.
Είναι σημαντική οπωσδήποτε η συνδρομή του πνευματικού πατέρα στην ανόρθωση του πνευματικού τέκνου. Η μεγάλη μάχη όμως πρέπει να πούμε δίνεται εντός του ίδιου του ανθρώπου. Θα πρέπει ν’ απομακρυνθεί από τη δουλεία των παθών, να ενισχυθεί από τις ευχές της Εκκλησίας και ν’ αγωνισθεί υπομονετικά και επίμονα για την απαλλαγή από τις αμαρτωλές ενθυμήσεις, μνήμες και προσβολές, αγαπώντας όλο και πιο πολύ τον Χριστό. Θα πρέπει να φτιάξουμε, κατά τον Γέροντα Παΐσιο, ένα εργοστάσιο καλών λογισμών. Ο πνευματικός συνδέει το τέκνο του πιο πολύ με τον Χριστό και λιγώτερο με τον εαυτό του. Προσεύχεται γι’ αυτό, ακόμη και όταν παρακούει, ίσως τότε πιο πολύ. Η υπακοή εμπνέεται, δεν επιβάλλεται. Η υπακοή δεν έχει σχέση με τη στρατιωτική πειθαρχία. Η υπακοή βοηθά στην ταπείνωση, στην εκκοπή του νοσηρού ιδίου θελήματος.
Ο ανυπάκουος, ο αυθαιρετών, αυτός που πράττει ό,τι νομίζει, ό,τι τον συμφέρει, ό,τι τον αναπαύει, έχει πρόβλημα, πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα. Έχει αρχίσει να χάνει τον προσανατολισμό του, νάχει μια μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, νάναι ένας μικρός ή μεγάλος Φαρισαίος. Η υπακοή στον πνευματικό πρέπει νά­ναι αβίαστη, ελεύθερη, πρόθυμη, φιλότιμη, ευχάριστη. Χρειάζεται αγώνας για νάναι έτσι. Η υπακοή από μόνη της δεν λέει πολλά πράγματα. Θα πρέπει να συνδυάζεται με την καθαρή προσευχή και τη συνειδητή και εμπροϋπόθετη συμμετοχή στ’ άγια μυστήρια και ιδιαίτερα της θείας Ευχαριστίας. Η υπομονή στους πειρασμούς ενδυναμώνει τον αγώνα, ωριμάζει πνευματικά και καλλιεργεί ψυχικά τον ταπεινό αγωνιστή.
Ο άνθρωπος της μετανοίας αγαπά την άσκηση, αντιμετωπίζει μ’ εγρήγορση και γνώση τις παραχωρούμενες για καλό δοκιμασίες. Ο ειλικρινά μετανοημένος δεν έχει ψυχολογικά προβλήματα μειονεξιών, διχασμών, ανικανοποίητων και ανολοκλήρωτων καταστάσεων, συναισθηματικών ασταθειών, φοβιών, καχυποψιών και λοιπών κουραστικών παρόμοιων πραγμάτων. Ο μετανοημένος άνθρωπος του Θεού αγαπά τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ταπεινώνεται, χαίρεται μυστικά, δοξολογεί, ευχαριστεί και ευγνωμονεί τον Θεό.
Ο πνευματικός πατέρας μπορεί να μη είναι άγιος και τέλειος και κάπου να σφάλλει κιόλας, όμως πρέπει να γνωρίζει τις θεραπευτικές μεθόδους των παθών καλά, ώστε να μη ταλαιπωρεί τους προσερχόμενους με λαθεμένες διαγνώσεις και οδηγίες. Συντείνει βεβαίως ιδιαίτερα στη βοήθειά του η ειλικρίνεια και η μετάνοια του εξομολογούμενου. Έτσι πνευματικός κανείς καθίσταται κυρίως όταν τον διακρίνει αυτή η εμπειρία, που πάντοτε δεν υπάρχει με τη μεγάλη ηλικία. Ο επίσκοπος θα πρέπει να γνωρίζει επίσης πολύ καλά ποιους τοποθετεί σε αυτή τη διακονία και να είναι βαθύς γνώστης των διαχρονικής αξίας Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας μας.
Ο επιφανής π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, κάτοχος άριστος του Πηδαλίου, έλεγε: Οι Ιεροί Κανόνες δεν είναι κανόνια! Και ο σοφός π. Ιωάννης Ρωμανίδης, έλεγε: Μαχαίρι κρατά και ο ιατρός και ο κρεοπώλης… Ο σκοπός των Ιερών Κανόνων, κατά τον μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεο, είναι η βίωση της αποκαλυπτικής αλήθειας της πίστεως και η πνευματική αναγέννηση των ανθρώπων. Πνευματική αναγέννηση δεν σημαίνει απλά προσωπική πρόοδο του χαρακτήρα μας, αλλά εκκλησιοποίηση του ανθρώπου.
Οι Ιεροί Κανόνες συνδράμουν στην επαναφορά του μετανοούντος αμαρτωλού στην ευθεία, τη μεσότητα, την Ορθόδοξη πλεύση.
Το Πηδάλιο στα χέρια ενός αδιάκριτου πνευματικού πατέρα θα μπορεί να δημιουργήσει και συντρίμια. Ο προσευχόμενος, δηλαδή θεολόγος, και με διάκριση πνευματικός είναι απαραίτητο να μπορεί να διακρίνει το θεϊκό από το δαιμονικό, το αγγελικό από το ανθρώπινο, το πνευματικό από το υλικό, το ψυχικό από το σωματικό, το ψυχολογικό από το νευρολογικό, το ψυχιατρικό από το νευρικό, το αγχωτικό από το ανυπόμονο και πολλά άλλα παρόμοια. Η αδιακρισία θα δημιουργήσει σύγχυση και αυτή σοβαρή πνευματική ζημιά, που μπορεί πολύ να ταλαιπωρήσει και τον εξομολόγο και τον εξομολογούμενο.
Ο πνευματικός πρέπει να γνωρίζει τον εαυτό του, τις δυνατότητές του, τις αρμοδιότητές του και το μέτρο των καθηκόντων του. Να μη θέτει δυσβάστακτα φορτία στους ανθρώπους και λυγίσουν και αποθαρρυνθούν και απογοητευθούν. Δεν είναι για όλους πάντοτε όλα. Ιδιαίτερα εδώ χρειάζεται μία εξατομικευμένη ποιμαντική. Ακόμη σ’ ένα αρχάριο δεν πρέπει να παρουσιάζονται υψηλές καταστάσεις, που αδυνατεί τώρα ν’ ανέλθει. Η σύγχυση της ακριβούς διαγνώσεως, π.χ. ένα πρόβλημα ψυχολογικό να θεωρηθεί ως δαιμονισμός, μπορεί όπως είπαμε να δημιουργήσει μεγαλύτερες περιπλοκές, καθυστερήσεις και ταλαιπωρίες. Καλό θα ήταν ο κάθε εξομολόγος να ήταν και Γέροντας, δηλαδή πνευματικός καθοδηγητής. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι στον κόσμο μπορούν απόλυτα να μεταφερθούν τα μοναχικά πράγματα και οι νέοι ή οι οικογενειάρχες ν’ ακολουθούν ένα απαράβατο κανόνα υπακοής και στις λεπτομέρειες κατά τις προτιμήσεις του πνευματικού. Ή να χρησιμοποιεί και εκμεταλλεύεται κατά διάφορους γνωστούς τρόπους ο πνευματικός τα πρόσωπα που η χάρη του Θεού φέρνει στο άγιο πετραχήλι του. Ο πνευματικός οπωσδήποτε και ποτέ δεν είναι παντογνώστης και αλάθητος. Γι’ αυτό δεν θα πρέπει νάχει γνώμη επί παντός επιστητού. Θα πρέπει να περιορίζεται στο καθαρά πνευματικό του έργο. να μορφώσει Χριστό στις καρδιές των τέκνων του. Ο πνευματικός ο καλός σέβεται πάντοτε την ελευθερία του τέκνου του, ακόμη και όταν ελεύθερα του την προσφέρει εκείνο. Με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος αγωνίζεται να θεραπεύσει τον μετανοημένο και όχι να τον κάνει οπαδό, που θα τον φοβάται, θα τον κολακεύει, θα τον χειροκροτεί, θα τον ακολουθεί παντού και πάντοτε.
Αντιλαμβάνεσθε πόσο σπουδαία είναι η εξεύρεση ενός διακριτικού πνευματικού προς ορθή καθοδήγηση μακρυά από υπερβολές, ακρότητες, συναισθηματισμούς και νοσηρότητες. Η αγωγή που δίδει ο πνευματικός συνδράμει στο ξεκαθάρισμα πολλών πραγμάτων, στην είσοδο στην ουσία της πνευματικής ζωής, στη γνώση ότι η Εκκλησία μας δεν είναι ένας ωραίος και ιερός έστω θρησκευτικός οργανισμός, ένα σωματείο κοινωνικής αλληλεγγύης, ένας χώρος όπου περνάμε ευχάριστα, αποδεχόμενοι, συζητώντας και χαμογελώντας συνέχεια, όπου ικανοποιούνται συναισθήματα και καταξιωνόμαστε. Η Εκκλησία είναι το σώμα του ζώντος Χριστού, η κοινωνία των αγίων, η μόνη οδός θεώσεως των μετανοούντων.
Οπωσδήποτε η Εκκλησία είναι και πνευματικό θεραπευτήριο και πνευματική οικογένεια και ο σημερινός κυνηγημένος και ανέραστος άνθρωπος μέσα στις δύσκολες και μαζοποιημένες κοινωνίες έχει ανάγκη από την ανεύρεση της μοναδικότητος του ιερού προσώπου του και την αληθινή επικοινωνία. Ο πνευματικός πατέρας είναι απαραίτητος. Την ανάγκη του κόσμου θα εκπληρώσουμε όταν είμεθα καθαροί, τίμιοι, αγαθοί και ταπεινοί. Δεν μπορεί ένας να είναι πνευματικός και να μη έχει πνευματικό.
Το θαυματουργό και ιαματικό μυστήριο της μετανοίας πολλοί άνθρωποι, ακόμη και πιστοί εξομολογούμενοι, συχνά δεν το μεταχειρίζονται σωστά, ώστε τελικά να μένουν αθεράπευτοι. Η κάθε αμαρτία είναι μία μικρή επανάσταση του ανθρώπου κατά του Θεού, διαχωρίζεται από Αυτόν, απομακρύνεται, φεύγει από τη χάρη της Εκκλησίας, αποξενώνεται, τελικά νεκρώνεται. Η αμαρτία αυτοκαταστρέφει, απομονώνει και στενοχωρεί τον άνθρωπο. Η μετάνοια, όπως είπαμε, είναι μία διορθωτική πράξη, επαναφέρει, αποκαθιστά στην αρχαία ωραιότητα. Μερικοί δεν γνωρίζουν, λένε, γιατί να μετανοήσουν. Το πρόβλημα είναι σοβαρό. Έχουν αμβλυνθεί φοβερά τα κριτήρια. Η θεωρούμενη ελευθερία έχει εξασθενήσει ηθικά, τρομερά τον σύγχρονο άνθρωπο. Η μετάνοια δεν μπορεί να εξαντλείται σε μία εντελώς τυπική εξομολόγηση πριν τις μεγάλες εορτές, με το ξεμπέρδεμα των θρησκευτικών μας καθηκόντων και την κατάθεση του βάρους μας για να ξαλαφρώσουμε ψυχικά. Η μετάνοια είναι ριζική αλλαγή όλης της ζωής, αναποδογύρισμα, επανατοποθέτηση, επαναπροσανατολισμός, άρνηση και μίσος του κακού, πλήρης αλλαγή νοοτροπίας, αγάπη ολοκάρδια του αγαθού και πιστή και υπομονετική ακολούθησή του.
Η μετάνοια δεν τελειώνει σε μία εξομολόγηση με λίγα έστω δάκρυα. Η μετάνοια δεν είναι αστραπή ή φωτοβολίδα, αλλά συνεχές, επίπονο έργο ζωής. Η εξομολόγηση δεν είναι πάλι απλή διαλογική συζήτηση, λύση αποριών, τυπική εξαγόρευση δυσκολιών που έχουμε με τους άλλους, που δεν μας καταλαβαίνουν και δεν μας αγαπούν τόσο. Η εξομολόγηση δεν γίνεται από καλή συνήθεια, για το καλό, για το έθιμο, από φόβο μη μας τιμωρήσει ο Θεός και λοιπά. Η εξομολόγηση είναι βαθειά ανάγκη της μετανοημένης ψυχής, ταπεινή κατάθεση του βάρους των πλημμελημάτων.
Δεν είναι σωστό ν’ αλλάζει κανείς συνέχεια πνευματικούς. Να έχει συγχρόνως δύο πνευματικούς. Να λέγει λίγα εδώ και λίγα εκεί. Τούτο φανερώνει μεγάλη πνευματική ανωριμότητα, επιπολαιότητα και αστάθεια. Θέλει μια κάποια προετοιμασία η εξομολόγηση. Μη ζητώντας τον τέλειο και άγιο πνευματικό δεν πάμε καθόλου. Η αγιότητα δεν είναι μεταδοτική. Ο πιο άγιος πνευματικός δεν μπορεί να μας κάνει τίποτε αν δεν αγωνισθούμε. Μη νομίζουμε ότι ανεβαίνουν οι πνευματικές μετοχές μας με το να έχουμε ονομαστούς πνευματικούς, μάλλον αυξάνονται οι υποχρεώσεις μας και θα πρέπει να ελεγχόμεθα. Καλό είναι να ζητάμε το καλό και το τέλειο, όχι όμως να πάσχουμε ως ατελείς και δεινοί ευσεβιστές. Μη φοβόμαστε να παραδεχθούμε την ήττα μας, την αδυναμία μας, την αμέλειά μας.
Δεν θα κατακριθούμε γιατί πέσαμε, αλλά γιατί δεν σηκωθήκαμε. Μόνο ο δαίμονας έπεσε και δεν σηκώθηκε ποτέ. Δεν θα κολασθούμε, αδελφοί μου, γιατί αμαρτήσαμε, αλλά γιατί δεν μετανοήσαμε. Η υγιής παραδοχή της αμαρτωλότητός μας είναι πολύ σημαντική. Όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας αυτή την παραδοχή είχαν μόνιμα. Αυτό το συντετριμμένο πνεύμα πρέπει πάντοτε να υπάρχει στην καρδιά του μετανοούντος χριστιανού, πολύ περισσότερο κατά την ώρα της εξομολογήσεως. Μη αναμένουμε ανακριτικές ερωτήσεις, μη φοβόμαστε, μη δειλιάζουμε, μη ντρεπόμαστε, μη αναβάλλουμε, μη θεωρούμε αμαρτίες μόνο τον φόνο και την κλοπή. Ούτε αδιάφοροι ούτε σχολαστικοί, ούτε φοβισμένοι ούτε ξεθαρρεμένοι. Θα μπορούσε κανείς πολλά να πει επί του σοβαρού αυτού θέματος. Ας παρακαλέσουμε τον Θεό να μας φωτίζει ν’ αναχωρούμε από το εξομολογητήριο όχι με πρόσθετες αμαρτίες. Παρουσιάζοντας ακόμη και εκεί προφάσεις και δικαιολογίες για τον καλό εαυτό μας και τον κακό κόσμο….
Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης στον ωραιότατο λόγο του περί μετανοίας μεταξύ άλλων γράφει χαρακτηριστικά, εμπνευσμένα και θεοχαρίτωτα: Γνωρίζω ότι εις όσους παλαίουν κατά της αμαρτίας, ο Κύριος χαρίζει όχι μόνον την άφεσιν αλλά και την χάριν του Αγίου Πνεύματος, η οποία χαροποιεί και πληροί την ψυχήν με βαθείαν και γλυκείαν ειρήνην… Δεν υπάρχει μεγαλύτερον θαύμα από το να αγαπά τις τον αμαρτωλόν εις την πτώσιν του. Τον άγιον είναι εύκολον να αγαπάς – είναι άξιος… Χαίρει ο Κύριος επί τη μετανοία των ανθρώπων. Και όλαι αι ουράνιαι δυνάμεις αναμένουν, όπως και ημείς απολαύσωμεν της γλυκύτητος της αγάπης του Θεού και ίδωμεν το κάλλος του προσώπου Αυτού… Δόξα τω Κυρίω, ότι έδωκεν εις ημάς την μετάνοιαν, και διά της μετανοίας σωζόμεθα πάντες ημείς, άνευ εξαιρέσεως. Δεν θα σωθούν μόνο οι μη μετανοούντες… Σημείον της αφέσεως των αμαρτιών είναι ότι εμίσησαν την αμαρτίαν… Ας ταπεινωθώμεν, ίνα διά της μετανοίας αποκτήσωμεν ελεητικήν καρδίαν και τότε θα ίδωμεν την δόξαν του Κυρίου… Όστις μετανοεί αληθώς, ούτος είναι έτοιμος να υπομένη κάθε θλίψιν… Εις τον ελεήμονα ο Κύριος παρευθύς συγχωρεί τα αμαρτήματα… Θα ηυχόμην να μάθω μόνον την ταπείνωσιν και την αγάπην του Χριστού, ώστε ουδένα να προσβάλλω, αλλά να προσεύχωμαι δι’ όλους, ως δι’ εμαυτόν….
Ταπεινώς φρονώ ότι οι λόγοι αυτοί του αγίου Σιλουανού είναι συμπύκνωση όλων των προηγουμένων. Λησμονήστε, λοιπόν, αν θέλετε τα παραπάνω. Να θυμάσθε πάντα όμως ότι όποιος παλεύει κατά της αμαρτίας χαριτώνεται και ευλογείται από τον Θεό. Ν’ αγαπάμε τον αμαρτωλό και να μισούμε την αμαρτία, όπως λέγει και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Χαρά λαμβάνει ο Θεός από τη μετάνοιά μας, χαρά αληθινή αισθανόμεθα τότε κι εμείς. Απόδειξη ότι μας συγχώρεσε ο Θεός είναι το μίσος κατά της αμαρτίας. Η συγχωρητικότητα είναι χαρακτηριστικό του αληθινά μετανοημένου.
Εύχεσθε να συνεχίζουμε ελπιδοφόρα το ωραίο ταξείδι στα βαθειά νερά της μετανοίας, οδηγούμενοι στον εύδιο λιμένα της σωτηρίας μας από τον Σωτήρα και Λυτρωτή Κύριο, διά πρεσβειών πάντων των αγίων και της Θεοτόκου.
«ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ»
ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Πηγή : http://synodoiporia.blogspot.com/2012/02/blog-post_6853.html#more