Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

 ΚΑΙ Η «ΑΛΩΣΗ» ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΑΣ



Στην ιστορία των λαών, όπως και στην ιστορία της ζωής του καθενός ανθρώπου ξεχωριστά, έρχεται κάποια ώρα που γίνεται ένα συνταρακτικό γεγονός, είτε καλό είναι αυτό, είτε κακό. Τότε, εμείς οι άνθρωποι, που όλα τα βλέπουμε και τα κρίνουμε επιφανειακά, «αποφαινόμαστε» ότι –άν το γεγονός είναι καλό- ο άνθρωπος είναι «τυχερός», ή –άν το γεγονός είναι κακό- ότι είναι «άτυχος».

Όμως, άν κοιτάξουμε τα πράγματα βαθύτερα, τότε βλέπουμε ότι η «τύχη» ή η «ατυχία» είναι δημιουργήματα δικά μας. Στην πραγματικότητα, η ζωή μας «πληρώνει» - συνήθως – για τη «δουλειά» που κάνουμε. Έτσι, κάθε τι καλό που φτάνει να γίνεται φανερό στα μάτια των ανθρώπων, έχει κερδηθεί με κρυφό κόπο και κρυφό αγώνα, ενώ, κάθε πτώση, κάθε καταστροφή, έχει τις ρίζες της πολύ πίσω, σε κάποια μακρινή αρχή συμβιβασμών και παραχωρήσεων, που ενδέχεται κι εμείς οι ίδιοι να την αγνοούμε.

Αυτό το μήνα, κάθε χρόνο, ο νους όλων μας γυρίζει στη μεγάλη αυτοκρατορία μας και στον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιζε κάποτε ο λαός μας στη διαμόρφωση της ιστορίας του κόσμου και στο πώς τα χάσαμε όλ’αυτάκαι μαζί τους χάσαμε κι ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μας και της προσωπικότητάς μας αλλά και της αυτοπεποίθησής μας.
Από ανεξάρτητοι και κυρίαρχοι γίναμε εξαρτώμενοι και υπόδουλοι. Από ηγέτες γίναμε ακόλουθοι. Από πρωτοπόροι, αξιολύπητοι μιμητές πραγμάτων και θεωριών που δεν καταλαβαίνουμε καλά, γι’αυτό και δεν μπορούμε και να τα μιμηθούμε καλά. Εδώ και πεντακόσια πενήντα τρία χρόνια θρηνούμε αυτά που είχαμε και χάσαμε, αλλά ακόμη δεν έχουμε συνειδητοποιήσει τί ακριβώς χάσαμε και γιατί. Ακόμη μιλάμε για την «ατυχία» μας, ακούμε τις γνώμες των «ειδικών», οι οποίοι –τί πρωτότυπο(!)- θεωρούν, ούτε λίγο ούτε πολύ, ως αίτιο όλων των κακών την Εκκλησία και τα Μοναστήρια που δεν πλήρωναν φόρους κι έτσι δεν είχε το κράτος λεφτά να διαθέσει για το στρατό και την άμυνα του κράτους!
 
Αυτοί οι ίδιοι «ειδικοί», βέβαια, δεν έχουν κανένα σχόλιο για τις μεγάλες αρχοντικές οικογένειες, οι οποίες, αντί να απαντήσουν στην έκκληση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και να ενισχύσουν τα βασιλικά ταμεία – ώστε να υπάρχουν χρήματα για να πληρωθούν μισθοφόροι – έστειλαν τα χρήματά τους στη Βενετία και στη Γένοβα, όπου υπήρχαν οι γνωστότεροι τραπεζίτες! Κάτι ανάλογο, δηλαδή, μ’αυτό που γίνεται σήμερα, όπου οι μεγαλύτεροι κεφαλαιοκράτες στέλνουν τα χρήματά τους στις Τράπεζες της Ελβετίας για να φοροδιαφύγουν!
 
Όμως, άν σκεφτούμε λίγο πιο αντικειμενικά και νηφάλια τα πράγματα, παραμερίζοντας τις επηρεασμένες από διάφορες ιδεολογίες πεποιθήσεις μας, θα ανακαλύψουμε πολλά κοινά στην ιστορία της αυτοκρατορίας μας με την ιστορία της προσωπικής μας ζωής.
 
Η πτώση μας είχε αρχίσει πολύ πιο πρίν. Περισσότερο από δυόμισι αιώνες πριν, τότε που μας είχε έρθει το πρώτο «μήνυμα» ότι η ζωή μας δεν πάει καλά, με την πρώτη πτώση της Κωνσταντινουπόλεως στους Φράγκους. Εκείνη η πρώτη πτώση ήταν ασύγκριτα πιο καταστροφική από τη δεύτερη, γιατί αυτοί οι πρώτοι κατακτητές μας, είχαν περισσότερο μίσος και αντιπαλότητα με μας, παρ’όλο που ανήκαν – θεωρητικά – στην ίδια πίστη κι είχαν αποδεχθεί τις βασικές αρχές του δικού μας τρόπου ζωής και του δικού μας πολιτισμού. Οι αγριότητες κι οι λεηλασίες της πρώτης πτώσης, δεν συγκρίνονται με τις καταστροφές της δεύτερης. Δεν χρειάζεται να πει κανείς πολλά. Τα άλογα του Ιπποδρόμου μας, που εξακολουθούν να στέκονται περήφανα και πανέμορφα στην πλατεία του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, τα λένε όλα, για να μην πούμε τίποτα για τα άλλα δύο που βρίσκονται στον πάτο της θάλασσας της Βενετίας, όπου έπεσαν κατά τη μεταφορά τους.
 
Όμως εμείς οι ίδιοι είχαμε ανοίξει την πόρτα στους πρώτους κατακτητές μας. Τους καλέσαμε να έρθουν διαιτητές στις εσωτερικές διαμάχες μας και χρησιμοποιήσαμε το στρατό τους για να πολεμήσουμε ο ένας τον άλλον. Ακόμη κι’ οι ίδιοι οι πολιορκητές απορούσαν πώς κατάφεραν και κατέκτησαν μια τόσο δυνατή Πόλη. Γι’αυτό και ο Δυτικός χρονογράφος απορεί: «Ποτέ πριν στην ιστορία του κόσμου, τόσοι λίγοι δεν έχουν πολιορκήσει τόσους πολλούς...» Κι οι ίδιοι οι κατακτητές, δηλαδή, κατάλαβαν πως, ουσιαστικά, άλωσαν μια «εκ των έσω αλωμένη» Πόλη.
 
Αλλά και πάλι η πτώση μας είχε αρχίσει πιο πριν. Είχε αρχίσει, από τότε που αρχίσαμε να ξεπουλάμε την ψυχή μας κομμάτι-κομμάτι και δεν υπήρχε κανείς να σταθεί και να βάλει ένα τέλος σ’αυτό το ξεπούλημα. Η σφραγίδα της καταδίκης μας ήταν η μάχη στο Μυριοκέφαλο, κι ήταν τόσο παραδειγματική, λες κι ο Θεός ήθελε να μας τρομάξει, μήπως και μπορέσουμε να αναχαιτιστούμε. Αυτή η μάχη χάθηκε από τον ίδιο βασιλιά, ο οποίος είχε - στην αρχή της βασιλείας του – κερδίσει στον ίδιο ακριβώς τόπο μια μεγάλη νίκη εναντίον των Τούρκων. Και στο τέλος της βασιλείας του, στον ίδιο τόπο, όχι απλώς νικήθηκε, αλλά κατέστρεψε ολόκληρο το στρατό της αυτοκρατορίας, χωρίς ελπίδα να μπορέσει να αναδιοργανωθεί ποτέ!
 
Η πτώση της αυτοκρατορίας μας – όπως κι η προσωπική πτώση του καθενός μας – δεν ήταν θέμα μιας ή δύο μαχών, ενός ή δύο χρόνων. Είναι ένα μακροχρόνιο ξεπούλημα του εαυτού μας και της προσωπικότητάς μας. Κι η υποδούλωση στους βαρβάρους - νοητούς και πραγματικούς – έρχεται σαν το λυπηρό, αλλά αναπόφευκτο τέλος.
 
Το θαυμαστό με το λαό μας είναι ότι, ακόμη κι όταν όλα είναι χαμένα, βρίσκει ανθρώπους σαν τον τελευταίο αυτοκράτορα, τον Κωσταντίνο Παλαιολόγο. Ανθρώπους με τέτοια ψυχική δύναμη, ώστε να δεχτούν να πάρουν πάνω τους το βάρος της απελπισίας και να σημαδέψουν το τέλος με μια ακτίνα ελπίδας. Ανθρώπους που παραμερίζουν τον εαυτό τους και δέχονται να πληρώσουν – μαζί με τα προσωπικά τους λάθη – και για τα λάθη όλων των προγόνων τους. Ανθρώπους λεβέντες και ωραίους, που σε κάνουν να νοιώθεις περήφανος που τους έχεις προγόνους.
 
Η εποχή μας, άν τη ψάξει κανείς, έχει πολλά κοινά με την εποχή πριν απ’την πτώση. Μπορεί εξωτερικά τα πράγματα να έχουν αλλάξει, οι αυτοκρατορίες να έχουν έρθει και να έχουν φύγει, αλλά οι άνθρωποι δεν έχουμε αλλάξει κι οι μάχες δίνονται και κερδίζονται με τους ίδιους περίπου τρόπους. Γι’ αυτό έχουμε να μάθουμε πολλά όταν ενδιαφερθούμε να γνωρίσουμε τη ζωή εκείνων των ανθρώπων, γιατί θα διδαχτούμε από τα δικά τους λάθη και θα τα αποφύγουμε.
 
Κι αυτό που έχουμε να μάθουμε από τον τελευταίο αυτοκράτορα, που δεν είχε αυτοκρατορία, είναι το πώς θα μάθουμε να ζούμε σ΄ ένα κόσμο χωρίς ελπίδα, κι εμείς να μην απελπιζόμαστε. Να ζούμε με την πεποίθηση πως, και η προσωπική μας ιστορία και η ιστορία του κόσμου μας, τελικά, ξεπερνάει τις δικές μας δυνάμεις και ανήκει στόν «ετάζοντα καρδίας και νεφρούς».
 
Εμείς, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να βρούμε τη δική μας Πύλη του Αγίου Ρωμανού και να αγωνιστούμε να κρατήσουμε τους βαρβάρους έξω. Κι άν δεν μπορέσουμε, γιατί είναι πολλοί και δυνατοί, τότε να πέσουμε όρθιοι, με το σπαθί στο χέρι!
Νινέττα Βολουδάκη
ttp://orthodoxovima.blogspot.com

Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ, ΤΟΥ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΥ

Γιορτάζουμε σήμερα 28 Μαΐου, ημέρα μνήμης του Αγίου Ανδρέα, του διά Χριστόν σαλού, ας πούμε λίγα λόγια:

Ο βίος του Αγίου Ανδρέου συντάχθηκε από τον πρεσβύτερο Νικηφόρο της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, περί τα μέσα του 10ου αιώνος μ.Χ. (956 – 959 μ.Χ.), επί βασιλείας του Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου.

Ο Άγιος Ανδρέας, ο διά Χριστόν σαλός, καταγόταν από την Σκυθία και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού (886 – 912 μ.Χ.). Από παιδική ηλικία είχε πουληθεί ως δούλος σε κάποιον πρωτοσπαθάριο και στρατηλάτη της Ανατολής, ονομαζόμενο Θεόγνωστο, άνδρα ενάρετο και ευσεβή, ο οποίος τόσο αγάπησε τον μικρό Ανδρέα, ώστε τον μεταχειρίστηκε ως υιό του, φροντίζοντας για την επιμελή και θεοσεβή μόρφωση αυτού.

Τον Ανδρέα είλκυαν περισσότερο από κάθε άλλο τα ιερά γράμματα και ιδιαίτερα οι Βίοι και τα Μαρτύρια των αγωνιστών της Χριστιανικής πίστεως. Τέτοιος δε υπήρξε ο ζήλος του προς αυτά, ώστε αποκλήθηκε «σαλός» (μωρός), διότι ο ζήλος του αυτός τον ωθούσε πολλές φορές στο να υπομένει εμπαιγμούς, ταπεινώσεις και βαριές ύβρεις και να προβαίνει σε διαβήματα που κρίνονται ως ανισόρροπα και εκκεντρικά. Αλλά εκείνος υπέμενε τους εξευτελισμούς, παρηγορούμενος από το ότι πολλές φορές πετύχαινε να επαναφέρει στην ευθεία οδό παραστρατημένες υπάρξεις.
Αλλά ο Άγιος Ανδρέας διακρινόταν και για την φιλανθρωπία και την αγαθοποιία του. Όχι μόνο μοιραζόταν τα υπάρχοντά του με τους φτωχούς, αλλά προσέφερε ότι είχε και ο ίδιος έμενε νηστικός και γυμνός. σε εκείνους που τον παρατηρούσαν για τις υπερβολικές αγαθοεργίες του, υπενθύμιζε τους λόγους του Κυρίου «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων τών αδελφών μου τών ελαχίστων, εμοί εποιήσατε», και τους έλεγε ότι στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου, και μάλιστα του πάσχοντος αδελφού, έβλεπε τον Χριστό.

Ο Άγιος, σε μία ολονύκτια Ακολουθία στο ναό των Βλαχερνών είδε τη Θεοτόκο στον ουρανό προσευχόμενη και σκέπουσα το λαό με το τίμιο ωμοφόριό της (1 και 28 Οκτωβρίου).

Κάποια ημέρα συνέβη κάτι παράδοξο στο θεράποντα του Κυρίου. Κατά την συνήθειά του, για να μην γνωρίζει κανείς την εργασία του στους προθάλαμους των εκκλησιών, όπου προσευχόταν, πορευόταν κρυφά προς το ναό της Πανυμνήτου Θεοτόκου, στην αριστερά στοά της αγοράς του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έτυχε, τότε, κάποιο παιδί να διέρχεται τη λεωφόρο, εκτελώντας διαταγή του κυρίου του. Ο Όσιος πήγαινε προς το ναό για να προσευχηθεί• το παιδί τάχυνε το βήμα του και τον πρόφθασε, χωρίς ο Όσιος να το αντιληφθεί. Όταν έφθασε προ των πυλών του ναού ο Ανδρέας, Θεού θέλοντος, εξέτεινε τη δεξιά του χείρα και αφού σφράγισε με το σημείο του τιμίου Σταυρού τις πύλες, αυτές ευθύς υποχώρησαν. Εισήλθε στο ναό και άρχισε τις προσευχές, μη γνωρίζοντας ότι κάποιος τον παρακολουθούσε. Το παιδί, το οποίο ακολουθούσε τον Όσιο, γνώριζε ότι ο άνθρωπος ήταν σαλός. Όταν τον είδε να ανοίγει αυτομάτως τις πύλες του ναού, έφριξε και κυριεύθηκε από τρόμο• έλεγε, λοιπόν, στον εαυτό του: «Ποιόν δούλο του Θεού οι κατά αλήθειαν μωροί σαλό ονομάζουν! Πόσο μεγάλος άγιος είναι, και εμείς οι ανόητοι αγνοούμε! Πόσους κρυφούς δούλους έχει ο Θεός και ουδείς γνωρίζει τα περί αυτών!».

Αυτά λογιζόταν το παιδί και πλησίασε, για να μάθει τί κάνει ο Άγιος εντός του ναού• βλέπει, λοιπόν, αυτόν προ του άμβωνος να κρέμεται στον αέρα και να προσεύχεται. Κατεπλάγη από το παράδοξο τούτο θέαμα και αναχώρησε, για να εκτελέσει την διαταγή του κυρίου του. Ο Όσιος τελείωσε την προσευχή του και έφυγε. Εξερχόμενος από το ναό, ασφάλισε πάλι τις θύρες με το σημείο του Σταυρού. Τότε αντιλήφθηκε την παρουσία του παιδιού και λυπήθηκε, επειδή κάποιος οικέτης έγινε θεατής των συμβάντων• ανέμενε την επιστροφή του παιδιού, για να του παραγγείλει να μην αποκαλύψει τα περί του Οσίου. Συνάντησε το παιδί και είπε: «Φύλαξε, τέκνον, όλα όσα είδες στον τόπο τούτο και θα έχεις το έλεος του Κυρίου του Θεού».

Μία ημέρα, προς το τέλος της αγίας Τεσσαρακοστής, ο λαός της βασιλευούσης των πόλεων, της Κωνσταντινουπόλεως, επευφημούσε τον Δεσπότη Χριστό μετά βαΐων και ύμνων. Βλέπει, τότε, ο μακάριος Ανδρέας, κάποιον γέροντα, ωραίο κατά την εξωτερική εμφάνιση, να εισέρχεται στο ναό της του Θεού Σοφίας. Πλήθος λαού τον ακολουθούσε, με βάια και σταυρούς, οι οποίοι έλαμπαν ως αστραπή• μελωδούσαν μέλος τερπνό, ηδύ και σωτήριο. Ο ένας στον άλλο παραχωρούσε το προβάδισμα και όλοι κατευθύνονταν προς τον άμβωνα. Ο γέροντας εκείνος κατείχε κινύρα και έκρουε τις χορδές συνοδεύοντας τους ψάλτες. Ο μακάριος ετέρπετο από το θέαμα και την ψαλμωδία• σκίρτησε και είπε: «Μνήσθητι Κύριε τού Δαβίδ καί πάσης τής πραότητος αυτού. Ιδού, ακούσαμε τήν Κυρία τήν Κυριοπρεσβεύτρια καί τήν ευρήκαμε όμοια πρός τή Σοφίαν τήν τερπνή».
Αυτά έλεγε ο Άγιος. Κάποιοι από τους παρευρισκόμενους σοφούς έλεγαν: «Πώς, σαλέ; Αναφέρεται στο στίχο αυτό του ψαλμού η Παναγία; Τί είναι αυτά τα οποία λέγεις;». και εξ αιτίας της άγνοιάς τους γέλασαν και αναχώρησαν. Ο μακάριος τα έλεγε αυτά επειδή είδε τον Δαβίδ με άλλους Προφήτες να έχουν έλθει εκεί.

Έτσι θεοφιλώς έζησε ο διά Χριστόν σαλός Άγιος Ανδρέας και κοιμήθηκε με ειρήνη σε ηλικία εξήντα έξι ετών. Ευθύς ευωδίασαν μύρα και θυμιάματα στον τόπο εκείνο, όπου άφησε το πνεύμα του ο Άγιος. Μία γυναίκα φτωχή, η οποία διέμενε πλησίον οσφράνθηκε την ηδύπνοο και ασύγκριτη ευωδία. την ακολούθησε, λοιπόν, αυτή και έφθασε στον τόπο εκείνο όπου έκειτο ο Άγιος. Βρήκε τον μακάριο νεκρό• ήδη δε ανέβλυζε μύρο από το τίμιο λείψανό του. Έτραξε, λοιπόν, και ανήγγειλε το θαύμα, επικαλούμενη με όρκο ως μάρτυρα τον Θεό. Πολλοί συγκεντρώθηκαν τότε, αλλά δεν βρήκαν το τίμιο λείψανο του Αγίου. Τους προκαλούσε κατάπληξη, όμως, η ευοσμία του μύρου και των θυμιαμάτων. Ο Κύριος, ο Οποίος γνωρίζει τα κρίματα εκάστου και τα απόκρυφα κατορθώματα του Αγίου, μετέθεσε το λείψανο του Αγίου.

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι ο Άγιος Ανδρέας έγραψε πολλές προφητείες οι οποίες δεν εκδόθηκαν ποτέ και βρίσκονται στην Μονή Iβήρων.

Προσευχή του Αγίου Ανδρέου προ της μακαρίας κοιμήσεώς του

«Ο Πατέρας, ο Υιός καί τό Άγιο Πνεύμα, Τριάς η ζωοποιός καί ομοούσιος, σύνθρονος καί αμέριστος, παρακαλούμέν Σε οι πένητες, οι ξένοι, οι πτωχοί καί γυμνοί: οι μή έχοντες πού τήν κεφαλήν κλίναι: ένεκεν τού ονόματός Σου κλίνομεν τό γόνυ τής ψυχής καί τού σώματος, τής καρδίας καί τού πνεύματος καί δεόμεθά Σου καί ικετεύομέν Σε, τόν Θεόν, τό φοβερόν όνομα Σαβαώθ: αγαθέ καί άγιε Δέσποτα, πλαστουργέ, ποιητά, παντοκράτωρ κλίνον τό ούς σου καί πρόσδεξε ευμενώς τήν ικετήριον δέησιν ημών τών ταπεινών καί αξίωσόν μας νά αγιασθώμεν, εν τή δυνάμει καί τώ ονόματί Σου, Κύριε, οικτίρμον, ελεήμον, μακρόθυμε καί πολυέλεε. Ελθέ, Πατέρα, Υιέ καί Πνεύμα Άγιο: ελθέ, τό όνομα τού Πατρός τού Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος, μετά συμπαθείας διά τά παραπτώματά μας, τά εν λόγω ή έργω ή εν ενθυμήσει ή διανοία. Πάριδε καί άφες ταύτα αγαθέ, εύσπλαχνε, ελεήμον, πολυέλεε. Καί μή μάς καταισχύνης: μή μάς απορρίψης από τού προσώπου Σου: Σύ, ο Οποίος από αγάπην υπερβολικήν καί γλυκυτάτην φιλανθρωπίαν, κάμπτεσαι από τάς προσευχάς τών φίλων Σου».

Απολυτίκιο:  Ήχος δ’.  Ταχύ προκατάλαβε.

Μωρίαν εκούσιον διά Χριστόν τόν Θεόν, επόθησας Όσιε, τόν σοφιστήν αληθώς, μωράνας καί ήνυσας, μέσον πολλών θορύβων, τόν αγώνα Ανδρέα: όθεν σε ο Δεσπότης, Παραδείσου πρός πλάτος, εσκήνωσε πρεσβεύειν υπέρ τών τιμώντων σε.

Κυριακή 27 Μαΐου 2012

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΟΣ

ΕΝΑΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΤΟΥ ΡΩΣΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΟΥ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

                                             Αποψη του Προκοπίου με το φρούριό του
Ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος γεννήθηκε σε ένα χωριό της Νότιας Ρωσίας, στη σημερινή Ουκρανία, γύρω στα 1690, από ενάρετους και πιστούς Ορθόδοξους γονείς. Στα χρόνια του Τσάρου Μεγάλου Πέτρου έλαβε μέρος στο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1710-11 και αιχμαλωτίστηκε, όπως και χιλιάδες άλλοι συμπολεμιστές του, από τους Τατάρους. Αυτοί με τη σειρά τους, τον πούλησαν σε ένα Οθωμανό αξιωματικό ίππαρχο, ο οποίος έμενε στο Προκόπι της Καππαδοκίας. Εκεί, παρ’ ότι πιέστηκε σκληρά να αρνηθεί τη χριστιανική πίστη, απαντούσε ακλόνητος «Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θέλω να πεθάνω», χωρίς να καμφθεί από τα φρικτά και απάνθρωπα βασανιστήρια. Τότε τον έριξε ο Τούρκος σε ένα υπόγειο στάβλο, όπου και έζησε με ταπείνωση και τέλεια υπομονή, μαζί με τα ζώα, ξυπόλητος, στο κρύο, στη σκλαβιά, σε μια τιτάνια πνευματική άσκηση, δοξάζοντας το Θεό.

                                 Άποψη του Προκοπίου -σημερινού Ürgüp- από το φρούριο

.Τις νύχτες πάλι, εκείνος ο σκλάβος έτρεχε με όλη τη βαριά κούραση της ημέρας και αγρυπνούσε προσευχόμενος στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, που ήταν λαξευμένο στα σπλάχνα του καππαδοκικού βράχου. Με τον καιρό, οι Τούρκοι δεν τον πείραζαν και μάλιστα εκείνοι στους οποίους ήταν δούλος, έπαψαν να του φέρονται άσχημα και προσβλητικά.

 
                     Εκκλησία που μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924 μετετράπη σε τζαμί
.Μια μέρα και ενώ ο Τούρκος αφέντης βρισκόταν στη Μέκκα, η γυναίκα του έκανε τραπέζι σε συγγενείς και φίλους στο Προκόπι για να επιστρέψει με το καλό ο άντρας της. Ο Ιωάννης υπηρετούσε τότε στο τραπέζι, όταν σερβιρίστηκε και ένα πιάτο από το αγαπημένο πιλάφι του αφέντη. Το είδε και η Τουρκάλα και αναστέναξε λέγοντας: «Πόση ευχαρίστηση θα λάμβανε Γιουβάν (=Ιωάννης, Γιοβάν) ο αφέντης σου, αν ήταν εδώ και έτρωγε μαζί μας από τούτο το φαγητό»! Ο Ιωάννης πήρε τότε ένα πιάτο με ζεστό πιλάφι και είπε πως θα το έστελνε στον αφέντη στη Μέκκα, κάνοντας όλη τη συντροφιά να γελάσει για τα καλά! Νόμιζαν πως θα το έδινε πάλι σε καμιά φτωχή οικογένεια του χωριού, όπως έκανε άλλωστε συχνά. Εκείνος όμως το πήρε και πήγε στο στάβλο του. Γονάτισε και με την προσευχή του ανέθεσε στον Κύριο των πάντων την εκπλήρωση του αιτήματος. Και Εκείνος που είχε πει στους μαθητές Του «πάντα όσα εάν αιτήσητε εν τη προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε» έκανε το θαύμα Του!

Έτσι, όταν μετά από ημέρες γύρισε ο Αγάς και τους έδειξε το πιάτο που είχε ξαφνικά βρει μπροστά του εκεί στη Μέκκα, με αχνιστό το αγαπημένο του πιλάφι, τότε όλοι άφωνοι, κατάλαβαν ότι ο φτωχός και καλός Ιωάννης, ήταν Άγιος του αληθινού Θεού! Από τότε όλοι, όχι μόνο στο Προκόπι, αλλά και στα γύρω χωριά, σεβόταν πια το Γιοβάν, το Ορθόδοξο παλικάρι από τη Ρωσία και έπαψαν παντελώς να τον ενοχλούν…

                                     Σπίτια ευπόρων Προκοπινών που πλούτισαν στην Πόλη

Μετά από χρόνια κακουχίας, ο άγιος αρρώστησε και προαισθανόμενος την κοίμησή του, ειδοποίησε να του φέρουν να μεταλάβει. Ο Ιερέας τότε, λόγω του φανατισμού των Τούρκων, φοβήθηκε να μεταφέρει φανερά τα Άγια στο στάβλο και σκάβοντας ένα μήλο, έβαλε με ασφάλεια μέσα τη Θεία Κοινωνία και έτσι κοινώνησε τον Ιωάννη. Μετά από λίγο, στις 27 Μαΐου 1730, ο Άγιος έκλεισε τα μάτια του και έγειρε το κεφάλι του, όπως τον βλέπει άλλωστε κανείς και τώρα, στο σημερινό Προκόπι, να κοιμάται γαλήνια, ολόσωμος και άφθορος, αναμένοντας την Ανάσταση. Αυτό το θαύμα του άφθαρτου λειψάνου, φανερώθηκε στο παλιό Προκόπι στα 1733, όταν μετά από αποκάλυψη του ίδιου του Αγίου ουράνιο φως φώτισε τον τάφο του. Στην εκταφή τότε διαπιστώθηκε το ασύλληπτο θαύμα του άφθαρτου σώματος, που ευωδίαζε άρρητα!

Στα 1830, την εποχή που μαίνεται η σύγκρουση μεταξύ Σουλτάνου και Ιμπραχίμ της Αιγύπτου, το Προκόπι της Καππαδοκίας θα νιώσει το φρικτό ξέσπασμα της τουρκικής μανίας, όταν οι στρατιώτες του Σουλτάνου Οσμάν Πασά δε θα διστάσουν, για να εκδικηθούν τους Χριστιανούς, να ρίξουν ακόμα και αυτό το άγιο λείψανο του Οσίου Ιωάννη στη φωτιά! Τότε είναι, που έντρομοι οι ιερόσυλοι Τούρκοι, βλέπουν το σώμα του Αγίου να κινείται μέσα στις φλόγες ολοζώντανο, να τους φοβερίζει και να τους διώχνει! Την άλλη μέρα και αφού οι ασεβείς είχαν φύγει μισοπεθαμένοι από το φόβο τους, οι Χριστιανοί, με πόνο και αγωνία, σήκωσαν βουβοί τα κάρβουνα και τις στάχτες για να αντικρίσουν και πάλι το θρίαμβο της αγιοσύνης, το ολόσωμο και άφθαρτο λείψανο του άγιου παλικαριού, εντελώς ακέραιο και απείραχτο από την πυρκαγιά! Ευλύγιστο και μυρωμένο και μονάχα μαυρισμένο από τις κάπνες και τις φλόγες των Αγαρηνών, έτσι όπως το αντικρίζει κανείς και σήμερα στο Νέο Προκόπι της Εύβοιας.

Η επιγραφή του λουτρού σε δύο γλώσσες και ένα αλφάβητο: αριστερά στην καραμανλήδικη και δεξιά στην ελληνική:
Δείγμ’ αγάπης εις αιώνα

Ω πατρίς ερατεινή

Σοι ανήγειρε λουτρώνα

Η των τέκνων συνδρομή.

Ομονοίας είναι έργον

Θαυμαστόν περικαλλές

Νεολαία σου το μέλλον

Ετοιμάζον ευθαλές.

Εθεμελ τω 1900 επερατ τω 1902



Ο τάφος του «Αζίζ Γιουβάν» έγινε λαϊκό προσκύνημα για Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, αφού ευεργετούσε τους πάντες χωρίς διάκριση. Το 1924, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι κάτοικοι του Προκοπίου μετέφεραν ως θησαυρό ατίμητο το άφθαρτο λείψανό του στην Εύβοια, στο χωριό Εμίν Αγά, που το ονόμασαν Νέο Προκόπιο. Και ο περικαλλής Ιερός Ναός, που κτίσθηκε προς τιμήν του, δέχεται την επίσκεψη χιλιάδων πιστών όλο το χρόνο. Μεγάλη είναι η προσέλευση Ρώσων, που αποδίδουν ιδιαίτερες τιμές στον ομοεθνή τους Άγιο. Ο Άγιος Ιωάννης μπορεί να μην ήταν Έλληνας Καππαδόκης, πότισε όμως με τον άιμα και τον ιδρώτα του το σκληρό χώμα της αγιοτόκου Καππαδοκίας και τελικά ήρθε, πρόσφυγας κι αυτός μαζί με τους Καππαδόκες πρόσφυγες, στη νέα πατρίδα, στην Ελλάδα.
πηγή: http://www.proskynitis.blogspot.com/

Ένα θαύμα του Αι-Γιάννη του Ρώσου

Ο άπιστος γιατρός



Στην Λίμνη της Ευβοίας ζούσε και εργαζόταν ένας γιατρός που ονομαζόταν Μαντζώρος. Σαν γιατρός ήταν πολύ καλός, αλλά δεν πίστευε στο Χριστό και μάλιστα δεν ήθελε να ακούει συζητήσεις σχετικές με την θρησκεία και την ψυχή. Καταφερόταν εναντίον της θρησκείας και οι απόψεις του ήταν σκληροπυρηνικές στο θέμα του Χριστιανισμού.

Αρρώστησε λοιπόν και μάλιστα πολύ σοβαρά. Η επάρατος νόσος είχε πλησιάσει τον άπιστο γιατρό που με φρικτούς πόνους κατάλαβε την έλευσή του. Μέσα σε αφόρητους πόνους μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο της Χαλκίδας. Εκεί , λόγω της σοβαρότητας της ασθένειάς του, δεν μπορούσαν να τον νοσηλεύσουν . Τον έστειλαν λοιπόν στην Αθήνα στη κλινική «Παντοκράτωρ», που βρίσκεται στην οδό Γ΄ Σεπτεμβρίου. Εκεί υποβλήθηκε σε ακτινολογικές και χημικές εξετάσεις , οι οποίες έδειξαν ότι η επάρατος νόσος είχε προσβάλει το παχύ έντερο του γιατρού. Όταν όλη η ζωή του γιατρού ήταν στρωμένη κοινωνικά και μπορούσε να λέει και να κάνει με ευκολία ότι ήθελε ο γιατρός ήταν απόλυτος στον λόγο του για τον Χριστό και τους Αγίους. Όλα ήταν ένα καλοστημένο ψέμα για τον άπιστο γιατρό. Η μόνη αλήθεια ήταν η αμαρτία και η ασωτεία. Εκεί κατέφευγε όταν εμφανίζονταν στη ζωή του μαύρα μικρά συννεφάκια. Αλλά τώρα, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τα μαύρα σύννεφα που είχαν επισκιάσει για καιρό τώρα τη ζωή του δεν μπορούσε να τα διώξει με την προσφιλή του μέθοδο που δεν ήταν άλλη από την αμαρτία.

- «Στο παντοδύναμο Θεό , να ελπίζεις μόνο συνάδελφε»
Αυτή ήταν η διάγνωση-έκκληση των συναδέλφων του, που του εξηγούσαν, με αυτό τον σκληρό λόγω επαγγέλματος λόγο. Και ο ίδιος όμως, λόγω του επαγγέλματός του είχε αντιληφθεί , ότι η φλόγα της ελπίδας κόντευε να σβήσει. Οι γιατροί λοιπόν του Νοσοκομείου του είπαν ότι αν συμφωνούσε και ο ίδιος θα μπορούσε να εγχειρισθεί την επόμενη μέρα. Συμφώνησε λοιπόν με γνώμονα την ιατρική γνώση που και ο ίδιος είχε. Αλλά τα λόγια των συναδέλφων του: «Στον παντοδύναμο να ελπίζεις, συνάδελφε», τον οδήγησαν παραμονή της εγχείρησης , σε μια αυθόρμητη προσευχή, που έβγαινε μέσα από την ψυχή του. παρακαλούσε τον Θεό, όχι μόνον να τον κάνει καλά, αλλά να τον συγχωρέσει κιόλας για την απιστία που είχε δείξει τόσα χρόνια.
 

Την ώρα της προσευχής κάποιος χτύπησε την πόρτα κι τον διέκοψε. Ήταν ένας όμορφος νεαρός, ο οποίος σπρώχνοντας με τα χέρια του την πόρτα μπήκε μέσα στο δωμάτιο του γιατρού και ακολούθησε ο πιο κάτω διάλογος:
- «Τι έχεις;».
- «Είμαι πολύ άρρωστος».
- «Δεν έχεις τίποτε».
- «Μα τι λες, Χριστιανέ μου. Έχω καρκίνο στο έντερο στο τελευταίο στάδιο και αύριο εγχειρίζομαι. Καταλαβαίνεις τι μου συμβαίνει;».
- «Δεν έχεις τίποτα πια. Σ’ έκανα καλά».
- «Μα καλά δεν ντρέπεσαι έναν άρρωστο; Με ειρωνεύεσαι κιόλας;».
- «Είμαι ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος. Αφού, επιμένεις, κάνε αύριο την εγχείρηση και θα πειστείς ότι δεν έχεις τίποτε».
Ο νεαρός εξαφανίστηκε. Ο γιατρός όμως γεμάτος αγωνία χτυπούσε το κουδούνι για να ρωτήσει τις νοσοκόμες μήπως και είδαν το νεαρό αυτό, που είχε βγει από το δωμάτιό του. Μάταια όμως γιατί καμία από τις νοσοκόμες δεν είδε τίποτα. Την επόμενη μέρα ο άρρωστος γιατρός εισήχθη στο χειρουργείο για την επέμβαση. Οι γιατροί έτοιμοι για την εγχείρηση ακούνε ξαφνικά τον γιατρό να τους λέει ότι δεν χρειάζεται εγχείριση και ότι είναι καλά στην υγεία του.
- «Με θεράπευσε ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος».
- «Μα τι είναι αυτά που μας λες;». Στον 20ο αιώνα είμαστε συνάδελφε τι είναι αυτά που λες;». «Τα έχει χαμένα ο συνάδελφος» μονολογούσαν οι γιατροί του Νοσοκομείου, ενώ επέμειναν να γίνει η εγχείριση, λόγω μειωμένου καταλογισμού του ασθενούς. Τον νάρκωσαν λοιπόν για την επέμβαση και όταν τον άνοιξαν ο όγκος δεν υπήρχε. Είχε κάνει το θαύμα του ο Άγιος και οι γιατροί απορούσαν , κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον. Ο γιατρός ήταν τελείως καλά. Αυτά τα διηγήται ο ίδιος ο γιατρός παντού, όπου κι αν βρίσκεται.

Από το βιβλίο: «ΒΙΟΙ ΟΡΘΟΔΞΩΝ ΑΓΙΩΝ 9
Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΟΣ».ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΕΝΘΕΟΣ ΒΙΟΣ/
eisdoxantheou-gk
πηγή:
http://www.proskynitis.blogspot.com/

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ


 (Αγ. Γρηγορίου Παλαμά)

 
Βλέπετε αυτή τη κοινή για μας εορτή και ευφροσύνη, την οποία ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός εχάρισε με την ανάσταση και ανάληψή του στους πιστούς; Επήγασε από θλίψη.
Βλέπετε αυτή τη ζωή, μάλλον δε την αθανασία; Επιφάνηκε σε μας από θάνατο.
Βλέπετε το ουράνιο ύψος, στο οποίο ανέβηκε κατά την ανύψωσή του ο Κύριος και την υπερδεδοξασμένη δόξα που δοξάσθηκε κατά σάρκα; Το πέτυχε με τη ταπείνωση και την αδοξία. Όπως λέγει ο απόστολος γι’ αυτόν, «εταπείνωσε τον εαυτό του γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, και μάλιστα σταυρικού θανάτου, γι’ αυτό κι’ ο Θεός τον υπερύψωσε και του χάρισε όνομα ανώτερο από κάθε όνομα, ώστε στο όνομα του Ιησού να καμφθεί κάθε γόνατο επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και να διακηρύξει κάθε γλώσσα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Κύριος σε δόξα Θεού Πατρός».(Φιλιπ. 2: 8-11).
Εάν λοιπόν ο Θεός υπερύψωσε το Χριστό του για το λόγο ότι ταπεινώθηκε, ότι ατιμάσθηκε, ότι πειράσθηκε, ότι υπέμεινε επονείδιστο σταυρό και θάνατο για χάρη μας, πως θα σώσει και θα δοξάσει και θα ανυψώσει εμάς, αν δεν επιλέξωμε τη ταπείνωση, αν δεν δείξουμε τη προς τους ομοφύλους αγάπη, αν δεν ανακτήσωμε τις ψυχές μας δια της υπομονής των πειρασμών, αν δεν ακολουθούμε δια της στενής πύλης και οδού, που οδηγεί στην αιώνια ζωή, τον σωτηρίως καθοδηγήσαντα σ’ αυτήν; «διότι, και ο Χριστός έπαθε για μας, αφήνοντάς μας υπογραμμό (παράδειγμα), για να παρακολουθήσουμε τα ίχνη του». (Α’ Πέτρ. 2:21).
Η ενυπόστατος Σοφία του υψίστου Πατρός, ο προαιώνιος Λόγος, που από φιλανθρωπία ενώθηκε μ’ εμάς και μας συναναστράφηκε, ανέδειξε τώρα εμπράκτως μια εορτή πολύ ανώτερη και από αυτή την υπεροχή. Γιατί τώρα γιορτάζουμε τη διάβαση, της σ’ αυτόν ευρισκομένης φύσεώς μας, όχι από τα υπόγεια προς την επιφάνεια της γης, αλλά από τη γη προς τον ουρανό του ουρανού και προς τον πέρα από αυτόν θρόνο του δεσπότη των πάντων.
Σήμερα ο Κύριος όχι μόνο στάθηκε, όπως μετά την ανάσταση, στο μέσο των μαθητών του, αλλά και αποχωρίσθηκε από αυτούς και, ενώ τον έβλεπαν, αναλήφθηκε στον ουρανό και εισήλθε στ’ αληθινά άγια των αγίων «και εκάθησε στα δεξιά του Πατρός πάνω από κάθε αρχή και εξουσία και από κάθε όνομα και αξίωμα, που γνωρίζεται και ονομάζεται είτε στον παρόντα είτε στον μέλλοντα αιώνα».(Εφ. 1:20)
Γιατί λοιπόν στάθηκε στο μέσο τους κι’ έπειτα τους συνόδευσε; «Τους εξήγαγε, λέγει, έξω έως τη Βηθανία», αλλά «και αφού σήκωσε τα χέρια του, τους ευλόγησε». (Λουκά 24:50). Το έκαμε για να επιδείξει τον εαυτό του ολόκληρο σώο και αβλαβή, για να παρουσιάσει τα πόδια υγιή και βαδίζοντα σταθερά, αυτά που υπέστησαν τα τρυπήματα των καρφιών, τα ομοίως επί του σταυρού καρφωμένα χέρια, την ίδια τη λογχισμένη πλευρά, αν έφεραν πάνω τους, τους τύπους των πληγών, προς διαπίστωση του σωτηριώδους πάθους.
Εγώ δε νομίζω ότι δια του «στάθηκε στο μέσο των μαθητών» δεικνύεται και το ότι αυτοί στηρίχθηκαν στη πίστη προς αυτόν, με αυτή τη φανέρωση και ευλογία του. Γιατί δεν στάθηκε μόνο στο μέσο όλων αυτών, αλλά και στο μέσο της καρδιάς του καθενός, γιατί από εκείνη την ώρα οι απόστολοι του Κυρίου έγιναν σταθεροί και αμετακίνητοι.
Στάθηκε λοιπόν στο μέσο τους και τους λέγει, «ειρήνη σε σας», τούτη τη γλυκιά και σημαντική και συνηθισμένη του προσφώνηση. Την διπλή ειρήνη, προς το Θεό που είναι γέννημα της ευσέβειας και αυτή που έχουμε οι άνθρωποι μεταξύ μας. Και καθώς τους είδε φοβισμένους και ταραγμένους από την ανέλπιστη και παράδοξη θέα, γιατί νόμισαν ότι βλέπουν πνεύμα – φάντασμα, αυτός τους ανέφερε πάλι τους διαλογισμούς της καρδιάς των, και αφού έδειξε ότι είναι αυτός ο ίδιος, πρότεινε τη διαβεβαίωση δια της εξετάσεως και ψηλαφήσεως. Ζήτησε φαγώσιμο, όχι γιατί είχε ανάγκη τροφής, αλλά για επιβεβαίωση της αναστάσεώς του.
Έφαγε δε μέρος ψητού ψαριού και μέλι από κηρύθρα, που είναι και αυτά σύμβολα του μυστηρίου του. Δηλαδή ο Λόγος του Θεού ένωσε στον εαυτό του καθ’ υπόσταση τη φύση μας, που σαν ιχθύς κολυμπούσε στην υγρότητα του ηδονικού και εμπαθούς βίου, και την καθάρισε με το απρόσιτο πυρ της Θεότητός του. Με κηρύθρα δε μελισσιού μοιάζει η φύση μας γιατί κατέχει το λογικό θησαυρό τοποθετημένο στο σώμα σαν μέλι στη κηρύθρα. Τρώγει από αυτά ευχαρίστως γιατί καθιστά φαγητό του τη σωτηρία του καθενός από τους μετέχοντας της φύσεως. Δεν τρώει ολόκληρο, αλλά μέρος «από κηρύθρα μέλι» επειδή δεν πίστευσαν όλοι και δεν το παίρνει μόνος του, αλλά προσφέρεται από τους μαθητές, γιατί του φέρνουν μόνο τους πιστεύοντες σ’ αυτόν, χωρίζοντάς τους από τους απίστους.
Κατόπιν τους υπενθύμισε τους λόγους του πριν το πάθος, που όλοι πραγματοποιήθηκαν. Τους υποσχέθηκε να τους στείλει το άγιο Πνεύμα, τους είπε να καθίσουν στην Ιερουσαλήμ μέχρι να λάβουν δύναμη από ψηλά. Μετά τη συζήτηση ο Κύριος τους έβγαλε από το σπίτι και τους οδήγησε έως τη Βηθανία και αφού τους ευλόγησε, όπως αναφέραμε, αποχωρίσθηκε από αυτούς και ανυψώθηκε προς τον ουρανό, χρησιμοποιώντας νεφέλη σαν όχημα και ανήλθε ενδόξως στους ουρανούς, στα δεξιά της μεγαλοσύνης του Πατρός, καθιστώντας ομόθρονο το φύραμά μας.
Καθώς οι Απόστολοι δεν σταματούσαν να κοιτάζουν τον ουρανό, με τη φροντίδα των αγγέλων πληροφορούνται ότι έτσι θα έλθει πάλι από τον ουρανό και «θα τον ιδούν όλες οι φυλές της γης, να έρχεται πάνω στις νεφέλες του ουρανού». (Ματθ. 24: 30). Τότε οι μαθητές αφού προσκύνησαν από το Όρος των Ελαιών, από όπου αναλήφθηκε ο Κύριος, επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ χαρούμενοι, αινώντας και ευλογώντας το Θεό και αναμένοντες την επιδημία του θείου Πνεύματος.
Όπως λοιπόν εκείνος έζησε και απεβίωσε, αναστήθηκε και αναλήφθηκε, έτσι κι’ εμείς ζούμε και πεθαίνουμε και θα αναστηθούμε όλοι. Την ανάληψη όμως δεν θα πετύχουμε όλοι, αλλά μόνο εκείνοι για τους οποίους ζωή είναι ο Χριστός και ο θάνατος είναι κέρδος, όσοι προ του θανάτου σταύρωσαν την αμαρτία δια της μετανοίας, μόνο αυτοί θα αναληφθούν μετά την κοινή ανάσταση σε νεφέλες προς συνάντηση του Κυρίου στον αέρα. (Α’ Θεσ. 4:17).
Ας έρθουμε στο υπερώο μας, στο νου μας προσευχόμενοι, ας καθαρίσουμε τους εαυτούς μας για να πετύχουμε την επιδημία του Παρακλήτου και να προσκυνήσουμε Πατέρα και Υιό και άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.
Άγιος Γρηγόριος Παλαμάs

Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

Πώς θα κατέβουμε προς την σωτήρια ταπεινοφροσύνη





 Λέει ο μακάριος πατέρας μας άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος:

«Πώς θα κατέβουμε προς την σωτήρια ταπεινοφροσύνη, χωρίς να εγκαταλείψουμε τον ολέθριο όγκο της υπερηφάνειας;

... Εάν παντοτινά επιδιώκουμε την ταπεινοφροσύνη και δεν αδιαφορούμε σε καμιά περίπτωση, με την ιδέα ότι τάχα δεν βλαπτόμαστε από αυτό. Διότι η ψυχή εξομοιώνεται προς το αντικείμενο με το οποίο ασχολείται και διαπλάθεται σύμφωνα μ΄ αυτά που πράττει και παίρνει το ανάλογο σχήμα μ΄ αυτά.

Για σένα λοιπόν και η εμφάνιση και το ένδυμα, το βάδισμα όσο και το κάθισμα, η τροφή και η όλη εικόνα της ζωής σου, ακόμη και το στρώσιμο του κρεβατιού και το σπίτι και τα αντικείμενα που υπάρχουν μέσα σ΄ αυτό, όλα ας είναι προσαρμοσμένα για λιτή ζωή. Αλλά και η ψαλμωδία και το άσμα και η καλή συμπεριφορά προς τον πλησίον, και αυτά ας κλίνουν προς τη λιτότητα περισσότερο παρά στην υπερβολή. 

 Μην κομπάζεις, σε παρακαλώ, με λόγους επιδεικτικούς, ούτε με άσματα υπερβολικά καλλίφωνα, ούτε με συζητήσεις υπερήφανες και δυσνόητες, αλλά σε όλα να αφαιρείς από το μέγεθος.

Καλοσυνάτος μεταξύ των φίλων, ήπιος στον υπηρέτη, ανεξίκακος στους
θρασείς, φιλάνθρωπος στους ανήμπορους, η παρηγοριά σ΄ όσους υποφέρουν, παρών σ΄ όσους θλίβονται, μ΄ ένα λόγο μη παραβλέποντας κανέναν, γλυκύς όταν απευθύνεσαι σε κάποιον, ανοιχτόκαρδος στην εξυπηρέτηση, πρόθυμος και καταδεκτικός προς όλους».

Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Ναοδομία του ανθρώπινου προσώπου

Ιωάννου Κορναράκη
Ομοτίμου Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

 
«Ουκ οίδατε ότι ναός Θεού έστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν»; (Α’ Κορ. 3, 16).

Η ερώτηση αυτή του απ. των εθνών στους Κορινθίους, μάλιστα σε θέση παρενθέσεως, γίνεται αισθητή σαν ένας από τους νηπτικώτερους αιφνιδιασμούς της χριστιανικής αυτοσυνειδησίας! Όποιος κι αν είναι ο αναγνώστης του σχετικού κειμένου της επιστολής αυτής του απ. Παύλου προς τους Κορινθίους, πρέπει να βιώνει μια εσώτατη πρόκληση-έκπληξη, όταν καταφέρει να στρέψει το νου του στο νοηματικό πλούτο αυτής της ερωτήσεως.
Ο άνθρωπος ναός του Θεού; Οικητήριο του Αγίου Πνεύματος;
Είναι γεγονός ότι στην πεζότητα της καθημερινής ζωής μια τέτοια ερώτηση προκαλεί σ’ ένα απροσδιόριστα μεγάλο βάθος τη χριστιανική μας αυτοσυνειδησία! Εμείς ναός Θεού;
Η σκέψη μας, με πρόκληση την ερώτηση αυτή και με τις συνειρμικές διευκολύνσεις των λειτουργιών του πνεύματός μας, εκσφενδονίζεται, με την άνεση μιας πυραυλικής προωθήσεως, στον εννοιολογικό και παραστατικό χώρο της μνήμης μας που είναι συγκεντρωμένος όλος ο πλούτος των ποικίλων τύπων ενός ιερού Ναού. Ο πλούτος αυτός, έστω κι αν εκπροσωπείται τελικά από την εικόνα και τον τύπο ενός συγκεκριμένου Ναού, μας συνειδητοποιεί ένα εξαιρετικά πολυσύνθετο δομικώς και πολυσήμαντο νοηματικώς οικοδόμημα. Αυτό ακριβώς το γεγονός αιφνιδιάζει το πνεύμα μας, που λόγω της «πεζότητας» των καθημερινών παραστάσεων και εμπειριών τείνει να συγκεκριμενοποιεί την αυτοσυνειδησία μας σε μια απλή και μονοσήμαντη εικόνα ταυτότητος: «Εγώ είμαι το … σώμα μου!
Πράγματι, ή εικόνα ενός I. Ναού είναι μια πολυσύνθετη και πολυσήμαντη εικόνα. Γι’ αυτόν ίσως το λόγο είναι πολύ δύσκολο σ’ ένα περιορισμένο χώρο να προσπαθήσει να παρουσιάσει κανείς τη ναοδομία του ανθρώπινου προσώπου! Όμως, ως άγιοπνευματική σύλληψη, η παράσταση και εξεικόνιση της ψυχοσωματικής ολότητας του ανθρώπου με το νοηματικό πλούτο του «ιερού Ναού», πρέπει να παραδεχθούμε ότι παρουσιάζει την αυθεντική εικόνα του χριστιανού ανθρώπου. Ο τέλειος τύπος του αυθεντικού χριστιανού άνθρωπου είναι πράγματι· «ο άνθρωπος ναός του Θεού». Αυτός που λειτουργεί ως ναός του Θεού! Η παράσταση του ανθρώπου με τη διαφάνεια ενός ιερού ναού έχει την αρχή της στον ίδιο τον Κύριο. Όταν ο απ. Παύλος θέτει το ερώτημα αυτό στους Κορινθίους-«Ουκ οϊδατε ότι ναός Θεού έστε»; γνωρίζει ότι δεν προσφέρει μια πρωτότυπη ιδέα. Κατά πάσαν πιθανότητα διατηρούσε μια συνειρμική σχέση με γεγονότα της ζωής του Κυρίου στα οποία η ιδέα αυτή ενεδύθη πρωτοτυπία.
Όπως ξέρουμε, σ’ ένα δραματικό διάλογο με τους αρχιερείς και πρεσβυτέρους, ο Ιησούς, κρινόμενος, αντιμετωπίζει μια ψευδή κατηγορία (Μτθ. 26, 61) που οφειλόταν στην έλλειψη κατανοήσεως των λόγων του· «Λύσατε τον ναός τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν» (Ίω. 2, 19). Οι ακροατές του είχαν πάρει τότε τα λόγια αυτά κατά γράμμα και είχαν απορήσει. Γι’ αυτό και του απήντησαν «Τί είναι αυτά τα λόγια που μας λες; Χρειάσθηκαν 46 ολόκληρα χρόνια για να κτισθεί ο ναός αυτός (σε κάποια αυλή του οποίου γινόταν αυτός ο διάλογος) και σύ μπορείς να τον ανοικοδομήσεις μέσα σε τρεις μέρες»; (Ίω. 2, 20). Αλλά βέβαια – «Εκείνος έλεγε περί του ναού του σώματος αυτού».Το σώμα λοιπόν του Χριστού ναός του Θεού! Και φυσικά η λέξη σώμα είναι εδώ εκφραστική του Θεανθρώπινου προσώπου του Κυρίου. Ο θεάνθρωπος Ιησούς είναι ναός Θεού!

Αυτή η «κυριακή» αφετηρία της παραστάσεως του σώματος (της ψυχοσωματικής ολότητας) ως ναού του Θεού μάς επιτρέπει να εννοήσουμε ευκολότερα πότε ο άνθρωπος γίνεται ναός Θεού. Αρκεί πάλι να θυμηθούμε· «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε»!

Η ένδυση του «νεολέκτου» πιστού με το Χριστό σημαίνει οικοδομή του σε ναό του Θεού. Εφ’ όσον ο Χριστός είναι και κατά την ανθρώπινη σωματική του φύση ναός Θεού, και ο δεχόμενος το Χριστό με το ιερό Βάπτι­σμα «αύξει εις ναόν άγιον». Αυτή είναι μια από τις πιο σημαντικές επαγγελίες του Θεού μέσω των προφητών του, που ο απόστολος των Εθνών δεν παραλείπει να υπενθυμίσει στη δεύτερη επιστολή που στέλνει στους Κορινθίους – «Υμείς γάρ ναός Θεού έστε ζώντος, καθώς είπεν ο Θεός ότι ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω, και έσομαι αυτών Θεός, και έσονταί μοι λαός» (Β’ Κορ. 6, 16).

Με το Ι. Βάπτισμα γίνεται η θεμελίωση του ναού του Θεού στο ανθρώπινο πρόσωπο και άρα η «δυνάμει» οικοδομή του. Στη συνέχεια της ζωής του πιστού, ύστερα από τη θεμελίωση αυτή, θα υλοποιείται δομικά «ήμεροι και ημέρα» όλο και διαυγέστερα η εικόνα του ναού του Θεού. Γι’ αυτό ο απόστολος, γράφοντας στους Εφεσίους, υπογραμμίζει τη βαθμιαία («ενεργεία») οικοδομή του ναού, του οποίου όλα τα δομικά υλικά έχουν εγκαινισθεί κατά το ι. Βάπτισμα στη ψυχή και το σώμα του πιστού. Σεις οι χριστιανοί, Εφέσιοι, «ουκέτι έστε ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού, εποικοδομηθέντες επί τω θεμελίω των απο­στόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού, εν ω πάσα η οικοδομή συναρμολογούμενη αύξει εις ναόν άγιον εν Κυρίω εν ω και ημείς συνοικοδομείσθε εις κατοικητήριον του Θεού εν πνεύματι» (Εφ. 2, 19-22).
Μια απόπειρα να δοθεί ορισμένη τοπογραφία ή κάτοψη του ναού του ανθρώπινου προσώπου δεν φαίνεται να μπορεί να ξεκινήσει με αισιοδοξία επιτυχίας. Μάλλον είναι σίγουρο ότι ανάλογα με την προσωπική εμπειρία κάθε χριστιανού συλλαμβάνεται (δυνάμει των αγιοπνευματικών ελλάμψεων) και η δομή του ναού του προσώπου αυτού. Κάθε άγιος άνθρωπος έχει τη δική του, προσωπική πείρα. Γι’ αυτό ακριβώς, όπου γίνεται λόγος, σε πατερικά κείμενα, για μια εξεικόνιση του ανθρώπου με ναό του Θεού, προβάλλονται ως βασικοί χώροι του ναού αυτού διαφορετικές, κάθε φορά, ψυχικές λειτουργίες. Είναι πάντως γεγονός ότι στις περισσότερες περιπτώσεις ο νους παρουσιάζεται ως ο ιδιαίτερος χώρος του ναού στον οποίο χειρουργείται το μυστήριο της «καλής αλλοιώσεως» του ανθρώπου και της σωτηρίας του.

Ο Μάξιμος ο ομολογητής θα σημειώσει ότι· «τόπος άγιος και ναός Θεού ο νους υπάρχει του ανθρώπου». Επίσης ο Γρηγόριος ο Σιναΐτης θα προβάλει την ενέργεια του νου «ως ιερατείον πνευματικόν». Ενώ ο Νικήτας ο Στηθάτος θα δώσει έμφαση στη «μυστική ιερουργία του επουρανίου Θυσιαστηρίου» που τελείται με την «εργασίαν του νοός».

Εξάλλου ο Ηλίας ο Πρεσβύτερος θα επιχειρήσει να δώσει μια εσωτερική κάτοψη του ναού του Θεού στο χώρο του ανθρώπινου προσώπου σύμφωνη περίπου με τον τύπο του ιουδαϊκού ναού. «Της λογικής ψυχής, αυλή μεν η αίσθησις, ναός δε η διάνοια, αρχιερεύς δε ο νους». Αλλά εκείνος που επιχειρεί μια λεπτομερέστερη περιγραφή του εσωτερικού χώρου του ναού του Θεού είναι, όπως και άλλου έχουμε υπενθυμίσει, ο όσιος Νικό­δημος ο Αγιορείτης. «Διά της νοεράς ταύτης εργασίας» (δηλ. της νήψεως), λέει ο όσιος, «θέλεις καταστήσει ό­λον μεν τον εσωτερικόν σου άνθρωπον ναόν και κατοικίαν του Άγιου Πνεύματος, την δε καρδίαν σου ιδιαιτέρως ως θυσιαστήριον ιερόν και αγίαν τράπεζαν τον δε νουν σου ως ιερέα· την δε θέλησιν και προαίρεσίν σου ως θυσίαν ως οσμήν δε ευωδίας τήν από της καρδίας αναπεμπομένην εις Θεόν προσευχήν».
Η θεώρηση αυτή του εσωτερικού χώρου του ανθρώπινου προσώπου ως ναού του Θεού είναι βέβαια καρπός μιας ενδοστρεφούς πνευματικής εργασίας. Κατά την μιας ενδοστρεφούς πνευματικής εργασίας. Κατά την πορεία τής εργασίας αυτής ο νους αγωνίζεται να αποδεσμεύεται βαθμιαίως από τις εξωτερικές εξαρτήσεις του και να στρέφεται στον εσωτερικό χώρο της ψυχής, ανα­ζητών εαυτόν! Όπως ξέρουμε, μιας ενδοστρεφούς πνευματικής εργασίας. Κατά την πορεία της εργασίας αυτής ο νους αγωνίζεται να αποδεσμεύεται βαθμιαίως από τις εξωτερικές εξαρτήσεις του και να στρέφεται στον εσωτερικό χώρο της ψυχής, ανα­ζητών εαυτόν! Όπως ξέρουμε, σύμφωνα με το πνεύμα της θεωρίας των αρεοπαγητικών κειμένων, κατά τη νηπτική πνευματική εργασία, ο νους επιστρέφει στον εαυτό του με μια (κατά κάποιο τρόπο) κυκλική κίνηση που του επιτρέπει να «ορά εαυτόν». Αυτή η κυκλική κίνηση του νου θεωρείται από το νηπτικό πνεύμα ως «η κρείττων και ιδιαιτάτη» ενέργεια του με την οποία τελικώς «υπέρ εαυτόν γενόμενος εσθ’ ότε, τω Θεώ συγγίνεται» (Γρηγόριος Παλαμάς). Η κίνηση δηλ. αυτή είναι για το νηπτικό χριστιανό η βασική προϋπόθεση της εισόδου του στο χώρο της ψυχής και επομένως και της θεωρήσεως του χώρου αυτού ως ναού του Θεού. Αυτή ακριβώς η κυκλική κίνηση του νου είναι η οδός που οδηγεί ενώπιον του Θεού. Κι’ επειδή όπου ο Θεός «κατοικεί», εκεί γίνεται λόγος για «οίκο Θεού», η συνάντηση του νου με το Θεό («συγγίνεται») είναι συγχρόνως θέαση και σύλληψη του εσωτερικού χώρου του ανθρώπινου προσώπου ως ναού του Θεού..!

Εξάλλου η εμπειρία αυτή είναι το μοναδικό και ανεπανάληπτο μεγαλείο της ορθόδοξης πνευματικότητος απέναντι σε κάθε άλλη μορφή η ποιότητα θρησκευτικής ζωής και εμπειρίας. Ο Θεός κατοικεί μέσα στο ανθρώπινο πρόσωπο. Ο Θεός, εραστής της εικόνος του, μόνο σ’ αυτήν αναπαύεται και μόνο απ’ αυτή λατρεύεται. Ο λό­γος του απ. Παύλου στην Αθήνα θα κατάργησει την ειδωλολατρική αντίληψη που «ενθρονίζει» το Θεό σε πέτρινα οικήματα. «Ο Θεός ο ποιήσας τον κόσμον και πάντα τα εν αυτώ, ούτος ουρανού και γης Κύριος υπάρχων ουκ εν χειροποίητοις ναοίς κατοικεί, ουδέ, υπό χειρών ανθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινός, αυτός διδούς πάσι ζωήν και πνοήν και τα πάντα». Ο απόστολος, έστω κι αν δεν μπορούν οι ακροατές του να συλλάβουν την ουσιαστική τομή που επιχειρεί να ενεργήσει στο πνεύμα των θρησκευτικών τους ιδεών και αντιλήψεων, θα συμπληρώσει την ιδέα αυτή της μη κατοικήσεως του Θεού σε πέτρινα κτίσματα με τη συμπερασματική φράση· «εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν ….του γάρ και γένος εσμέν» (Πραξ. 17, 28).

Η διακήρυξη αυτή του Παύλου· «εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» είναι μια υπαρξιακή προβολή της παρουσίας του Θεού μέσα στο ανθρώπινο πρόσωπο που μπορεί να αφυπνίσει όχι μόνο το ειδωλολατρικό πνεύμα αλλά ακόμη και την κοιμώμενη … χριστιανική αυτοσυνειδησία. Αρκεί η τελευταία, μέσα στον ύπνο της, να μη … «πνέει τα λοίσθοια»!

Πράγματι! Η αποστολική διακήρυξη ότι «εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» ηχεί στη
 συνείδησή μας κατά τρόπο αφυπνιστικό γιατί υπενθυμίζει ότι ολόκληρη η ζωή μας, από πλευράς λειτουργικότητας, αλλά και χρόνου, υπάρχει «εν τω Θεώ». Είμαστε οίκος Θεού σε κάθε στιγμή της ζωής μας και «το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν» αδιάλειπτα, εφ’ όσον νηφούμε και γρηγορούμε. Ο Θεός είναι μέσα μας. Αλλ’ αυτό σημαίνει συγχρόνως ότι και εμείς είμαστε μέσα στο Θεό, «ε ν Α υ τ ώ»!

Αυτή η «αλληλοπεριχώρηση» ή «συνύπαρξη» είναι ένα μυστήριο που δεν μπορεί να νοηθεί πλήρως από τις ανθρώπινες αντιληπτικές δυνάμεις. Μπορεί όμως να βιωθεί μέχρι του ορίου που επιτρέπει η Χάρη του Θεού!

Η βίωση αυτή είναι ακριβώς το πρόβλημά μας. Γιατί, βυθισμένοι στις σκοτούρες της καθημερινότητας, παραδίδουμε τον εαυτό μας στην ειδωλολατρεία της στιγμής, με τη σκέψη ότι πρέπει να επιβιώσουμε υπαρξιακά, διαλεγόμενοι, με ανακλαστική αμεσότητα, με τις προκλήσεις της στιγμής. Έτσι «ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» στο χώρο μιας ειδωλολατρείας που μας υπνωτίζει με το δαιμονικό της αυλό! Σ’ αυτή την περίπτωση η ειδω­λολατρεία μας είναι το αυτονόητο. Ενώ η «εν Αυτώ» ύπαρξή μας είναι μια σκιερή …διαφάνεια! Η ζωή μας «εν Αυτώ» είναι … «διάλογος εμπορίου», επειδή τον «οίκο Του» (τον εαυτό μας) τον κάναμε «οίκο καθημερινού έμπορίου», με το πνεύμα μιας συμφεροντολογικής αγοροπωλησίας των εμπορεύσιμων ειδώλων μας! Βέβαια, πολλές φορές, τα είδωλά μας είναι «χριστιανικά»! Τα είδωλά μας είναι υπαρξιακές διαφάνειες που προβάλλονται, τις περισσότερες φορές, με ευαγγελικά …επιχειρήματα! Δεν παύουν όμως να είναι «ε ϊ δ ω λ α». Γιατί μας αποσπούν από τη λατρεία και αγάπη του αληθινού Θεού! Γιατί γίνονται ο θησαυρός της στιγμής! Γιατί προηγούνται Εκείνου …!

Είναι αλήθεια ότι πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μέσα μας τη διαφάνεια του «οίκου» μέσα στον οποίο εμπορευόμαστε τον …εαυτό μας! Η ύπαρξή μας λειτουργεί αναπόφευκτα και αδιάλειπτα! Αλλά σε ποιό ναό; Στο ναό της καθημερινότητας με τα είδωλα που μας αποξενώνουν από τον αληθινό Θεό ή στο ναό του Θεού που μας δημιούργησε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Αυτού;

Στην κρίσιμη ώρα που κάποιο είδωλο ποζάρει ενώπιον μας γεμάτο δαιμονική χάρη και γοητεία, ας στυλώσουμε τ’ αυτί μας στην καθαρόηχη αποστολική ερώτηση: «Ουκ οϊδατε ότι ναός Θεού έστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν;» Η ερώτηση αυτή θα μας υπενθυμίσει την ποιότητα της αυτοσυνειδισίας μας. Και μια τέτοια μνήμη έχει ασφαλώς ανεκτίμητη αξία …!
(Ι. Κορναράκη, «Η Θεία Λειτουργία της υπάρξεως», εκδ. Αφών Κυριακίδη – Θεσ/νίκη, σ. 88-96

Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Ὁ Ἅγιος Θεράποντας



 ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Κύπρου
 

Ὁ μακάριος αὐτός ἄνδρας, καταγόταν ἀπὸ τὴν χώρα τῶν Ἀλεμάνων (Δουκάτο στὴν περιοχὴ τῆς Γερμανίας), ἀπὸ εὐγενεὶς καὶ ευσεβεὶς γονείς. Καταφρόνησε ὅλες τὶς ἀνάγκες τῆς ζωῆς γιατὶ ἐκπαιδεύτηκε στὰ Ἱερὰ Γράμματα κατανοώντας τα πλήρως. Περνοῦσε κάθε ἡμέρα, ὅλο τὸν χρόνο του στὶς ἱερὲς Ἐκκλησίες, μελετώντας τὶς Γραφές. Ἡ ζωή του ἦταν πολὺ λιτὴ καὶ ἁπλή. Ἤθελε νὰ ἀρέσει στὸν Θεὸ καὶ γιὰ νὰ ἀποκτήσει τὴν ἐπίδοση τῶν ἀρετῶν, σκληραγωγοῦσε τὸν ἑαυτό του σὲ ἐγκράτεια καὶ πολλοὺς ἀγῶνες. Ἔγινε ἔνθερμος κήρυκας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Ἀλεμανίας τὸν κάλεσε – ἀφοῦ ἔμαθε γιὰ τὴν ζωή του – καὶ μὲ τὴν συνεργεία τῆς Θείας Πρόνοιας καὶ τὴν ψήφο τοῦ λαοῦ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ, ὅτι ὁ Ἅγιος Θεράπων δὲν τὸ ἐπιθυμοῦσε αὐτό, ἀλλὰ ὑπάκουσε στὴν ἐντολὴ τῆς Θείας Χάριτος καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν πατρίδα του μὲ τὸν βαθμὸ τοῦ Ἐπισκόπου. Λάμπρυνε τὸ ἀξίωμά του, ἔγινε διδάσκαλος τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἀκριβὴς στὸν λόγο του. Μετέστρεψε πολλοὺς ἀπὸ διάφορες αἱρέσεις πίσω στὴν Ἀληθινὴ Πίστη τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἐπειδὴ ποίμανε θεάρεστα γιὰ πολλὰ χρόνια τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, ὁ Διάβολος, κήρυξε βρώμικο πόλεμο κατὰ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν προσκύνηση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων. Ὁ Ἅγιος Θεράπων ἀντιτάχθηκε καὶ ἄσκησε κριτικὴ στοὺς εἰκονομάχους ἀποκαλώντας αὐτοὺς αἱρετικούς, ἄθεους καὶ ἀσεβείς. Ἐκείνοι, μὴ ἀνεχόμενοι τὶς ὕβρεις τοῦ Ἁγίου, τὸν συκοφάντησαν καὶ τὸν φυλάκισαν καὶ μὲ σιδερένια νύχια ἔσκιζαν τὸ σῶμά του. Ὁ Ἄγιος, τὰ ὑπέμεινε ὅλα αὐτά μὲ χαρὰ καὶ ἔλεγε στοὺς βασανιστές του «Γιὰ τὴν Ἁγία Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, εἶμαι ἔτοιμος ἀκόμα καὶ κομμάτια νὰ γίνω». Καὶ αὐτοὶ ἔδεσαν χειροπόδαρα καὶ φυλάκισαν τὸν Ἅγιο, τοποθετώντας μάλιστα καὶ μεγάλη φρουρὰ ἔξω ἀπό τὸ κελί του. Καὶ ἐνῷ οἱ θύρες τοῦ κελιοῦ του ἦταν σφραγισμένες, Ἄγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε στὸν Ἄγιο τρεῖς φορὲς καὶ ἀφοῦ τοῦ ἔλυσε τὰ δεσμὰ καὶ τοῦ γιάτρεψε τὶς πληγές, τοῦ εἶπε: «Σήκω καὶ μὴ φοβᾶσαι τίποτα. Ἀκούστηκε ἡ προσευχή σου γνήσιε Μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ». Τὸ ἑπόμενο πρωί, οἱ φρουροὶ ἔβγαλαν τὸν Ἅγιο ἀπὸ τὸ κελί του, τὸν χτυποῦσαν καὶ τὸν χλεύαζαν. Ὁ Ἅγιος ἀμέσως τοὺς εἶπε: «ἐπειδή μὲ εἰρωνεύεστε καὶ παραμένετε ἀδιόρθωτοι καὶ μὲ βρίζετε, ἔφθασε σὲ σᾶς ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου, καὶ θὰ γίνετε ὅλοι παράλυτοι, ὥστε ἀπὸ σᾶς, νὰ σωφρονιστοῦν καὶ οἱ ὑπόλοιποι». Μόλις τελείωσε τὸν λόγο του, σχηματίστηκε στὸν οὐρανὸ ἕνα εἶδος ἀστραπὴς ποὺ ἄφησε μεγάλο κρότο, καὶ παρέλυσε τοὺς φρουρούς, καὶ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Κυρίου, δραπέτευσε ὁ Ἅγιος καὶ μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν Ἀλεμανία στὰ Ἱεροσόλυμα, μέσα σὲ μία νύχτα. Ἀφοῦ ἐπισκέφτηκε ὅλα τὰ Ἱερά προσκυνήματα γιὰ δική του ὡφέλεια, κατέπληξε πολλούς, μὲ πολλὰ θαύματα καὰ σημεῖα ποὺ ἔκανε καὶ ἀνακηρύχτηκε ἀπὸ τοὺς κατοίκους ὡς Μέγας καὶ Θαυματουργός.
Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ σημαντικὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Ἅγιος Θεράπων, ἔγινε στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅταν συνάντησε τυχαῖα στὸν δρόμο μία τελετὴ ταφῆς ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ. Ὁ Ἅγιος, σπλαγχνίσθηκε τὴ μάνα τοῦ παιδιοῦ ποὺ «ἀμέτρως ἐκόπτετο». Πλησίασε τὴν σωρὸ τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ, καὶ ἅπλωσε τὸ δεξί του χέρι πρὸς αὐτὴν καὶ εἶπε: «Σήκω, στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖον οἱ ἄνομοι Ἑβραῖοι σταύρωσαν, ἐπὶ ἡγεμονίας Ποντίου Πιλάτου». Ὁ λόγος τοῦ Ἅγίου, ἀμέσως ἀνέστησε τὸ νεκρὸ παιδὶ καὶ ἔμειναν ὅλοι ἔκπληκτοι. Ἡ μάνα τοῦ παιδιοῦ, προσκύνησε τὰ ἴχνη τοῦ Ἁγίου καὶ μὲ ἀναφιλητὰ τὸν παρεκάλεσε νὰ τὴν βαπτίσει μαζὶ μὲ τὸ παιδί της καὶ νὰ ἀναγεννηθεῖ στὴν Ὀρθοδοξία. Μετὰ τὸ γεγονὸς αυτό, ὅλος ὁ κόσμος διατυμπάνιζε παντοῦ αὐτὸ τὸ μέγα θαῦμα ποὺ τέλεσε ὁ Ἄγιος.
Ὁ Ἅγιος, ἔμεινε πολλὰ χρόνια στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τελοῦσε πλῆθος θαυμάτων σὲ ὅλον τὸν κόσμο, μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. Βλέποντας ὅμως τὸν κόσμο νὰ τὸν τιμάει καὶ ἔχοντας ἤδη γίνει αρκετὰ γνωστὸς σὲ ὅλη τὴν ἐκεῖ περιοχή, ἀποφάσισε νὰ ἀφήσει τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ πάει κάπου μακριὰ γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν δόξα. Μπῆκε σὲ ἕνα πλοῖο καὶ πῆγε στὴν Κύπρο. Ὅμως ἡ φήμη του ἦταν τόσο μεγάλη, ποὺ εἶχε φθάσει ἀκόμα καὶ στὴν Κύπρο. Φιλοξενήθηκε ἀπὸ κάποιον Σώσιο ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ τὴν γυναίκα του ἦταν φιλάσθενοι. Ἡ γυναίκα του ἦταν κατάκοιτη στὸ κρεβάτι γιὰ ἐννέα χρόνια μὲ ὑψηλὸ πυρετό. Βλέποντας ὁ Ἅγιος τὴν καλοσύνη τους, τοὺς ἔδωσε τὴν πολυπόθητη ὑγεία. Καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἀσθενείς, ὅταν τὸ ἔμαθαν παρακαλοῦσαν τὸν Ἅγιο νὰ τοὺς θεραπεύσει καὶ ὁ Ἅγιος, βάζοντας τὰ χέρια του ἐπάνω στὰ κεφάλια τους, θεράπευε ὅλες τὶς ἀσθένειες, κηρύττοντας σὲ ὅλον τὸν κόσμο τὴν Ἀληθινὴ Πίστη τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀσκῶντας ἔλεγχο καὶ κριτικὴ στοὺς Αἱρετικοὺς ποὺ πολεμοῦσαν τὴν προσκύνηση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων. Ὁ Ἅγιος Θεράπων ἦταν ἀπόλυτος σὲ ὅ,τι ἀφοροῦσε τέτοια θέματα (γι’ αὐτὸ καὶ ἡ εἰκόνα του, κάνει πολλὰ θαύματα).
Κάποια στιγμή, ἐνῷ ὁ Ἅγιος ἔδινε τὸν ἀγῶνά του ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν σὲ δημόσιο χῶρο, κάποιος αὐθάδης αἱρετικὸς μὴ μπορῶντας νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν Ἅγιο, τὸν χτύπησε στὸ πρόσωπο καὶ τὸν ἔριξε καταγῆς. Μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες, νιώθοντας τύψεις γιὰ τὴν μεγάλη διαφορὰ ἡλικίας ποὺ τοὺς χώριζε καὶ γιὰ τὴν βία ποὺ ἄσκησε στὸ πρόσωπο τοῦ γέροντα, ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἅγιο νὰ τὸν συγχωρέσει. Ὁ Ἅγιος τὸν κάλεσε νὰ ἀσπασθεῖ τὶς Ἱερὲς εἰκόνες καὶ νὰ ἀρνηθεῖ τὴν αἵρεση. Ἐκεῖνος δὲν δέχθηκε καὶ ὁ Ἅγιος δὲν τὸν συγχώρεσε, διώχνοντάς τον ἀπὸ κοντά του «ἐπαρασάμενος αὐτὸν εἶναι κεχωρισμένον τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ». Εἶχε δεῖ σὲ ὅνειρο, τὸν Κύριο σὲ νηπιακὴ ἡλικία, νὰ φοράει ἕναν χιτῶνα λευκὸ ἀλλὰ σκισμένο ἀπὸ τὴν κορυφὴ ὡς τὰ πόδια καὶ νὰ τὸν πληροφορεῖ ὅτι αὐτὸς ὁ Αἱρετικὸς καὶ οἱ ὅμοιοί του διέρρηξαν τὸν χιτώνα του μὲ τὰ πιστεύω τους. Ὅλη ἡ κοινωνία τῆς Κύπρου ἔμεινε ἔκπληκτη μὲ τὸ θᾶρρος καὶ τὴν ἀρετὴ τοῦ Ἁγίου.
Ὁ τότε Πρόεδρος τοῦ νησιοῦ, ἀφοῦ ἔμαθε γιὰ τὸν Ἅγιο, τὸν κάλεσε καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ μείνει ἐκεῖ κοντά του, δίνοντάς του τὴν ἐπισκοπὴ τῆς Λάρνακας, γιὰ νὰ ὡφεληθεῖ ὅλος ὁ κόσμος. Ὁ Ἅγιος, δέχθηκε καὶ ἔγινε Ἐπίσκοπος Κύπρου. Ὅλοι ἦταν χαρούμενοι γιατὶ ἑκτὸς ἀπὸ Ἐπίσκοπος, ἦταν καὶ ὁ Ἀνάργυρος Ἰατρὸς τοῦ Νησιοῦ.
Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἔγινε ἐπιδρομὴ τῶν Ἀράβων στὴν Κύπρο, οἱ ὁποῖοι κατέκαυσαν ὅλα τὰ Μοναστήρια καὶ τὶς Ἐκκλησίες καὶ ἔσφαξαν πολλοὺς κατοίκους τοῦ νησιοῦ. Καὶ τὸν Ἅγιο Θεράποντα τὸν συνέλαβαν στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα τὴν ὥρα ποὺ λειτουργοῦσε στὶς 14 Μαΐου. Ξαφνικά, μόλις ἔγινε αὐτό, οὐράνιες μελῳδίες καὶ ἕνα Ἄκτιστο Φῶς κύκλωσε ὅλο τὸν χῶρο τῆς Ἁγίας Τράπεζας. Αὐτὸ τὸ θέαμα στοὺς πιστοὺς τοὺς ἔδωσε δύναμη, ἐνῷ στοὺς Ἄραβες προκάλεσε φόβο καὶ τύψεις γι’ αὐτὸ ποὺ ἔκαναν. Τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου Θεράποντος τοῦ Ἱερομάρτυρα κηδεύτηκε ἀπὸ τοὺς πιστούς, ὅπου καὶ χτίστηκε ὁ πρῶτος Ναός του.
Ἔπειτα ἀπὸ μερικοὺς αἰῶνες, καὶ λίγο πρὶν ἐπιτεθοῦν ξανὰ οἱ Ἀγαρηνοὶ στὴν Κύπρο, ἐμφανίστηκε σὲ ὅνειρο ὁ Ἅγιος καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μεταφερθοῦν τὰ ὀστά του στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ μὴν πατηθοῦν ἀπὸ ἀπίστους. Πράγματι, τὰ ὀστά του μεταφέρθηκαν στὴν Πόλη στὶς 27 Μαΐου, ὅπου ἔγινε καὶ ναὸς πρὸς τιμήν του καὶ ἀναβλύζουν θαύματα σὲ ὅποιον ἐπικαλεῖται τὸ Πάνσεπτο ὄνομά του καὶ τιμᾶ τὴν Ἁγία Εἰκόνα του.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.Θεραπεύσας ἐνθέῳ ζήλῳ τὸν Κύριον, ἀληθῶς ἀνεδείχθης θεράπων τούτου πιστός· διὸ δέδοσαι ἡμῖν τοῖς τιμῶσί σε, ἀκεσώδυνος πηγή, καὶ πολυχεύμων ποταμός, θαυμάτων καὶ ἰαμάτων, Θεράπον Ἱερομάρτυς· ὅθεν σε πάντες μακαρίζομεν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.Τῇ ἱερᾷ καὶ ζωηφόρῳ πηγῇ σου, πεποικιλμένῃ ποικιλίᾳ θαυμάτων, πάντες πιστοὶ προστρέχοντες πιστῶς καὶ εὐλαβῶς, πλοῦτον ἀρυόμεθα, ἐξαισίων θαυμάτων, καὶ φαιδρῶς γεραίρομεν, τοὺς σεπτούς σου ἀγῶνας, οὓς περ ὑπέστης ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ, Ἱερομάρτυς Θεράπον θαυμάσιε.

Μεγαλυνάριον.Χαίροις ἱερέων ἔμπνους εἰκών, Θεράπον παμμάκαρ, καὶ Μαρτύρων ὁ κοινωνός· χαίροις ὁ πηγάζων, θαυμάτων θεῖα ῥεῖθρα, σοφὲ Ἱερομάρτυς, τοῖς εὐφημοῦσί σε.