Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Ναοδομία του ανθρώπινου προσώπου

Ιωάννου Κορναράκη
Ομοτίμου Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

 
«Ουκ οίδατε ότι ναός Θεού έστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν»; (Α’ Κορ. 3, 16).

Η ερώτηση αυτή του απ. των εθνών στους Κορινθίους, μάλιστα σε θέση παρενθέσεως, γίνεται αισθητή σαν ένας από τους νηπτικώτερους αιφνιδιασμούς της χριστιανικής αυτοσυνειδησίας! Όποιος κι αν είναι ο αναγνώστης του σχετικού κειμένου της επιστολής αυτής του απ. Παύλου προς τους Κορινθίους, πρέπει να βιώνει μια εσώτατη πρόκληση-έκπληξη, όταν καταφέρει να στρέψει το νου του στο νοηματικό πλούτο αυτής της ερωτήσεως.
Ο άνθρωπος ναός του Θεού; Οικητήριο του Αγίου Πνεύματος;
Είναι γεγονός ότι στην πεζότητα της καθημερινής ζωής μια τέτοια ερώτηση προκαλεί σ’ ένα απροσδιόριστα μεγάλο βάθος τη χριστιανική μας αυτοσυνειδησία! Εμείς ναός Θεού;
Η σκέψη μας, με πρόκληση την ερώτηση αυτή και με τις συνειρμικές διευκολύνσεις των λειτουργιών του πνεύματός μας, εκσφενδονίζεται, με την άνεση μιας πυραυλικής προωθήσεως, στον εννοιολογικό και παραστατικό χώρο της μνήμης μας που είναι συγκεντρωμένος όλος ο πλούτος των ποικίλων τύπων ενός ιερού Ναού. Ο πλούτος αυτός, έστω κι αν εκπροσωπείται τελικά από την εικόνα και τον τύπο ενός συγκεκριμένου Ναού, μας συνειδητοποιεί ένα εξαιρετικά πολυσύνθετο δομικώς και πολυσήμαντο νοηματικώς οικοδόμημα. Αυτό ακριβώς το γεγονός αιφνιδιάζει το πνεύμα μας, που λόγω της «πεζότητας» των καθημερινών παραστάσεων και εμπειριών τείνει να συγκεκριμενοποιεί την αυτοσυνειδησία μας σε μια απλή και μονοσήμαντη εικόνα ταυτότητος: «Εγώ είμαι το … σώμα μου!
Πράγματι, ή εικόνα ενός I. Ναού είναι μια πολυσύνθετη και πολυσήμαντη εικόνα. Γι’ αυτόν ίσως το λόγο είναι πολύ δύσκολο σ’ ένα περιορισμένο χώρο να προσπαθήσει να παρουσιάσει κανείς τη ναοδομία του ανθρώπινου προσώπου! Όμως, ως άγιοπνευματική σύλληψη, η παράσταση και εξεικόνιση της ψυχοσωματικής ολότητας του ανθρώπου με το νοηματικό πλούτο του «ιερού Ναού», πρέπει να παραδεχθούμε ότι παρουσιάζει την αυθεντική εικόνα του χριστιανού ανθρώπου. Ο τέλειος τύπος του αυθεντικού χριστιανού άνθρωπου είναι πράγματι· «ο άνθρωπος ναός του Θεού». Αυτός που λειτουργεί ως ναός του Θεού! Η παράσταση του ανθρώπου με τη διαφάνεια ενός ιερού ναού έχει την αρχή της στον ίδιο τον Κύριο. Όταν ο απ. Παύλος θέτει το ερώτημα αυτό στους Κορινθίους-«Ουκ οϊδατε ότι ναός Θεού έστε»; γνωρίζει ότι δεν προσφέρει μια πρωτότυπη ιδέα. Κατά πάσαν πιθανότητα διατηρούσε μια συνειρμική σχέση με γεγονότα της ζωής του Κυρίου στα οποία η ιδέα αυτή ενεδύθη πρωτοτυπία.
Όπως ξέρουμε, σ’ ένα δραματικό διάλογο με τους αρχιερείς και πρεσβυτέρους, ο Ιησούς, κρινόμενος, αντιμετωπίζει μια ψευδή κατηγορία (Μτθ. 26, 61) που οφειλόταν στην έλλειψη κατανοήσεως των λόγων του· «Λύσατε τον ναός τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν» (Ίω. 2, 19). Οι ακροατές του είχαν πάρει τότε τα λόγια αυτά κατά γράμμα και είχαν απορήσει. Γι’ αυτό και του απήντησαν «Τί είναι αυτά τα λόγια που μας λες; Χρειάσθηκαν 46 ολόκληρα χρόνια για να κτισθεί ο ναός αυτός (σε κάποια αυλή του οποίου γινόταν αυτός ο διάλογος) και σύ μπορείς να τον ανοικοδομήσεις μέσα σε τρεις μέρες»; (Ίω. 2, 20). Αλλά βέβαια – «Εκείνος έλεγε περί του ναού του σώματος αυτού».Το σώμα λοιπόν του Χριστού ναός του Θεού! Και φυσικά η λέξη σώμα είναι εδώ εκφραστική του Θεανθρώπινου προσώπου του Κυρίου. Ο θεάνθρωπος Ιησούς είναι ναός Θεού!

Αυτή η «κυριακή» αφετηρία της παραστάσεως του σώματος (της ψυχοσωματικής ολότητας) ως ναού του Θεού μάς επιτρέπει να εννοήσουμε ευκολότερα πότε ο άνθρωπος γίνεται ναός Θεού. Αρκεί πάλι να θυμηθούμε· «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε»!

Η ένδυση του «νεολέκτου» πιστού με το Χριστό σημαίνει οικοδομή του σε ναό του Θεού. Εφ’ όσον ο Χριστός είναι και κατά την ανθρώπινη σωματική του φύση ναός Θεού, και ο δεχόμενος το Χριστό με το ιερό Βάπτι­σμα «αύξει εις ναόν άγιον». Αυτή είναι μια από τις πιο σημαντικές επαγγελίες του Θεού μέσω των προφητών του, που ο απόστολος των Εθνών δεν παραλείπει να υπενθυμίσει στη δεύτερη επιστολή που στέλνει στους Κορινθίους – «Υμείς γάρ ναός Θεού έστε ζώντος, καθώς είπεν ο Θεός ότι ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω, και έσομαι αυτών Θεός, και έσονταί μοι λαός» (Β’ Κορ. 6, 16).

Με το Ι. Βάπτισμα γίνεται η θεμελίωση του ναού του Θεού στο ανθρώπινο πρόσωπο και άρα η «δυνάμει» οικοδομή του. Στη συνέχεια της ζωής του πιστού, ύστερα από τη θεμελίωση αυτή, θα υλοποιείται δομικά «ήμεροι και ημέρα» όλο και διαυγέστερα η εικόνα του ναού του Θεού. Γι’ αυτό ο απόστολος, γράφοντας στους Εφεσίους, υπογραμμίζει τη βαθμιαία («ενεργεία») οικοδομή του ναού, του οποίου όλα τα δομικά υλικά έχουν εγκαινισθεί κατά το ι. Βάπτισμα στη ψυχή και το σώμα του πιστού. Σεις οι χριστιανοί, Εφέσιοι, «ουκέτι έστε ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού, εποικοδομηθέντες επί τω θεμελίω των απο­στόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού, εν ω πάσα η οικοδομή συναρμολογούμενη αύξει εις ναόν άγιον εν Κυρίω εν ω και ημείς συνοικοδομείσθε εις κατοικητήριον του Θεού εν πνεύματι» (Εφ. 2, 19-22).
Μια απόπειρα να δοθεί ορισμένη τοπογραφία ή κάτοψη του ναού του ανθρώπινου προσώπου δεν φαίνεται να μπορεί να ξεκινήσει με αισιοδοξία επιτυχίας. Μάλλον είναι σίγουρο ότι ανάλογα με την προσωπική εμπειρία κάθε χριστιανού συλλαμβάνεται (δυνάμει των αγιοπνευματικών ελλάμψεων) και η δομή του ναού του προσώπου αυτού. Κάθε άγιος άνθρωπος έχει τη δική του, προσωπική πείρα. Γι’ αυτό ακριβώς, όπου γίνεται λόγος, σε πατερικά κείμενα, για μια εξεικόνιση του ανθρώπου με ναό του Θεού, προβάλλονται ως βασικοί χώροι του ναού αυτού διαφορετικές, κάθε φορά, ψυχικές λειτουργίες. Είναι πάντως γεγονός ότι στις περισσότερες περιπτώσεις ο νους παρουσιάζεται ως ο ιδιαίτερος χώρος του ναού στον οποίο χειρουργείται το μυστήριο της «καλής αλλοιώσεως» του ανθρώπου και της σωτηρίας του.

Ο Μάξιμος ο ομολογητής θα σημειώσει ότι· «τόπος άγιος και ναός Θεού ο νους υπάρχει του ανθρώπου». Επίσης ο Γρηγόριος ο Σιναΐτης θα προβάλει την ενέργεια του νου «ως ιερατείον πνευματικόν». Ενώ ο Νικήτας ο Στηθάτος θα δώσει έμφαση στη «μυστική ιερουργία του επουρανίου Θυσιαστηρίου» που τελείται με την «εργασίαν του νοός».

Εξάλλου ο Ηλίας ο Πρεσβύτερος θα επιχειρήσει να δώσει μια εσωτερική κάτοψη του ναού του Θεού στο χώρο του ανθρώπινου προσώπου σύμφωνη περίπου με τον τύπο του ιουδαϊκού ναού. «Της λογικής ψυχής, αυλή μεν η αίσθησις, ναός δε η διάνοια, αρχιερεύς δε ο νους». Αλλά εκείνος που επιχειρεί μια λεπτομερέστερη περιγραφή του εσωτερικού χώρου του ναού του Θεού είναι, όπως και άλλου έχουμε υπενθυμίσει, ο όσιος Νικό­δημος ο Αγιορείτης. «Διά της νοεράς ταύτης εργασίας» (δηλ. της νήψεως), λέει ο όσιος, «θέλεις καταστήσει ό­λον μεν τον εσωτερικόν σου άνθρωπον ναόν και κατοικίαν του Άγιου Πνεύματος, την δε καρδίαν σου ιδιαιτέρως ως θυσιαστήριον ιερόν και αγίαν τράπεζαν τον δε νουν σου ως ιερέα· την δε θέλησιν και προαίρεσίν σου ως θυσίαν ως οσμήν δε ευωδίας τήν από της καρδίας αναπεμπομένην εις Θεόν προσευχήν».
Η θεώρηση αυτή του εσωτερικού χώρου του ανθρώπινου προσώπου ως ναού του Θεού είναι βέβαια καρπός μιας ενδοστρεφούς πνευματικής εργασίας. Κατά την μιας ενδοστρεφούς πνευματικής εργασίας. Κατά την πορεία τής εργασίας αυτής ο νους αγωνίζεται να αποδεσμεύεται βαθμιαίως από τις εξωτερικές εξαρτήσεις του και να στρέφεται στον εσωτερικό χώρο της ψυχής, ανα­ζητών εαυτόν! Όπως ξέρουμε, μιας ενδοστρεφούς πνευματικής εργασίας. Κατά την πορεία της εργασίας αυτής ο νους αγωνίζεται να αποδεσμεύεται βαθμιαίως από τις εξωτερικές εξαρτήσεις του και να στρέφεται στον εσωτερικό χώρο της ψυχής, ανα­ζητών εαυτόν! Όπως ξέρουμε, σύμφωνα με το πνεύμα της θεωρίας των αρεοπαγητικών κειμένων, κατά τη νηπτική πνευματική εργασία, ο νους επιστρέφει στον εαυτό του με μια (κατά κάποιο τρόπο) κυκλική κίνηση που του επιτρέπει να «ορά εαυτόν». Αυτή η κυκλική κίνηση του νου θεωρείται από το νηπτικό πνεύμα ως «η κρείττων και ιδιαιτάτη» ενέργεια του με την οποία τελικώς «υπέρ εαυτόν γενόμενος εσθ’ ότε, τω Θεώ συγγίνεται» (Γρηγόριος Παλαμάς). Η κίνηση δηλ. αυτή είναι για το νηπτικό χριστιανό η βασική προϋπόθεση της εισόδου του στο χώρο της ψυχής και επομένως και της θεωρήσεως του χώρου αυτού ως ναού του Θεού. Αυτή ακριβώς η κυκλική κίνηση του νου είναι η οδός που οδηγεί ενώπιον του Θεού. Κι’ επειδή όπου ο Θεός «κατοικεί», εκεί γίνεται λόγος για «οίκο Θεού», η συνάντηση του νου με το Θεό («συγγίνεται») είναι συγχρόνως θέαση και σύλληψη του εσωτερικού χώρου του ανθρώπινου προσώπου ως ναού του Θεού..!

Εξάλλου η εμπειρία αυτή είναι το μοναδικό και ανεπανάληπτο μεγαλείο της ορθόδοξης πνευματικότητος απέναντι σε κάθε άλλη μορφή η ποιότητα θρησκευτικής ζωής και εμπειρίας. Ο Θεός κατοικεί μέσα στο ανθρώπινο πρόσωπο. Ο Θεός, εραστής της εικόνος του, μόνο σ’ αυτήν αναπαύεται και μόνο απ’ αυτή λατρεύεται. Ο λό­γος του απ. Παύλου στην Αθήνα θα κατάργησει την ειδωλολατρική αντίληψη που «ενθρονίζει» το Θεό σε πέτρινα οικήματα. «Ο Θεός ο ποιήσας τον κόσμον και πάντα τα εν αυτώ, ούτος ουρανού και γης Κύριος υπάρχων ουκ εν χειροποίητοις ναοίς κατοικεί, ουδέ, υπό χειρών ανθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινός, αυτός διδούς πάσι ζωήν και πνοήν και τα πάντα». Ο απόστολος, έστω κι αν δεν μπορούν οι ακροατές του να συλλάβουν την ουσιαστική τομή που επιχειρεί να ενεργήσει στο πνεύμα των θρησκευτικών τους ιδεών και αντιλήψεων, θα συμπληρώσει την ιδέα αυτή της μη κατοικήσεως του Θεού σε πέτρινα κτίσματα με τη συμπερασματική φράση· «εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν ….του γάρ και γένος εσμέν» (Πραξ. 17, 28).

Η διακήρυξη αυτή του Παύλου· «εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» είναι μια υπαρξιακή προβολή της παρουσίας του Θεού μέσα στο ανθρώπινο πρόσωπο που μπορεί να αφυπνίσει όχι μόνο το ειδωλολατρικό πνεύμα αλλά ακόμη και την κοιμώμενη … χριστιανική αυτοσυνειδησία. Αρκεί η τελευταία, μέσα στον ύπνο της, να μη … «πνέει τα λοίσθοια»!

Πράγματι! Η αποστολική διακήρυξη ότι «εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» ηχεί στη
 συνείδησή μας κατά τρόπο αφυπνιστικό γιατί υπενθυμίζει ότι ολόκληρη η ζωή μας, από πλευράς λειτουργικότητας, αλλά και χρόνου, υπάρχει «εν τω Θεώ». Είμαστε οίκος Θεού σε κάθε στιγμή της ζωής μας και «το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν» αδιάλειπτα, εφ’ όσον νηφούμε και γρηγορούμε. Ο Θεός είναι μέσα μας. Αλλ’ αυτό σημαίνει συγχρόνως ότι και εμείς είμαστε μέσα στο Θεό, «ε ν Α υ τ ώ»!

Αυτή η «αλληλοπεριχώρηση» ή «συνύπαρξη» είναι ένα μυστήριο που δεν μπορεί να νοηθεί πλήρως από τις ανθρώπινες αντιληπτικές δυνάμεις. Μπορεί όμως να βιωθεί μέχρι του ορίου που επιτρέπει η Χάρη του Θεού!

Η βίωση αυτή είναι ακριβώς το πρόβλημά μας. Γιατί, βυθισμένοι στις σκοτούρες της καθημερινότητας, παραδίδουμε τον εαυτό μας στην ειδωλολατρεία της στιγμής, με τη σκέψη ότι πρέπει να επιβιώσουμε υπαρξιακά, διαλεγόμενοι, με ανακλαστική αμεσότητα, με τις προκλήσεις της στιγμής. Έτσι «ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» στο χώρο μιας ειδωλολατρείας που μας υπνωτίζει με το δαιμονικό της αυλό! Σ’ αυτή την περίπτωση η ειδω­λολατρεία μας είναι το αυτονόητο. Ενώ η «εν Αυτώ» ύπαρξή μας είναι μια σκιερή …διαφάνεια! Η ζωή μας «εν Αυτώ» είναι … «διάλογος εμπορίου», επειδή τον «οίκο Του» (τον εαυτό μας) τον κάναμε «οίκο καθημερινού έμπορίου», με το πνεύμα μιας συμφεροντολογικής αγοροπωλησίας των εμπορεύσιμων ειδώλων μας! Βέβαια, πολλές φορές, τα είδωλά μας είναι «χριστιανικά»! Τα είδωλά μας είναι υπαρξιακές διαφάνειες που προβάλλονται, τις περισσότερες φορές, με ευαγγελικά …επιχειρήματα! Δεν παύουν όμως να είναι «ε ϊ δ ω λ α». Γιατί μας αποσπούν από τη λατρεία και αγάπη του αληθινού Θεού! Γιατί γίνονται ο θησαυρός της στιγμής! Γιατί προηγούνται Εκείνου …!

Είναι αλήθεια ότι πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μέσα μας τη διαφάνεια του «οίκου» μέσα στον οποίο εμπορευόμαστε τον …εαυτό μας! Η ύπαρξή μας λειτουργεί αναπόφευκτα και αδιάλειπτα! Αλλά σε ποιό ναό; Στο ναό της καθημερινότητας με τα είδωλα που μας αποξενώνουν από τον αληθινό Θεό ή στο ναό του Θεού που μας δημιούργησε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Αυτού;

Στην κρίσιμη ώρα που κάποιο είδωλο ποζάρει ενώπιον μας γεμάτο δαιμονική χάρη και γοητεία, ας στυλώσουμε τ’ αυτί μας στην καθαρόηχη αποστολική ερώτηση: «Ουκ οϊδατε ότι ναός Θεού έστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν;» Η ερώτηση αυτή θα μας υπενθυμίσει την ποιότητα της αυτοσυνειδισίας μας. Και μια τέτοια μνήμη έχει ασφαλώς ανεκτίμητη αξία …!
(Ι. Κορναράκη, «Η Θεία Λειτουργία της υπάρξεως», εκδ. Αφών Κυριακίδη – Θεσ/νίκη, σ. 88-96