Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

ΑΝΟΙΞΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Κ Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥ ΤΡΙΩΔΙΟΥ

Γράφει ο κ. Δημήτριος Ματσκίδης, θεολόγος
 
 
Ἀρχίζει ἡ περίοδος τοῦ Τριωδίου, πού διαρκεῖ δέκα ἑβδομάδες. Στή διάρκειά της οἱ πιστοί ἀσκοῦνται στήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα, μεθοδικά καί ἱεραρχημένα, μέ τή λατρεία καί τήν ὅλη ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας. Κάθε ἑβδομάδα ἐπικεντρώνεται ἡ προσοχή τους σ᾿ ἕνα μήνυμα καί σέ μία ἀρετή.
 
Τό σύνθημα, γιά τό μήνυμα καί τήν ἀρετή τῆς ἑβδομάδας, τό δίνει τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς κυριακάτικης Λειτουργίας. Μετά ἡ ὑμνολογία, τό κήρυγμα καί ἡ ὅλη λατρεία τῆς ἑβδομάδας ἀναλύουν τό προβαλλόμενο μήνυμα καί δημιουργοῦν προϋποθέσεις, πού χρειάζονται οἱ πιστοί, γιά νά βιώσουν καί νά κάνουν πράξη τήν προβαλλόμενη ἀρετή.
 
Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς πρώτης Κυριακῆς τοῦ Τριωδίου διηγεῖται τήν παραβολή τοῦ τελώνου καί φαρισαίου. ῾Η ὑμνολογία, ἑρμηνεύοντας τήν παραβολή, προβάλλει τό μήνυμα τῆς πρώτης ἑβδομάδας τοῦ Τριωδίου μέ τό στίχο· «Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν καί τελώνου μάθωμεν τό ταπεινόν».
Ἡ ὅλη ὑμνολογία τῆς ἑβδομάδας ἀποδίδει στόν φαρισαῖο τά ἑξῆς χαρακτηριστικά:
Ἀπόνοια·Ο φαρισαῖος παθαίνει ἀπόκλιση ἀπό τό λογικό καί τό σωστό, διότι διακατέχεται ἀπό τήν ψευδαίσθηση ὅτι εἶναι αὐτοδύναμος καί αὐτάρκης, ἐνῶ ἡ λογική βοᾶ ὅτι ὡς κτιστός εἶναι θνητός καί ἐξαρτημένος.
Οἴηση· Εἶναι φαντασμένος. Νομίζει ὅτι τά ᾿χει ὅλα. Δέν βλέπει τίς ἐλλείψεις του. ῎Ετσι ἀποκλείει ἐκ τῶν προτέρων τή δυνατότητα γιά διόρθωση.
῎Επαρση· Βάζει τόν ἑαυτό του πάνω ἀπό τούς ἄλλους, ἀγνοώντας ὅτι εἶναι κοινή ἡ ἀνθρώπινη φύση σ᾿ ὅλα τά ἀνθρώπινα πρόσωπα.
Κενοδοξία· Μανιακή ἀναζήτηση τῆς κούφιας δόξας. Συνεχῶς ἄγχεται καί ἀγωνίζεται νά πείσει τούς ἄλλους νά τόν θαυμάζουν καί νά τόν ἐπαινοῦν. ῎Ετσι ποτέ δέν μπορεῖ νά ἠρεμήσει καί νά εἰρηνεύσει.
Ψυχικό τύφο· Σύνθεση τῆς ὑπερηφάνειας καί τῆς κενοδοξίας, πού τόν κάνουν νά ἀρνεῖται τόν Θεό καί νά χωρίζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους. Μέ τήν ἀνάλυση αὐτή δείχνει ἡ ὑμνολογία ὅτι ὁ φαρισαϊσμός ὡς ἀπόνοια καί ἀνοησία, ὡς φαντασίωση καί ψευδαίσθηση, ὡς ὕβρις καί νοσηρός δονκιχωτισμός, ὡς ἄρνηση κοινωνίας μέ τόν Θεό καί τούς συνανθρώπους ἀλλοτριώνει τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνει δυστυχισμένο. Τοῦ στερεῖ τή δυνατότητα νά ἀναπαύεται στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί νά χαίρεται τήν ἐμπιστοσύνη τῶν πλησίον του. ῾Ο φαρισαϊκός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά εἶναι πνευματικός ἄνθρωπος. Δέν ἔχει τή χάρη τοῦ Θεοῦ, διότι δέν τή ζητᾶ. Δέν μπορεῖ ἑπομένως ὁ φαρισαῖος νά χριστοποιηθεῖ. Θά λιμοκτονεῖ στή μίζερη θνητότητά του. Θά εἶναι δυστυχισμένος στή δαιμονική μοναξιά του.
 
῞Ομως τό μήνυμα τῆς ᾿Εκκλησίας δέν εἶναι μόνο ἀρνητικό. Συμπληρώνεται καί μέ τή θετική διατύπωση· «Τελώνου μάθωμεν τό ταπεινόν».
 
῾Η τελωνική ταπείνωση φυσικά δέν εἶναι ὑποκριτική ταπεινολογία οὔτε ἡττοπάθεια καί μειονεκτικότητα. ῾Η τελωνική ταπείνωση, πού προβάλλει ἡ ᾿Εκκλησία ὡς ἀρετή, εἶναι ἡ συναίσθηση ἐξάρτησης ἀπό τόν Θεό καί κοινότητας μέ τούς ἀνθρώπους. Εἶναι ἡ βαθειά ἐπίγνωση ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δοῦλος Θεοῦ καί σύνδουλος τῶν ἀνθρώπων. ῾Ο ἅγιος Μάξιμος ὁ ῾Ομολογητής προσδιορίζει τήν οὐσία τῆς ταπείνωσης ὡς ἑξῆς· «Ταπεινοφροσύνη εἶναι συνεχής προσευχή... Διότι αὐτή, ἐπικαλούμενη πάντοτε τόν Θεό σέ βοήθεια, δέν ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά πιστεύει ἀνόητα στή δική του δύναμη καί σοφία οὔτε νά ταπεινώνει ἄλλους. Αὐτή ἡ ταπείνωση ἀποτελεῖ τή βάση ὅλων τῶν ἀρετῶν, τήν προϋπόθεση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καί τήν οὐσία τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας.»
῾Η ταπεινοφροσύνη εἶναι ρεαλιστική προσαρμογή στή ζωή.
 
῾Ο λογικός καί ἰσορροπημένος ἄνθρωπος συνειδητοποιεῖ τά ὅρια τῶν δυνατοτήτων του στή ζωή. Γνωρίζει καλά πώς ὅ,τι εἶναι, ὅ,τι ἔχει, ἄλλος τοῦ τά ἔδωσε καί ὅποτε θέλει τοῦ τά παίρνει. Συνειδητοποεῖ ὅτι ὅλα στή ζωή εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ.
 
Αὐτή ἡ συναίσθηση κάνει τόν ἄνθρωπο ἰσορροπημένο καί ρεαλιστή καί προσγειωμένο. Τόν ἀπαλλάσσει ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς ἐποχῆς, ἀπό τό ἄγχος καί τήν ἀγωνία, πού προκαλοῦν στόν ἄνθρωπο οἱ αὐτονομημένες ὁρμές τῆς αὐτοσυντήρησης. ῾Ο ταπεινός δέν πετάει στά σύννεφα. Φροντίζει τίς ὁρμές τῆς αὐτοσυντήρησης, πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἀλλά δέν τίς αὐτονομεῖ. Τίς καλύπτει ἱεραρχημένα μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή, ἡ ταπεινοφροσύνη, ὡς ρεαλιστική θεώρηση τῆς ζωῆς, ἀπαλλάσσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τή ματαιοδοξία, τό ἄγχος καί τήν ἀγωνία. ᾿Εξασφαλίζει στόν ἄνθρωπο ψυχική γαλήνη, τή βασικότερη προϋπόθεση τῆς ἀνθρώπινης εὐτυχίας. ᾿Ακόμα, ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι τό βασικότερο θεμέλιο τῆς οἰκογένειας.
 
῾Η κυριότερη προϋπόθεση γιά τήν οἰκογενειακή ζωή εἶναι ἡ ἀλληλοεκτίμηση τῶν μελῶν της. Κανένα ἀγαθό, καμία προσφορά δέν ἀνταλλάσσεται στήν οἰκογένεια μέ τήν τιμή. Μέ τίποτα δέν ἀντικαθίσταται ἡ ἀλληλοεκτίμηση τῶν συζύγων, τῶν γονέων καί παιδιῶν. ῞Ομως αὐτή ἡ ἀλληλοεκτίμηση τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειας ὑπάρχει μόνο ὅπου ὑπάρχει ταπείνωση. ῞Οταν οἱ σύζυγοι εἶναι ἐγωιστές, δέν ἀναγνωρίζουν τίποτα καλό στόν ἄλλο. Συνεχῶς ἀνταγωνίζονται μεταξύ τους, ἀλληλοκατηγοροῦνται, ἀλληλοκατακρίνονται. ῎Αν οἱ γονεῖς ἤ τά παιδιά δέν εἶναι ταπεινοί, δέν μποροῦν νά ἀλληλοεκτιμηθοῦν.
 
Μόνο οἱ ταπεινόφρονες σύζυγοι δέν ἔχουν προβλήματα ἀνυπέρβλητα μεταξύ τους. Διότι ἡ ταπείνωση τούς βοηθᾶ ἄλλοτε νά παραβλέπουν, ἄλλοτε νά συζητοῦν μέ ψυχραιμία, πάντοτε νά γαληνεύουν καί νά τά βρίσκουν μεταξύ τους. Οἱ ταπεινόφρονες γονεῖς δέν ἐρεθίζουν τά παιδιά τους, τά ἐμπνέουν σεβασμό, τά καθοδηγοῦν μέ ὑπομονή, ἔχουν συνεχῆ ἐποικοδομητικό διάλογο μαζί τους. Τά ταπεινόφρονα παιδιά ἐπωφελοῦνται ἀπό τήν πείρα τῶν γονιῶν τους, ψύχραιμα συνθέτουν τήν παράδοση μέ τήν πρόοδο, προκόβουν μέ τίς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ καί τίς εὐχές τῶν γονιῶν τους. Καί ὅταν, ὅπως εἶναι πολύ φυσικό, δέν συμφωνοῦν μέ τούς γονεῖς τους, μποροῦν νά κάνουν αὐτό πού θεωροῦν σωστό, χωρίς νά ὀξύνουν τίς σχέσεις τους μαζί τους.
 
᾿Επίσης ἡ ταπεινοφροσύνη στηρίζει τήν πραγματική κοινωνικότητα.
 
Φυσικά, κοινωνικότητα δέν εἶναι ἡ τυπική κοσμικότητα, ἀλλά τό νά γίνει ὁ ἄνθρωπος πρόσωπο. Δηλαδή, νά ὑπερβεῖ τήν ἀτομικότητά του καί νά νιώθει ἑνωμένος μέ τούς ἄλλους. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι στή βυζαντινή περίοδο καί στή διάρκεια τῆς τουρκοκρατίας, πού προβάλλονταν ἡ χριστιανική ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης, ἀναπτύχθηκε ἡ ῾Ελληνική Κοινότητα πού συντηροῦσε τό γένος.
᾿Εξάλλου ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τή στερέωση τῆς δημοκρατίας.῞Οπου δέν ὑπάρχει ἡ ταπείνωση -παρά τίς δημοκρατικολογίες- καλλιεργεῖται χωρισμός καί διχασμός τῶν πολιτῶν καί τελικά ρατσισμός καί φασισμός. ῾Η ταπείνωση ἐναρμονίζει τίς σχέσεις τῶν πολιτῶν καί στερεώνει τή συνύπαρξή τους. Πολύ περισσότερο ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ κύρια προϋπόθεση τῆς σωτηρίας.
 
Στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, σωτηρία λέμε τήν πνευματική, τή βουλητική καί ὑπαρξιακή ἕνωση μέ τόν Θεό. ῾Η ἕνωση ὅμως αὐτή γίνεται μέν ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα ἀλλά μέ τήν ἐλεύθερη θέληση τοῦ ἀνθρώπου. ᾿Αλλά γιά νά ὑπάρξει αὐτή ἡ ἐλεύθερη θέληση τοῦ ἀνθρώπου νά ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό, πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ἀναγνωρίζει τήν ἀνεπάρκειά του, δηλαδή νά εἶναι ταπεινός. Γι᾿ αὐτό λέμε ὅτι δέν ὑπάρχει σωτηρία χωρίς ταπείνωση. ῾Ο φαρισαῖος ἔμεινε ἀδικαίωτος, ἐπειδή δέν ζήτησε δικαίωση. Καί δέν ζήτησε δικαίωση, ἐπειδή δέν ἦταν ταπεινός καί θεωροῦσε τόν ἑαυτό του αὐτάρκη. ῾Ο τελώνης, πού ἦταν ταπεινός καί ἔνιωθε τήν ἀνεπάρκειά του, ζήτησε καί πῆρε τή σωτηρία.
 
Λοιπόν, εἶναι φανερό ὅτι ὅ,τι λέμε ἁμαρτία στήν ἐκκλησιαστική γλώσσα καί ὅ,τι λέμε πλέγματα στήν Ψυχολογία εἶναι ὁ φαρισαϊσμός, πού χωρίζει τούς ἀνθρώπους, σκορπᾶ τή δυστυχία στή ζωή τους, ματαιώνει τή σωτηρία τους. ᾿Αντίθετα, ἡ πορεία πρός τήν ἐπιτυχία, πρός τήν ψυχική γαλήνη, τήν εἰρηνική οἰκογενειακή καί κοινωνική ζωή, πρός τή χριστοποίηση γίνεται μέ τήν ταπείνωση. Αὐτό βεβαιώνει ἡ πείρα τῆς ζωῆς, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό τό Τριώδιο ἀρχίζει μέ τήν παραβολή τοῦ τελώνου καί φαρισαίου καί ἡ ᾿Εκκλησία βάζει ὡς πρῶτο σύνθημα τή διατύπωση· «Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν καί τελώνου μάθωμεν τό ταπεινόν».
 

Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

Δύο οριακές συναντήσεις


 
του Καθ. Μιλτιάδη Κωνσταντίνου



Εβρ 7:7-17: Ο Ιησούς Χριστός ως νέος Μελχισεδέκ

Η ανάμνηση μιας συνάντησης αποτελεί το περιεχόμενο της γιορτής της Υπαπαντής, που σύμφωνα με το λειτουργικό τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας γιορτάζεται στις 2 Φεβρουαρίου κάθε έτους. Μιας συνάντησης που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί οριακή, καθώς το ένα από τα πρόσωπα που μετέχουν σ’ αυτήν βρίσκεται στο τέλος της ζωής του, ενώ το άλλο μόλις στην αρχή της. Από τη μια μεριά στέκεται ένας γέρος ιουδαίος ιερέας, ο Συμεών, και από την άλλη ο νεογέννητος, μόλις ολίγων ημερών, Ιησούς. Η συνάντηση γίνεται στα Ιεροσόλυμα, στον περίφημο μεγαλοπρεπή Ναό που ο βασιλιάς Ηρώδης έχτισε στη θέση του παλιού ναού του Σολομώντα, όταν ο Ιωσήφ και η Μαρία πήγαν εκεί, για να προσφέρουν τις προβλεπόμενες από τον ιουδαϊκό Νόμο θυσίες για τη γέννηση του παιδιού τους.

Όμως δεν είναι ούτε η διαφορά της ηλικίας των προσώπων που συναντιούνται ούτε ο τόπος αυτά που καθιστούν τη συγκεκριμένη συνάντηση αξιομνημόνευτη για δυο χιλιάδες χρόνια τώρα. Η ιδιαιτερότητα της συνάντησης ανάμεσα στον Συμεών και στον Ιησού βρίσκεται σ’ αυτό που τα δύο πρόσωπα αντιπροσωπεύουν. Πρόκειται στην πραγματικότητα για τη συνάντηση δύο κόσμων· ενός παλιού που σβήνει και χάνεται και ενός καινούργιου που μόλις ανατέλλει.


Ο Συμεών αντιπροσωπεύει τον πρώτο, τον παλιό κόσμο. Είναι εκπρόσωπος ενός λαού που για αιώνες ζέσταινε μέσα στην καρδιά του την ελπίδα της έλευσης ενός λυτρωτή. Με όπλο την ελπίδα αυτήν έδωσε άπειρους αγώνες, ξεπέρασε ανυπέρβλητα εμπόδια, τα έβαλε με πανίσχυρες αυτοκρατορίες, πολέμησε με τους Αιγυπτίους, τους Ασσυρίους, τους Βαβυλωνίους, τους Πέρσες, τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Τα αλλεπάλληλα χτυπήματα, οι συνεχείς απογοητεύσεις, η μακρόχρονη αναμονή και υπομονή τον κούρασαν, τον εξουθένωσαν. Έφτασε στα όριά του και, καθώς δεν είχε άλλο κουράγιο για νέα οράματα και νέες προσδοκίες, πέρασε στη συντήρηση. Το όραμα του αναμενόμενου λυτρωτή δεν έσβησε, βέβαια, αλλά ξεθώριασε, αλλοιώθηκε, φτήνυνε. Και μαζί μ’ αυτό φτήνυνε και η εικόνα του λυτρωτή· ο παγκόσμιος βασιλιάς της ειρήνης και της δικαιοσύνης μετατράπηκε σε έναν τοπικό αρχηγό, που θα επαναστατήσει κατά των Ρωμαίων και θα απαλλάξει τον λαό του από τη μιζέρια της σκλαβιάς και της αβάσταχτης ρωμαϊκής φορολογίας. Έτσι, τώρα που έφτασε ο καιρός για να γίνει το παλιό όραμα πραγματικότητα, τώρα που επιτέλους ο αναμενόμενος λυτρωτής ήρθε, μόνον ένας γέρος απέμεινε που να είναι σε θέση να τον αναγνωρίσει και να τον υποδεχτεί.

Το αποστολικό ανάγνωσμα της γιορτής προέρχεται από την Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολὴ και είναι ένα απόσπασμα από την επιχειρηματολογία του αποστόλου που προσπαθεί να αποδείξει ότι η ιερωσύνη του Ιησού είναι ανώτερη από την ιουδαϊκή ιερωσύνη. Για τον λόγο αυτόν υπενθυμίζει στους αναγνώστες του το επεισόδιο της συνάντησης του προπάτορά τους Αβραάμ με τον Μελχισεδέκ. Σύμφωνα με τη σχετική αφήγηση του βιβλίου της Γενέσεως, επιστρέφοντας ο Αβραάμ από μια νικηφόρα μάχη, πέρασε από την Ιερουσαλήμ, στην οποία τότε κατοικούσε μια χανανιτική φυλή, οι Ιεβουσαίοι. Έξω από την πόλη συνάντησε τον βασιλιά της, τον Μελχισεδέκ, ο οποίος ήταν και ιερέας της πόλης. Ο Μελχισεδέκ πρόσφερε στον Αβραάμ κρασί και ψωμί και ο Αβραάμ του έδωσε το ένα δέκατο από τα λάφυρα που είχε πάρει από τη μάχη (Γεν 14:17-20). Ξεκινώντας ο απόστολος από τη λογική παραδοχή ότι: «αυτός που ευλογεί είναι αναντίρρητα ανώτερος απ’ αυτόν που ευλογείται», και εφαρμόζοντας την ερμηνευτική μέθοδο της εποχής του καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αφού ο Αβραάμ ευλογήθηκε από τον Μελχισεδέκ, ευλογήθηκε μέσα από αυτόν και ο απόγονός του ο Ααρών, ο πρώτος αρχιερέας των Ισραηλιτών. Κατά συνέπεια ο Μελχισεδέκ είναι ανώτερος από τον Ααρών. Ο λόγος για τον οποίο το συγκεκριμένο κείμενο διαβάζεται κατά τη γιορτή της Υπαπαντής είναι ότι αναφέρεται στο όραμα του παλιού λαού του Θεού για το οποίο έγινε λόγος παραπάνω.


Με το απόσπασμα αυτό ο απόστολος προσπαθεί να αναστήσει για τους συμπατριώτες του το παλιό όραμα. Προσπαθεί να τους θυμίσει πώς ξεκίνησε αυτή η ελπίδα. Τους ζητάει να στρέψουν τη σκέψη τους δυο χιλιάδες χρόνια πίσω, στην εποχή του προπάτορά τους, του Αβραάμ και στη συνάντησή του με τον Μελχισεδέκ. Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια· οι απόγονοι του Αβραάμ έγιναν μεγάλος λαός, ο Θεός τους χάρισε γη, τους προστάτεψε από τους εχθρούς τους, τους έδωσε νόμο που θα ρυθμίζει τις μεταξύ τους σχέσεις και τους όρισε ιερατείο για να τον λατρεύουν. Όμως εκείνο το περίεργο επεισόδιο, εκείνη η συνάντηση του Αβραάμ με τον Μελχισεδέκ δεν ξεχάστηκε. Ο λαός του Θεού γνώριζε ότι και ο Νόμος του και το ιερατείο του δεν ήταν αιώνια, αλλά μέσα που θα τον προετοίμαζαν για τη μεγάλη συνάντηση με τον πραγματικά αιώνιο αρχιερέα. Ο Μελχισεδέκ έγινε σύμβολο αυτού του αναμενόμενου αρχιερέα, και η αναμονή αυτή έγινε ύμνος που τον έψελναν στον ναό τους:

Είπε στον Κύριό μου ο Κύριος:

“Κάθισε στα δεξιά μου

ώσπου να υποτάξω τους εχθρούς σου

κάτω απ’ την εξουσία σου”.

Απ’ τη Σιών θα στείλει ο Κύριος

της εξουσίας σου το σκήπτρο·

δέσποζε στους εχθρούς σου ανάμεσα.

Σ’ ακολουθεί ο λαός σου εθελοντικά,

όταν τους προσκαλείς

ν΄ αγωνιστούνε.

Ομορφοστόλιστα σαν να ’ταν για την άγια γιορτή,

δροσάτα καθώς της αυγής τ’ αγιάζι,

τα παλικάρια σου τριγύρω σου συνάζονται.

Ο Κύριος τ’ ορκίστηκε

και δεν θ’ αλλάξει γνώμη:

Εσύ είσαι ιερέας για πάντα

όπως ο Μελχισεδέκ (Ψαλ 109:1-4).

Αυτά προσπαθεί ο απόστολος να θυμίσει στους συμπατριώτες του Εβραίους. Όμως τα δυο χιλιάδες χρόνια που πέρασαν από τη συνάντηση Αβραάμ και Μελχισεδέκ μέχρι τη συνάντηση Συμεών και Ιησού αποδείχτηκαν πάρα πολλά· το όραμα είχε πια σχεδόν πεθάνει.
 

Σήμερα ο νέος λαός του Θεού ζει σε μιαν ανάλογη εποχή. Έχουν περάσει και πάλι δυο χιλιάδες χρόνια. Ο νέος Ισραήλ, η Εκκλησία που ίδρυσε ο Χριστός, πέρασε αντίστοιχες με τον παλιό καταστάσεις. Τα έβαλε κι αυτός με αυτοκρατορίες, πάλεψε με χίλιες δυο αντιξοότητες, έκανε κι αυτός ιερατείο και περικαλλείς ναούς για να λατρέψει τον Θεό του. Όπλο του στους αγώνες αυτούς ήταν ένα καινούργιο όραμα· η Βασιλεία του Θεού, ένας καινούργιος κόσμος, όπου θα βασιλεύει η αγάπη, η ειρήνη και η δικαιοσύνη.

Έτσι, τώρα καλείται η Εκκλησία να απαντήσεις στο ερώτημα· πόσο ζωντανό είναι ακόμη αυτό το όραμα; Μήπως τα δυο χιλιάδες χρόνια χριστιανισμού την κούρασαν; Μήπως εγκατέλειψε τον αγώνα και πέρασε στη συντήρηση; Φτήνυνε τόσο πολύ το όραμα, ώστε οι χριστιανοί να εμφανίζονται έτοιμοι να παραδοθούν στον πρώτο επίγειο “σωτήρα” που θα εμφανιστεί, διακηρύσσοντας ότι θα εγκαθιδρύσει μια “νέα τάξη πραγμάτων” στον κόσμο; Μήπως το όραμα της παγκόσμιας ειρήνης και της συναδέλφωσης όλων των λαών έδωσε τη θέση του στους εθνικιστικούς ανταγωνισμούς;
 


Δεν είναι, βέβαια, εύκολο να δώσει κανείς μια σύντομη απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα. Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της γιορτής (Λουκ. 2:22-40) δίνει το μέτρο για μια εκτίμηση της κατάστασης. Ο γέρο - Συμεών είχε την ετοιμότητα να αναγνωρίσει τον Χριστό, έστω και ως βρέφος, γιατί είχε αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή του στον σκοπό αυτό, ώστε να είναι έτοιμος την κατάλληλη στιγμή. Ο Θεός δεν εμφανίστηκε μία και μοναδική φορά στην Ιστορία. Είχε εμφανιστεί πάμπολλες φορές στο παρελθόν και εξακολουθεί να εμφανίζεται και σήμερα. Το ερώτημα είναι πάντοτε, ποιοι είναι σε θέση να τον αναγνωρίσουν. Σε πάρα πολλά σημεία του κηρύγματός του τονίζει ο Ιησούς την ανάγκη αυτής της ετοιμότητας. Ο παλιός Ισραήλ έχασε αυτήν την ετοιμότητα και μαζί της έχασε και τη σωτηρία, παρά το πλήθος των θυσιών που προσέφερε στον Ναό του. Αν από τα παραπάνω ερωτήματα προκύψει ως απάντηση ότι και οι χριστιανοί έχασαν την ετοιμότητά τους, τότε είναι μάταιες οι πανηγυρικές λειτουργίες και οι λιτανείες, μάταια τα προσκυνήματα και τα τάματα. Μόνον αν κρατηθεί ζωντανό το όραμα της Βασιλείας, μόνον αν από σήμερα κιόλας ξεκινήσει ο αγώνας για την πραγμάτωσή του, μόνον τότε μπορεί η Εκκλησία να είναι φορέας σωτηρίας για όλους τους λαούς της γης.