Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος

 
Ένας ιεράρχης υπέρτερος των Ελλήνων ρητόρων
ΜΕΓΑΛΟΣ ιεράρχης, θεοφώτιστος θεολόγος, χαρισματικός ερμηνευτής των θείων δογμάτων της πίστεως και πρόμαχος της Ορθοδοξίας είναι o Αγιος Γρηγόριος, ο Θεολόγος, που η Εκκλησία μας τιμά την 25η Ιανουαρίου.


Είναι «αστέρι της Ορθοδοξίας», που υμνήθηκε και τιμήθηκε στο πέρασμα των αιώνων όσο ελάχιστοι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας. Η Γ' Οικουμενική Σύνοδος τον χαρακτήρισε «Μέγα». Ό Άγιος Βασίλειος έγραψε γι' αυτόν ότι ήταν ποιμένας καί επίσκοπος άξιος, «ίνα κυβερνά την καθ' άπασαν την Οίκουμένην Έκκλησίαν».

Επαίνεσαν επίσης τον Γρηγόριο, ο Θεόδωρος ο Στουδίτης, ως μύστη της Θεολογίας, ο Ιωάννης ο Σικελιώτης καί άλλοι μελετητές των λόγων του, αποφάνθηκαν ότι ο Ιεράρχης «είναι όχι εφάμιλλος, αλλά υπέρτερος των Ελλήνων ρητόρων». Ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Ρουφίνος ο οποίος μετέφρασε τους λόγους του στα Λατινικά έγραψε επιγραμματικά: «Δεν υπάρχει ορθόδοξος πού να μη συμφωνεί στην πίστη με τον Γρηγόριο».

Γεννήθηκε το 329 στην Άριανζό, προάστιο της Ναζιανζού και γιαυτό κάποτε καλείται καί Ναζιανζηνός. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια. Ο πατέρας του ονομαζόταν και αυτός Γρηγόριος καί έγινε επίσκοπος στη Ναζιανζό. Η μητέρα του Νόννα, ήταν γυναίκα με φλογερή πίστη και τον ανέθρεψε χριστιανικά. Τον διαπαιδαγώγησε με αξιοζήλευτη φροντίδα. Του καλλιέργησε αισθήματα αγάπης για τους φτωχούς, τους πονεμένους καί τους διωκόμενους από τυράννους.

Σπούδασε στην Καισαρεία της Καππαδοκίας, στην Καισαρεία της Παλαιστίνης καί στην Αθήνα. Στο «κλεινόν άστυ» έμεινε έξι χρόνια και παρακολούθησε κυρίως ρητορική καί φιλοσοφία,


Στήν Αθήνα σπούδαζε εκείνο τον καιρό και ένας άλλος λαμπρός νέος ο οποίος ξεχώριζε κι αυτός στη μόρφωση, στις επιστήμες καί στον χαρακτήρα. Ήταν ο Βασίλειος, αυτός που αργότερα θα γινόταν ο φωτισμένος ιεράρχης της Καισαρείας.

Το 357 ο Γρηγόριος επιστρέφει στην πατρίδα του τη Ναζιανζό και οι γονείς του τον υποδέχονται τρισευτυχισμένοι. Τότε χωρίς αναβολή βαφτίζεται. Επικρατούσε ακόμα συνήθεια σε πολλούς να βαφτίζονται σε μεγάλη ηλικία. Αφού έμεινε για λίγο κοντά στους δικούς του, πήγε στον Πόντο για να ζήσει ασκητικά, κοντά στον αδελφικό του φίλο Βασίλειος.

Επιστρέφοντας από τον Πόντο χειροτονείται από τον επίσκοπο πατέρα του, Ιερέας.

Το έργο του Ιερέα, τονίζει ο Γρηγόριος, είναι να βάζει φτερά στην ψυχή, να τη σηκώνει από τον κόσμο και να την παραδίδει στον Θεό... Εκείνος ο οποίος πρόκειται να γίνει ιερέας, πρέπει, αυτός να γίνει καθαρός για να μπορέσει να καθαρίσει άλλους.

Το μήνυμα του νέου κληρικού της Ναζιανζού είναι να προσφέρουν όλοι, για όσους έχουν ανάγκη. Γι' αυτό παραγγέλλει:«Βοήθησε, χάρισε τροφή, ρούχο, πρόσφερε φάρμακο, δέσε τραύμα».
 Ειδική ευχή για τους φτωχούς είχε συντάξει ο άγιος Γρηγόριος για να προσεύχονται με αυτήν οι Ιερείς στους ναούς παρακαλώντας τον Θεό για εκείνους. «Υπέρ τοις πενομένοις την επικουρίαν, τοις πτωχοίς την βοήθειαν», δεόταν ο ιερέας κα το εκκλησίασμα αντιφωνούσε τη δική του παράκληση: «Κύριε ελέησον».

Αργότερα, το 372 χειροτονείται επίσκοπος από τον ιεράρχη της Καισαρείας
Μέγα Βασίλειο. Τόπος επισκοπής είναι ένα μικρό χωριό τα Σάσιμα. Δεν αναλαμβάνει όμως την επισκοπή αύτη ο Γρηγόριος διότι διαπιστώνει ένα πολύ εχθρικό κλίμα. Αποδείχθηκε όμως ότι για αλλού τον προόριζε η θεία βουλή.

Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα του Βυζαντίου ήταν εκείνον τον καιρό από εκκλησιαστική άποψη σε δραματική κατάσταση. Οι αιρετικοί κυριαρχούσαν εκεί και δυνάστευαν τους ορθόδοξους. Όλοι οι ναοί της Βασιλεύουσας ελέγχονταν από αιρετικούς, οπαδούς του Αρείου. Τότε συνήλθε στην Αντιόχεια της Συρίας, Σύνοδος, από 146 ορθόδοξους επισκόπους, η οποία εκτός των άλλων αποφάσισε να καλέσει τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, να μεταβεί στην Κωνσταντιούπολη για να ενισχύσει την πίστη του ορθόδοξου λάου την οποία κατεδίωκαν με λύσα οι αιρέσεις των Αρειανοφρόνων και Πνευματομάχων.

Είχε σημάνει λοιπόν η ώρα του ιεράρχη Γρηγορίου ως υπερασπιστή της διωκόμενης Εκκλησίας, ως προμάχου της Ορθοδοξίας.

Ένας ιδιωτικός, ναός που χτίστηκε από εισφορές ορθοδόξων κα ονομάστηκε Ναός της Αναστασίας, γίνεται κιβωτός Ορθοδοξίας στην Κωνσταντινούπολη. Ακούγονται εκεί βαρυσήμαντα κηρύγματα καί λόγοι του Γρηγορίου πού ερμηνεύουν τα θεία δόγματα.

Οι ομιλίες του ιεράρχη Γρηγορίου, με τα γόνιμα αποτελέσματα τους, φέρουν σε δύσκολη θέση τους αιρετικούς. Τον θεωρούν επικίνδυνο ανατροπέα των σχεδίων τους και αποφασίζουν να δράσουν δυναμικά. Μεθοδεύουν εγκληματικές ενέργειες.

Αποφασίζουν να δράσουν σε ώρα κατανυκτική, τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου προς την Κυριακή της Αναστάσεως του έτους 379 μ.Χ. Τότε, καθώς ό ιεράρχης βάφτιζε κατηχουμένους στο Ναό της Αναστασίας, ένοπλοι αιρετικοί ορμούν κατά του πλήθους των πιστών ορθοδόξων με φοβερές κραυγές καί βρισιές. Σπρώχουν, κλωτσούν, λιθοβολούν και βιαιοπραγούν με ασυγκράτητη μανία. Μπαίνουν στο ιερό και με απερίραπτη, φρικτή ασέβεια ανατρέπουν τα ιερά σκεύη της Αγίας Τράπεζας. Οι φανατικοί αιρετικοί, υπέρμαχοι του Αρείου, όρμησαν κατά του ιεράρχη σαν άγρια γουρούνια, «ώσπερ σύες άγριοι», γράφει ο πρώτος βιογράφος του αγίου.


Στη λυσσαλέα αυτή επίθεση των αιρετικών ο άγιος με ψυχραιμία προβάλλει τη σιωπηλή διαμαρτυρία, το ειρηνικό κλίμα. Μένει ατάραχος και το πλήθος των πιστών τον μιμείται. Η στάση των ορθοδόξων αφοπλίζει τη μανία των αιρετικών που τελικά υποχωρούν νικημένοι.


Μετά το άγριο ξέσπασμα των αιρετικών ο άγιος Γρηγόριος εκφωνεί τους δύο πρώτους λόγους του «περί ειρήνης». «Ειρήνη φίλη, το γλυκύ και πράγμα και όνομα, ω νυν έδωκα τω λαώ και αντέλαβον... Ειρήνη φίλη, το παρά πάντων μεν επαινούμενον αγαθόν, υπ' ολίγων δε φυλασσόμενον...».


Μετά το θάνατο του αρειανόφιλου αυτοκράτορα Ουάλη, ο οποίος είχε στηρίξει τους οπαδούς της χριστομάχου αίρεσης, η Ορθοδοξία άρχίζει να ανασαίνει. Διακόπτεται η εξορία πολλών επισκόπων και λοιπών αγωνιστών της πίστεως. Ο νέος αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Α' υπογράφει, στις 28 Φεβρουαρίου 380 στη Θεσσαλονίκη, πριν φτάσει στην Κωνσταντινούπολη, διάταγμα με το οποίο αναγνωρίζει ως επίσημη την πίστη των ορθοδόξων, σύμφωνα με τις αποφάσεις της Α' Οικουμενικής Συνόδου. Είναι η ώρα της επικράτησης της Αλήθειας του Χριστού, η ώρα της Ορθοδοξίας.

Στις 14 Νοεμβρίου του 380 φτάνει ο Θεοδόσιος στην Κωνσταντινούπολη και αποφασίζει να τερματίσει τις ραδιουργίες των οπαδών του Αρείου. Για το σκοπό αυτό διατάζει:

Να δοθούν στους ορθοδόξους όλοι οι ναοί οι οποίοι είχαν καταλάβει οι οπαδοί του Αρείου.


Να κατέβει από τον επισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ο αιρετικός Δημόφιλος.

Υπακούοντας στην απαίτηση των Επισκόπων, του κλήρου και του πιστού λαού, αναγνωρίζει ως κανονικό αρχιεπίσκοπο της Κωνσταντινουπόλεως τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και εξαναγκάζει τον σεπτό Ιεράρχη να μπει στον Ναό των Αγίων Αποστόλων, και με απαίτηση σύσωμης της Εκκλησίας που τον ωθεί και τον ακτεθύνει τον ανεβάζει στον θρόνο στις 27 Νοεμβρίου του 380.

Κατά την ήμερα αυτή της θριαμβευτικής εισόδου του Ιεράρχη Γρηγορίου στον Πατριαρχικό Ναό, ο αυτοκράτορας τον προσφωνεί λέγοντας:

«...Ιδού δίδωμί σοι τον οίκον τον ιερόν και τον θρόνον»

Η ανύψωση του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως αναγνωρίζεται επίσημα και επικυρώνεται από τη Β' Οικουμενική Σύνοδο, τον Μάιο του 381.

Μετά την ιστορική εκείνη είσοδο και τη Θεία Λειτουργία  που ακολούθησε στο Ναό των Αγίων Αποστόλων επέστρεψε ο Ιεράρχης στό πενιχρό δωμάτιο του να αναπαυθεί. Τον ακολουθεί πλήθος συνεργατών και πιστών από το ανώνυμο πλήθος για να τον συγχαρεί. Ανάμεσα τους είναι καί ένας υποψήφιος δολοφόνος του, πληρωμένος από τους αιρετικούς να κλείσει για πάντα το στόμα του φλογερού θεολόγου. Μένει τελευταίος με τον άγιο γέροντα αλλά κάποια δύναμη τον εμποδίζει να προχωρήσει στο σχέδιο του. Πέφτει κάτω καί ξεσπάει σε κλάματα. Ο άγιος τον ρωτάει στοργικά να μάθει τι του συμβαίνει. Εκείνος τότε του αποκαλύπτει το συγκλονιστικά μυστικό. Του φέρνεται έπειτα μεγαλόψυχα και τον καλεί να αποδιώξει από την ζωή του την αίρεση και να συστρατευθεί στην Εκκλησία του Χριστού την  Ορθόδοξη.

Σαν αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ο Γρηγόριος έζησε με υποδειγματική λιτότητα. Περιόρισε τα έξοδα της επισκοπής και δεν δέχτηκε να λάβει το μισθό του αρχιεπισκόπου. Δε συμμετείχε σε δημόσιες εκδηλώσεις κοσμικού χαρακτήρα. Και όταν διαπίστωσε πως υπήρχαν ιεράρχες οι οποίοι τον φθονούσαν, για χάρη της ειρήνης της Εκκλησίας παραιτήθηκε από τον θρόνο του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.  Η παραίτηση του υποβλήθηκε τέλη Ιουνίου, αρχές Ιουλίου του 381.
Παρά τις πολλες παρακλήσεις του λαού, του αυτοκράτωρα αλλά και των μεγάλων Ιεραρχών που αναγνώριζαν τα χαρίσματα και την αξία του, δεν κάμφθηκε, αφού είχε ολοκληρώση την αποστολή του και αυτή δεν είχε στην καρδιά του σχέση με αξιώσεις και αξιώματα, με χαρά και άμεσα επέστρεψε πάλι στην  Ναζιανζό, όπου ζώντας στην αγαπημένη του άσκηση και ησυχία, προσευχόμενος και φροντίζοντας εκ του μακρόθεν τα Εκκλησιαστικά πράγματα της περιοχής αλλά και όλης της Εκκλησίας, ενώ ταυτόχρονα κληροδοτούσε στην ανθρωπότητα πλούσιους καρπούς του Αγίου Πνεύματος συγγράφοντας θεολογικές μελέτες, διδακτικές και δογματικές επιστολές και πολλά ποιήματα, και μέσα σε αυτά τελείωσε η επίγεια ζωή του στις 25 Ιανουαρίου του 391. Με τη διαθήκη του άφησε την περιουσία της οικογένειας του στην Εκκλησία της Ναζιανζού, για τη φροντιδα των αναγκών των αγαπημένων του φτωχών.

Έγραψε 243 Επιστολές, 407 ποιήματα πού αριθμούν 20.000 στίχους καί ωραιότατα Επιγράμματα.


 
ΑΠΟΛΥΤΙΚΟ

 
Ήχος α΄
 
Ὁ ποιμενικός αὐλός τῆς θεολογίας σου, τάς τῶν ῥητόρων ἐνίκησε σάλπιγγας·
ὡς γάρ τά βάθη τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσαντι, καί τά κάλλη τοῦ φθέγματος προσετέθη σοι.
Ἀλλά πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Πάτερ Γρηγόριε, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.