Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΛΕΞΙΟΣ

 Ο επονομαζόμενος Άνθρωπος του Θεού

Τοιχογραφία του Αγίου Αλεξίου του 1457
από τη Λιτή του Καθολικού της Ιεράς Μονής
Διονυσίου του Αγίου Όρους.
Ανάμεσα στους δημοφιλέστερους αγίους των πρώιμων χριστιανικών χρόνων συγκαταλέγεται και ο τιμώμενος στις 17 Μαρτίου Άγιος Αλέξιος, ο οποίος διακρίθηκε για τη φιλόθεη βιοτή, τη βαθιά ευσέβεια και πίστη και την άκρα ταπείνωση, άσκηση και εγκράτεια. Η αφανής επίγειά του βιοτή, του εξασφάλισε κατά θεϊκή επιταγή τη θεόκλητη προσωνυμία «Ο Άνθρωπος του Θεού», αφού ο ίδιος ο Κύριος με τη φωνή Του τον αποκάλυψε, τον ονόμασε και τον υπέδειξε στον χριστιανικό λαό της Ρώμης.


Ο Άγιος Αλέξιος γεννήθηκε στη Ρώμη το 357 επί των ημερών του βασιλιά Κωνστάντιου. Ήταν ο μονογενής γιος του υψηλού αξιωματούχου Ευφημιανού, του πρώτου της Συγκλήτου, και της Αγλαΐδας, που καταγόταν από αριστοκρατικό γένος. Οι πλούσιοι και ευγενείς γονείς του διακατέχονταν από βαθιά χριστιανική πίστη και από φιλάνθρωπα χριστιανικά αισθήματα. Γι’ αυτό και το σπίτι τους είχε καταστεί το καταφύγιο των ορφανών, των χηρών και των πενήτων. Ο Αλέξιος ανατράφηκε με τα νάματα της χριστιανικής πίστεως, αλλά του προσφέρθηκε πλουσιοπάροχα και κοσμική γνώση και σοφία. Εκείνος όμως από μικρός άρχισε να ποθεί τα ουράνια αγαθά και σύντομα η ψυχή του άρχισε να πυρπολείται από θείο έρωτα. Γι’ αυτό και αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στη μελέτη των εκκλησιαστικών συγγραφέων, ενώ αποστρεφόταν κάθε τι το κοσμικό. Η επιθυμία όμως των γονέων του ήταν να δουν τον γιο τους άξιο και λαμπρό διάδοχο του πλούτου και της δύναμής τους. Η πιθανή αφιέρωση του γιου τους στον Θεό ήταν κάτι που δεν θα μπορούσαν να αποδεχθούν ποτέ. Γι’ αυτό και στην προσπάθεια της αποκατάστασης του Αλεξίου βρήκαν μία πανέμορφη κοπέλα με βασιλική καταγωγή, αλλά και με ένθεο ζήλο. Μόλις ο Αλέξιος έγινε δεκαέξι ετών, αποφασίστηκε ο πολυτελής γάμος του, ο οποίος τελέστηκε με κάθε λαμπρότητα.

Μετά το μυστήριο οι δύο σύζυγοι βρέθηκαν μόνοι τους και ο Αλέξιος έδωσε στη σύζυγό του το χρυσό δακτυλίδι και τη ζώνη του ως σύμβολα της κοινής αφοσιώσεώς τους στον Χριστό, αφού η μεν κοπέλα είχε συναισθανθεί τον κρυφό πόθο του Αλεξίου για άσκηση και κατά Χριστόν ζωή, ο δε Αλέξιος είχε καταλάβει τη συγκατάθεση της συζύγου του για τον θείο του έρωτα και τη φυγή του από τη Ρώμη. Μετά τη συνομιλία των δύο συζύγων ο Αλέξιος παρακάλεσε έναν παράνυμφο της συνοδείας του να τον συνοδεύσει μέχρι το λιμάνι της Ostia, που ήταν το επίνειο της Ρώμης. Έτσι μέσα στη νύχτα και ενώ η πόλη της Ρώμης διασκέδαζε ξέφρενα στο γαμήλιο γλέντι, ο Αλέξιος φτάνοντας στο λιμάνι ζήτησε από τον συνοδό του να τον αφήσει να κάνει έναν περίπατο. Αυτό του έδωσε την ευκαιρία να επιβιβαστεί σε ένα πλοίο με προορισμό τη Συρία. Στο μεταξύ ο παράνυμφος άρχισε να αναζητά τον Αλέξιο και μόλις πληροφορήθηκε ότι επιβιβάστηκε σε πλοίο και έφυγε, ενημέρωσε τους γονείς του, οι οποίοι αναστατώθηκαν και πικράθηκαν. Μάλιστα ο πατέρας του, ο Ευφημιανός, άρχισε να αναζητά απεγνωσμένα το παιδί του, ενώ η σύζυγος του Αλεξίου παρέμεινε στο σπίτι του για να συμπαρασταθεί στην απελπισμένη πεθερά της.

Ο Αλέξιος έφτασε με το πλοίο στη Σελεύκεια και αφού έβγαλε τα πολυτελή ενδύματά του και μοίρασε στους φτωχούς τα υπάρχοντά του, άρχισε να περιέρχεται τη χώρα σαν ζητιάνος. Από τη Σελεύκεια έφτασε στην Έδεσσα της Συρίας και μάλιστα τη χρονιά της κοιμήσεως του Οσίου Εφραίμ του Σύρου, δηλαδή το 373. Εκεί επιδόθηκε στην προσευχή και τη νηστεία και καθημερινά κατέφευγε στον ναό του Αγίου Αποστόλου Θωμά, ο οποίος κατέστη το κέντρο της κατά Χριστόν ζωής του. Ζούσε και κυκλοφορούσε σαν ζητιάνος και έμεινε αφανής και ξένος για όλους, ακόμη και για τους υπηρέτες του πατέρα του, οι οποίοι έφτασαν μέχρι την Έδεσσα αναζητώντας τον Αλέξιο χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα, αφού δεν κατόρθωσαν να τον αναγνωρίσουν και μάλιστα του πρόσφεραν και την ελεημοσύνη τους ως ζητιάνος που ήταν. Στη Συρία ο άγιος έμεινε δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια.

Το 390 όμως αρρώστησε ξαφνικά και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο από έναν χριστιανό φίλο του, που σεβόταν τον Αλέξιο ως άγιο. Το γεγονός αυτό τον ανησύχησε, γιατί θα του στερούσε την ασκητική του ζωή και την ταπείνωσή του. Γι’ αυτό και εγκατέλειψε την Έδεσσα της Συρίας και επιβιβάστηκε σε πλοίο με προορισμό την Ταρσό της Κιλικίας για να συνεχίσει εκεί τον ασκητικό του αγώνα.

Αλλά η Πρόνοια του Θεού τον μετέφερε στην πατρίδα του, τη Ρώμη και το πλοίο προσάραξε στο λιμάνι της Ostia. Έτσι ο Αλέξιος επέστρεψε στον τόπο του, αλλά ξένος, άγνωστος και αφανής σε όλους. Προχώρησε προς την πατρική οικία, όταν ξαφνικά αντίκρισε από μακριά τον πρώτο άρχοντα της Συγκλήτου, ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον πατέρα του. Ο Αλέξιος του ζήτησε να δείξει τη φιλανθρωπία του και να τον δεχθεί στο σπίτι του. Ο φιλάνθρωπος Ευφημιανός δέχθηκε να τον κρατήσει. Γι’ αυτό και διάλεξε έναν δούλο και έδωσε εντολή να του φτιάξει κρεβάτι και να του προσφέρει φαγητό απ’ αυτό που έτρωγε και ο ίδιος. Ο Αλέξιος είχε επιστρέψει στο σπίτι του, αλλά ξένος και φτωχός επαίτης, αφού κανείς δεν τον αναγνώριζε. Παράλληλα συνέχισε με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο την αυστηρή ασκητική του ζωή και την αδιάλειπτη προσευχή του δεχόμενος καθημερινά τις ύβρεις, τις προσβολές και τα χτυπήματα από τους υπηρέτες του ίδιου του του σπιτιού. Κάποια ημέρα συναισθανόμενος το τέλος της επίγειας δράσης του, ζήτησε από τον δούλο, τον οποίο είχε ορίσει ο πατέρας του, χαρτί και γραφίδα για να εξιστορήσει την αφανή και άγνωστη σε όλους ζωή του. Μ’ αυτόν τον τρόπο ανεχώρησε για την αιωνιότητα έχοντας συμπληρώσει στο ακέραιο την πλήρη αφιέρωσή του στον Κύριο. Ήταν Παρασκευή 17 Μαρτίου του 407.
Σύγχρονη φορητή εικόνα του
Αγίου Αλεξίου. Φιλοτεχνήθηκε στην
Ιερά Μονή Ξενοφώντος του
Αγίου Όρους
Ένα θαυμαστό όμως γεγονός έλαβε χώρα πριν την οσιακή κοίμηση του Αγίου Αλεξίου, το οποίο σηματοδότησε την εξ ουρανού αποκάλυψη της αγιότητός του. Το πρωί της Κυριακής 12 Μαρτίου του 407 και κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, στην οποία προεξήρχε ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Ιννοκέντιος, μια ουράνια φωνή ακούστηκε από το Άγιο Θυσιαστήριο να λέει τα ακόλουθα: «Ζητήσατε τον Άνθρωπο του Θεού για να ικετεύσει υπέρ της Ρώμης. Όταν θα φανεί η Παρασκευή, παραδίδει το πνεύμα του στον Θεό του». Μετά από μία τέτοια τρομακτική θεϊκή αποκάλυψη άρχισαν όλοι απεγνωσμένα να αναζητούν τον Άνθρωπο του Θεού. Στην προσπάθεια αυτή οι χριστιανοί προσευχήθηκαν με κατάνυξη και ευλάβεια και τότε ο Θεός πρόσφερε την επιζητούμενη αποκάλυψη, που ήταν η αναζήτηση του Ανθρώπου του Θεού στο σπίτι του Ευφημιανού. Ο Ευφημιανός έμεινε άναυδος και τότε ο Αυτοκράτορας Ονώριος μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Ιννοκέντιο πήγαν στο σπίτι του. Ο διακονητής του Αλεξίου είπε στον Ευφημιανό ότι πιθανόν ο Άνθρωπος του Θεού να είναι εκείνος ο ρακένδυτος ζητιάνος, που έμενε στο σπίτι, γιατί είχε διακρίνει μεγάλη ευσέβεια και ταπείνωση στο πρόσωπό του. Τότε ο Ευφημιανός αναζήτησε τον φτωχό επαίτη του σπιτιού του, αλλά τον βρήκε να κοιμάται μέσα σε λάμψη ουρανίου φωτός και να κρατά στο χέρι του ένα σημείωμα, το οποίο δεν κατόρθωσε να αποσπάσει. Ερχόμενος ο Αρχιεπίσκοπος πήρε στα χέρια του το σημείωμα και μέσα από την ανάγνωσή του αποκαλύφθηκε όλο το μυστήριο και η πραγματική ταυτότητα του ξένου που ζούσε μέσα στο σπίτι. Η τρομακτική αποκάλυψη της αλήθειας προκάλεσε τον θρήνο, την απελπισία και την ψυχική συντριβή των γονέων του, ενώ εντελώς διαφορετική ήταν η αντίδραση της συζύγου του, αφού η ψυχή της είχε καταληφθεί από δέος και συγκίνηση.

Μετά το θαυμαστό αυτό γεγονός αναγγέλθηκε στη Ρώμη ότι βρέθηκε ο Άνθρωπος του Θεού και πλήθος κόσμου κατέβηκε στο κέντρο της πόλης για να ασπασθεί το ιερό σκήνωμα και να λάβει από αυτό ευλογία. Στη συνέχεια ο Αυτοκράτορας και ο Αρχιεπίσκοπος κατόρθωσαν να μεταφέρουν ανάμεσα σε χιλιάδες χριστιανούς το χαριτὀβρυτο ιερό λείψανο στον ναό του Αγίου Βονιφατίου, το οποίο και ενταφίασαν σε περίτεχνο μνημείο εντός του ναού, ο οποίος αργότερα μετονομάσθηκε σε ναό των Αγίων Βονιφατίου και Αλεξίου. Αργότερα η τιμία κάρα και μέρος των ιερών του λειψάνων μεταφέρθηκαν από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη.

Το 1398 η χαριτόβρυτη τιμία κάρα του Αγίου Αλεξίου δωρήθηκε από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο στην ιστορική Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων, όπου και φυλάσσεται μέχρι σήμερα ως πολύτιμος θησαυρός και ως αέναος πηγή θαυματουργικών ιάσεων. Ο Άγιος Αλέξιος τιμάται ως πολιούχος και προστάτης άγιος των Καλαβρύτων. Την παραμονή της εορτής του Αγίου πλήθος πιστών από ολόκληρη την Αχαΐα προσέρχεται στην Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας για να παρακολουθήσει με ευλάβεια την ολονύκτιο αγρυπνία προς τιμήν του Αγίου. Την κυριώνυμο ημέρα της εορτής η τιμία κάρα μεταφέρεται στην κωμόπολη των Καλαβρύτων, όπου κλήρος και λαός την υποδέχεται με επισημότητα. Στη συνέχεια η πομπή κατευθύνεται στον Μητροπολιτικό Ναό των Καλαβρύτων, όπου τελείται η Θεία Λειτουργία. Ο Άγιος Αλέξιος τιμάται επίσης στην Πάτρα, όπου η Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας διατηρεί εδώ και πολλά χρόνια μετόχιο με περικαλλή ιερό ναό επ’ ονόματι του Αγίου, αλλά και στο Αίγιο, όπου στην περιοχή Σταφιδάλωνα έχει ανεγερθεί ενοριακός ναός αφιερωμένος στη μνήμη του. Ναοί προς τιμήν του Αγίου Αλεξίου υπάρχουν επίσης στα χωριά Κλεισορεύματα Αιτωλοακαρνανίας, Γεωργίτσιο Λακωνίας και Λειβαδίτσα Πέλλης, στη Χίο, στην Πάτμο και στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Μπούρα Αρκαδίας.
Η τιμία Κάρα του Αγίου Αλεξίου.
Φυλάσσεται στην Ιερά Μονή
Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων.
Η ολόθερμη ευχή όλων μας είναι ο Άγιος Αλέξιος, ο οποίος έλαβε εκ του ουρανού την προσωνυμία «Ο Άνθρωπος του Θεού» να καταστεί πνευματικός οδοδείκτης και καθοδηγητής στην πορεία μας για την εν Χριστώ ζωή και σωτηρία έχοντας πάντα ως πρότυπο την άκρα ταπείνωση και ασκητικότητά του και την εικόνα της αφανούς επίγειας βιοτής του.

Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Εκπαιδευτικός