Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΟΥΔΑΣ

Στις 19 του μηνός Ιουνίου η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του αγίου αποστόλου Ιούδα του θεαδέλφου. Τα βιογραφικά του στοιχεία δεν μας διασώζονται με ακρίβεια και συχνά παρουσιάζονται παρόμοια με αυτά του αγίου αποστόλου Ιούδα του Θαδδαίου, γεγονός όχι περίεργο, αφού και οι δύο Απόστολοι είχαν το ίδιο όνομα, έζησαν δε και κήρυξαν την ίδια εποχή και στην ίδια περιοχή.

Στην Καινή Διαθήκη συμπεριλαμβάνεται η καθολική Επιστολή που συνέγραψε ο άγιος απόστολος Ιούδας ο θεάδελφος. Στην αρχή της κατονομάζεται ο ίδιος ως «Ιούδας, Ιησού Χριστού δούλος, αδελφός δέ Ικώβου». Σχετίζεται εμφανώς με τον Ιάκωβο, ο οποίος ήταν γνωστή ηγετική προσωπικότητα της πρώτης Εκκλησίας, και στην υμνολογία της Εκκλησίας προσδιορίζεται ως «Χριστού συγγενής» και «απόστολος θεάδελφος». Του αποδόθηκε λοιπόν η προσωνυμία «θεάδελφος», δηλαδή ένας από τους νομιζόμενους αδελφούς του Κυρίου, ένα από τα τέκνα του Ιωσήφ, τα οποία αυτός είχε αποκτήσει από γάμο του προτού μνηστευθεί την αειπάρθενο Θεοτόκο. Γι' αυτό το Συναξάρι θεωρεί τον εορταζόμενο σήμερα απόστολο Ιούδα «κατά σάρκα» αδελφό του Ιησού Χριστού, όπως και του Ιακώβου (του αδελφοθέου, πρώτου επισκόπου Ιεροσολύμων). Ο θεάδελφος Ιούδας, συγγραφέας της ομώνυμης Επιστολής της Καινής Διαθήκης, προστέθηκε στον κύκλο των μαθητών μετά την ανάσταση του Κυρίου.

Διαφορετικό πρόσωπο είναι ο άγιος Ιούδας ο Θαδδαίος [εορτ. 21 Αυγ.], ένας από τους δώδεκα Αποστόλους του Κυρίου, ο οποίος στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο και στις Πράξεις των Αποστόλων ονομάζεται «Ιούδας Ιακώβου» (Ιούδας γιός Ιακώβου 6,16, 1,13), στο δε κατά Μάρκον Ευαγγέλιο αποκαλείται «Θαδδαίος» (3,18) και στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο «Λεββαίος ο αποκληθείς Θαδδαίος» (10,3 που σημαίνει γενναίος). Ο μαθητής αυτός του Κυρίου, Ιούδας ο Θαδδαίος, τιμάται ιδιαίτερα στην Κεντρική Ευρώπη και την Ιρλανδία, όπου το όνομά του είναι αρκετά συχνό και τον επικαλούνται άνθρωποι απελπισμένοι (θεωρείται ο Άγιος των «χαμένων υποθέσεων»). Κήρυξε στην Έδεσσα, σε όλη την Συρία, έφθασε ώς τη Βηρυτό της Φοινίκης και είχε ειρηνικό τέλος.

O άγιος απόστολος Ιούδας ο θεάδελφος, που εορτάζουμε σήμερα, κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού στην Παλαιστίνη, τη Μεσοποταμία κι έφθασε μέχρι την Περσία. Μαρτύρησε στην πόλη Αραρά, όπου οι άπιστοι τον κρέμασαν και τον φόνευσαν με βέλη.

Όπως προαναφέρθηκε, είναι ο συγγραφέας της τελευταίας καθολικής Επιστολής της Καινής Διαθήκης, που φέρει το όνομά του. Η θεόπνευστη αυτή Επιστολή απευθύνεται προς τους χριστιανούς της Αντιόχειας και πιθανότατα γράφτηκε στα Ιεροσόλυμα περί το 65-70 μ.Χ. Αυτή δεν έχει δογματικό περιεχόμενο, αλλά είναι εξαιρετικά διαφωτιστική και μεστή από μηνύματα, τα οποία χαρακτηρίζονται από μια ιδιαίτερη σωτηριολογική σημασία.



Στην αρχή της Επιστολής του ο απόστολος Ιούδας αναφέρεται στο τρίπτυχο του ελέους του Θεού, της ειρήνης και της αγάπης, που βοηθά τον χριστιανό να απομακρύνει τη μεμψιμοιρία από τη ζωή του. Στη συνέχεια καταφέρεται κατά των ψευδοδιδασκάλων και ασεβών, που μετατρέπουν τη χάρη του Θεού σε κάθε είδους ασέλγεια. Οι χριστιανοί συνεπώς, οφείλουν να αγωνιστούν για να διατηρήσουν τη σωτήρια πίστη τους καθαρή και ανόθευτη και να θυμούνται πάντα τις παραδοθείσες αλήθειες των Αποστόλων. Αυτοί είναι που προμήνυσαν τον ερχομό ανθρώπων εμπαικτών, οι οποίοι θα βαδίζουν σύμφωνα με τις δικές τους ασεβείς επιθυμίες. Οι χριστιανοί όμως, πρέπει να μείνουν σταθεροί στην πίστη τους χωρίς να επηρεάζονται από το πνεύμα της εποχής, βοηθώντας παράλληλα να σωθούν αυτοί που κλονίζονται ή έχουν πέσει σε βαριές αμαρτίες. Το έργο αυτό είναι δύσκολο και επικίνδυνο, αλλά ταυτόχρονα και ένα έργο με ασύγκριτη αξία για την παρούσα ζωή αλλά και με προεκτάσεις στην αιωνιότητα.
* * *
Το όνομα Ιούδας, δυσώνυμο πλέον λόγω του συνειρμού με τον έτερο μαθητή του Κυρίου «Ιούδαν Ισκαριώτην, ος καί παρέδωκεν αυτόν» (Μάρκ. 3,19), δεν χρησιμοποιείται από τους χριστιανούς. Κανείς δεν βαπτίζεται με αυτό το όνομα, ενώ δεν υπάρχει ιερά μονή ή ορθόδοξος ναός με το όνομα αυτό, ούτε ιερέας ούτε μοναχός που να ονομάζεται έτσι. Βλέπουμε, όμως, ότι είναι ένα όνομα άγιο και τιμημένο, αφού το έφεραν δύο μεγάλοι Απόστολοι του Κυρίου και κήρυκες του Ευαγγελίου του Χριστού. Ας είναι ευλογημένο το όνομα του σήμερα εορταζόμενου αγίου αποστόλου Ιούδα του θεαδέλφου, αλλά και του αγίου αποστόλου Ιούδα του Θαδδαίου, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν


ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΙΟΥΔΑ (μετάφραση):

Xαιρετισμός

1 Eγώ ο Iούδας, δούλος του Iησού Xριστού και αδελφός του Iακώβου, απευθύνομαι στους προσκαλεσμένους που έχουν αγιαστεί από το Θεό Πατέρα και διατηρούνται από τον Iησού Xριστό.
2 Tο έλεος και η ειρήνη και η αγάπη να αυξάνουν ανάμεσά σας.

Oι ψευδοδιδάσκαλοι

3 Aγαπητοί, πάντα διακατεχόμουν από μεγάλη επιθυμία να σας γράψω για τη σωτηρία στην οποία μετέχουμε όλοι μας, μα τώρα αισθάνθηκα πια την ανάγκη να το κάνω για να σας προτρέψω να επιμένετε ανυποχώρητα στον αγώνα σας για την πίστη που παραδόθηκε μια για πάντα στους πιστούς.
4 Γιατί μπήκαν ύπουλα ανάμεσά σας μερικοί ασεβείς άνθρωποι, που η καταδίκη τους για τούτο το αδίκημα είναι κιόλας αποφασισμένη. Eίναι αυτοί που μετατρέπουν τη χάρη του Θεού σε ασέλγεια και τον μοναδικό 'ρχοντα και Kύριό μας Iησού Xριστό τον απαρνιούνται.
5 Θέλω, παράλληλα, να σας υπενθυμίσω κάτι που ξέρετε ήδη, ότι ο Kύριος, αφού έσωσε πρώτα το λαό Iσραήλ από τη χώρα της Aιγύπτου, στη συνέχεια εξόντωσε εκείνους που δεν πίστεψαν.
6Aκόμα και τους αγγέλους εκείνους που δε διαφύλαξαν το αξίωμά τους, αλλά εγκατέλειψαν το ίδιο τους το κατοικητήριο, τους έχει φυλακίσει με μόνιμα δεσμά μέσα στο σκοτάδι, για να δικαστούν τη Mεγάλη Mέρα.
7 Όπως ακριβώς τα Σόδομα και τα Γόμορρα και οι γύρω απ' αυτές πόλεις, που με τρόπο παρόμοιο μ' αυτούς παραδόθηκαν στην πορνεία και παρασύρθηκαν σε αφύσικες σαρκικές σχέσεις και προβάλλονται τώρα μπροστά μας σαν παράδειγμα καταδίκης τους στην αιώνια φωτιά.
8 Aλλ όμως κι αυτοί, παρόμοια μ εκείνους, ονειρεύονται, έτσι που και τη σάρκα τη μολύνουν, αλλά και τη θεϊκή κυριαρχία την απορρίπτουν και τις ένδοξες δυνάμεις τις βλαστημούν.
9 Eνώ, ακόμα κι ο αρχάγγελος Mιχαήλ, όταν, αντιμετωπίζοντας το Σατανά φιλονικούσε μαζί του για το σώμα του Mωυσή, δεν τόλμησε να προφέρει βλάσφημη κρίση εναντίον του, αλλά είπε: O Kύριος να σε επιτιμήσει.
10 Aυτοί, όμως, από τη μια όσα δεν καταλαβαίνουν τα βλαστημούνε, κι από την αλλη όσα από φυσικό ένστικτο γνωρίζουν, όπως τα άλογα ζώα, τα χρησιμοποιούν για τη φθορά τους!
11 Aλίμονο σ αυτούς, γιατί πήραν το δρόμο του Kάιν και ξεχύθηκαν στην ίδια πλάνη με το Bαλαάμ για χάρη υλικού κέρδους, και εξαιτίας της αντιλογίας τους χάθηκαν σαν τον Kορέ!
12 Oι άνθρωποι αυτοί αποτελούν κηλίδες στα αδελφικά τραπέζια σας, καθώς συντρώνε αδίσταχτα μαζί σας. Δε νοιάζονται παρά μόνο για τον εαυτό τους. Eίναι σύννεφα χωρίς βροχή, που τα παρασέρνουν οι άνεμοι. Eίναι άκαρπα φθινοπωρινά δέντρα, δυο φορές πεθαμένα! Ξεριζωμένα!
13 Eίναι της θάλασσας άγρια κύματα, που βγάζουν σαν αφρούς τις ίδιες τους τις ντροπές. Eίναι αστέρια περιπλανώμενα για τα οποία είναι διαφυλαγμένο το ζοφερό σκοτάδι για πάντα.
14 Προφήτεψε, λοιπόν, και γι αυτούς ο Eνώχ, ο έβδομος από τον καιρό του Aδάμ, λέγοντας: Nα! ήρθε ο Kύριος με τις μυριάδες των αγίων του
15 Για να κρίνει όλους και να ελέγξει τους ασεβείς από ανάμεσά τους για όλα τα ασεβή έργα τους με τα οποία εκδήλωσαν την ασέβειά τους, και για όλα τα σκληρά λόγια που ξεστόμισαν εναντίον του αμαρτωλοί, ασεβείς άνθρωποι.
16 Oι άνθρωποι αυτοί είναι γογγυστές, που πορεύονται σύμφωνα με τις επιθυμίες τους και ξεστομίζουν υπερβολές, εκφράζοντας θαυμασμό σε ορισμένους ανθρώπους με σκοπό την ατομική τους ωφέλεια.

Συμβουλές και προτροπές

17 Eσείς, όμως, αγαπητοί, θυμηθείτε τα προειδοποιητικά λόγια των αποστόλων του Kυρίου μας Iησού Xριστού,
18 που σας έλεγαν πως Στους έσχατους καιρούς θα εμφανιστούν εμπαίχτες, που θα ζουν σύμφωνα με τις δικές τους ασεβείς επιθυμίες.
19 Αυτοί είναι που προκαλούν διχασμούς, που παρακινούνται από τα φυσικά τους ένστικτα, που τους λείπει το Πνεύμα.
20 Εσείς, όμως, αγαπητοί, οικοδομώντας τους εαυτούς σας πάνω στην αγιότατη πίστη σας και προσευχόμενοι με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος,
21 διατηρηθείτε στην αγάπη του Θεού, προσμένοντας με χαρά το έλεος του Kυρίου μας Iησού Xριστού, που οδηγεί στην αιώνια ζωή.
22 Kαι διακρίνοντας τις ανάγκες των ανθρώπων, άλλους να τους ελεείτε
23 κι άλλους να τους διασώζετε αρπάζοντάς τους από τη φωτιά, με προσοχή μεγάλη, νιώθοντας απέχθεια ακόμα και για ένα μολυσμένο από την αμαρτωλή σάρκα τους ρούχο.

Δοξολογία

24 Σ' αυτόν που έχει τη δύναμη να σας διαφυλάξει από κάθε πτώση και να σας αξιώσει να σταθείτε αψεγάδιαστοι, νιώθοντας αγαλλίαση μπροστά στην ένδοξη παρουσία του,
25 Στον μόνο σοφό Θεό, το Σωτήρα μας, ανήκει η δόξα και η μεγαλοσύνη, η κυριαρχία και η εξουσία, και τώρα και σ όλους τους αιώνες. Aμήν

Ἀπολυτίκιον


Ἦχος γ’.

Ἀπόστολε Ἅγιε Ἰούδα, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 

Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.

Χριστοῦ σὲ συγγενῆ, ὢ Ἰούδα εἰδότες, καὶ μάρτυρα στερρόν, ἱερῶς εὐφημοῦμεν, τὴν πλάνην πατήσαντα, καὶ τὴν πίστιν τηρήσαντα, ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ἁμαρτημάτων τὴν λύσιν, εὐχαίς σου λαμβάνομεν.

Κοντάκιον


Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικὸς.

Ἐκ ῥίζης εὐκλεοῦς, θεοδώρητον κλῆμα, ἀνέτειλας ἡμῖν, τοῦ Κυρίου αὐτόπτα, Ἀπόστολε θεάδελφε, τοῦ Χριστοῦ κήρυξ πάνσοφε, τρέφων ἅπαντα, κόσμον καρποῖς σου τῶν λόγων, τὴν ὀρθόδοξον, πίστιν Κυρίου διδάσκων, ὡς μύστης τῆς χάριτος.

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

Άγιος Ιερώνυμος

Άγιος Ιερώνυμος (με απολυτίκιο)


Ο Όσιος Ιερώνυμος γεννήθηκε το 345 μ.Χ. στο χωριό Στριδώνι της Δαλματίας από γονείς ενάρετους. Οι γονείς του ήταν Χριστιανοί και αρκετά εύποροι. Σε ηλικία επτά ετών τον έστειλαν για σπουδές στη Ρώμη, όπου παρέμεινε για 15 περίπου χρόνια. Εκεί, σπούδασε φιλολογία και ρητορική κοντά σε επιφανείς διδασκάλους. Μελέτησε τη φιλοσοφία και συνδέθηκε φιλικά με τον Ρουφίνο. Ύστερα, όμως, από αρκετά χρόνια, θα ερίσει με το επιστήθιο φίλο του, επειδή ο Ιερώνυμος αποκήρυξε την Ωριγένεια θεολογία, ενώ ο Ρουφίνος τη θαύμαζε. Βαπτίστηκε Χριστιανός σε ηλικία δεκαεννέα ετών από τον Λιβέριο Ρώμης.

Το έτος 367 αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του στα Τρεβήρους. Ακολούθως, το 372, μετέβη για τον ίδιο λόγο στην Ιταλία, στην πόλη της Ακυλείας (Τεργέστη). Στις περιοχές αυτές μυήθηκε στην ασκητική ζωή, αλλά οι απολαύσεις της νεανικής ηλικίας δεν του επέτρεψαν ακόμα την οριστική αφοσίωση σε αυτή.

Το έτος 373 αποφάσισε να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους, αλλά καθηλώθηκε στην Αντιόχεια, εξαιτίας μίας σοβαρής ασθένειας. Θεραπεύτηκε με την επέμβαση του Θεού και μετανόησε για τον προηγούμενο έκλυτο βίο του. Από τη στιγμή εκείνη αφιερώθηκε ολόψυχα στην εν Χριστώ ζωή. Μόνασε στην έρημο της Συρίας και το 378 πήγε στην Αντιόχεια, όπου το επόμενο έτος (379) χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον επίσκοπο της πόλης Παυλίνο. Η ιεροσύνη του όμως υπήρξε ανενέργητη, αφού ποτέ στη ζωή του δε διακόνησε το θυσιαστήριο του Κυρίου.

Αηδιασμένος όμως από τους εκεί υποκριτές μοναχούς επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου γνωρίστηκε με τον άγιο Γρηγόριο Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως τον Θεολόγο και τον άγιο Γρηγόριο Επίσκοπο Νύσσης και από εκεί επέστρεψε στη Ρώμη.

Η παραμονή του στην Ανατολή υπήρξε καθοριστική τόσο για την πνευματική του ανάνηψη όσο και για την εκμάθηση της ελληνικής και εβραϊκής γλώσσας.

Από το έτος 382 μέχρι και το 384 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, πολύ εκτιμώμενος για την πολυμάθεια του, όπου έγινε γραμματέας του πάπα Δάμασου και δίδαξε την ασκητική ζωή σε Χριστιανές κυρίες της ρωμαϊκής αριστοκρατίας. Από αυτές, συνδέθηκε περισσότερο πνευματικά με την Παύλα, την Ευστοχία και τη Μαρκέλλα. Πίστεψε πως θα διαδεχόταν το Δάμασο στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης. Αυτό όμως δε συνέβη, εξαιτίας κάποιων διαβολών από μερίδα του ρωμαϊκού κλήρου. Πικραμένος, τότε, ξαναγύρισε στην Ανατολή, συνοδευόμενος από τις τρεις παραπάνω κυρίες.

Το έτος 385 εγκαταστάθηκαν στη Βηθλεέμ, όπου με τη χρηματική προσφορά της Παύλας ίδρυσαν δύο μοναστήρια. Ένα ανδρικό υπό τον Ιερώνυμο και ένα γυναικείο με ηγουμένη την Παύλα. Μέχρι το τέλος της ζωής του, 30 Σεπτεμβρίου του έτους 420, παρέμεινε στη μονή ως ηγούμενος και επιδόθηκε στη μελέτη, τη συγγραφή και τη διδασκαλία.

 Αργότερα το ιερό του λείψανο μετακομίστηκε στη Ρώμη και εναποτέθηκε στον Ναό της S. Maria Maggiore.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 15 Ιουνίου.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφία καὶ χάριτι κεκοσμημένος λαμπρῶς, ὁσίως ἐβίωσας, ἐν ἐγκρατείᾳ πολλῇ, σοφὲ Ἱερώνυμε· ὅθεν τῆς τοῦ Σωτῆρος, Ἐκκλησίας ἐδείχθης, πάμφωτος λύχνος Πάτερ, ἀρετῶν ταῖς ἀκτῖσι· καὶ νῦν Χριστὸν δυσώπησον, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σέ.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν σοφίαν τιμήσας Ἱερώνυμε Ὅσιε, παρ’ αὐτῆς ἐτιμήθης οὐρανίοις χαρίσμασι, καὶ γέγονας φωστὴρ περιφανής, βιώσας ὥσπερ ἄγγελος ἐν γῇ· διὰ τοῦτο σοῦ τὴν μνήμην τὴν ἱεράν, τελοῦμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, χάριν ἡμῖν καὶ ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β´. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸν εὐκλεῆ, τῶν ἀρετῶν διδάσκαλον, καὶ μυστικήν, τῆς εὐσέβειας σάλπιγγα, Ἱερώνυμον τὸν μέγιστον, μελωδικὼς ἀνευφημήσωμεν ἐν κόσμῳ γὰρ ὁσίως πεπολίτευται, καὶ μύστης τῆς σοφίας ὤφθη ἔνθεος, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἔλλαμψιν.

Κάθισμα
Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, τῇ ἐπιπνοίᾳ, γλῶσσαν ἔνθεον, καταπλουτήσας, μυστογράφος ἐδείχθης τῆς χάριτος, τὴν τῶν Γραφῶν σαφηνίζων ἀκρίβειαν, καὶ ἀρετῶν ἀναπτύσσων τὴν ἔλλαμψιν ὅθεν πρέσβευε, θεόσοφε Ἱερώνυμε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ὁ Οἶκος
Σοφίαν ἐκ νεότητος ποθήσας, καὶ ταύτην ὁλοτρόπως ἐκζητήσας, τῶν ἐν τῷ κόσμῳ ἀγαθῶν, ὡς σφαλλομένων νουνεχώς, ἐμίσησας τὴν σχέσιν καὶ τὸν ζυγὸν τοῦ Σωτῆρος ἄρας, ἀσκητικῆς ζωῆς πρὸς τελειότητα ἔδραμες, ἀπαρνησάμενος σαυτόν, καὶ ἅπαν φρόνημα σαρκός, νεκρώσας θεοφόρε ἐντεῦθεν τῇ πρὸς Θεὸν μυστικὴ ἑνώσει, ἐν μετοχῇ θείᾳ ἐθεώθης, καὶ τῆς σοφίας τὸν δοτῆρα ἐθεράπευσας, τὸν δόντα σοι λόγον σοφίας καὶ γνώσεως· δι’ ὅ, σοφὲ Ἱερώνυμε, μοναστῶν ὑποφήτης καὶ ἀλείπτης γέγονας, καὶ Ἐκκλησίας λύχνος ἀείφωτος, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἔλλαμψιν.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις ἐνάρετου βίου εἰκών, καὶ τοῦ Παρακλήτου, ἐνδιαίτημα ἱερὸν χαίροις συνωνύμων, τῶν σῶν προστάτης θεῖος, καὶ πρέσβυς πρὸς τὸν Κτίστην, ὦ Ἱερώνυμε.

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

Ο Άγιος Λουκάς ο Ιατρός

Θαυματουργός και Ανάργυρος

(Σύντομος Βίος)

Άγιος Λουκάς
Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας
Καθηγητής χειρουργικής
1877 - 1961
Ο σταυρός ο διωγμός η θλίψη ο πειρασμός είναι ο κλήρος της Εκκλησίας και του αληθινού Χριστιανού. Δεν υπάρχει ορθόδοξη Εκκλησία που να μην έζησε τον δικό της διωγμό. Αλλά ούτε και υπήρξε άγιος που να μην πέρασε από το δικό του καμίνι των θλίψεων, των διωγμών, των πειρασμών.
Μια συγκλονιστική σταυρική μαρτυρία είναι και αυτής της μορφής του οσίου Λουκά αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως και Κριμαίας του ιατρού καθηγητού τοπογραφικής ανατομίας και χειρουργικής. Άνθρωπος με σπάνια ταλέντα και πνευματικά χαρίσματα, με εκπληκτική επιστημονική κατάρτιση, διακόνησε τον άνθρωπο ως ποιμένας και γιατρός, με αξιοθαύμαστη αυταπάρνηση και αγάπη.

Πρώτα χρόνια

Ο Άγιος Αρχιεπίσκοπος Λουκάς, κατά κόσμον Βαλεντιν του Φέλιξ Βόϊνο-Γιασενέτσκι, γεννήθηκε στις 14/27 Απριλίου 1877 στο Κερτς της χερσονήσου της Κριμαίας. Το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε ήταν ιδιόμορφο καθώς ο πατέρας του ήταν ρωμαιοκαθολικός ενώ η μητέρα του, αν και ορθόδοξη, περιοριζόταν σε καλές πράξεις χωρίς να συμμετέχει ενεργά στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Πολύ νωρίς μετακομίζουν στο Κίεβο.
Στο Κίεβο ο Βαλεντίν αποφασίζει να σπουδάσει Ιατρική. Παίρνει το πτυχίο του το 1903 και παρακολουθεί μαθήματα οφθαλμολογίας.
Άσκηση ιατρικής - οικογένεια

Η σύζυγος του Αγ.Λουκά, Άννα με ένα από τα παιδιά του
Το 1904, με το ξέσπασμα του Ρώσο-Ιαπωνικού πολέμου, βρέθηκε στην Άπω Ανατολή, όπου εργάστηκε σαν χειρουργός με μεγάλη επιτυχία. Εκεί συναντήθηκε και με την Άννα Βασιλίγιεβνα Λάνσκαγια, τη μέλλουσα σύζυγό του, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά.
Πριν ακόμη τελειώσει ο πόλεμος εργάζεται σε ένα μικρό νοσοκομείο. Οι επιτυχίες του είναι τόσο πολλές που η φήμη του εξαπλώνεται γρήγορα και ασθενείς καταφθάνουν από παντού. Την ίδια εποχή μελετά σχετικά με την τοπική αναισθησία και συντάσσει επιστημονικά άρθρα. Διαπρέπει στις εγχειρήσεις των οφθαλμών και αποφασίζει να ασχοληθεί με τη θεραπεία των πυογόνων λοιμώξεων.
Πρώτη σύλληψη - θάνατος της γυναίκας του
Το 1917 ο άγιος Λουκάς βρίσκεται στην Τασκένδη. Η ρωσική επανάσταση είχε ήδη αρχίσει και η Εκκλησία βρέθηκε στο στόχαστρο των Μπολσεβίκων. Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Τότε ο Βαλεντίν συνελήφθη για πρώτη φορά. Αιτία ήταν η συκοφαντία ενός νοσοκόμου. Με τη βοήθεια του Θεού αποκαλύφθηκε η αλήθεια και ο γιατρός αφέθηκε ελεύθερος.
Η περιπέτεια αυτή όμως, παρά το αίσιο τέλος της, αναστάτωσε την Άννα, η οποία έπασχε ήδη από φυματίωση, και η υγεία της επιδεινώθηκε σε βαθμό που λίγες μέρες αργότερα υπέκυψε. Μετά το θάνατό της, ο γιατρός εμπιστεύθηκε τα παιδιά του στη Σοφία Σεργκέγεβνα, μια πιστή νοσοκόμα, η οποία τους στάθηκε σαν δεύτερη μητέρα για πολλά χρόνια.
Καθηγητής Πανεπιστημίου - Χειροτονία σε ιερέα

Το 1920 εκλέγεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης στην έδρα της τοπογραφικής Ανατομίας και Χειρουργικής. Δημοσίευσε σημαντικότατες επιστημονικές μελέτες, και απέσπασε τα ανώτατα κρατικά βραβεία.
Ο Βαλεντίν ήταν πολύ πιστός και αυτό ήταν έκδηλο στον τρόπο που εργαζόταν. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν οι πρώτες αντιδράσεις από τους εκπροσώπους του αθεϊστικού καθεστώτος. Στο μεταξύ, στους διωγμούς προστίθεται και η πληγή της «ζώσης εκκλησίας» που σκοπό είχε να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κράτους διαιρώντας τους κληρικούς και τους πιστούς, και να τους απομακρύνει από την αληθινή πίστη.
Σ’ αυτή την εποχή των δοκιμασιών για την Εκκλησία, ο γιατρός συμμετείχε ενεργά στη ζωή της εκκλησίας. Όταν κατηγορήθηκε ο αρχιεπίσκοπος Τασκένδης και Τουρκεστάν Ιννοκέντιος από τους σχισματικούς, ο γιατρός υπερασπίστηκε με σθένος την κανονική τάξη. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος, εντυπωσιασμένος από την παρρησία του Βαλεντίν, του προτείνει να γίνει ιερέας. Πράγματι, η χειροτονία του σε διάκονο έγινε στις 26 Ιανουαρίου 1921 και μια βδομάδα αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Χειροτονία σε Επίσκοπος

Το καλοκαίρι του 1922 η «ζώσα εκκλησία» κάνει την επίθεσή της και εκτοπίζει τον Ιννοκέντιο. Ο κλήρος και ο λαός της Τασκένδης, όντας στο έλεος των σχισματικών, εκλέγουν στη θέση του Επισκόπου τον π. Βαλεντίν-Γιασενέτσκι. Η κουρά του σε μοναχό έγινε κρυφά στο σπίτι του ιερέα-καθηγητή. Καταλληλότερο όνομα για το νέο Επίσκοπο κρίθηκε εκείνο του αποστόλου, ευαγγελιστή, αγιογράφου και ιατρού Λουκά. Στη συνέχεια ταξίδεψε ως το Πεντζικέντ για να χειροτονηθεί Επίσκοπος.
Φυλακή - συγγραφικό έργο - εξορία
Το γεγονός αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο και πολύ σύντομα ο Επίσκοπος Λουκάς συνελήφθη. Κατηγορήθηκε για προδοσία και φυλακίστηκε. Στη φυλακή είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει και το σύγγραμμά του: «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων» το οποίο, όμως, δεν εκδόθηκε για πολλά χρόνια, παρόλη τη σημασία του για την ιατρική επιστήμη, επειδή ο συγγραφέας επέμεινε να γραφεί στο εξώφυλλο το αρχιερατικό του αξίωμα.
Στο διάστημα της απουσίας του οι εκπρόσωποι της «ζώσης εκκλησίας» κατέλαβαν τις εκκλησίες, μα ο λαός, πιστός στις συμβουλές του ποιμένα του, απείχε από τους ναούς. Λόγω της μεγάλης του επιρροής οι υπεύθυνοι της G.P.U. (Κρατική Πολιτική Διεύθυνση) αποφάσισαν να απομακρύνουν τον Επίσκοπο Λουκά από την Τασκένδη. Την ώρα της αποχώρησής του πλήθος κόσμου στάθηκε στις γραμμές του τραίνου προκειμένου να εμποδίσει την αναχώρηση. Ο κόσμος απομακρύνθηκε από τις αστυνομικές δυνάμεις και ο Επίσκοπος Λουκάς πήρε τον μακρύ και βασανιστικό δρόμο της εξορίας.
Φυλακίζεται κάτω από άθλιες συνθήκες στη Μόσχα. Εκεί διαπιστώνει τα πρώτα συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας που θα τον συνοδεύσει σε όλη του τη ζωή. Παρ’ όλες τις κακουχίες, η συμπεριφορά του Επισκόπου απέναντι σε όλους τους κρατουμένους προκαλούσε το σεβασμό ακόμη και των πιο αρνητικών.
Πρώτη εγχείρηση μεταμόσχευσης

Ο Άγιος Λουκάς στο χειρουργείο (αριστερά στην φωτο)
Ενώ οι γιατροί βεβαίωναν πως η κατάσταση της υγείας του δεν το επιτρέπει, ο Επίσκοπος Λουκάς αναχώρησε εξόριστος για τη Σιβηρία. Το καθεστώς τον εγκαθιστά στην πόλη Γενισέισκ. Στο νοσοκομείο του Γενισέισκ επιχείρησε μια πρωτοποριακή και δυσκολότατη επέμβαση. Του έφεραν ένα νέο άνδρα με βαριά νεφρική ανεπάρκεια. Η κατάστασή του ήταν απελπιστική.
Ο επίσκοπος γιατρός, μην έχοντας άλλη λύση, αποφάσισε να κάνει μια «ηρωική» επέμβαση κι επεχείρησε μεταμόσχευση νεφρού από μοσχάρι στο νεαρό ασθενή, παρά τα πενιχρά μέσα που διέθετε. Ο γιατρός που διηγήθηκε το γεγονός αυτό, χαρακτηρίζει επιτυχημένη την επέμβαση, δίχως άλλες λεπτομέρειες για το πόσο έζησε ο ασθενης, τα μετεγχειρητικά προβλήματα κ.λπ.
Παρόλο που ήταν η πρώτη εγχείρηση μεταμόσχευσης, δεν έγινε ευρύτερα γνωστή, προφανώς για πολιτικούς λόγους. Δεν θα έπρεπε να προβληθεί ένας «εχθρός του λαού»! Γι’ αυτό επίσημα ως πρώτη τέτοια εγχείρηση θεωρείται του καθηγητή Ι. Ι. Βορόνη το 1934 (μια δεκαετία μετά), όταν έκανε μεταμόσχευση νεφρού χοίρου σε μια γυναίκα με ουραιμία.
Στη συνέχεια η G.P.U. τον στέλνει ακόμη 2000χλμ μακρύτερα, στην πόλη Τουρουχάνσκ. Και στο νέο τόπο της εξορίας δεν αρνήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όσους τις χρειάζονταν, παρ’ όλες τις αντίξοες συνθήκες.
Ο λαός του Τουρουχάνσκ τον περιέβαλε με πολλή αγάπη και σεβασμό. Αυτό ήταν αρκετό για τους άθεους που σχεδίασαν νέα εξορία για τον Επίσκοπο-γιατρό: αυτή τη φορά τον έστελναν πέρα από τον αρκτικό κύκλο στο Πλάχινο, όπου κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος δεν ανατέλλει. Η υγεία του Επισκόπου είχε επιδεινωθεί και μια τέτοια εξορία ήταν κάτι πολύ επικίνδυνο για τη ζωή του. Αυτός ήταν και ο σκοπός των διωκτών του.
Εκεί, στο Πλάχινο, υπέφερε τα πάνδεινα, τόσο λόγω των καιρικών συνθηκών, όσο και λόγω της αντιμετώπισης από τους κατοίκους της περιοχής. Ευτυχώς, δύο μήνες αργότερα, με αιτία το θάνατο ενός αγρότη, οι κάτοικοι του Τουρουχάνσκ ξεσηκώθηκαν και απαίτησαν την επιστροφή του Επισκόπου. Οι αρνητές δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να υποχωρήσουν. Έτσι ο Επίσκοπος Λουκάς, που από όραμα είχε ειδοποιηθεί για το πέρας της δοκιμασίας του, επέστρεψε στο Τουρουχάνσκ και συνέχισε απερίσπαστος τις ασχολίες του για οκτώ μήνες, μέχρι, δηλαδή, το τέλος της εξορίας του.
Παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε δεν ξέχασε ποτέ τα παιδιά του και επικοινωνούσε μαζί τους όσο πιο συχνά μπορούσε.
Παραίτηση από Επίσκοπος - εξορία στη Σιβηρία

Στο Κρασνογιάρσκ παρουσιάζεται στη G.P.U. για ανάκριση. Εκεί ο βοηθός του διοικητή ανακοίνωσε στον Επίσκοπο πως μπορούσε να πάει όπου ήθελε: ήταν ελεύθερος! Όπως ήταν φυσικό ο Επίσκοπος ξεκίνησε για την Τασκένδη. Δυστυχώς, εκεί αντιμετωπίζει τις συκοφαντίες ακόμη και των συνεργατών του, γεγονός που τον οδηγεί στην παραίτηση από την έδρα του Επισκόπου. Στην Τασκένδη συνεχίζει τις φιλανθρωπίες του, μα οι αντίπαλοί του δεν έπαψαν να ψάχνουν ευκαιρία για να τον βγάλουν από την μέση.
Η αφορμή δεν άργησε να βρεθεί και ο Επίσκοπος βρέθηκε πάλι υπόλογος απέναντι στα κομματικά στελέχη. Ο σκοπός αυτή τη φορά ήταν να τον αναγκάσουν να παραιτηθεί από τον ιερό του αξίωμα. Μετά από εξαντλητικές ανακρίσεις και απεργίες πείνας και αφού πέρασε ένα ολόκληρο χρόνο στη φυλακή, ο Άγιος εξορίστηκε για μία ακόμη φορά στη Σιβηρία. Οι δραστηριότητές του εκεί ενόχλησαν όχι μόνο τις αρχές αλλά και τους κατοίκους. Σύντομα, ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας τον ανάγκασε να πάει στο Λένινγκραντ.
Δοκιμασίες - πρόβλημα όρασης - δύο χρόνια ηρεμίας
Μετά την ανάρρωσή του, περνά μια μακρά περίοδο δοκιμασιών και περιπλανήσεων. Οι εκπρόσωποι του Κόμματος πιέζουν τον Επίσκοπο να εγκαταλείψει την ιεροσύνη. Στην περίοδο αυτή της πνευματικής δοκιμασίας χάνει την όρασή του από το αριστερό μάτι λόγω αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς χιτώνα.
Την ίδια περίοδο, εκδίδονται τα «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων», χωρίς όμως να αναγράφεται το αξίωμά του. Εν καιρώ, επανακτά την εσωτερική γαλήνη, που είχε στερηθεί, και περνά δύο χρόνια ηρεμίας και ειρήνης κοντά στα παιδιά του.
Σύλληψη για 4η φορά - αγαθοεργίες - εξορία
Ο Επίσκοπος Λουκάς ήταν 60 ετών, όταν συνελήφθη για τέταρτη φορά. Από τον φάκελο που του διατηρούσαν στο Κόμμα μπορούμε να γνωρίζουμε τις δραστηριότητες του. Ενώ από τους ασθενείς του δεν έπαιρνε ποτέ χρήματα, έδινε και τον μισθό του σε αγαθοεργίες: βοηθούσε όσους φτωχούς, άπορους και εξόριστους τύχαινε να γνωρίζει. Οι φιλανθρωπικές ενέργειές του ενόχλησαν και πάλι το καθεστώς που τον συνέλαβε εκ νέου και τον οδήγησε στην εξορία.
Προσφορά στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο - προαγωγή σε Αρχιεπίσκοπος - τιμητικά βραβεία

Όταν στις 21 Ιουνίου 1941 τα χιτλερικά στρατεύματα μπαίνουν στη Ρωσία, ο άγιος, αν και εξόριστος, προσφέρεται εθελοντικά να εργαστεί για τη θεραπεία των τραυματιών. Το Κόμμα αναγνωρίζει την αξία του ως γιατρού και τον διορίζει αρχίατρο του στρατιωτικού νοσοκομείου και σύμβουλο όλων των νοσοκομείων της περιοχής. Παρ’ όλα αυτά οι συνθήκες είναι οικτρές ενώ παράλληλα δεν του αναγνωρίζουν κανένα πολιτικό δικαίωμα.
Την Άνοιξη του 1942 αλλάζει η στάση της πολιτείας απέναντι στον ίδιο, αλλά και απέναντι στην Εκκλησία. Σε όλη την επικράτεια της Ρωσίας ανοίγουν εκκλησίας και ο λαός βρίσκει καταφύγιο στους ιερούς ναούς από την παραφροσύνη του πολέμου. Για να καλυφθούν οι υπάρχουσες ανάγκες ο Επίσκοπος Λουκάς προάγεται σε Αρχιεπίσκοπο Κρασνογιάρσκ.
Οι Γερμανοί υποχωρούν και ο Αρχιεπίσκοπος μεταφέρεται δυτικότερα στο Ταμπώφ. Εκείνη την εποχή είναι υπεύθυνος για 150 στρατιωτικά νοσοκομεία. Η Εκκλησία για να τον διευκολύνει τον μεταθέτει στην Αρχιεπισκοπή Ταμπώφ και Μιτσούρινσκ.
Το 1945 ο Αρχιεπίσκοπος Λουκάς παρασημοφορήθηκε «για την ηρωική εργασία του στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο» . Ένα χρόνο αργότερα, το 1946, λόγω της μεγάλης του προσφοράς στην ιατρική επιστήμη -; μετά από 11 χρόνια φυλακίσεων και εξορίας -; τιμάται με το βραβείο Στάλιν. Τον ίδιο καιρό λαμβάνει τιμητική διάκριση από τον Πατριάρχη Αλέξιο και αποκτά δικαίωμα να φέρει τον αδαμάντινο σταυρό στην αρχιερατική μήτρα.
Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας - κήρυγμα - εξορία

Στα 70 του χρόνια γίνεται Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Εκεί το έργο του είναι δύσκολο. Η φτώχεια έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που αναγκάζεται να ταΐζει καθημερινά, στο σπίτι του, τους απόρους της περιοχής.
Στρέφει το ενδιαφέρον του στα εκκλησιαστικά καθώς τον αποκλείουν από κάθε επιστημονικό συνέδριο. Κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να ανοίξουν νέες εκκλησίες. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να πατάξει την αμέλεια και την αδιαφορία των ιερέων τονίζοντας πως πρέπει οι ίδιοι να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για τους πιστούς.
Με τη βελτίωση στις σχέσεις Εκκλησίας -; Κράτους ο Αρχιεπίσκοπος βρίσκει την ευκαιρία να επιστρέψει στην αγαπημένη του ασχολία: το κήρυγμα. «Θεωρώ βασικό αρχιερατικό μου καθήκον να κηρύττω παντού και πάντα τον Χριστό» , σημειώνει ο ίδιος.
Από τα κηρύγματά του καταγράφηκαν περίπου 750, τα οποία αποτέλεσαν 12 τόμους (περίπου 4500 σελ.), και έχουν χαρακτηριστεί «εξαιρετικό φαινόμενο στη σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή και θεολογία» .
Την Άνοιξη του 1952 επιδεινώνεται η όρασή του, ενώ στις αρχές του 1955 τυφλώνεται οριστικά.
Το 1953 τον Στάλιν διαδέχεται ο Νικήτας Χρουστσόφ, ο οποίος ξεκινά νέο κύμα διωγμών κατά της Εκκλησίας που κορυφώνονται το 1959. Ο Αρχιεπίσκοπος μεριμνά για το ποίμνιό του και προσπαθεί να τους δώσει κουράγιο.
Εκείνη την εποχή γράφει στον μεγαλύτερο γιο του Μιχαήλ: «Είναι όλο και πιο δύσκολο να διευθύνει κανείς τις υποθέσεις της Εκκλησίας. Οι εκκλησίες κλείνουν η μία μετά την άλλη, δεν υπάρχουν ιερείς και ο αριθμός τους όλο και ελαττώνεται... Κατά τόπους η αντίδραση φτάνει μέχρι εξεγέρσεως κατά της αρχιερατικής εξουσίας μου. Δεν μπορώ να τα καταφέρω στα ογδόντα μου χρόνια. Αλλά με τη βοήθεια του Κυρίου, συνεχίζω το δύσκολο έργο μου» .
Η αγάπη του κόσμου προς τον Αρχιεπίσκοπο Λουκά ήταν έκδηλη. Ακόμα και αλλόθρησκοι και άθεοι τον έβλεπαν με σεβασμό.
Κοίμηση - ανακήρυξη σε Άγιος

Ο Αρχιεπίσκοπος είναι ήδη 80 ετών. Διαισθάνεται πως το τέλος πλησιάζει. Τα Χριστούγεννα του 1960 λειτουργεί για τελευταία φορά και τον καιρό που απομένει περιορίζεται στο να κηρύττει. Τελικά, την Κυριακή 11 Ιουνίου 1961, ημέρα που γιορτάζουν οι Άγιοι Πάντες της αγίας Ρωσίας, κοιμήθηκε ο Αρχιεπίσκοπος-γιατρός Λουκάς Βόϊνο-Γιασενέτσκι.
Παρά την έντονη αντίδραση των Κομματικών, η κηδεία του Αρχιεπισκόπου μετατράπηκε σε λαϊκή επανάσταση. Η Ε.Π. Λέικφελντ περιγράφει: «Οι δρόμοι πλημμύρισαν από γυναικούλες με άσπρα μαντήλια στα κεφάλια. Προχώρησαν σιγά-σιγά μπροστά από τη σωρό του Δεσπότη. Ακόμη και οι γερόντισσες δεν πήγαιναν πίσω. Τρεις σειρές τεντωμένων χεριών λες και οδηγούσαν το αυτοκίνητο. Ο δρόμος μέχρι και το κοιμητήριο ήταν στρωμένος με τριαντάφυλλα. Και μέχρι την πόρτα του κοιμητηρίου ακουγόταν πάνω από τα κεφάλια με τα άσπρα μαντήλια, ο ύμνος: Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον υμάς. Ό,τι και να έλεγαν σε αυτό το πλήθος, όσο κι αν προσπαθούσαν να τους κάνουν να σιωπήσουν, η απάντηση ήταν μία: -Κηδεύουμε τον Αρχιεπίσκοπό μας».
Το Νοέμβριο του 1995 ανακηρύχθηκε Άγιος από την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία.

Ιερός Ναός Αγίου Λουκά του Ιατρού, Βέροια
Στις 17 Μαρτίου 1996 έγινε με επισημότητα η ανακομιδή των λειψάνων του που τέθηκαν σε λαϊκό προσκύνημα στο ναό του κοιμητηρίου, αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Πάντων. Τρεις ημέρες αργότερα, στις 20 Μαρτίου 1996, τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος.

Στις 24-25 Μαΐου 1996 ήρθε και η επίσημη ανακήρυξή του από το Πατριαρχείο της Ρωσίας. Η μνήμη του ορίστηκε να τιμάται στις 11 Ιουνίου, επέτειο της κοίμησής του.



Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ


«Πεντηκοστήν ἑορτάζομεν...»

Δέκα ἡμέρες μετά τήν ᾽Ανάληψη τοῦ Κυρίου ἡ ᾽Εκκλησία μας ἑορτάζει τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς, τότε πού τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον κατῆλθε καί ἐπιφοίτησε στίς κεφαλές ὅλων τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, στά ᾽Ιεροσόλυμα. Μέ τήν ἐπιφοίτηση αὐτή ἀρχίζει ἡ ἱστορία τῆς ᾽Εκκλησίας, γι᾽ αὐτό καί ἡ Πεντηκοστή θεωρεῖται ἡ γενέθλια ἡμέρα της. Ἡ κάθοδος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἀποτελεῖ τήν ἐκπλήρωση τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Κυρίου ὅτι θά ἔλθει ἄλλος Παράκλητος μετά τή δική Του ᾽Ανάληψη, ὁ ῾Οποῖος θά μείνει μαζί μέ τούς μαθητές Του καί θά τούς διδάξει καί ὁδηγήσει «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» (᾽Ιωάν. 16, 13).

῎Ετσι τό ῞Αγιον Πνεῦμα ἐρχόμενο στόν κόσμο «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς ᾽Εκκλησίας» καί παραμένει σ᾽ αὐτήν ὡς ἡ ψυχή τῆς ᾽Εκκλησίας. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ᾽Εκκλησία μέ τή διηνεκή παρουσία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ζεῖ μία διαρκή Πεντηκοστή. Ζωή λοιπόν στήν ᾽Εκκλησία σημαίνει ζωή ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι, κάτι πού διαπιστώνεται κ α ί στή διδασκαλία τῆς ᾽Εκκλησίας κ α ί στή λατρεία της κ α ί στήν ἀσκητική της ζωή καί πού δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τό νομικό-τυπικό πνεῦμα τοῦ ᾽Ιουδαϊσμοῦ, τούς σύγχρονους χριστιανικούς φαρισαϊκούς-τυπολατρικούς κύκλους, φανατισμένες παρέες, κινήσεις και ἀδελφότητες ἤ μέ τήν καπηλεία τοῦ Πνεύματος ἀπό τίς διάφορες προτεσταντικές ὁμάδες, ἀλλά εἶναι ἐλευθερία καί ἀγάπη καί παράκληση.

᾽Από τήν ἄποψη αυτή  ἡ ἐμπειρία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί ἡ μετοχή στίς δωρεές Του (πρέπει νά) ἀποτελοῦν στοιχεῖα ζωῆς ὅλων τῶν μελῶν τῆς ᾽Εκκλησίας, δηλαδή στήν πραγματικότητα τό κάθε μέλος της, ἄν ὀρθά εἶναι μέλος, πρέπει νά βρίσκεται σέ μία συνεχή κατάσταση ἐκπλήξεως, σέ μία πορεία πνευματικῆς αὐξήσεως, «ἀπό δόξης εἰς δόξαν». Διότι ἀκριβῶς εἶναι μέτοχος τοῦ ἀπείρου Θεοῦ - ῾Αγίου Πνεύματος. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ὁ πιστός γίνεται ὡς μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας πνευματικός. Πνευματικός δέν εἶναι αὐτός πού θεωρεῖται ἔτσι ἀπό τόν πολύ κόσμο: ὁ ἄνθρωπος τῶν γραμμάτων καί τῶν τεχνῶν, ὁ ἐπιστήμονας, ὁ ποιητής, ὁ ἠθοποιός. Μᾶλλον μπορεῖ νά θεωρηθεῖ κι αὐτός πνευματικός, ἀλλά ὄχι μέ τή χριστιανική κατανόηση τοῦ ὅρου: ἀσχολεῖται μέ τό ἀνθρώπινο πνεῦμα καί ὄχι μέ τό ῞Αγιον Πνεῦμα. Γιά τούς χριστιανούς  πνευματικός εἶναι αὐτός πού ἔχει ἐμπειρία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, πού τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ σέ αὐτόν. ῾Ὑμεῖς δέ οὐκ ἐστέ ἐν σαρκί, ἀλλ᾽ ἐν Πνεύματι, εἴπερ Πνεῦμα Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν᾽ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιά νά συνεχίσει: «Εἰ δέ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὔκ ἐστιν αὐτοῦ» (Ρωμ. 8,9). Κι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ ἐπ᾽ αὐτοῦ ὅτι ὁ ἄνθρωπος λέγεται πνευματικός «ἀπό τῆς τοῦ Πνεύματος ἐνεργείας».

Μιλώντας ὅμως γιά μετοχή στό ῞Αγιον Πνεῦμα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, μιλᾶμε γιά ἕνα γεγονός πού παραπέμπει κατ᾽ εὐθεῖαν στόν ἴδιο τόν Χριστό. Ἡ ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι ζωή εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή. Αὐτό συμβαίνει διότι τόν Χριστό Τόν γνωρίζουμε στόν βαθμό πού τό ῞Αγιον Πνεῦμα μέσα στήν ᾽Εκκλησία Τόν φανερώνει στίς καρδιές μας. ῎Αν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δέν ἐνεργοῦσε μέσα μας, ἄν ᾽Εκεῖνο δέν μᾶς φώτιζε, ὁ Χριστός μπορεῖ νά εἶχε ἐπιτελέσει τό ἀπολυτρωτικό Του ἔργο γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, ἀλλά θά παρέμενε ἕνας ξένος γιά ἐμᾶς. ᾽Εκεῖνο πού τό γενικό ἔργο σωτηρίας τοῦ Χριστοῦ τό ἔκανε καί τό κάνει οἰκεῖο, δικό μας, εἶναι τό τρίτο πρόσωπο τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τό Παράκλητον Πνεῦμα, τό ῾Οποῖο ὁ Κύριος ἔστειλε στόν κόσμο μετά τήν ἄνοδό Του στούς Οὐρανούς, ἐνεργοποιώντας ἔτσι τήν ἵδρυση τῆς ᾽Εκκλησίας ἀπό ᾽Εκεῖνον ὡς ζωντανοῦ σώματός Του. Ὅπως τό εἶπε, ἄλλωστε, παρηγορώντας τούς μαθητές Του: «᾽Εάν ἐγώ μή ἀπέλθω, ὁ Παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρός ὑμᾶς» (᾽Ιωάν. 16, 7).

῎Ετσι ὁ ἄνθρωπος εἰσέρχεται στήν ᾽Εκκλησία, καλούμενος οὐσιαστικά ἀπό τόν ῎Ιδιο τόν Θεό – «οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ πατήρ μου ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν» (᾽Ιωάν. 6, 44) - καί εἰσερχόμενος διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί τοῦ ἁγίου χρίσματος μετέχει τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες διακονούμενες ἀπό τό Παράκλητον Πνεῦμα μετά πιά τήν ᾽Ανάληψη τοῦ Χριστοῦ, Τοῦ ἀποκαλύπτουν Αὐτόν στήν καρδιά του, μέ τήν ἔννοια ὅτι τόν ἐνσωματώνουν μέσα στόν ῎Ιδιο κάνοντάς τον μέλος Χριστοῦ. Καί γενόμενος ὁ ἄνθρωπος μέλος Χριστοῦ, μετά τήν προσωπική αὐτή Πεντηκοστή του, ὁδηγεῖται κατά φυσικό τρόπο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος σημειώνει ὅτι «οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον ᾽Ιησοῦν, εἰ μή ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ» (Α´Κορ. 12,3), ὅπως καί ὁ Κύριος ἀποκάλυψε ὅτι «οὐδείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα, εἰ μή δι᾽ ἐμοῦ» (᾽Ιωάν. 14,6). ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή κατανοοῦμε ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι Θεός τάξεως καί ὄχι ἀκαταστασίας, ὅπως κι ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἔχει χαρακτήρα Τριαδικό κι αὐτό σημαίνει ὅτι Θεολογία, Χριστολογία, Πνευματολογία, ᾽Εκκλησιολογία, Σωτηριολογία πᾶνε μαζί στήν ὀρθόδοξη πίστη καί ὁποιαδήποτε διάσπασή τους ἀποκαλύπτει τήν αἵρεση ἤ ὁδηγεῖ σ᾽ αὐτήν, ἄρα στήν ἔκπτωση ἀπό τή ζωή καί τή σωτηρία. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς εὔκολα τώρα, γιατί ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ τόνιζε ὅτι «σκοπός τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος». Γιατί ὅποιος ἔχει τό ῞Αγιον Πνεῦμα ἔχει τόν ῎Ιδιο τόν Τριαδικό Θεό.

 Τό ἐρώτημα λοιπόν τό ὁποῖο τίθεται εἶναι: πῶς κανείς ἀποκτᾶ τό ῞Αγιον Πνεῦμα; Βεβαίως ἀμέσως ἡ σκέψη μας, ὅπως ὑπονοήθηκε παραπάνω, πηγαίνει στά μυστήρια. Γιατί αὐτά ἀποτελοῦν τούς κρουνούς ἀπό τούς ὁποίους προχέεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στούς πιστούς. ᾽Αλλά τά μυστήρια δέν ἐπενεργοῦν θετικά κατά τρόπο μαγικό στούς ἀνθρώπους. ᾽Απαιτεῖται ἡ προσωπική τους συμμετοχή καί προσπάθεια. Κι ἐδῶ εἰσέρχεται κανείς σ᾽ αὐτό πού ὀνομάζουμε ἀσκητική καθαρή πνευματική ζωή. Ἡ ἀσκητική ζωή, ὡς προσωπικός ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ τήν προϋπόθεση γιά νά ἐνεργοποιοῦνται τά μυστήρια πρός σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί νά μήν καταντοῦν «εἰς κρίμα ἤ εἰς κατάκριμα». Μέ τήν παρατήρηση βεβαίως ὅτι καί ὁ ἀγώνας αὐτός δέν γίνεται ἐρήμην τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἡ χάρη Αὐτοῦ δίνει τή δυνατότητα καί τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. «Οὐ τοῦ θέλοντος οὐδέ τοῦ τρέχοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ» (Ρωμ. 9, 16).

Τί μᾶς διδάσκει λοιπόν ἡ βιβλικο-πατερική παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας μας, πάνω στό θέμα τῆς ἀποκτήσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί τῶν μυστικῶν τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς; Ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά ἀποκτήσει τή χάρη αὐτή τῆς παρουσίας Του, νά ἔχει συνεπῶς κανείς τόν Θεό μέσα του, ἄν δέν ἀγωνιστεῖ νομίμως. Καί νομίμως σημαίνει - μέ τή βοήθεια βεβαίως τοῦ Θεοῦ - νά ἀρχίσει τόν ἀγώνα καθάρσεως τοῦ ἑαυτοῦ του ἀπό τά ψεκτά λεγόμενα πάθη, ἰδίως κατά τοῦ κεντρικοῦ πάθους τοῦ ἀνθρώπου, τῆς φιλαυτίας (ἤ ἐγωϊσμοῦ), μέ τά παρακλάδια της, τῆς φιληδονίας, τῆς φιλαργυρίας καί τῆς φιλοδοξίας. ῎Ετσι ὁ πνευματικός ἀσκητικός ἀγώνας εἶναι στοχευμένος: ὁ πιστός καλεῖται νά μεταστρέψει τή φιλαυτία σέ φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία, σέ ἀγάπη ἀληθινή δηλαδή, γι᾽ αὐτό καί στή θέση τῶν τέκνων τῆς φιλαυτίας θέτει τήν ἐγκράτεια, τήν ἐλεημοσύνη καί προσφορά, τήν ταπείνωση. Στό βαθμό πού ὁ ἐκκλησιαστικός πνευματικός αὐτός ἀγώνας γίνεται μέ σωστό τρόπο, μέ τήν καθοδήγηση δηλαδή τῶν ἁγίων μας καί τῶν ἐμπειροτέρων ἀπό ἐμᾶς χριστιανῶν, κυρίως δέ τοῦ πνευματικοῦ μας πατέρα, ἡ φιλαυτία ἐξαλείφεται, καθαρίζεται ἡ καρδιά μας καί τή θέση της παίρνει, εἴπαμε, ἡ χάρη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὅπου ἀγάπη ὅμως, ἐκεῖ καί ὁ Θεός, ὁ ἄνθρωπος δηλαδή φτάνει στό σημεῖο νά εἶναι κατοικητήριον ᾽Εκείνου.

Τήν κατάσταση αὐτή πού ἀκολουθεῖ τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει καί κυριαρχεῖ μέσα του, οἱ ἅγιοί μας ἔχουν ὀνοματίσει φωτισμό καί στή συνέχεια θέωση. Γι᾽ αὐτό καί συχνά ἀκοῦμε γιά τά στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς: τήν κάθαρση, τό φωτισμό, τή θέωση. Εἶναι φανερό ὅτι ἀπό τά τρία αὐτά στάδια μόνο τό πρῶτο σχετίζεται ἰδιαιτέρως μέ τήν ἀσκητική προσωπική προσπάθεια, ἐκεῖ πού ὁ πιστός φανερώνει τήν ἀγαθή του προαίρεση γιά προαγωγή τῆς σχέσης του μέ τόν Θεό. Μολονότι καί τό στάδιο αὐτό πραγματοποιεῖται μέ τήν ἐνίσχυση τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο καί τό τρίτο θεωροῦνται καθαρά δῶρα τοῦ Θεοῦ, γιά τά ὁποῖα ὁ πιστός δέν πρέπει νά ἀνησυχεῖ καθόλου οὔτε καί νά τά θέτει ὡς ὅραμα καί προορισμό του. Ὁ πιστός ὡς ὅραμά του ἔχει τή σχέση μέ τόν Θεό, ἀγωνίζεται στή βασική ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀγάπη, μέ τήν ὁποία καθαρίζει τήν καρδιά του, καί ἀφήνει τόν Θεό «ἐλεύθερο» νά προσφέρει, ὅσο θέλει καί ὅποτε θέλει, τά δῶρα τῆς παρουσίας Του, τό φωτισμό καί τή θέωση.

Γι᾽ αὐτό καί τό οὐσιαστικότερο στοιχεῖο τελικῶς τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ὑπομονή. ῎Ανθρωπος πού ξεκινᾶ τήν πνευματική ζωή καί ἀπαιτεῖ γρήγορα τήν ἀπόκτηση τῶν χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ, ἤδη ἔχει βάλει ῾νάρκη᾽ στήν προσπάθειά του. Ὁ Θεός δέν εἶναι παιχνίδι ὥστε ἐμεῖς νά Τόν «κανονίζουμε» στίς ἐνέργειές Του, ἀλλά ὁ παντοδύναμος καί πανάγαθος Θεός πού ἔχει τόν ἀπόλυτο ἔλεγχο τῶν πάντων, γνωρίζοντας τά πάντα καί στό ἔσχατο βάθος τους. ῎Ετσι ἡ ἀνυπομονησία ἀποτελεῖ σημάδι τελικῶς ταραγμένης ψυχῆς, ἄρα στήν πραγματικότητα φανερώνει τήν ἀπιστία τοῦ ἀνθρώπου καί τήν παρουσία τοῦ πονηροῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ μέγας ᾽Ισαάκ ὁ Σύρος, στά ἀσκητικά του ἔργα, μνημονεύει ἕνα σπουδαῖο Γέροντα, ὁ ὁποῖος καθοδηγώντας ἕναν ἄπειρο νεαρό μοναχό, πού «βιαζόταν» ν᾽ ἀποκτήσει τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι ὁ ἴδιος ἄρχισε νά νιώθει τά χαρίσματα αὐτά μετά τά τριάντα πρῶτα χρόνια τῆς ἔντονης ἀσκητικῆς του ζωῆς.

Ἡ ἑορτή λοιπόν τῆς Πεντηκοστῆς μᾶς ἀποκαλύπτει γιά μία ἀκόμη φορά τό μεγαλεῖο τῆς πίστεώς μας, ἀφοῦ εἴμαστε κλημένοι σέ ἄπειρη αὔξηση μετοχῆς στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί συγχρόνως μᾶς δείχνει τίς δυσκολίες πού ὑπάρχουν λόγω τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν καί ἀδυναμιῶν. Εἶναι στή δική μας ὅμως τήν εὐθύνη νά ἀνταποκριθοῦμε στήν κλήση αὐτή, πού συνιστᾶ καί τήν ὑψηλότερη κλήση πού ὑπάρχει στόν κόσμο: νά εἴμαστε καί νά γίνουμε «συγκληρονόμοι Χριστοῦ» (Ρωμ. 8, 17).
π. Γ.

Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

Η Ορθόδοξη Εκκλησία σαν διαρκής Πεντηκοστή

Ποιός είναι ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός; Ποιός είναι σε Αυτόν ο Θεός και ποιος ο άνθρωπος; Πώς γνωρίζεται ο Θεός στον Θεάνθρωπο και πώς ο άνθρωπος; Τι εδώρησε σε μας τους ανθρώπους ο Θεός εν τω Θεανθρώπω; Όλα αυτά τα φανερώνει σε μας το Πνεύμα το Άγιον, το «Πνεύμα της αληθείας». Μας αποκαλύπτει δηλαδή όλη την αλήθεια για Αυτόν, για τον Θεό εν Αυτώ και για τον άνθρωπο και για το τι χάρισε σ’ εμάς μ’ όλα αυτά. Αυτό επίσης απείρως ξεπερνά κάθε τι που οι ανθρώπινοι οφθαλμοί είδαν ποτέ και τοις ωσίν αυτών ηκούσθη και η καρδία αυτών κάποτε αισθάνθηκε.

Με την ένσαρκη ζωή του στη γη ο Θεάνθρωπος εγκαθιδρυσε το Θεανθρώπινό του Σώμα, την Εκκλησία, και με αυτήν προετοιμάζει τον γήινο κόσμο για την έλευση και τη ζωή και τη δραστηριότητα του Αγίου Πνεύματος στο Σώμα της Εκκλησίας, ως ψυχής Αυτού του Σώματος. Την ημέρα της Πεντηκοστής το Αγιο Πνεύμα κατήλθε εξ ουρανού στο Θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας και για πάντα παρέμεινε σε Αυτό σαν Παν-Ζωοποιός ψυχή Αυτού. Αυτό το ορατό θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας συγκροτούν οι Άγιοι Απόστολοι με την πίστη των στον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό ως Σωτήρα του κόσμου και ως τέλειου Θεού και ως τέλειου ανθρώπου. Και η κάθοδος και η σύνολη δρατηριότητα του Αγίου Πνεύματος στο Θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας έρχεται από τον Θεάνθρωπο και εξαιτίας του Θεανθρώπου. Κάθε τι στην Θεανθρώπινη Οικονομία της σωτηρίας προήλθε από το Θεανθρώπινο πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Τέλος, ακόμη όλα συνοψίζονται και υπάρχουν στην κατηγορία της θεανθρωπότητας ακόμη και η δραστηριότητα του Αγίου Πνεύματος. Κάθε ενεργητικότητα Αυτού στον κόσμο είναι αχώριστη από το θεανθρώπινο ανδραγάθημα του Κυρίου Ιησού Χριστού για τη σωτηρία του κόσμου. Η Πεντηκοστή με όλες τις αιώνιες δωρεές της Τριαδικής Θεότητος και Αυτού του Αγίου Πνεύματος προσδιόριζε την Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων δηλαδή της Αγίας Αποστολικής πίστης, της Αγίας Αποστολικής παράδοσης, της Αγίας Αποστολικής ιεραρχίας, ακόμη και κάθε τι Αποστολικού που είναι θεανθρώπινο.


Η Άγια πνευματική ημέρα η οποία άρχισε με την Αγία Πεντηκοστή αδιάκοπα συνεχίζεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία με ανείπωτη πληρότητα όλων των θεϊκών δωρεών και ζωοποιών δυνάμεων. Κάθε τι στην Εκκλησία υπάρχει εν Αγίω Πνεύματι και από αυτό το πολύ μικρό και από αυτό το υπερμεγέθες. Όταν ο ιερεύς θυμιάζοντας στην Εκκλησία παρακαλεί τον Κύριο Ιησού Χριστό να καταπέμψει την χάρη του Αγίου Πνεύματος, αλλά και όταν το ανέκφραστο θαύμα του Θεού η Αγία Πεντηκοστή πριν από την χειροτονία του επισκόπου επαναλαμβάνεται και δίδει όλο το πλήρωμα της χάριτος και με αυτό πασιφανώς μαρτυρεί ότι όλη η ζωή της Εκκλησίας συγκροτείται εν τω Αγίω Πνεύματι.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι με το Πνεύμα το Άγιο στην Εκκλησία και η Εκκλησία είναι με το Πνεύμα το Αγιο στον Κύριο Ιησού Χριστό. Ο Κύριος είναι η κεφαλή και το σώμα της και το Πνεύμα το Άγιον είναι η ψυχή της Εκκλησίας. Από την αρχή ήδη της θεανθρώπινης οικονομίας της σωτηρίας το Πνεύμα το Άγιο συνδέθηκε με το θεμέλιο της Εκκλησίας δηλαδή με το θεμέλιο του σώματος του Χριστού «του Λόγου κτίσας την σάρκωσιν».

Στην πραγματικότητα κάθε άγιο μυστήριο και όλες οι θείες αρετές είναι μία Αγιοπνευματικότης. Το Πνεύμα το Άγιο διά μέσου αυτών έρχεται σε εμάς και εντός ημών. Αυτό κατέρχεται ουσιωδώς που σημαίνει αληθινά και ουσιαστικά με όλες τις θεϊκές του σημαντικές ενέργειες. Αυτό -ο πλούτος της θεότητος. Αυτό -το πλήρωμα της χάριτος. Αυτό -η χάρις και η ζωή κάθε υπάρξεως. Είναι αιώνιο και Διαθηκικό Ευαγγέλιο. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός με το Άγιο Πνεύμα κατοικεί σε μας και εμείς σ’ Αυτόν. Αυτό και μόνο μαρτυρεί την παρουσία του Αγίου Πνεύματος σε μας. Εμείς με το Πνεύμα το Άγιο ζούμε εν Χριστώ και Αυτός σε μας. Μάλιστα αυτό το γνωρίζουμε «εκ του Πνεύματος ού ημίν έδωκεν» (Α΄ Ιω. 3,24).



Με μία λέξη όλη η ζωή της Εκκλησίας σε όλες τις δικές τις αναρίθμητες θεανθρώπινες πραγματικότητες οδηγείται και χειραγωγείται από το Πνεύμα το Άγιο το οποίο πάντοτε είναι το Πνεύμα του Θεανθρώπου Χριστού (Γαλ. 4,6). Γι’ αυτό έχει γραφτεί στο Άγιο Ευαγγέλιο «ει δε τις Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ έστιν Αυτού» (Ρωμ. 8,9).

Ο χερουβικά μυηθείς στο θεανθρώπινο μυστήριο της Εκκλησίας σαν το πιο αγαπητό παν-μυστήριο του Θεού ο Μέγας Βασίλειος διακηρύσσει το παναληθές και χαρμόσυνο μήνυμα «Το πνεύμα το Άγιο αρχιτεκτονεί Εκκλησίαν Θεού».

(Απόσπασμα από τον Γ΄ τόμο της Δογματικής του π. Ιουστίνου), Επισκόπου Αθαν. Γιέβτιτς, Βίος του Οσίου Πατρός Ιουστίνου Πόποβιτς, Εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, Αθήνα 2001, σ. 155-158

Όσιος Αγαπητός ο Ανάργυρος και Ιαματικός


(+1 Ιουνίου) άφθαρτο λείψανο
Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ἔζησε στὴ Ρωσία περὶ τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ Μεγάλη Λαύρα τοῦ Κιέβου στὰ χρόνια τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου του οποίου ήταν μαθητής ( 10 Ἰουλίου). Ὁ Ὅσιος πράγματι ἦταν ἀγαπητὸς στὸν Θεὸ καὶ ἔτσι τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ἡ φήμη του ἁπλώθηκε παντοῦ καὶ πλήθη πιστῶν ἔρχονταν στὸν Ὅσιο, γιὰ νὰ θεραπευθοῦν.Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ τὸν ἀποκαλοῦσαν ἰατρό

Το άφθαρτο λείψανο του Οσίου Αγαπητού
Στο Κίεβο ζούσε ένας διάσημος παθολόγος και δεν μπόρεσε να κάνει καλά μια γυναίκα.Έκεινη κατέφυγε στον Όσιο Αγαπητό ο οποίος την θεράπευσε.Ο γιατρός γεμάτος φθόνο προσπάθησε να τον δηλητηριάσει,ο Θεός όμως τον προστάτεψε και δεν επαθε τίποτα.

Ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους, ἐθεράπευσε καὶ τὸν πρίγκιπα τοῦ Τσέρνιγκωφ Βλαδίμηρο Βσεβολόντοβιτς,ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε μεγάλος πρίγκιπας τοῦ Κιέβου μὲ τὴν ἐπωνυμία «Μονομάχος»(1114-1125).Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά του φυλάσσονται στὸ Σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου(Λάβρα Πετσέρσκα)