Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΤΙΜΑΤΑΙ ΤΗΝ 9η ΙΟΥΛΙΟΥ
ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΣ ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ
ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΣ ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ
ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Ὁ ἀνώνυμος Βίος τοῦ ὁσίου Φωτίου σώζεται μόνο σὲ ἕνα χειρόγραφο τοῦ 12ου αἰ., τὸ ὑπ᾿ ἀριθ. 159 (Vlad. 390) τῆς Συνοδικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Μόσχας, στὸ ὁποῖο περιλαμβάνεται καὶ ὁ ἀρχικὸς Βίος τῆς ὁσίας Θεοδώρας τῆς μυροβλύτιδος καί τόν ὁποίο ἀνέσυρε ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα τοῦ ἐξαίρετου ἐπιστήμονα, Καθηγητή τῆς Θεολογικῆς σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Συμεών Πασχαλίδη ὁ ὁποῖος ἐτοιμάζει καί τήν ἔκδοση του.
ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΦΩΤΙΟΥ
Ὁ ὅσιος Φώτιος ὁ Θεσσαλὸς ὑπῆρξε δεσπόζουσα μοναστικὴ
φυσιογνωμία στὸ πνευματικὸ περιβάλλον τῆς Θεσσαλονίκης κατὰ τὸν 11ο αἰώνα.
Καταγόταν ἀπὸ τὴ Θεσσαλία, ὅρο μὲ εὐρύτατη γεωγραφικὴ ἔννοια
αὐτὴ τὴν περίοδο, ἀπὸ εὔπορους καὶ ἐπιφανεῖς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι ὡστόσο δὲν
κατονομάζονται στὸ Βίο του. Σὲ νεανικὴ ἡλικία ἀσπάστηκε τὸ μοναχικὸ βίο, ἐπιδιδόμενος
σὲ αὐστηρότατη ἄσκηση. Φθάνοντας στὴ Θεσσαλονίκη, τὴν ὁποία ὁ βιογράφος του δὲν
παραλείπει νὰ ἐγκωμιάσει ὡς «προκαθεζομένη τῶν Θετταλικῶν πόλεων» καὶ ὡς
«βασιλίδα ταῖς ἑκατέρωθεν πόλεσι», ὁ ὅσιος Φώτιος ἐγκαταβίωσε σὲ μία μικρὴ μονὴ
στὴν περιοχὴ τῆς ᾿Ακροπόλεως, τιμώμενη
στὸ ὄνομα τῶν ἁγίων ᾿Αναργύρων Κοσμᾆ καὶ Δαμιανοῦ. ᾿Εκεῖ γνώρισε τόν μεγάλο ἀσκητή
καί περίφημο γιά τίς ἀρετές του καί τά πλούσια πνευματικά χαρίσματα, τὸν ἱερὸ
Βλάσιο, γέροντα καί ἡγούμενο τῆς μονῆς, τοῦ ὁποίου κατέστη ὑποτακτικός καί ἀπό
ἐκεῖνον ἐμυήθη στά βαθύτερα μυστικά τῆς μοναχικῆς ζωῆς καί λαμβάνοντας τό σχῆμα
τοῦ μοναχοῦ ἐγαλουχήθη σέ αὐτήν.
῾Ο ἀνώνυμος συντάκτης τοῦ Βίου ἀφιερώνει ἕνα μεγάλο τμῆμα του
στὴν προσωπικότητα τοῦ ἀσκητῆ καὶ γέροντα τοῦ ὁσίου Φωτίου, Βλασίου, τὸν ὁποῖο
συνδέει μὲ τὸν αὐτοκράτορα Ρωμανὸ Β’ (959-963) -ἂν καὶ τὸν συγχέει μὲ τὸ Ρωμανὸ
Α’ Λεκαπηνό. ῾Ο Βλάσιος κλήθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα καὶ μετέβη, συνοδευόμενος ἀπὸ
τὸ Φώτιο, στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου κατέστη καὶ πνευματικὸς πατέρας τοῦ
Ρωμανοῦ Β’. Τέλεσε ὁ ἴδιος τὴ βάπτιση τοῦ γιοῦ του, Βασιλείου Β’ τὸ 958/9,
δίνοντάς του προορατικὰ τὸ ὄνομα Βασίλειος. Στὴ βάπτιση παρευρισκόταν καὶ ὁ ὅσιος
Φώτιος, τὸν ὁποῖο ὁ Βλάσιος ὑπέδειξε ὡς τὸ κατάλληλο πρόσωπο γιὰ τὴν περιφορὰ
τοῦ βρέφους ὡς τὸν κοιτώνα του, μὲ τὴ συνοδεία ψαλμωδιῶν.
Ὁ Φώτιος ἐπέστρεψε στὴ Θεσσαλονίκη καί, ὄντας ἐραστὴς τῆς ἡσυχίας,
μετέβη στὶς ὑπώρειες τοῦ Χορταΐτη (Χορτιάτη), ὅπου ἔκτισε μία καλύβη μὲ πέτρες
καὶ ἐγκαταβίωσε ἐκεῖ, συνεχίζοντας τὸν ἀγώνα του στὸ στίβο τῆς μοναχικῆς ζωῆς.
Τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ καλοκαίρι ἀνερχόταν στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους, ὅπου καὶ ἀνήγειρε
ναὸ ἀφιερωμένο στὸν ἀρχάγγελο Μιχαήλ, καὶ ὅπου μὲ θαυματουργικὸ τρόπο ἀνέβλυσε
πηγὴ μὲ καθαρὸ νερό, ἡ ὁποία στὶς μέρες ποὺ γραφόταν ὁ Βίος εἶχε ἐξελιχθεῖ σὲ ἁγίασμα
μὲ ἰαματικὴ δύναμη.
Ὡστόσο, οἱ ἐπιδρομὲς τῶν Βουλγάρων (“τὸ Μυσῶν ἔθνος”)
προκάλεσαν μεγάλη ἀστάθεια καὶ ἀνάγκασαν τὸν αὐτοκράτορα Βασίλειο Β’ νὰ συντάξει
τὰ βυζαντινὰ στρατεύματα καὶ νὰ ἐκστρατεύσει ἐναντίον τους, ἀλλὰ ἡ ἔκβαση τῶν
γεγονότων ἦταν ἀρνητικὴ (ὑπαινίσσεται προφανῶς τὴν ἀποτυχημένη πρώτη ἐκστρατεία
τοῦ Βασιλείου τὸ 986). ῾Ο Βασίλειος κατευθύνθηκε πρὸς τὴ Θεσσαλονίκη, τὴν ὁποία
«καὶ φρούριον εἶχε καὶ κατὰ τῶν ἐχθρῶν ἀσφαλὲς ὁρμητήριον». ᾿Εκεῖ ἀναζήτησε τὸν
ἀσκητὴ Βλάσιο καί, ὅταν πληροφορήθηκε τὸ θάνατό του, ζήτησε νὰ μάθει γιὰ τὸ
μαθητή του, ποὺ τὸν εἶχε κρατήσει στὰ χέρια του κατὰ τὴ βάπτισή του. Τελικὰ
πληροφορήθηκε ὅτι ὁ ὅσιος Φώτιος ἀσκήτευε κάπου ἐκτὸς τῆς πόλεως καὶ τὸν κάλεσε
νὰ σπεύσει νὰ τὸν συναντήσει· ἔκτοτε ὁ Βασίλειος κράτησε κοντά του τὸν ὅσιο γέροντα,
ὄχι μόνο στὴ Θεσσαλονίκη ἀλλὰ καὶ κατὰ τὶς ἐκστρατεῖες του. Τοιουτοτρόπως «ὁ μὲν
(βασιλεύς) ὅπλοις ἀμυντηρίοις, ὁ δὲ (Φώτιος) λόγοις εὐκτηρίοις τοὺς ἐναντίους ἀμύνονται».
Μετὰ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐπικράτηση τοῦ Βασιλείου Β’ τὸ 1017/8, ὁ
ὅσιος Φώτιος ἐπέστρεψε στὴ Θεσσαλονίκη ἐπευφημούμενος ἀπὸ τοὺς Θεσσαλονικεῖς. ῾Ο
αὐτοκράτορας, σύμφωνα μὲ τὸ Βίο, τοῦ ἀπέστειλε χρυσόβουλλο γράμμα, μὴ σωζόμενο
σήμερα, μὲ τὸ ὁποῖο τοῦ παρεῖχε δῶρα, τὰ ὁποῖα ὁ Φώτιος χρησιμοποίησε γιὰ ἀγαθοεργίες
καὶ γιὰ τὴν ἀνέγερση ναῶν καὶ μονῶν στὴν περιοχὴ τῆς ᾿Ακροπόλεως, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα
σημεῖα τῆς πόλεως, ὅπως πολὺ παραστατικὰ ἀναφέρει ὁ βιογράφος του: «ἆρον κύκλῳ
τοὺς ὀφθαλμούς σου περὶ τήνδε τὴν ἀκρόπολιν, εἰ τῶν ἐνταυθοῖ πολιτῶν ὑπάρχεις...
καὶ ἴδε τὰ κατ᾿ αὐτὴν συνεστῶτα σεμνεῖα· πρόελθε δὴ καὶ τοῦ ἄστεως, καὶ
περιάθρησον τῶν τοῦ Φωτίου πόνων τὰ σιγῶντα κηρύγματα. Πολλαχοῦ γὰρ ὄψει τεμένη
θεῖα παρ᾿ ἐκείνου γεγενημένα καὶ ψυχῶν ἱερὰ φροντιστήρια, ἐν οἷς ἅπασι, τοῖς μὲν
ἀνδρῶν μοναζόντων, τοῖς δὲ γυναικῶν μοναζουσῶν πολλὰ πλήθη πρότερον ἦν». Τὴ
μεγάλη προσφορὰ τοῦ ὁσίου Φωτίου στὸν ἀστικὸ μοναχισμὸ τῆς Θεσσαλονίκης ὑπογραμμίζει
ὁ βιογράφος του μὲ ἐγκωμιαστικὸ τρόπο, τονίζοντας στὴ συνέχεια ὅτι «πάντων
τούτων αἱ ἀγέλαι τῶν μονοτρόπων, αἵτινες πάλαι τε ἦσαν καὶ νῦν εἰσίν, ἐκείνου
πνευματικὰ τυγχάνει γεννήματα, πάντες τοῦ μεγάλου τούτου ποιμένος ποίμνιον,
πάντες τῶν ἱερῶν ἐκείνου προσευχῶν κατορθώματα».
Ἀπὸ τὴ συνέχεια τοῦ Βίου πληροφορούμαστε, ὅτι ὁ βιογράφος του
εἶχε ὑπόψη του καὶ μία διαθήκη ποὺ εἶχε συντάξει ὁ ὅσιος Φώτιος πρὸ τοῦ θανάτου
του («τὴν ἐξόδιον τοῦ ἁγίου διάταξιν, ἣν ἐγγράμματον ὑποχωρεῖν τοῦ βίου μέλλων ἐξέθετο»).
῾Η διαθήκη αὐτή, ὅπως ἐξάγεται ἀπὸ τὴν σύντομη περιγραφὴ τοῦ περιεχομένου της
ποὺ παρέχεται ἀπὸ τὸ συντάκτη τοῦ Βίου στὴ συνέχεια, ἔφερε τὰ βασικὰ
χαρα-κτηριστικὰ τῶν κτιτορικῶν διαθηκῶν, δηλ. τῶν διαθηκῶν ποὺ συνέτασσαν οἱ
κτίτορες τῶν μονῶν, γιὰ τὴν εὔρυθμη λειτουργία τους μετὰ τὸ θάνατό τους. ῾Η
μνημονευόμενη διαθήκη ὅριζε τὸν ἀπόλυτο ἐγκλεισμὸ τῶν μοναστριῶν κάποιας γυναικείας
μονῆς ποὺ εἶχε συστήσει ὁ ῞Οσιος ἐντὸς τοῦ χώ¬ρου τῆς μονῆς, ρύθμιζε τὰ τῆς
φροντίδος τῶν ναῶν ποὺ εἶχε ἀνεγείρει ὁ ἴδιος, τὴ διαδοχή του στὴν πνευματικὴ
καθοδήγηση τῶν μοναχῶν ποὺ ἀποτελοῦσαν τὴ συνοδεία του, καθὼς καὶ μία σειρὰ
κανόνων σχετικὰ μὲ διάφορες πτυχὲς τοῦ μοναχικοῦ βίου: νηστεία, ἀνάπαυση,
λειτουργικὸ τυπικό, μέριμνα ὑπὲρ τῶν πτωχῶν.
Ὁ Βίος δὲν παρέχει καμμία χρονικὴ ἔνδειξη σχετικὰ μὲ τὸ ὁσιακὸ
τέλος τοῦ ἀσκητῆ Φωτίου τοῦ Θεσσαλονικέως· περιορίζεται μόνο στὴ δήλωση ὅτι
παρέδωσε τὸ ἱερὸ πνεῦμα του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ «πλήρης ἡμερῶν ἀληθῶς τῶν τε θείων
ἅμα καὶ τῶν ἀνθρωπίνων γενόμενος». Πρέπει ὡστόσο ἡ κοίμηση τοῦ ὁσίου Φωτίου νὰ
τοποθετηθεῖ μὲ βεβαιότητα μετὰ τὸ ἔτος 1017, κατὰ τὸ ὁποῖο, ὅπως προαναφέρθηκε,
ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος Β’ κατετρόπωσε ὁριστικὰ τοὺς Βουλγάρους.
Σημαντικὴ εἶναι καὶ ἡ μνεία ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης τοῦ ῾Οσίου ἀπὸ
τοὺς μαθητές του, προφανῶς στὴ μονὴ ὅπου ἐγκαταβίωσε τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς
του καὶ κοιμήθηκε. Σύμφωνα μὲ τὸ Βίο τελοῦνταν πανήγυρη, κατὰ τὴν ὁποία
ψάλλονταν ὕμνοι ποὺ εἶχαν συντεθεῖ γι᾿ αὐτόν: «συνιόντων ἀλλήλοις καὶ
συμπανηγυριζόντων τὸ θεῖον τούτου μνημόσυνον, καὶ ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ὡδαῖς
πνευματικαῖς αὐτὸν γεραιρόντων».
Ἡ σύνθεση ὕμνων πρὸς τιμὴν τοῦ ὁσίου Φωτίου ἐπιβεβαιώνεται καὶ
ἀπὸ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς ἐξαιρετικὰ σημαντικοῦ στιχηροῦ, ποὺ συνέθεσε ὁ μέγας οἰκονόμος
τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης καὶ μετέπειτα μητροπολίτης Δημήτριος Βεάσκος τὸ
13ο αἰώνα καὶ μελοποίησε ὁ μοναχὸς Δανιὴλ ᾿Αχραδᾆς, τὸ ὁποῖο ἐπιγράφεται: «᾿Ιουλίου
θ’. Τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Φωτίου κτήτορος μονῆς τοῦ ᾿Ακαπνίου. Ποίημα κυρίου
Δημητρίου ἱεροδιακόνου καὶ μεγάλου οἰκονόμου μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, οὗ τὸ ἐπώνυμον
Βεάσκος...». ῾Η σπουδαιότητα αὐτοῦ τοῦ στιχηροῦ (ἀρχ.: ῾Η φαιδρὰ τοῦ θεοφόρου
μνήμη Φωτίου...) ἔγκειται στὴν ἑορτολογικὴ ἔνδειξη τῆς 9ης ᾿Ιουλίου, ἡ ὁποία δὲν
παρέχεται ἀπὸ τὸ Βίο τοῦ ὁσίου Φωτίου, καὶ στὴν πληροφορία ὅτι ὑπῆρξε ἱδρυτὴς τῆς
περίφημης βασιλικῆς μονῆς τοῦ ᾿Ακαπνίου.
Τὴν ταύτιση τοῦ ὁσίου Φωτίου τοῦ Θεσσαλοῦ μὲ τὸν ὅσιο Φώτιο,
τὸν κτίτορα τῆς μονῆς ᾿Ακαπνίου στὴ Θεσσαλονίκη, πρότεινε πρῶτος ὁ ᾿Αθ.
Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, κατὰ τὴν ἔκδοση τοῦ προαναφερθέντος στιχηροῦ, καὶ στὴ
συνέχεια ὑποστήριξε διεξοδικότερα ὁ V. Grumel. ῾Η ταύτιση αὐτὴ ἔχει γίνει πλέον
καθολικὰ ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴ σύγχρονη ἔρευνα.
Ὁ ἀνώνυμος Βίος τοῦ ὁσίου Φωτίου ἐκφωνήθηκε πιθανότατα κατὰ τὴν
ἑορτή του στὴ μονὴ ᾿Ακαπνίου, ἐνώπιον ἀκροατηρίου, ποὺ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ μοναχούς-πνευματικὰ
τέκνα του, ὅπως διαφαίνεται ἀπὸ τὴν προσφώνηση: «ὦ θεῖον καὶ ἱερώτατον σύστημα,
καὶ τοῦ γεννήσαντος καὶ ποιμάναντος ὑμᾆς διὰ τοῦ εὐαγγελίου κάλλιστα θρέμματα
καὶ γεννήματα, τὴν εὐφρόσυνον ταύτην ἑορτὴν σὺν εὐφροσύνῃ τελέσωμεν».
Διακρίνεται ἀπὸ μία ἔντονη ἐγκωμιαστικὴ τάση καὶ προσφέρει περιορισμένα ἱστορικὰ
στοιχεῖα γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴ δραστηριότητα τοῦ ὁσίου Φωτίου, ἂν καὶ ἡ συγγραφή
του δὲν πρέπει νὰ ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸ χρόνο ἀκμῆς τοῦ μεγάλου ἀσκητῆ, ἐφόσον στὴν
προφορικὴ μορφή του ἀπευθύνθηκε στοὺς μαθητές του.
Τέλος, σημαντικὴ εἶναι καὶ ἡ μνεία τοῦ ὁσίου Φωτίου στὸ Βίο
τοῦ Καλαβροῦ ὁσίου Φαντίνου τοῦ νέου, ποὺ κοιμήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη τὸ 974.
Σύμφωνα μὲ τὸν ἐκτενῆ Βίο του (§ 52) κατὰ τὴν τελευτή του, ἐπισκέφθηκαν τὸν ὅσιο
Φαντίνο οἱ μοναχοὶ Συμεὼν ὁ φιλόσοφος καὶ Φώτιος, τὸν ὁποῖο ἡ ἐκδότρια τοῦ
Βίου, E. Follieri ταυτίζει μὲ βεβαιότητα μὲ τὸν ὅσιο Φώτιο τὸ Θεσσαλό.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Ηχος a’.
της ερημου πολιτης
Εν τη Μονή Αναργύρων ασκητικώς διαιτώμενος, των μοναστών ποιμήν εδείχθεις,
θεοφόρε πατήρ ημών Φώτιε, εντεύξεσι και λόγοις φαεινοίς, συνέδραμες τω εν Πόλει
βασιλεί, Θετταλών δε την χώραν μεγαλουργών, ενθέως συ εδόξασας. Δόξα τω
Παντοκράτορι Χριστώ, προϊστασθαί σοι κελεύσαντι, εν Ακαπνίου τη Μονή,
Θεσσαλονίκης αοίδιμε.