Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012
Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012
Χριστούγεννα! Είσαι σίγουρος/η;
Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012
ΑΝΤΙ ΟΙ ΓΕΡΟΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΟΠΩΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ, ΚΑΝΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΓΕΡΟΥΣ
(αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς)
Γράφετε πόσο αγαπάτε τα παιδιὰ εξαιτίας τηςυπέροχης
ευγνωμοσύνης τους, η οποία έχει χαθεί στους μεγάλους ή έχει περιοριστεί
αρκετά. Δίνετε παραδείγματα. Θα σας δώσω και εγὼ ένα. Ο μητροπολίτης της
Αγίας Πετρούπολης Ισίδωρος έλεγε συχνὰ πως όταν ήταν παιδὶ ήταν ξυπόλυτος.
Κάποιος άνθρωπος ονόματι Πέτρος τον λυπήθηκε και του αγόρασε ένα ζευγάρι
γαλότσες με λαστιχένιες σόλες για πέντε καπίκια. Αυτὴ η μικρὴ ευεργεσία
χαράχθηκε τόσο βαθιὰ στη μνήμη του μικρού Ισίδωρου, ώστε μετὰ και κατὰ τη
διάρκεια πενήντα χρόνων ως ιερέας και ως επίσκοπος συχνὰ στις Λειτουργίες
μνημόνευε τον ευεργέτη του Πέτρο.
Παρακάτω γράφετε, ότι ακριβώς επειδὴ αγαπάτε τα παιδιὰ γι’ αυτὸ τα λυπάστε. Διότι ήρθαν δύσκολοι καιροὶ για την παιδικὴ ψυχή, για τον παιδικὸ χαρακτήρα. Οι αντιθέσεις σαν κρύοι άνεμοι κτυπούν τα παιδιὰ στο σπίτι, στο σχολειό και τον δρόμο. Και δεν είναι ότι απλά φέρνουν μπροστὰ στα παιδιὰ δύο ποτήρια, αλλὰ δύο αντίθετες θεωρίες για τη ζωή, την εκπαίδευση, την οικογένεια, την πατρίδα, ακόμα δε περισσότερο μπερδεύουν τα παιδιὰ με αντίθετα παραδείγματα. Θα επιθυμούσατε κάποια ιδιαίτερη εκπαίδευση για τα παιδιὰ που θα τα προστάτευε απὸ τη σύγχρονη ανευθυνότητα και σύγχυση. Ο Χριστὸς είπε: «Αν δεν αλλάξετε κι αν δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν θα μπείτε στη βασιλεία του Θεού» (Ματθ. 18,3). Ο Χριστός, λοιπόν, βλέπει μεγαλύτερη ανάγκη στην εκπαίδευση των ενηλίκων παρὰ των παιδιών. Δείχνει τη μέθοδο, πώς πρέπει να εκπαιδευτούν οι ενήλικες. Πολὺ απλά: Κοιτάζοντας τα παιδιά. Αλλά είπε πως πρέπει να εκπαιδεύσουμε και τα παιδιά: «Αφήστε τα παιδία και μην τα εμποδίζετε να έλθουν κοντά μου» (Ματθ. 19.14). Αφήστε τα παιδιὰ να πλησιάσουν τον Χριστὸ και αφήστε τους ενήλικες να πλησιάσουν τα παιδιά. Επειδή ο Χριστὸς δεν διδάσκει μόνο, αλλὰ δίνει και ευλογημένη πνευματικὴ δύναμη ώστε τα παιδιὰ να μπορούν να φέρουν εις πέρας όλα όσα έμαθαν. Ο Χριστὸς είναι η αιώνια νεότητα. Αυτὴ η αιώνια νεότητα καλεί τα παιδιὰ για να τους δωρίσει τη δύναμη για να μην γεράσουν την ψυχή τους, αλλὰ να παραμείνουν για πάντα νέοι, αγαθοὶ και χαρούμενοι άνθρωποι. Με μιὰ λέξη η σοφία της εκπαίδευσης των παιδιών απὸ τον Χριστὸ έγκειται στο γεγονὸς ότι τα παιδιὰ παραμένουν για πάντα παιδιὰ και δεν μεταμορφώνονται σε γέρους. Αντίθετα μ’ αυτὴ τη σοφία στέκει η σχολικὴ σχολαστικὴ εκπαίδευση που με τη δύναμή της βαραίνει έτσι τα παιδιά, που τα γερνάει όσο το δυνατὸν γρηγορότερα. Προβάλλει τους γέρους ως παράδειγμα, τα διαποτίζει με γερασμένες σήψεις, τους μαραζώνει την καρδιὰ με γεροντικὴ απαισιοδοξία. Αντὶ οι γέροι να γίνουν όπως τα παιδιά, κάνουν τα παιδιὰ γέρους. Και έτσι ούτε οι γέροι μπαίνουν στο Βασίλειο του Χριστού ούτε επιτρέπουν στα παιδιὰ να μπουν. Γι’ αυτὸ αναφέρεται παντού στην Ευρώπη ότι η νεολαία βρίσκεται σε απόγνωση. Ας ευλογήσει ο Χριστὸς να ξανανιώσει η νεολαία της Ευρώπης. Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς. «Δεν φτάνει μόνο η πίστη» |
Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012
ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ "ΣΩΜΑΤΙΔΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ"
Η αγάπη: το
αληθινό «σωματίδιο» του Θεού!
Στο εργαστήριο οι επιστήμονες
χρησιμοποιούν μικρά κομμάτια ύλης (σωματίδια) τα οποία συγκρούονται μεταξύ τους
σχεδόν με την ταχύτητα του φωτός. Ανάλογα με τον τύπο των σωματιδίων και την
ταχύτητα τους, είναι δυνατό να δημιουργηθούν συνθήκες στο εργαστήριο παρόμοιες
με εκείνες κατά τις πρώτες στιγμές του σύμπαντος. Κάπως έτσι διερευνώνται οι συνθήκες του πρώιμου
σύμπαντος, μελετώντας τα θραύσματα των συγκρούσεων ανάμεσα στα σωματίδια, για
να επαληθεύσουν ή να διαψεύσουν κάποιες θεωρίες που ήδη υπάρχουν.
Ακόμα, οι επιστήμονες δημιουργούν
στο εργαστήριο τις συνθήκες υπό τις οποίες πολύ σπάνια σωματίδια μπορούν να
υπάρξουν. Τέτοια σωματίδια πιθανώς υπήρχαν κατά τη διάρκεια της εξέλιξης του
σύμπαντος και έπαιξαν το δικό τους ρόλο στη διαμόρφωση του σημερινού κόσμου.
Για παράδειγμα το σωματίδιο του Higgs (που καλείται επίσης μποζόνιο του Higgs).
Το πρωί της Τετάρτης 4 Ιουλίου
2012, το κέντρο ερευνών CERN ανακοίνωσε από τη Γενεύη ότι η προσπάθεια για τον
εντοπισμό του «σωματιδίου Higgs» φτάνει προς το τέλος της, λέγοντας πως
ανακάλυψαν ένα σωματίδιο συμβατό με το «σωματίδιο Higgs». Το σωματίδιο αυτό ζει
μόνο για ένα χιλιοστό του δισεκατομμυριοστού του δισεκατομμυριοστού του
δευτερολέπτου! Μένει πλέον να αποδειχθεί τελειωτικά αν το νέο σωματίδιο είναι
όντως το πολυπόθητο «μποζόνιο Higgs», αλλά η ανακάλυψη θεωρείται δεδομένη από
τους περισσότερους επιστήμονες. Λίγο αργότερα, ο ίδιος ο Peter Higgs, 83 χρονών
σήμερα, από το μικρόφωνο του CERN και φανερά συγκινημένος δήλωνε ότι δεν
πίστευε ποτέ πως η ανακάλυψη αυτή θα συνέβαινε στη διάρκεια της ζωής του, ενώ
ζήτησε από την οικογένειά του να βάλει στο ψυγείο τη σαμπάνια, εννοώντας πως
υπάρχουν ακόμα πολλά και σημαντικά βήματα που πρέπει να γίνουν. Άλλωστε αρκετοί
επιστήμονες ισχυρίζονται ότι «το μποζόνιο του Higgs ανοίγει τον δρόμο για να κατανοήσουμε
περίπου το 4% του σύμπαντος».
Πάντως, ο όρος «σωματίδιο του Θεού» ή πολύ περισσότερο
ο όρος «σωματίδιο θεός» είναι μάλλον ανεπιτυχής. Ο ίδιος ο καθηγητής Higgs έχει δημόσια αποκαλέσει τον όρο «ενοχλητικό»,
καθώς η κακή χρήση του δυσαρεστεί και πολύ περισσότερο μπερδεύει τους
ανθρώπους. Είναι ένας όρος παραπλανητικός, λένε οι φυσικοί, οι οποίοι δεν τον
επικροτούν, καθώς δημιουργεί σύγχυση γύρω από την πραγματική φύση των ερευνών
τους.
Πολλοί φυσικοί θεωρούν πως και το
σωματίδιο αυτό ανήκει στη δημιουργία του Θεού, όπως κάθετι που υπάρχει τριγύρω
μας. Ενώ όλοι οι φυσικοί –είτε πιστεύουν στον Θεό είτε όχι- ομολογούν ότι ένα
σωματίδιο είναι μέρος της φύσης και όχι θεός, τουλάχιστον όχι περισσότερο από
όσο θα μπορούσε να είναι «θεός» ο ήλιος ή μία πέτρα.
Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ.
Ιερόθεος σημειώνει πολύ χαρακτηριστικά: «Η επιστήμη προχωρεί σε διάφορες
ανακαλύψεις οι οποίες πρέπει να ωφελούν και να μη βλάπτουν τους ανθρώπους, και
η ορθόδοξη θεολογία δίνει απαντήσεις στις πνευματικές αναζητήσεις του ανθρώπου
και στο πώς θα αποκτήσει ανιδιοτελή αγάπη προς τον Θεό και τους συνανθρώπους
του, σε μια εποχή μάλιστα που όχι μόνον κηρύσσεται «ο θάνατος του Θεού», αλλά
και «ο θάνατος του πλησίον». Τελικά, όσες ανακαλύψεις και αν κάνει η επιστήμη,
ο άνθρωπος πεινά και διψά για τον προσωπικό Θεό, για ανιδιοτελή αγάπη,
εσωτερική ειρήνη και ελευθερία, για πληρότητα πνευματική, θέλει να μάθει τί
υπάρχει πέρα από την κτίση, τί γίνεται μετά το θάνατο, τί είναι η αιώνια ζωή
κ.ά.»
Από όλα τα παραπάνω μπορούμε αβίαστα
να συμπεράνουμε πως η αγάπη είναι το αληθινό «σωματίδιο» του Θεού. Κάθετι –και
κυρίως η ζωή μας- αποκτά νόημα και βαθύτερο περιεχόμενο όταν έρχεται σε
αλληλεπίδραση με το ξεχωριστό αυτό «σωματίδιο», τη μονάκριβη φανέρωση της
θεϊκής «ουσίας», που δικαιώνει αλλά και που ξεπερνά κάθε ανθρώπινη γνώση.
Καθώς, όπως πολύ απλά μάς βεβαιώνει ο ευαγγελιστής Ιωάννης: ο Θεός αγάπη εστί!
π. Συμεών Βενετσιάνος
Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012
Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ
Του π. Γ. Δ. Μεταλληνού ,
κοσμήτορα της Θεολ. Σχολής του Παν. Αθηνών.
Ο Κοσμάς ο
Αιτωλός, μοναχός, υπήρξε διδάσκαλος και φωτιστής του Γένους, εθνομάρτυρας και
άγιος της Εκκλησίας. Καμιά προσωπικότητα των χρόνων της δουλείας δεν έχει
απασχολήσει τόσο πολύ την επιστήμη, τη λογοτεχνία και τη θεολογία, όσο ο
Πατροκοσμάς, όπως επικράτησε να ονομάζεται από τα πλατιά λαϊκά στρώματα. Ανήκει
στις φωτισμένες μορφές, που προετοίμασαν το Γένος για την παλιγγενεσία του. Η
εμφάνιση του συνέπεσε με μια κρισιμότατη περίοδο της ιστορίας του δούλου
Γένους. Τον 18ο αιώνα συντελείται η ανασυγκρότηση του ελληνισμού σε όλους τους
τομείς. Μέσα στο προστατευτικό πλαίσιο της εθναρχούσας Εκκλησίας διατήρησε την
ακεραιότητα του και μπόρεσε να επιβιώσει στους ιδιαίτερα δύσκολους 16ο και 17ο
αιώνες.
Βιογραφικά
Γεννήθηκε το
1714 στο Μέγα Δένδρο (κατ' άλλους στον Ταξιάρχη), της επαρχίας Αποκούρου της
Αιτωλίας. Το Μέγα Δένδρο δέχεται ως τόπο καταγωγής του ο πρώτος βιογράφος και
σύγχρονος του Νικόδημος ο Αγιορείτης. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο
ιεροδιδασκαλείο του Λύτσικα στη Σιγδίτσα της Παρνασσίδος και στη μονή Αγίας
Παρασκευής στα Βραγγιανά των Αγράφων. Δίδαξε ως «υποδιδάσκαλος» στη Λομποτινά
Ναυπακτίας και σε άλλα χωριά. Επιθυμώντας να λά6ει μιαν ανώτερη παιδεία πήγε
στην Αθωνιάδα Σχολή (μονή Βατοπεδίου) γύρω στο 1750, όπου είχε δασκάλους τον
Παν. Παλαμά, τον Ευγένιο Βούλγαρη και τον Νικ. Τζαρτζούλη.
Στο Άγιο
Όρος επιδόθηκε στην άσκηση και τη μελέτη της Αγίας Γραφής και των
εκκλησιαστικών Πατέρων. «Μελετώντας το άγιον και ιερόν Εύαγγέλιον -έλεγε στο
κήρυγμα του-εύρον μέσα πολλά και διάφορα νοήματα, τα οποία είναι όλα
μαργαριτάρια, διαμάντια, θησαυρός, πλούτος, χαρά, ευφροσύνη, ζωή αιώνιος». Μολονότι
το περιεχόμενο της παιδείας του δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια,
από το κήρυγμα του συνάγεται ότι είχε μια βαθιά εκκλησιαστική γνώση και μια
επαρκή γενικότερη «θύραθεν» παιδεία. Γνώριζε καλά Ελληνικά, έμαθε ξένες γλώσσες
(«Εβραϊκά, Τουρκικά, Φράγκικα») και δείχνει κάποια άνεση στη χρήση και της
αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Άλλωστε, και μετά τη φοίτηση του στην Αθωνιάδα,
ως μοναχός μπορούσε να συνεχίσει την κατάρτιση του «κατ' ιδίαν» («... έφθειρα
την ζωήν μου είς την σπουδήν σαράντα πενήντα χρόνους... τα βάθη της σοφίας
ήρεύνησα» -θα ομολογήσει). Το 1759 έγινε μοναχός στη μονή Φιλόθεου. Τότε άλλαξε
το κοσμικό του όνομα Κώνστας με το μοναχικό Κοσμάς.
Στον χώρο
της μετανοίας του φλεγόταν από τον πόθο να βοηθήσει το υπόδουλο Γένος, συμβάλλοντας
στον κατά Θεόν φωτισμό του. «Άκούοντας και εγώ, αδελφοί μου -θα πει
αργότερα-τούτον τον γλυκύτατον λόγον, όπου λέγει ο Χριστός μας, να φροντίζωμεν
και δια τους αδελφούς μας, μ' έτρωγεν εκείνος ο λόγος μέσα είς την καρδίαν
τόσους χρόνους, ωσάν το σκουλήκι, όπου τρώγει το ξύλον... Όθεν άφησα την Ιδικήν
μου προκοπήν, το ιδικόν μου καλόν, και εβγήκα να περιπατώ από τόπον είς τόπον
και διδάσκω τους αδελφούς μου». Και αλλού θα συμπληρώσει: «Επειδή το Γένος μας
έπεσεν εις αμάθειαν, είπα: Ας χάση ο Χριστός εμένα, ένα πρόβατον, και ας
κερδίση τα άλλα. Ίσως η ευσπλαγχνία του Θεού και η ευχή σας σώση και εμένα».
Στα τέλη του
1760, πιθανότατα, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και έλαβε άδεια και ευλογία του
οικουμενικού πατριάρχη Σωφρονίου Β', για να αρχίσει το ιεραποστολικό του έργο,
το οποίο συνέχισε για μια περίπου εικοσαετία και το επισφράγισε με το μαρτύριο
του.
Ο Κοσμάς
πραγματοποίησε τέσσερεις ή κατ' άλλους τρεις περιοδείες, σε όλο τον ελλαδικό
χώρο. Οι πορείες του δεν μπορούν να οριστούν με ακρίβεια. Διάφορες «ενθυμήσεις»
εκκλησιαστικών βιβλίων, τοπικές παραδόσεις και οι επιστολές του βεβαιώνουν ότι
περιόδευσε τα μέρη της Κωνσταντινούπολης, τη Θράκη, το Άγιο Όρος, τη Στερεά
Ελλάδα, την Αχαΐα, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τα νησιά του Αιγαίου
και Ιονίου, τμήμα της Σερβίας και τη Βόρειο Ήπειρο, όπου υπήρχε ελληνικό
στοιχείο. Κήρυττε σε πόλεις και χωριά, σε ορεινές και απομονωμένες περιοχές,
αψηφώντας μόχθο και κινδύνους. Παρά την ηπιότητα και πατρικότητα του κηρύγματος
του, που έβρισκε μεγάλη λαϊκή ανταπόκριση, δεν έλειψαν οι αντιδράσεις. Τους
πλουσίους και κάθε είδους δυνατούς προκαλούσε ο λόγος του να δώσουν «το άδικον
οπίσω»· πολλούς από τους κοτζαμπάσηδες ο λόγος του για δικαιοσύνη- τους Ενετούς
και το επτανησιακό αρχοντολόι η ρωμαίικη παράδοση, που αυτός εκπροσωπούσε· και
τέλος τους Εβραίους η μεταφορά, με ενέργειες του, του παζαριού από την Κυριακή
στο Σάββατο και οι λαϊκές αντιεβραϊκές παραδόσεις, που χρησιμοποιούσε. Η
επιβουλή των Εβραίων εναντίον του έγινε ο μεγαλύτερος κίνδυνος του: «Να τον
παρακαλέσετε (τον Χριστό) -έλεγε-να με φυλάγη από τις παγίδες του Διαβόλου και
μάλιστα των Εβραίων, όπου εξοδιάζουν χιλιάδες πουγγιά δια να με θανατώσουν».
Στις 2 Μαρτίου 1779 έγραφε στον λόγιο αδελφό του Χρύσανθο: «Δέκα χιλιάδες
Χριστιανοί με άγαπώσι και ένας με μισεί. Χίλιοι Τούρκοι με άγαπώσι και ένας όχι
τόσον. Χιλιάδες Εβραίοι θέλουν τον θάνατον μου και ένας όχι». Οι Εβραίοι τον
συκοφάντησαν ότι δήθεν ήταν όργανο της Ρωσίας και υποκινούσε επανάσταση. Ενώ
κήρυσσε στο χωριό Κολικόντασι του Βερατίου, συνελήφθη με εντολή του Κουρτ πασά,
στις 23 Αυγούστου 1779, και την επομένη κρεμάστηκε από δέντρο στις όχθες του
ποταμού Άψος, χωρίς καμιά δίκη και καταδικαστική απόφαση. Το σώμα του γυμνώθηκε
και ρίχτηκε οτον ποταμό, απ' όπου το ανέσυρε ύστερα από τρεις μέρες ο εφημέριος
του χωριού και το έθαψε στον ναό του.
Η δράση
Ο Κοσμάς
επέλεξε τον αποστολικό τρόπο δράσης, υπακούοντας σε εντολές και ευρύτερο σχέδιο
του οικουμενικού πατριαρχείου. Η έναρξη ιεραποστολικής δράσης σχεδόν ταυτόχρονα
με τον Κοσμά και από τον λόγιο ιεροκήρυκα του πατριαρχείου Δωρόθεο Βουλησμά
ενισχύει αυτή την εκδοχή. Οι περιοδείες του Πατροκοσμά αποσκοπούσαν στην
ενίσχυση της λαϊκής ενότητας μέσα στην εκκλησιαστική παράδοση, που ήταν και
εθνική. Πρωταρχικός στόχος του ήταν η ανάσχεση των εξισλαμισμών, που είχαν
πυκνωθεί τον 18ο αιώνα. Το κήρυγμα του Πατροκοσμά μπόρεσε να βρει απήχηση και
συνεπώς να έχει και διάρκεια, γιατί ο Κοσμάς μπορούσε να μιλεί με τρόπο
κατανοητό στον λαό, αντίθετα με άλλους λογίους ιεροκήρυκες της εποχής του. Ο
λόγος του φανερώνει το λαϊκό φρόνημα του. Χρησιμοποίησε τον γλωσσικό κώδικα
επικοινωνίας των λαϊκών στρωμάτων, για να μπορεί να βρει απήχηση ο λόγος του.
Διάνθιζε το κήρυγμα του με ελεύθερη απόδοση αγιογραφικών και πατερικών χωρίων,
με τα οποία ο λαός ήταν εξοικειωμένος στη λειτουργική ζωή του. Ο «δημοτικισμός»
όμως του Πατροκοσμά δεν ήταν τεχνητός, αλλά φυσικός και αβίαστος. Δεν επεδίωκε,
άλλωστε, τον εντυπωσιασμό του λαού, αλλά την πνευματική προκοπή του. Στην
απλουστευμένη μορφή του λόγου του σώζεται ατόφιος ο ελληνικός γλωσσικός
πλούτος, μέσα σε μια φυσική και ανεπιτήδευτη ρητορικότητα, που παρουσιάζει σε
πολλά σημεία σπάνια λογοτεχνική δύναμη. Ο Πατροκοσμάς δεν κατέχεται από κάποιο
γλωσσικό μονισμό. Γνωρίζει την ελληνική γλώσσα σ' όλη τη διαχρονία της. Γι'
αυτό χρησιμοποιεί με άνεση διάφορες γλωσσικές μορφές, ανάλογα με τις
περιστάσεις. Αρκεί να παραβάλει κανείς τη γλώσσα του κηρύγματος του με εκείνη
της αλληλογραφίας του.
Η αγάπη του
Κοσμά για τον λαό φανερώνεται συχνά στο κήρυγμα του. «Χρέος έχουν εκείνοι, όπου
σπουδάζουν -σημειώνει-να μη τρέχουν εις αρχοντικά και αυλάς μεγάλων και να
ματαιώνωσι (να χαραμίζουν) τη σπουδή τους, δια να αποκτήσουν πλούτον και
αξίωμα, αλλά να διδάσκωσι μάλιστα τον κοινόν λαόν, όπου ζώσι με πολλήν
απαιδευσίαν και βαρβαρότητα». Πρότυπα του σε αυτό το πλησίασμα του λαού, που
επιχείρησε, είχε ασφαλώς τον Φραγκίσκο Σκούφο (1644-1697), τον Ηλία Μηνιάτη
(1669-1714) και τον Βικέντιο Δαμοδό (1700-1752). Την ίδια δε παράδοση θα
ακολουθήσει και ο νεώτερος του Κοσμά Νικηφόρος Θεοτόκης (1730-1800).
Το κήρυγμα
του Πατροκοσμά και η διδασκαλία του αποτυπώθηκαν στις περίφημες Διδαχές του, ο
οποίες δείχνουν την πατερικότητα και παραδοσιακότητά τους. Στον λιτό και
ανεπιτήδευτο λόγο του ανακεφαλαιώνεται όλη η πατερική παράδοση. Το φιλολογικό
πρόβλημα των Διδαχών εξέτασε εκτεταμένα ο Ι. Μενούνος στη διατριβή του. Ο λόγος
του Πατροκοσμά δεν έχει μεγάλη ποικιλία. Είναι μια βασική διδασκαλία, που ο
«σκελετός» της παρέμενε βασικά ο ίδιος, με ανάλογες προσαρμογές κατά τις
περιστάσεις. Το θεολογικό του σχήμα είναι: δημιουργία από τον Θεό -πτώση-
σωτηρία εν Χριστώ -μέθοδος οικειώσεως της εν Χριστώ σωτηρίας (λυτρωτικά μέσα
της Εκκλησίας: άσκηση -μυστήρια). Ο Ι. Μενούνος διακρίνει πέντε τύπους Διδαχών
(συνολικά 26 κείμενα) του Κοσμά, των τελευταίων ετών της δράσης του. Κανένα
αυτόγραφο του δεν σώζεται. Τα κηρύγματα του καταγράφονταν από ακροατές του.
Ο Κοσμάς
ακολουθούσε συγκεκριμένη πορεία στο κήρυγμα του. Σε κάθε τόπο έκανε μια πρώτη
ομιλία το βράδυ, γιατί η μετακίνηση του γινόταν στη διάρκεια της ημέρας. Το
πρωί έκανε μια δεύτερη ομιλία. Στην πρώτη μιλούσε για τη δημιουργία και την
πτώση, στη δεύτερη για τη σωτηρία. Το δεύτερο βράδυ έκανε τρίτη ομιλία με θέμα
την ανάσταση και την εξάπλωση της πίστης, μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία.
Η ευρύτερη
θεματική των ομιλιών του είχε στόχο την ανταπόκριση στις άμεσες ανάγκες και
στους προβληματισμούς του Γένους. Θα μπορούσαν να διακριθούν εδώ τρεις άξονες:
α) Η
ορθόδοξη πίστη και παράδοση
Απέβλεπε
στην αναζωπύρηση του πατερικού φρονήματος, για την επανεύρεση των υπαρκτικών
θεμελίων του Γένους. ΓΓ αυτό έκανε συνεχώς έκκληση στην ορθόδοξη συνείδηση του
λαού: «Έμαθα -έλεγε-πώς με την χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χρίστου και Θεού δεν
είσθενε Έλληνες (δηλ. ειδωλολάτρες), δεν είσθενε ασεβείς αιρετικοί άθεοι, αλλ'
είσθενε ευσεβείς ορθόδοξοι Χριστιανοί, πιστεύετε και είσθενε βαπτισμένοι εις το
όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και είσθενε τέκνα και
θυγατέρες του Χριστού μας...». Η δική του (δια)φωτιστική προσπάθεια
διαφοροποιούνταν ριζικά από εκείνη των δυτικόφρονων Διαφωτιστών της εποχής και
επεδίωκε να προφυλάξει τον λαό από τη σύγχυση των διαφόρων προπαγανδών, που
άρδευαν κατακλυσμικά τη συνείδηση του: «Όλες οι πίστες -ήταν το κήρυγμα του
Πατροκοσμά-είναι ψεύτικες, κάλπικες, όλες του Διαβόλου. Τούτο εκατάλαβα αληθινόν,
θείον, ούράνιον, σωστόν, τέλειον και δια λόγου μου και δια λόγου σας, πως μόνη
η πίστις των ευσεβών και ορθοδόξων Χριστιανών είναι καλή και αγία...». Το
κήρυγμα του, τριαδοκεντρικό οπωσδήποτε, εστιάζεται συχνά στο πρόσωπο του
Χριστού, αφού το «κινδυνευόμενον και προκείμενον» ήταν η χριστιανική (ορθόδοξη)
υπόσταση του Έθνους. Ο Χριστός είναι για τον Κοσμά «ό γλυκύτατος αύθέντης και
δεσπότης». Χρυσοστομικές εξάρσεις στον λόγο του είναι συχνές: «Άνίσως, αδελφοί
μου, και ήταν δυνατόν να ανεβώ εις τον ούρανόν, να φωνάξω μίαν φωνήν μεγάλην,
να κηρύξω εις δλον τον κόσμον πώς μόνος ό Χριστός μου είναι Υιός και Λόγος του
Θεού και Θεός αληθινός και ζωή των απάντων, ήθελα να το κάμω».
Το κήρυγμα
του δεν ήταν άχρωμη ηθικολογία, αλλά θεολογία, πατερικό στην ουσία του και
δογματικό παρά την απλότητα του. Προέβαλλε το ορθοδοξοπατερικό ήθος μέσα από
τον ρεαλισμό της εν Χριστώ σωτηρίας. Ζητούσε καθαρότητα της καρδιάς, για να
μπορεί να βλαστήσει ο Θείος σπόρος (πρβλ. Λουκ, η' 5 κ.εξ.) και μετοχή στα
μυστήρια της Εκκλησίας. Γι' αυτό έστηνε έναν ξύλινο σταυρό (πολλοί από αυτούς
έχουν σωθεί) και δίδασκε στη σκιά του, καλώντας τον λαό στα μυστήρια (ευχέλαιο,
εξομολόγηση, Θεία Ευχαριστία). Από την ορθόδοξη παράδοση προχωρούσε στο
ορθόδοξο ήθος, προβάλλοντας την τριάδα των αρετών: ταπείνωση, συγχωρητικότητα,
αγάπη, ως θεμέλιο της εκκλησιαστικής κοινωνικότητας. Ζητούσε από τον Θεό να
«φύτευση και να ρίζωση εις την καρδίαν (των ακροατών του) την εϊρήνην, την
άγάπην, την όμόνοιαν, την πραότητα, την θερμήν πίστιν, την όρθήν έξομολόγησιν».
Οικοδομούσε, έτσι, τον σύνδεσμο ατομικότητας και κοινωνικότητας μέσα στο
εκκλησιαστικό σώμα.
β) Η
γνήσια παιδεία
Ο
Πατροκοσμάς υπήρξε απόστολος όχι μόνο της Ορθόδοξης πίστης, αλλά και της
ελληνικής παιδείας. Σ' αυτό το σημείο δεν έλειψαν οι αντιφατικές κρίσεις και
ιδεολογικές ακόμη χρήσεις των λόγων του. Την παιδεία συνδύαζε με τον φωτισμό
του ανθρώπου και γι' αυτό θεωρούσε αμάρτημα την αδιαφορία απέναντι της:
«Άμαρτάνετε πολύ να τα αφήνετε (=τα παιδιά) αγράμματα και τυφλά, και μη μόνον
φροντίζετε να τους αφήσετε πλούτη καί υποστατικά, και μετά τον θάνατο σας να τα
τρων και να τα πίνουν και να σας όπισολογοϋν (κατηγορούν; δυσφημούν;). Καλύτερα
να τα αφήσετε φτωχά και γραμματισμένα, παρά πλούσια και αγράμματα». Η παιδεία
όμως, που αυτός συνιστά, είναι η παιδεία του Γένους, ελληνική. Δεν τον κινεί
κάποιος εθνικιστικός σωβινισμός στο αίτημα αυτό, αλλά η ιστορία του Γένους.
Μιλεί για την παιδεία των Πατέρων, η οποία ως γνήσια ζήτηση της αλήθειας
(φιλοσοφία) ανοίγει τον δρόμο προς το Ευαγγέλιο, τον λόγο της σωτηρίας. «Ή
Εκκλησία μας -λέγει-είναι εις την έλληνικήν. Και αν δεν σπουδάσης τα Ελληνικά,
δεν ημπορείς να καταλάβης εκείνα πού ομολογεί η Εκκλησία μας». Για να
περιορίσει και να εξαφανίσει από τους Έλληνες τη χρήση του βλάχικου ή
αρβανίτικου γλωσσικού ιδιώματος, θα φθάσει σε σημείο να δηλώσει: «Όποιος
χριστιανός, άνδρας ή γυναίκα, υπόσχεται μέσα είς το σπίτι του να μη κουβεντιάζη
Αρβανίτικα, ας σηκωθή επάνω να μου είπη και να πάρω όλα του τα αμαρτήματα εις
τον λαιμόν μου από τον καιρόν όπου εγεννήθηκε, έως τώρα, και να βάλω όλους τους
χριστιανούς να τον συγχωρέσουν...».
Η παιδεία
που διέδιδε ο Πατροκοσμάς απέβλεπε στην αναγέννηση του Έθνους. Όπως έγραφε
στους Παργίους, το ελληνικό σχολείο που θα ίδρυαν, έπρεπε να συντελέσει «εις
την διαφύλαξιν της πίστεως και ελευθερίαν της πατρίδος». Ήταν μια παιδεία που
ανταποκρινόταν στις άμεσες ανάγκες του δούλου Γένους και διαφοροποιούνταν
ριζικά από εκείνη των δυτικοπλήκτων και τα «άθεα γράμματα» μερικών Διαφωτιστών.
Το αυθεντικό πατερικό φρόνημα του αποτυπώνουν τα λόγια του: «Αι πολλαί
Εκκλησίαι ούτε διατηρούν, ούτε ενισχύουν την πίστιν μας, όσον και όπως πρέπει,
εάν οι εις Θεόν πιστεύοντες δεν είναι φωτισμένοι υπό των παλαιών και νέων
Γραφών. Η πίστις μας δεν εστερεώθη από αμαθείς Αγίους, αλλά από σοφούς και
πεπαιδευμένους, οίτινες και τας αγίας Γραφάς ακριβώς μας εξήγησαν και δια
θεοπνεύστων λόγων αρκούντως μας εφώτισαν...». Πάνω σε παρόμοιες θέσεις του
Πατροκοσμά, φαίνεται, στηρίχθηκε η άποψη ότι γκρέμισε στη Χειμάρρα εκκλησίες,
για να γίνουν σχολεία. Δεν είναι όμως απίθανο, ερειπωμένες και
εγκαταλελειμμένες εκκλησίες να όριζε να τις μετατρέψουν σε σχολεία. Το σχολείο
όμως του Κοσμά ήταν προέκταση της Εκκλησίας: «Από το σχολείο μανθάνομεν, το
κατά δύναμιν, τί είναι Θεός, τί είναι ή Αγία Τριάς, τί είναι άγγελοι, τί είναι
αρχάγγελοι, τί είναι δαίμονες, τί είναι παράδεισος, τί είναι κόλασις, τί είναι
αμαρτία, αρετή. Από το σχολείον μανθάνομεν τι είναι Αγία Κοινωνία, τι είναι
Βάπτισμα, τι είναι το άγιον Εύχέλαιον, ο τίμιος γάμος, τι είναι ψυχή, τι είναι
κορμί, τα πάντα από το σχολείον τα μανθάνομεν». Έβλεπε, συνεπώς, το σχολείο ως
ναό της αληθινής γνώσης και θεοκεντρικής παιδείας. Ο διαφωτισμός του Πατροκοσμά
ήταν ορθοδοξοκεντρικός. Το παιδευτικό του πρότυπο ήταν ο Θεάνθρωπος, όχι ο κατά
κόσμον σοφός, αλλ' ο θεούμενος. Πλήρης η ταύτιση του με τους συγχρόνους του
Κολυβάδες. Ως φωτιστής του Γένους δεν μπορεί να τοποθετηθεί δίπλα στους
δυτικόφρονες, αλλά δίπλα στον Βούλγαρι και τον Νικόδημο τον Αγιορείτη. Ο ζήλος
του για την παιδεία των ομοεθνών του φαίνεται από τα ίδια τα έργα του. Στον
αδελφό του Χρύσανθο έγραφε (1779) ότι ίδρυσε 10 ελληνικά σχολεία και 200 για τα
κοινά γράμματα (δημοτικά), στις 30 επαρχίες που είχε επισκεφθεί.
γ)
Ορθόδοξη κοινωνικότητα
Ο
Πατροκοσμάς απέβλεπε με το κήρυγμα του να σώσει και τα υπαρκτικά θεμέλια του
Γένους στις διαστάσεις της ρωμαίικης κοινωνικότητας. Αποσκοπούσε όχι μόνο στην
αναγέννηση του ανθρώπινου προσώπου, αλλά και σύνολης της κοινωνίας. Την
κοινωνικότητα έβλεπε ως οριζόντια θρησκευτικότητα. Κήρυττε ισότητα και
αδελφότητα όλων των ανθρώπων («από ένα άνδρα και μίαν γυναίκα εγεννήθημεν και
όλοι είμεθα αδελφοί»). Δεν παρέλειπε όμως να συμπληρώνει: «Όλοι είμεθα αδελφοί,
μόνον η πίστις μας χωρίζει», δείχνοντας την πατερική και εδώ θεμελίωση του. Η
υπερφυλετική παναδελφοσύνη των ανθρώπων απέρρεε από τη ρωμαίικη οικουμενικότητα
του φρονήματος του, που θεμελιωνόταν όχι στο όμαιμο, αλλά στο ομόπιστο, στο
ομόδοξο. Παράλληλα όμως κήρυττε την ισότητα ανδρών και γυναικών και την
ιερότητα του γάμου, μέσα όμως στη λειτουργική ιδιαιτερότητα των φύλων και της
αποστολής τους στο κοινωνικό σώμα (ήθελε τον άνδρα «ωσάν βασιλέα» στην
οικογένεια και την γυναίκα «ωσάν βεζίρη»). Συνιστούσε την πρακτική δικαιοσύνη,
την αποφυγή «της αρπαγής και αδικίας» και να δίνεται «το άδικον οπίσω», σ'
όποιον και αν είχε γίνει η αδικία («... όσοι αδικήσατε Χριστιανούς, ή Εβραίους,
ή Τούρκους»).
Ιδιαίτερα
εντυπωσιάζει το γεγονός ότι ο Πατροκοσμάς έδειχνε σημαντικό ενδιαφέρον για τη
συλλογική -κοινωνική συμπεριφορά και οργάνωση, για κοινή-κοινοτική ύπαρξη και
σύμπραξη: «Άμή τί είναι ή πλερωμή μου; Να καθίστετε από πέντε-δέκα να
συνομιλήσετε αυτά τα θεϊα νοήματα, να τα βάλετε μέσα είς την καρδίαν σας, δια
να σας προξενήσουν την ζωήν την αίώνιον». Σε κάθε τόπο, που επισκεπτόταν,
συνιστούσε στη συσσωμάτωση σε αδελφότητα, για τη συλλογική δραστηριοποίηση της
κοινωνικής ομάδας, στα όρια όμως μιας κοινής και εθνωφελούς στοχοθεσίας. Όριζε
εκλογή των υπευθύνων με βάση δημοκρατική («με τη γνώμη όλων των χριστιανών»).
Σύμφωνα με μαρτυρία του προβλεπτή της Λευκάδας, που είχε πάρει από τον κατάσκοπο
του αγίου, άρχοντα Μαμωνά, ο Πατροκοσμάς απέτρεπε τους κατοίκους της Πρέβεζας
να εκκλησιάζονται στις ενορίες εκείνες που δεν είχαν συσσωματωθεί σε
αδελφότητα. Είναι φανερό ότι το κοινοβιακό πρότυπο του Αγιορείτη μοναχού
Πατροκοσμά μεταφυτευόταν στις κοσμικές ενορίες και κοινότητες.
Την
κοινωνική ενότητα στήριζε στον αλληλοσεβασμό «αρχόντων και αρχομένων».
Προέτρεπε τους πιστούς να τιμούν τους ιερείς παραπάνω από τους βασιλείς και
τους αγγέλους, αλλά και τους προεστούς και τους γεροντότερους, χωρίς «να καταφρονούν
κανένα... ότι ο Θεός όμοια μας έχει όλους». Τις ρωμαίικες-ορθόδοξες ρίζες της
κοινωνικής του θεωρίας αποκαλύπτει η θέση του για τους προεστούς: «Ό,τι χρεία
τύχη της χώρας, τους προεστούς γυρεύουν και σεις κοιμάσθε ξέγνοιαστοι...». Στη
συνάφεια αυτή έχει σημασία η τοποθέτηση του Πατροκοσμά απέναντι στον κατακτητή.
Συνιστά στον λαό νομιμοφροσύνη, αλλ' όχι δουλικότητα: «Περιπατώ -γράφει σε
κάποιον κατή-και διδάσκω τους Χριστιανούς να φυλάγουσι τας εντολάς του Θεού και
να πείθωνται (υπακούουν) εις τας κατά Θεόν βασιλικάς προσταγάς» (Πράξ. ε' 29).
Συνιστούσε υπακοή σε όσα «δεν αντιστέκονται στο Ευαγγέλιο».
Στη θέση του
απέναντι στους Τούρκους μένει πιστός στη χαραγμένη ήδη από τον πατριάρχη
Γεννάδιο Β' τον Σχολάριο τακτική. Βραχυπρόθεσμη συνεργασία και κατευνασμός του
«θηρίου» και πρόκριση του Τούρκου, ως λιγότερο επικίνδυνου για την «ψυχή», από
τον Φράγκο: «Και διατί δεν έφερεν ο Θεός άλλον βασιλέα, που ήταν τόσα ρηγάτα
εδώ κοντά να τους το δώση, μόνον ήφερε τον Τούρκον μέσαθε από την Κόκκινην
Μηλιά και του το έχάρισεν; Ήξερεν ο Θεός, πως τα άλλα ρηγάτα μας βλάπτουν εις
την πίστιν, και ο Τούρκος δεν μας βλάπτει. Άσπρα (χρήματα) δώσ' του καί
καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι...». Έδινε έτσι μιαν απάντηση στους δυτικόφρονες
ενωτικούς. Δεν δίσταζε όμως, όταν έπρεπε, να αποκαλύπτει τους εχθρούς της
πίστεως και του Γένους: «Ό αντίχριστος ο ένας είναι ο Πάπας και ο έτερος είναι
αυτός, που είναι εις το κεφάλι μας. Χωρίς να είπω το όνομα του, το
καταλαβαίνετε...».
Ο
οραματισμός
Η μεγαλόπνοη
δράση του Πατροκοσμά δέχθηκε πολλές ερμηνείες, αναζητήθηκαν διάφορες
σκοπιμότητες και επισημάνθηκαν ανάλογοι στόχοι. Θεωρήθηκε «εθνικιστής»,
«κοινωνικός επαναστάτης», «δημοτικιστής» κ.ά. Οι τοποθετήσεις όμως αυτές μάλλον
τον αδικούν, διότι είναι ευδιάκριτη η πατερικότητά του. Ο άγιος Κοσμάς ανήκε
ολόκληρος στην ορθόδοξη πατερική παράδοση, είχε ευρύ πατερικό πνεύμα και οι
στόχοι και τα μέσα του καθορίζονταν από τη ζωή και πράξη της Εκκλησίας.
Απέβλεπε στον αναβαπτισμό του Έθνους στην πατερική παράδοση, όπως αυτή σώζεται
στην πραγματικότητα της Εκκλησίας. Οραματιζόταν μια ελληνική κοινωνία «κατοικία
του Θεού, κατοικία των αγγέλων». Τίποτε λιγότερο, δηλαδή, ή περισσότερο από
ό,τι ο ιερός Χρυσόστομος, όταν έλεγε: «γήν ούρανόν ποιήσωμεν». Το κήρυγμα του,
προϋποθέτοντας την ακαταστασία των καιρών, οδηγούσε σε μια χριστοκεντρική
κοινωνία, σε μια αταξική αδελφοποιία, μέσα στην ελευθερία και τη δικαιοσύνη:
«Να ζήσουν (οι άνθρωποι) -έλεγε-και εδώ καλά, ειρηνικά και αγαπημένα, και μετά
να πηγαίνουν εις τον παράδεισον να χαίρωνται πάντοτε». Έξω από κάθε ουτοπία,
κινούνταν στον πνευματοκρατικό ρεαλισμό της Ορθοδοξίας, στα όρια του -υπαρκτού
Χριστιανισμού», όπως σώζεται στη μοναστική αδελφότητα-ενορία. Αδιανόητη ήταν
γι' αυτόν μια Ελλάδα χωρίς Χριστό, χωρίς Ορθοδοξία. Η φιλοπατρία του διεπόταν
από τη διπολικότητα πρόσκαιρου - αιωνίου, με έμφαση βέβαια στο δεύτερο:
α) «Ή
πατρίδα μου η ψεύτικη, η γήινη και ματαία, είναι από του Αγίου Άρτης και από
την έπαρχίαν Άπόκουρον». Αλλά συμπλήρωνε:
β) «Ήμεϊς,
Χριστιανοί μου, δεν έχομεν εδώ πατρίδα (Εβρ. ιγ' 14). Δια τούτο και ό Θεός μας
έβαλε τον νουν εις το επάνω μέρος, δια να στοχαζώμασθε πάντοτε την ούράνιον
βασιλείαν, την αληθινήν πατρίδα μας».
Μέσα σ' αυτό
το πλαίσιο πρέπει να ιδωθεί και η εθνική του προσδοκία, η οποία δεν πρέπει να
χωριστεί από τη ρωμαίικη οικουμενικότητα, που, όπως στους Κολυβάδες, σωζόταν
και στον Πατροκοσμά. Μιλούσε για το ρωμαίικο («αυτό μια μέρα θα γίνη
ρωμαίικο»). Η ανάσταση του Γένους προσανατολιζόταν στην Πόλη και την
Ελληνορθόδοξη αυτοκρατορία της Ρωμανίας. Αυτή την αποκατάσταση του Γένους
υπαινίσσονταν και οι σπουδαίες προφητείες του. Με υπονοούμενα και συμβολικές
φράσεις, εξάλλου, προσπαθούσε να εμπνεύσει στις ψυχές των υποδούλων τον πόθο
της παλιγγενεσίας και να συντηρήσει την ελπίδα για την έλευση του «ποθούμενου».
Και ως μόνο μέσο γι' αυτή την ενδυνάμωση της συλλογικής συνείδησης θεωρούσε την
εμμονή στην πίστη: «Το κορμί σας ας το καύσουν, ας το τηγανίσουν· τα πράγματα
σας ας τα πάρουν, μη σας μέλλει. Δώσατε τα. Δεν είναι δικά σας. Ψυχή και
Χριστός σας χρειάζονται. Αυτά τα δύο όλος ο κόσμος να πέση δεν ημπορεί να σας
τα πάρη, εκτός και τα δώσετε με το θέλημα σας. Αυτά τα δύο να τα φυλάττετε, να
μη τα χάσετε». Μετά τις αποτυχίες των ρωσοτουρκικών συγκρούσεων (1774 κ.ε.)
πρέπει να συνειδητοποίησε ο Κοσμάς την ανάγκη της εσωτερικής σποράς μέσα στη
λαϊκή ψυχή, ώστε να βρει μόνη της τον δρόμο της ελευθερίας, με την αναζωπύρηση
της αυτοσυνειδησίας της.
Η απήχηση
Το κήρυγμα
του Πατροκοσμά είχε τεράστια απήχηση στον λαό. Σε κάθε τόπο, που επισκεπτόταν,
προκαλούσε σεισμό στις συνειδήσεις, συνοδευόμενο από μετάνοια. Εχθροί
συμφιλιώνονταν, κλέπτες επέστρεφαν τα κλοπιμαία, ληστές μεταβάλλονταν, πλούσιες
γυναίκες πρόσφεραν τα χρυσάφια τους για έργα φιλανθρωπίας κ.λπ. Κατά τον
βιογράφο του Νικόδημο μοίρασε συνολικά «υπέρ τα πεντακόσιας χιλιάδας σταυρούδια».
Τις ομιλίες του παρακολουθούσαν χιλιάδες (τουλάχιστον 6.000 ήταν οι ακροατές
του στο χωριό Μαύρο Μανδήλι κοντά στην Πρέβεζα κατά τον κατάσκοπο του Μαμωνά).
Ακόμη και σήμερα όλη η βορειοδυτική Ελλάδα διατηρεί τη μνήμη της παρουσίας του.
Σε πολλά μέρη της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, των Αγράφων και της Στερεάς άρχιζε
η επανάσταση με το δίστιχο: «Βοήθα μας, άγιε Γιώργη, και συ άγιε Κοσμά / να
πάρουμε την Πόλη και την Αγιά-Σοφιά». Ιδιαίτερη εκτίμηση έτρεφε για τον άγιο ο
διαβόητος Αλή πασάς των Ιωαννίνων, του οποίου το μέλλον είχε προφητεύσει ο
Κοσμάς. Γι' αυτό και ανήγειρε μεγαλοπρεπή ναό στον τόπο της ταφής του αγίου.
Διέταξε ακόμη να κατασκευάσουν αργυρά θήκη για την κάρα του, την οποία πολλές
φορές έφερε στα Γιάννινα, για να την προσκυνήσει. Όταν κάποιοι τον χλεύασαν για
την πράξη του αυτή, απάντησε με οργή: «Φέρετε μου ένα μουσουλμάνο σαν κι αυτόν
τον Χριστιανό και να του φιλήσω και τα πόδια».
Ο
Πατροκοσμάς είχε και το χάρισμα της θαυματουργίας, ευρύτατα γνωστό στον λαό,
που είχε, έτσι, τη βεβαίωση του αγιοπνευματικού φωτισμού του. Δείγματα της
αγιότητας του ήταν και οι προφητείες του, πολλές από τις οποίες βρήκαν την
πραγμάτωση τους. Έλεγε λ.χ. «το ποθούμενο θα γίνη στην τρίτη γενεά. Θα τδ δουν
τα εγγόνια σας». Πράγματι, η γενεά του 1821 ήταν η τρίτη από την εποχή του
Κοσμά. «Πότε θαρθή το ποθούμενο;» -τον ρώτησαν στα Τσαραπλανά της Ηπείρου.
«Όταν ενωθούν αυτά», απάντησε, δείχνοντας δύο μικρά δένδρα, τα οποία πράγματι
μεγάλωσαν και ενώθηκαν το 1912. Ο λαός τον τιμούσε γι' αυτό ως άγιο ήδη πριν από
το μαρτύριο του, μετά το οποίο του αποδίδονταν τιμές μάρτυρα της πίστεως. Αυτή
την πράξη έλαβε υπ' όψιν το οικουμενικό πατριαρχείο, το οποίο με πράξη του τον
κατέταξε μεταξύ των αγίων της Εκκλησίας, στις 20 Απριλίου 1961,
υπογραμμίζοντας, ότι «άπασαν την πατρώαν γήν διέδραμε, κηρύττων ιεραποστολικώς
τον λόγον του θεού, σχολεία πολλαχοϋ ιδρύων, ασθενούντας θεραπεύων, την άγίαν
αυτού έκκλησίαν κρατύνων, τύπον δ' εαυτόν ταπεινώσεως, αύταπαρνήσεως, αρετής
και εγκράτειας άναδείξας, έως ου και τον μαρτυρικόν ύπέμεινε θάνατον». Η μνήμη
του τιμάται στις 24 Αυγούστου, μέρα του μαρτυρίου του.
Ο άγιος
Κοσμάς ονομάστηκε «ο μεγαλύτερος μετά την άλωση Έλληνας» και πατέρας του
νεοελληνικού Έθνους. Ίσως θα πρέπει να προστεθεί ότι υπήρξε πρότυπο
νεοελληνικού ήθους και αναστηλωτής του αυθεντικού ελληνορθόδοξου ιδεώδους.
Τετάρτη 15 Αυγούστου 2012
ΕΓΚΩΜΙΟ ΣΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ
ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ
Φωνή κεράτινης σάλπιγγας, πού νά ἀντηχῆ
δυνατώτερα ἀπό ἀνθρώπινη φωνή καί νά συγκλονίζη τά πέρατα, ἀπαιτεῖ ἕνας λόγος
πρός τιμήν τῆς ἱερᾶς αὐτῆς ἡμέρας, ἀγαπητοί μου· γι᾿ αὐτό καί κινδυνεύει ν᾿
ἀποτύχη τώρα, καθώς ἀκούγεται προερχόμενος ἀπό τό ἀσθενές φωνητικό μου
ὄργανο. Ἡ Κυρία ὅμως καί Βασίλισσα τοῦ παντός, ἔτσι καθώς εἶναι ἀφιλόδοξη, θά
δεχτῆ νομίζω κι αὐτόν ἐδῶ τόν σύντομο καί πενιχρό λόγο πού τῆς προσφέρουμε οἱ
δοῦλοι της, ὅμοια μέ ἐκείνους τούς διεξοδικούς καί ἀστραφτερούς τῶν σπουδαίων
ὁμιλητῶν, μέ τό νά παρακινεῖται σέ συμπάθεια ἀπό τίς προσευχές αὐτοῦ πού μέ
προστάζει νά ὁμιλήσω· ἐπειδή ἀκριβῶς καί ἕνα μόνο πράγμα προσέχει ἡ φιλάγαθη:
τήν πρόθεσι.
Ἐμπρός λοιπόν, συνάξου ὁλόκληρη ἡ
οἰκουμένη, ἱεράρχες καί ἱερεῖς, μοναχοί καί κοσμικοί, βασιλεῖς καί ἄρχοντες,
ἄνδρες καί γυναῖκες, ἀγόρια καί κορίτσια, φυλές καί γλῶσσες, μέ ὅλο μαζί τό
ἔθνος καί τό πλῆθος, καί ἀφοῦ ἀλλάξης τά φορέματα τῶν ἀρετῶν σου, «ντυμένη»
κι ἐσύ «στά κρόσσια τά χρυσά καί στολισμένη» (Ψαλμ. μδ´ 14), πρόβαλε μέ
πρόσωπο φαιδρό καί ὅλο χαρά γιόρτασε τῆς Κυριοτόκου Μαρίας τήν ἑορτή, τήν
ἐπικήδεια συγχρόνως καί διαβατήρια· διότι φεύγει ἀπό ἐδῶ κάτω καί πηγαίνει
κοντά στά ὄρη τά αἰώνια, τό ὄρος ὄντως τό Σιών, στό ὁποῖο εὐδόκησε ὁ Θεός νά
κατοικῆ, ὅπως ψάλλει ἡ λύρα τοῦ ψαλμωδοῦ. Σήμερα λοιπόν ὁ ἐπίγειος οὐρανός
περιβαλλόμενος τήν στολή τῆς ἀφθαρσίας ἀποκτᾶ νέα διαμονή, τήν καλύτερη καί
αἰώνια. Σήμερα ἡ νοητή καί θεοφώτιστη σελήνη μέ τό νά συμβάλλη στόν δίσκο τοῦ
ἡλίου τῆς δικαιοσύνης ἐκλείπει μέν ἀπό τήν πρόσκαιρη τούτη ζωή, συγχρόνως ὅμως ἀνατέλλει καί λάμπει μέ τήν τιμή τῆς ἀθανασίας. Σήμερα ἡ ὁλόχρυση καί θεοκατασκεύαστη κιβωτός τοῦ ἁγιάσματος ἀναχωρεῖ ἀπό τά ἐπίγεια σκηνώματα καί μετακομίζεται στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, γιά νά ἀναπαυθῆ αἰώνια. Καί ὁ θεοπάτωρ Δαυΐδ μᾶς τά τραγουδάει αὐτά μέ τήν κιθάρα του καί ἀναφωνεῖ: «Θά προσαχθοῦν, λέει, παρθένοι», δηλ. ψυχές, «στόν βασιλέα, ἀκολουθώντας πίσω ἀπό αὐτήν θά προσαχθοῦν σέ Σένα» (πρβλ. Ψαλμ. μδ´ 15).
Τώρα λοιπόν, ἐνῶ ἔκλεισε τούς αἰσθητούς
ὀφθαλμούς ἡ Θεοτόκος, ὑψώνει γιά χάρι μας τούς νοητούς, σάν λαμπρούς καί
μεγάλους φωστῆρες πού ποτέ ὡς τώρα δέν βασίλεψαν, γιά νά ἀγρυπνοῦν καί νά
ἐξιλεώνουν τόν Θεό ὑπέρ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Τώρα, ἐνῶ στά θεοκίνητα
χείλη της ἐσίγησε ὁ ἔναρθρος λόγος, ἀείλαλο ἀνοίγει τό πρεσβευτικό της στόμα
ὑπέρ ὅλου τοῦ γένους. Τώρα, ἐνῶ συνέστειλε τίς σωματικές καί θεοφόρες της
παλάμες, τίς ὑψώνει ἄφθαρτες πρός τόν Δεσπότη ὑπέρ ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης.
Τώρα, ἐνῶ μᾶς ἀπέκρυψε τά ἡλιοειδῆ καί φυσικά χαρακτηριστικά της, ἀκτινοβολεῖ
διά μέσου τῆς σκιαγραφίας τῆς εἰκόνας της καί τήν παρέχει στόν λαό πρός
ἀσπασμό εὐεργετικό καί σχετική προσκύνησι, εἴτε τό θέλουν οἱ αἱρετικοί εἴτε
ὄχι. Ἐνῶ λοιπόν πέταξε ἐπάνω ἡ πάναγνος περιστερά, δέν παύει νά φυλάττη τά
κάτω. Ἐνῶ ἐξῆλθε τοῦ σώματος, μέ τό πνεῦμα της εἶναι μαζί μας. Ἐνῶ ὁδηγήθηκε στούς
οὐρανούς, ἐξοστρακίζει ἀπό ἀνάμεσά μας τούς δαίμονες μεσιτεύοντας πρός τόν
Κύριο.
Κάποτε, μέσῳ τῆς προμήτορος Εὔας ὁ
θάνατος εἰσῆλθε καί κυρίευσε τόν κόσμο· τώρα ὅμως συναντώντας τήν μακαρία
θυγατέρα ἐκείνης ἀποκρούστηκε καί κατανικήθηκε ἀπό τό ἴδιο ἐκεῖνο μέρος ἀπ᾿
ὅπου τοῦ εἶχε δοθῆ ἡ ἐξουσία. Ἄς χαρῆ λοιπόν τό γυναικεῖο φῦλο, πού ἀντί ντροπῆς ἀποκομίζει δόξα. Ἄς χαρῆ καί ἡ Εὔα, διότι δέν εἶναι πιά κατηραμένη, ἀλλά ἔχει νά ἐπιδείξη ἀπόγονό της εὐλογημένο τήν Μαρία. Ἄς σκιρτήση ἡ κτίσις ὁλόκληρη, καθώς ἀντλεῖ μυστικά τά νάματα τῆς ἀφθαρσίας ἀπό τήν παρθενική πηγή καί ἀπαλλάσσεται ἔτσι ἀπό τήν θανατηφόρα δίψα.
Τέτοια εἶναι ἡ ἑορτή πού ἔχουμε σήμερα.
Τόσο μεγάλα εἶναι τά γεγονότα πού ὑμνολογοῦμε. Αὐτά μᾶς χαρίζει ἡ χριστοανθής
ρίζα τοῦ Ἰεσσαί, ἡ ἱερόβλαστη ράβδος τοῦ Ἀαρών, ὁ νοητός παράδεισος τοῦ ξύλου
τῆς ζωῆς, ὁ ἔμψυχος λειμώνας τῶν παρθενικῶν ἀρωμάτων, ἡ ἀνθισμένη θεογεώργητη
ἄμπελος τοῦ ὡρίμου καί ζωογόνου βότρυος, ὁ ὑψηλός καί ἐπηρμένος χερουβικός
θρόνος τοῦ Παμβασιλέως, ὁ οἶκος ὁ γεμάτος ἀπό τήν δόξα Κυρίου, τό ἅγιο
καταπέτασμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ φωτεινότατος τόπος τῆς ἀνατολῆς, αὐτά μᾶς χαρίζει,
καθώς κοιμήθηκε σήμερα ἐν εἰρήνῃ καί δικαιοσύνῃ. Λέω κοιμήθηκε, ὄχι ὅμως καί
πέθανε. Πέρασε ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό, ὅμως δέν ἐγκατέλειψε τήν ὑπεράσπισι τοῦ
ἀνθρωπίνου γένους.
Μέ ποιά λόγια λοιπόν νά παραστήσουμε τό
μυστήριό σου; Ἀδυνατοῦμε νά τό σκεφθοῦμε· εἴμαστε ἀσθενεῖς γιά νά τό
ἐκφράσουμε· ἰλλιγγιοῦμε νά τό περιγράψουμε. Διότι εἶναι παράξενο καί ὑψηλό
καί ἀνώτερο γιά κάθε διάνοια. Δέν σχετίζεται καί δέν ταιριάζει μέ κάτι ἄλλο,
ὅπως συμβαίνει μέ τά ὑπόλοιπα πράγματα, ἔτσι ὥστε νά εἴμαστε σέ θέσι νά
δώσουμε πρόχειρα τίς ἀποδείξεις ἀπό τά γύρω μας πράγματα. Ἀντίθετα, ἀπό τά
ὑπερβατικά καί ἀνώτερά μας κατανοοῦμε μέ εὐλάβεια ὅσα ἀναφέρονται σέ σένα,
καί σέ σένα μόνη παραδίδουμε τά ὑπέρ ἄνθρωπον. Διότι ἄλλαξες τήν φύσι κατά
τήν ἄρρητη γέννησι. Ποῦ ἀλλοῦ ἄκουσε κανείς παρθένο νά συλλαμβάνη ἀσπόρως! Ὤ
θαῦμα! Τήν μητέρα καί λεχώνα τήν βλέπουμε ἄφθορη
παρθένο, ἐπειδή Θεός ἦταν αὐτό πού γέννησε. Τό ἴδιο λοιπόν καί στή ζωηφόρο κοίμησί σου: μέ τό εἶσαι διαφορετική ἀπό τούς ὑπολοίπους, μόνη ἐσύ κατέχεις δικαιολογημένα τήν ἀφθαρσία καί τῶν δύο (ψυχῆς δηλ. καί σώματος).
Ἄς μᾶς ἀφηγηθῆ ὅμως ἡ Σιών τά παράδοξα
ἐκείνης τῆς ἡμέρας. Εἶχε λοιπόν συμπληρωθῆ τό ὅριο τῆς ζωῆς. Εἶχε φθάσει ἡ
ὥρα τοῦ θανάτου. Προγνώρισε σάν μητέρα Θεοῦ ἡ Παναγία τόν καιρό τῆς
μεταστάσεως. (Καί πόσα περισσότερα ἀπό τόν καθένα πού σάν ἁπλός δοῦλος
προφητεύει δέν θά ἔδινε κανείς, ἀδελφοί μου φιλόχριστοι, πρός τήν μητέρα τοῦ
Θεοῦ καί ἀνώτερη ἀπό ὅλους τούς προφῆτες;) Ὅταν λοιπόν τά αἰσθάνθηκε αὐτά καί
τά κατάλαβε, τί μᾶς λέει ἡ παράδοσις πῶς προσευχόταν καί παρακαλοῦσε;
«Ἔφθασε ἡ ἡμέρα τῆς ἐξόδου μου· ἔφθασε
ὁ χρόνος τῆς ἐκδημίας μου πρός ἐσένα. Ἄς παρευρεθοῦν ἐδῶ αὐτοί πού θά
ὑπηρετήσουν στόν ἐνταφιασμό μου, Δέσποτα· εἴθε νά σταθοῦν στό προσκέφαλό μου
οἱ λειτουργοί πού θά τελέσουν τήν κηδεία μου. Καί στά μέν χέρια σου νά ἀφήσω
τό πνεῦμα μου, στά δέ χέρια τῶν μαθητῶν σου, γιά νά τό ἐνταφιάσουν, τό
ἄψαυστο καί θεοδόχο σῶμα μου, ἀπό ὅπου ἀνέτειλες ἐσύ ἡ ἀθανασία. Ἄς
παρασταθοῦν κοντά μου νά μοῦ δώσουν χαρά αὐτοί πού βρίσκονται διεσπαρμένοι
στά πέρατα τῆς γῆς, οἱ κήρυκες καί ὑπηρέτες τοῦ εὐαγγελίου σου. Κι ἄν ἐσύ
εὐδόκησες νά μετατεθῆ ζωντανός ἀκόμη ὁ δίκαιος Ἐνώχ στόν οὐρανό, γιατί ἔτσι
ἔπρεπε, καί ὁ Θεσβίτης Ἠλίας ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς νά ἀνυψωθῆ μέ πύρινο ἅρμα πρός
ἄγνωστες χῶρες, γιά νά ἀναμένουν καί οἱ δύο τόν χρόνο τῆς φρικτῆς καί
παμφώτεινης δευτέρας παρουσίας σου, καί ἄν πάλι γιά μιά ἀνάγκη τοῦ Δανιήλ
ἐθαυματούργησες, ὥστε μέσα σέ μιά στιγμή ὁ προφήτης
Ἀββακούμ νά μεταφερθῆ ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στήν Βαβυλώνα καί πάλι νά ἐπιστρέψη, τότε τί σοῦ εἶναι ἀδύνατο καί μόνο ἄν τό θελήσης;»
Αὐτά μόλις εἶπε ἡ πανύμνητος, νά πού
κατέφθασε καί ἡ δωδεκάδα τῶν ἀποστόλων, ἀπό διαφορετική κατεύθυνσι ὁ καθένας,
σάν σύννεφα σπρωγμένα ἀπό τίς πτέρυγες τοῦ Πνεύματος, πού ἦλθαν καί στάθηκαν
κοντά στή νεφέλη τοῦ φωτός. Τί λέγει λοιπόν ἐκείνη πού ἔχει τά θεϊκά, τά
πολλά, τά μεγάλα ὀνόματα, φέρνοντας, καθώς ἦταν ξαπλωμένη, ἕνα γύρο τό βλέμμα
της καί ἀντικρύζοντας αὐτούς πού ζητοῦσε;
«Ἄς ἀγαλλιάση ἡ ψυχή μου γιά τόν Κύριο
καί αὐτό θά γίνη γιά μένα εὐφροσύνη καί αἴνεσις καί μεγαλεῖο ἐκ μέρους ὅλων
τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς. Διότι μοῦ συγκέντρωσε τά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας, μοῦ
συνάθροισε τούς ἄρχοντες τῆς οἰκουμένης, τούς θαυμαστούς ὑπηρέτες τῆς κηδείας
μου. (Ὤ μεγαλοφυές θαῦμα! Ὤ ἔργο μητρικῆς ἀφοσιώσεως πρός τόν υἱό! Ὤ δῶρο
υἱϊκῆς σχέσεως πρός τήν μητέρα!). Σάν ἄλλος οὐρανός μοῦ φάνηκε τό δωμάτιο, μέ
τό περικλείη μέσα του τούς φωστῆρες τοῦ κόσμου. Ναός Κυρίου φάνηκε ἡ ὀροφή,
πού ἔφερε κοντά μου τούς θείους μύστες καί ἱερουργούς. Δέν θά μελετήσει πιά ἡ
συμμορία τῶν Ἰουδαίων νά πραγματοποιήση τόν ἐναντίον μου παραλογισμό. Δέν θά
ὁπλίση πιά ἐναντίον μου τό θρασύ του χέρι, γιά νά μέ φονεύση τό συνέδριο τῶν
ἱερέων. (Διότι κάποτε τό εἶχαν σχεδιάσει καί , μαζί μέ τόν Υἱό, θά φόνευαν οἱ
αἱμοχαρεῖς καί τήν Μητέρα, ἀλλά ἀπέτυχαν στό σκοπό τους, γιατί τούς ἐμπόδισε
ἄνωθεν ἡ θεία πρόνοια). Μεταβιβάζομαι σέ τόπους κατοικίας ἀπαραβίαστους, ὅπου
δέν μπορεῖ ὁ ἐχθρός νά εἰσαγάγη τίς παγίδες τῆς κακίας· ὅπου θά μπορῶ νά
ἀντικρύσω τήν τερπνότητα τοῦ Κυρίου καί νά ἐπισκεφθῶ τόν Ναόν, ἐγώ ὁ
παμφώτεινος ναός Του».
Καί τί εἶπαν τότε πρός αὐτήν οἱ
μακάριοι ἀπόστολοι μέ λόγια εἴτε δικά τους εἴτε διαλεγμένα ἀπό τά στόματα τῶν
προφητῶν;
«Χαῖρε κλίμαξ πού στηρίζεσαι στή γῆ καί
φτάνεις στόν οὐρανό, μέσω τῆς ὁποίας ἔγινε ἡ κάθοδος πρός ἡμᾶς καί ἡ ἄνοδος
πρός τούς οὐρανούς τοῦ Κυρίου, κατά τόν μεγάλο πατριάρχη Ἰακώβ» (βλ. Γεν. κη´
12).
Χαῖρε βάτε μέ τήν τόσο παράδοξη μορφή,
ἀπό τήν ὁποία ἐμφανίστηκε ἄγγελος Κυρίου σέ μορφή πύρινης φλόγας καί τήν
ὁποία ἐνῶ ἡ φωτιά ἔκαιγε, δέν τήν κατέκαιε, κατά τόν μεγάλο θεόπτη Μωϋσῆ (βλ.
Ἔξ. γ´ 2-3).
Χαῖρε ὁ θεοδέγμων πόκος, ἀπό τόν ὁποῖο
στράγγισε ἡ οὐράνια δρόσος, μία λεκάνη γεμάτη νερό, κατά τόν θαυμασιώτατο
Γεδεών (βλ. Κριταί ς´ 38).
Χαῖρε πόλις τοῦ βασιλέως τοῦ μεγάλου
(βλ. Ψαλμ. μζ´ 3), τήν ὁποία θαυμάζουν καί μεγαλύνουν οἱ βασιλεῖς (βλ. Ψαλμ.
μζ´ 5-6) μαζί μέ τόν ᾀσματογράφο Δαυίδ.
Χαῖρε ἡ νοητή Βηθλεέμ, ὁ οἶκος τοῦ
Ἐφραθᾶ, ἀπ᾿ ὅπου ἐξῆλθε ὁ βασιλεύς τῆς δόξης, γιά νά καταστῆ ἄρχοντας στόν
λαό τοῦ Ἰσραήλ, τοῦ ὁποίου «αἱ ἔξοδοι ἀπ᾿ ἀρχῆς ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος» (Μιχ. ε´
1), ὅπως λέει ὁ Μιχαίας ὁ θειότατος.
Χαῖρε τό κατάσκιο παρθενικό ὅρος, ἀπό
τό ὁποῖο ἐμφανίστηκε ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ, κατά τόν θεόφωνο Ἀββακούμ (βλ.
Ἀββακ. γ´ 3).
Χαῖρε λυχνία ὁλόχρυση καί φωτοφόρε, ἀπό
τήν ὁποία ἔλαμψε στούς «ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένους» (Ψαλμ. ρς´ 10)
τό ἀπρόσιτο φῶς τῆς Θεότητος, κατά τήν ρῆσι τοῦ θεσπέσιου Ζαχαρία (βλ. Ζαχ.
δ´ 2).
Χαῖρε τό παγκόσμιο ἱλαστήριο τῶν
ἀνθρώπων , διά τοῦ ὁποίου σέ ἀνατολή καί δύσι δοξάζεται στά ἔθνη τό ὄνομα τοῦ
Κυρίου καί παντοῦ προσφέρεται θυμίαμα στό ὄνομά Του κατά τόν ἁγιώτατο Μαλαχία
(βλ. Μαλαχ. α´ 11).
Χαῖρε νεφέλη ἀνάλαφρη, πάνω στήν ὁποία
κάθησε ὁ Κύριος κατά τόν ἱεροφωνότατο Ἠσαία (βλ. Ἠσ. ιθ´ 1).
Χαῖρε ἡ ἱερά βίβλος τῶν προσταγμάτων
τοῦ Κυρίου καί ὁ νεοχάρακτος νόμος τῆς Χάριτος, χάριν τῆς ὁποίας μᾶς ἔγιναν
γνωστά ὅσα ἀρέσουν στόν Θεό, κατά τόν πολυθρήνητο Ἱερεμία (πρβλ.. Ἱερ. κε´
13).
Χαῖρε ἡ κλεισμένη πύλη, διά τῆς ὁποίας
ὁ Κύριος καί Θεός τοῦ Ἰσραήλ εἰσῆλθε καί ἐξῆλθε κατά τόν μεγάλο θεόπτη
Ἰεζεκιήλ (βλ. Ἰεζ. μδ´ 2 κ. ἑξ).
Χαῖρε τό ἀλατόμητο ἀπό χέρι ἀνθρώπου
καί ὑψηλότατο ὄρος, ἀπό τό ὁποῖο ἀπεκόπη ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος, κατά τόν
θεολογικώτατο Δανιήλ (βλ. Δαν. β´ 34, 45).
Καί ποιός νοῦς νά χωρέση ἤ ποιός λόγος
νά ἀφηγηθῆ ὅσα ἐκεῖ ἔψαλλαν, ὅσα εἶπαν, ὅσα ἐμακάρισαν οἱ θεολόγοι; Ὅταν
λοιπόν ἱερούργησαν ἱερῶς ὅσα ταίριαζε καί ἐπετέλεσαν τά ἅγια ἁγίως, νά πού
ἔφθασε καί ὁ Κύριος μέ τήν δόξα τῆς δυνάμεώς του καί ὅλη τήν στρατιά τοῦ
οὐρανοῦ. Καί ἀοράτως μέν λειτουργοῦσαν οἱ ἀσώματοι, σωματικῶς δέ γίνονταν
ὑμνῳδοί τῆς θείας μεγαλειότητος οἱ ἀπόστολοι. Σύμμεικτη ἦταν, ἀδελφοί μου, ἡ
πανήγυρις καί ὁ χορός οὐράνιος μαζί καί ἐπίγειος—κι ἄς μή ξενίση ὁ λόγος μου
καθώς σκιαγραφεῖ τά θεοπρεπῆ γεγονότα—ἀποτελούμενος ἀπό Ἀγγέλους,
Ἀρχαγγέλους, Κυριότητες, Θρόνους, Ἀρχές, Ἐξουσίες, Δυνάμεις, τίς Χερουβικές
καί Σεραφικές, ἀποστόλους, μάρτυρες, δικαίους, ἄλλους νά προτρέχουν, ἄλλους νά προϋπαντοῦν, ἄλλους νά ἡγοῦνται, ἄλλους νά προηγοῦνται, ἄλλους νά ἀκολουθοῦν καί ἄλλους νά παρακολουθοῦν, καί ὅλους νά φωνάζουν χαρμόσυνα μέ ἕνα στόμα: «Ἄσατε τῷ Κυρίῳ» (Ἱερ. κ´ 13) «αἰνέσατε τόν Κύριον» (ἔνθ᾿ ἀνωτ.) «εὐλογημένος Κύριος ἐπί δίκαιον ὄρος τό ἅγιον αὐτοῦ» (Ἱερ. λη´ 23) καί «ἀνυψωθήτω ὁ οὐρανός εἰς τό μετέωρον» (πρβλ. Ἱερ. λη´ 35). Ποιός λοιπόν ἄκουσε ποτέ εἰς τόν αἰῶνα τέτοιο ἐξόδιο, φιλόχριστοι ἀδελφοί; Ποιός γνώρισε τήν προπομπή μιᾶς τέτοιας κηδείας; Ποιός κατάλαβε ποτέ μέχρι τώρα τέτοια μετάβασι, σάν κι αὐτή πού ἀξιώθηκε ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μου; Καί δέν εἶναι παράξενο. Γιατί ἀκριβῶς καί κανένας δέν φάνηκε ποτέ ὑπέρτερος ἀπό αὐτήν, πού εἶναι μεγαλύτερη ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους.
Φρίττει τό πνεῦμα μου, ὦ Παρθένε, καθώς
βάζω στό μυαλό μου τό μεγαλεῖο τῆς μεταστάσεώς σου. Μένει ἔκπληκτος ὁ νοῦς
μου, καθώς ἀναλογίζομαι τό θαῦμα τῆς κοιμήσεώς σου. Δένεται ἡ γλῶσσα μου,
καθώς πάει νά διηγηθῆ τό μυστήριο τῆς παλινζωΐας σου. Διότι ποιός εἶναι
ἐκεῖνος πού θά μποροῦσε ἐπάξια «νά κάνη γνωστούς ὅλους τούς ὕμνους σου»
(Ψαλμ. ρε´9 2) ἤ «νά ἐξιστορήση ὅλα τά θαυμάσιά σου (Ψαλμ. οδ´ 1)»; Ποιός
νοῦς ὑψηγόρος θά ρητορεύση, ποιά γλῶσσα μεγαλόστομη θά ὁμιλήση, θά ἐξαγγείλη
καί θά παραστήση τά κατά σέ, θά ἀποδώση τά λόγια σου ἤ θά σταθῆ ἀντάξια τῶν
δικῶν σου θαυμασίων, τελετῶν, πανηγύρεων, ἑορτῶν, διηγήσεων, ἐγκωμίων; Γι᾿
αὐτό καί ἐπί τοῦ παρόντος μυστηρίου ἡ γλῶσσα μας ἀποδεικνύεται ἀδύνατη,
ἄτονη, ἀποτυχημένη, ἀποδοκιμασμένη. Διότι πράγματι ὑπερέχεις, ὑπερβάλλεις,
ὑπερτερεῖς ἀσυγκρίτως, σέ ὕψος καί μέγεθος ἀπό τόν ἀνώτατο οὐρανό· σέ λαμπρότητα
ἁγνείας, ἀπό τό ἡλιακό φῶς· σέ ἀπόκτησι παρρησίας, ἀπό τό ἀγγελικό ἀξίωμα κάθε ἄυλης καί λογικῆς ὑπάρξεως τῶν νοητῶν καί νοερῶν δυνάμεων.
Ἀλλά τί ἐπίσημη καί λαμπρή― μέ
ἀγαλλίασι τό λέω―ἡ πανήγυρις σου! Πόσο σημειοφόρος καί θαυματουργική ἡ
μετάστασίς σου! Πόσο ζωοπάροχος καί ἀφθαρτοδώρητος ὁ ἐνταφιασμός σου, μητέρα
τοῦ φωτός! Τώρα ὅμως πού πέρασες τά σύννεφα καί ἀνέβηκες στόν οὐρανό καί
μπῆκες στά ἅγια τῶν ἁγίων «ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως καί ἐξομολογήσεως» (Ψαλμ. μα´
5), ἀξίωσε, Θεοτόκε, νά εὐλογήσης πλούσια τά πέρατα τῆς οἰκουμένης. Μέ τίς
πρεσβεῖες σου κάνε εὔκρατους τούς καιρούς· χάριζε τήν βροχή στήν ὥρα της·
κατεύθυνε σωστά τούς ἀνέμους· κάνε τήν γῆ νά καρποφορῆ· δώρισε τήν εἰρήνη
στήν Ἐκκλησία· κράτυνε τήν Ὀρθοδοξία· φύλαγε τήν βασιλεία· ἀπόκρουε τίς ἐπιθέσεις
τῶν βαρβάρων· σκέπαζε ὁλόκληρο τό γένος τῶν Χριστιανῶν· τέλος δέ συγχώρησε
καί τήν δική μου τόλμη. Διότι δικός σου εἶναι αὐτός ὁ λόγος, Μητέρα τοῦ Θεοῦ,
καί σύ προφήτευσες μελῳδικά ἐκεῖνο πού θά γινόταν: «Διότι νά πού ἀπό τώρα,
εἶπες, θά μέ μακαρίζουν ὅλες οἱ γενεές» (Λουκ. α´ 48). Ἐπειδή λοιπόν δέν
εἶναι δυνατόν νά ἀποδειχθῆ ψευδής ὁ θεῖος σου λόγος, δέξου κι ἀπό μένα τόν
ἀνάξιο δοῦλο σου, αὐτή τήν κατά δύναμιν προσφώνησι καί «δός μου πάλι τήν
ἀγαλλίασι πού μοῦ χαρίζει ἡ σωστική σου βοήθεια» (Ψαλμ. ν´ 14). Μέ τήν δύναμι
τῶν πρεσβειῶν σου στήριξέ με μαζί μέ τόν συγγενῆ μου καί πνευματικό πατέρα
μου καί μέ τό ποίμνιο πού μοῦ ἔχουν ἐμπιστευθῆ· ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ
ἡμῶν, εἰς τόν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ τιμή καί τό κράτος μαζί μέ τόν
παντοκράτορα Πατέρα καί τό ζωοποιό Πνεῦμα, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας
τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
|
Πηγη: http://www.imkby.gr/