Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

ΑΓΙΟΝ ΠΑΣΧΑ 2014                                                                                         ἀριθμ. πρωτ.: 209.-
 
 
 
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΝΘΙΜΟΣ
 
Πρὸς τὸν ἱερὸν Κλῆρον καὶ
τὸν εὐσεβῆ Λαὸν
τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης
 
Ἀγαπητοὶ πατέρες καὶ ἀδελφοί,

Στὴν κορυφὴ τοῦ ὁλόφωτου ἑορτολογικοῦ κύκλου τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας ἡ λαμπροφόρος πανήγυρις τοῦ Πάσχα τῶν Ὀρθοδόξων φωτίζει καὶ πάλιν τὶς ψυχὲς τῶν Χριστιανῶν μὲ τὸ ἀνέσπερο φῶς ποὺ ἀνέτειλε ἀπὸ τὸν κενὸ Πανάγιο Τάφο. Οἱ Μυροφόρες γυναῖκες, οἱ πρῶτοι ἀδιάψευστοι μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως, ἄκουσαν ἀπὸ τὸν ἀπεσταλμένο τοῦ Οὐρανοῦ λαμπροστόλιστο Ἄγγελο, τὸ ἐκπληκτικὸ ἄγγελμα «ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ᾧδε. ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἐθηκαν αὐτόν» (Μαρκ. 16,6).
Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πλημμυρίζει τοὺς αἰθέρες καὶ ἐπαναβεβαιώνει στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων τὴν ἐλπίδα γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὴν αἰωνιότητα. Οἱ ἔνδοξοι Ἀπόστολοι, μετὰ τὶς ἀλλεπάλληλες ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ ἐνώπιόν τους, καθιστοῦν τὴν Ἀνάσταση μόνιμο καὶ βαθύτατο βίωμά τους, λυτρωτικὸ κή-ρυγμα, ἄγγελμα χαρᾶς, ἀναλλοίωτο φρόνημα, ἀληθινὴ αἰώνια ζωή, θεμέλιο λίθο καὶ ζευκτήριο στοιχεῖο τοῦ θείου οἰκοδομήματος τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
 
Τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπέθανε ἑκουσίως καθηλωμένος στὸ Σταυρό, εἶναι τὸ παμμέγιστο δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Εἶναι τὸ γεγονός, ποὺ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο βεβαιώνεται στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὄχι μόνον στοὺς μαθητές του ἐπὶ σαράντα ἡμέρες, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ εἴκοσι αἰῶνες, ὕστερα ἀπὸ τὴν Ἀνάστασή του μέχρι σήμερα, «παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα... ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις» (Πράξ.1,3), παρουσίαζε ζωντανὸ τὸν ἐαυτό του μὲ πολλὰ σημεῖα καὶ ἀποδείξεις. Μὲ κανένα τρόπο δὲν ἐξηγοῦνται ὅσα ἔγιναν στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, σχετικὰ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ τὴν ταφή του, παρὰ μόνον μὲ τὸ κενὸ μνημεῖο καὶ τὴν Ἀνάστασή του.
 
Τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» ποὺ ψάλλει σήμερα ἡ Ἐκκλησία σὲ χίλιους τόνους, εἶναι ἡ νικηφόρα ἰαχὴ καὶ ὁ βροντερὸς ἀντίλαλος τοῦ κηρύγματος τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν εἶναι θεωρητικὴ διδασκαλία, δὲν εἶναι σύνθημα κάποιου φιλοσοφικοῦ ἢ κοινωνικοῦ καὶ πολιτικοῦ συστήματος. Εἶναι κήρυγμα τοῦ μεγάλου θαύματος καὶ ἱστορικοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, σάλπισμα καὶ διθύραμβος τῆς νίκης τῆς ζωῆς ἐναντίον τοῦ θανάτου. Ἀκούσθηκε τὸ βράδυ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς Ἀναστάσεως στὴν Ἱερουσαλήμ, «ὅπου ἦσαν συνηθροισμένοι οἱ ἕνδεκα καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς». «Ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως!» (Λκ. 24,33-34) ἐβε-βαίωσαν οἱ ἔμφοβοι ἀκόμη μαθητές. Διασαλπίσθηκε μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ σὲ ὅλο τὸν κόσμο, σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες, σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες. «Χριστὸς Ἀνέστη» ἀναβοᾷ ἡ Ἐκκλησία. «Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος» ἀκούεται ἡ ἐπιβεβαιωτικὴ ἀπόκριση ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ «ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πράξ. 1,8).
 
Ἡ πασχαλινὴ ἐμπειρία γιὰ ὅσους βιώνουν αὐτὸν τὸν θησαυρὸ τῆς Ἐκκλησίας μας, μπορεῖ νὰ κατευθύνῃ μέσα στὸν ὠκεανὸ τῆς ζωῆς τὸ πηδάλιο τῆς ὑπάρξεώς μας. Δυστυχεῖς θαλασσοπόροι χωρὶς τελικὸ λιμάνι προορισμοῦ, εἶναι ὅσοι ἐμμένουν στὴν ἀπιστία τους. Αὐτὴ τὴν ὥρα, ἀδελφοί μου, ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι χρειαζόμεθα τὰ πνευματικὰ ὅπλα τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδος, τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς γενναιότητος, γιὰ νὰ ξεπεράσωμε τὶς σκληρὲς δοκιμασίες, οἱ ὁποῖες πλήττουν σκληρὰ μεγάλα τμήματα τοῦ λαοῦ μας. Πηγὴ ἀνεφοδιασμοῦ, ἀληθινὸ κεφαλόβρυσο ἀναψύξεως ἡ πασχαλιάτικη Ἀνάσταση τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς πίστεώς μας Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος ἐκήρυξε πρῶτος στὸν κόσμο τὴν μεγάλη ἀρετὴ τῆς ἀγάπης, ἐκεῖνος εἶναι ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη του γιὰ τὸν καθένα μας, μέχρι τὴν θυσία ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, ὡλοκλήρωσε καὶ ἐδίδαξε τὴν ἀρετὴ ποὺ μπορεῖ νὰ λύσῃ τὰ προβλήματα τοῦ κόσμου. Διότι αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι ποὺ ἐδίδαξε καὶ τὴν ἀρετὴ τῆς δικαιοσύνης, τὴν βάση δηλαδὴ γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῆς ἑνότητος καὶ τῆς εἰρήνης σὲ κάθε ἀνθρώπινη κοινωνία.
 
Σὲ μᾶς μένει ἡ εὐθύνη νὰ καταστήσωμε τὴν ψυχή μας, ὁ καθένας, σκηνὴ μόνιμης διαμονῆς τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἀποτελέσωμε τὴν συνέχεια τῆς πορείας τῶν πρὶν ἀπὸ μᾶς λυτρωμένων ἀδελφῶν μας. Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν κηρύσσει ἐπανάσταση. Ἡ Ἐκκλησία διακηρύσσει τὴν Ἀνάσταση. Αὐτὴ ἐλευθερώνει ἀπὸ κάθε εἴδους δεσμά, αὐτὴ λυτρώνει ἀπὸ τὰ πάθη, αὐτὴ ἀπομακρύνει τοὺς φόβους, αὐτὴ ἐξουδετερώνει τὴν ἀπελπισία, αὐτὴ δίνει φτερὰ στὴ ζωή μας. Ὁ καρδιογνώστης ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων καρδιῶν καὶ ὁ παντογνώστης ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων προβλημάτων Κύριος Ἰησοῦς ἀπευθύνει πρὸς ὅλους τὰ μηνύματα τῆς χαρᾶς, τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἐλπίδος, ἐνῷ τὸ ἀνατεῖλαν ὑπέρλαμπρο φῶς ἀπὸ τὸν κενὸ Τάφο τοῦ Κυρίου φωτίζει τὸν δρόμο καὶ τὴν πορεία ὅλου τοῦ κόσμου πρὸς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ.
 
Ἐμπρός, λοιπόν, ἀδέλφια μου καὶ παιδιά μου ἐν Χριστῷ, φιλοπρόοδοι καὶ φιλόχριστοι Θεσσαλονικεῖς, μὲ πίστη καὶ ἐνθουσιασμό, μὲ ὑπο-μονὴ καὶ ἐλπίδα, γεμάτοι ἀπὸ τὴν πασχαλινὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀναστάσιμη εἰρήνη, νὰ συνεχίσωμε τὴν πορεία μας, προσευχόμενοι στὸ Χριστὸ γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας, γιὰ τὴν Μακεδονία μας καὶ τὴν ὅλη Πατρίδα μας, τὴν Ἑλλάδα, γιὰ τοὺς γείτονές μας λαοὺς καὶ τὴν εἰρήνη ὅλης τῆς Οἰκουμένης.
 
Χριστὸς Ἀνέστη ἀδελφοί,
Χαίρετε, ὑγιαίνετε καὶ ἐλπίζετε ἐπὶ τὸν Θεόν.
Εὐχέτης
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
 

 +Ο ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΘΙΜΟΣ

Ο Γολγοθάς και η Ανάσταση του Πέτρου


(μέσα από τρεις μετοχές)

 
                                                                                                                                 

ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ ΚΑΣΙΑΡΑ
    
         Η προσωπική πορεία του Αποστόλου Πέτρου από το Πάθος στην Ανάσταση θα μπορούσε να περιγραφεί μέσα από τρεις μετοχές – τόσο νοηματικά εύγλωττες, ψυχογραφικά δηλωτικές, θεολογικά ερμηνεύσιμες – αντλημένες από αγιογραφικά χωρία τριών διαφορετικών Ευαγγελιστών. Τρεις μετοχές που σηματοδοτούν τρεις στιγμές, τρεις στάσεις ή τρεις κινήσεις της ψυχής του παρορμητικού – θερμού πρωτοκορυφαίου Αποστόλου.

        

1.      «…ἦν δὲ Σίμων Πέτρος ἑστὼς καὶ θερμαινόμενος.» (Ιωάν. 18,25)

 

       Στην πρώτη (μετοχή) - «ἑστώς» - φαινομενικά απαθής, αποφεύγει την ανάμιξη στο Πάθος του Κυρίου του. Στην ουσία μέσα του παλεύει με τους λογισμούς, ανάμεσα στη θαρρετή του υπόσχεση, λίγες ώρες πριν («…εἰ πάντες σκανδαλισθήσονται ἐν σοί, ἐγὼ οὐδέποτε σκανδαλισθήσομαι.»)  και στο φόβο μιας εμπλοκής του καταδίκη του Ιησού, με απρόβλεπτη, ίσως και οδυνηρή συνέχεια… Τελικά φαίνεται να κερδίζει τη μάχη ο φόβος, που γίνεται σταδιακά δειλία, ενδοτισμός, αποποίηση ευθυνών, άρνηση! Και όλα αυτά στεγασμένα στη νοσηρή ανασφάλεια του ατομισμού. Προσπαθεί, «θερμαινόμενος» σωματικά, να νικήσει την εσωτερική παγωνιά και ερημία του. Δεν αντέχει την έκθεση του εαυτού του στο επιτιμητικό ύφος μιας «παιδίσκης», κατά βάθος όμως στην αναξιοπρέπεια της δικής του αδράνειας, αβουλίας.
 

 

2.      «…καὶ ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσεν πικρῶς.» ( Ματθ. 26,75)
 

 

     Στη δεύτερη (μετοχή) - «ἐξελθών» - εκφράζεται η οδυνηρή συνειδητοποίηση του λάθους του. Η ενοχή τον κατακλύζει, ο πόνος της άρνησης διατρυπά την καρδιά του και η αισχύνη απέναντι στον μελλοθάνατο Διδάσκαλό του τον ωθεί έξω από το Πραιτώριο. Εξέρχεται από τον τόπο της άρνησης για να θρηνήσει «μόνος μόνω Θεώ» το ατόπημά του. Ταυτόχρονα όμως εξέρχεται από τον παλαιό του εαυτό, από την άστατη ψυχή του και την εφάμαρτη ατολμία του. Και είναι αυτή μια «έξοδος» ανακαινωτική του νοός, ηρωική, νικητήρια. Δεν περιέχει καθόλου σπέρματα απαισιοδοξίας και αυτό-καταδίκης. Γι’ αυτό και δεν ακολουθεί τα βήματα της δαιμονικής απόγνωσης του απαγχονισθέντος, ετέρου μαθητού… Μόνο λύνεται σε λυτρωτικά δάκρυα, δάκρυα παρακλήσεως προς ευμένειαν του… αρνημένου Κυρίου.   
 

 

 
3.      «δὲ  Πέτρος ἀναστὰς  ἔδραμεν  ἐπὶ  τὸ  μνημεῖον…» (Λουκ. 24,12)

     
Στην τρίτη (μετοχή) - «ἀναστάς» - ο ένθερμος μαθητής, δε μένει ανενεργός, δεν συμβιβάζεται με την παραδοχή της αδυναμίας του, οχυρωμένος σε μια θρηνητική συνειδητοποίηση της ολιγόψυχης πτώσης του. Προχωρά ένα βήμα ακόμη: ανίσταται∙ δηλ. μέσα από το πικρό κλάμα της μετανοίας του βγαίνει πιο δυνατός,  έτοιμος να πιστέψει πλέον και με τα σαρκικά και με τα πνευματικά του μάτια στον Αναστημένο Χριστό. Είναι σίγουρος ότι το βλέμμα του Ιησού θα τον περιμένει με την ίδια στοργή, όπως παλιά, και πως το απέραντο έλεος Του Λυτρωτή θα σβήσει από τα κρίματά του τη στιγμή της άρνησης… Γι’ αυτό και ο Πέτρος επείγεται να Τον συναντήσει. Δεν αμφιβάλλει διόλου για την υπέρλογη  Ανάσταση Του! Μέσα από το γεγονός της προσωπικής του ανάνηψης αντανακλάται στην ψυχή του το Αναστάσιμο Φως. Πιστεύει στον Εγερθέντα, διότι με τη δική Του ισχύ κατέρρηξε τον εσώτερο γνόφο του. Ανηφορίζοντας το Γολγοθά της συντριβής του συναντά ακριβώς το «κενόν μνημεῖον», την πιο αδιάψευστη πιστοποίηση και επαγγελία της Αγάπης του Θεανθρώπου.

      

    Μια τέτοια εμπειρία Ανάστασης προσωπικής εύχομαι σε όλους μας! Για να γίνουμε μέτοχοι της Ανάστασης του Χριστού∙  «ἵνα θαλφθῶμεν» με το Φως της δόξης Του.
 
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!

 

 

Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

Η αγνεία της πόρνης κι η πορνεία των "αγνών"…



 
                                                                                                                                    παπα-Λίβυος
" πάντα στην καρδιά μιας πόρνης θα κρύβεται μια παρθένος αγνή 
και στην καρδιά ενός μαθητής ένας προδότης"



Έχουμε πει πολλές φορές ότι η εκκλησία είναι ενας παράδοξος χώρος, γιατι παράδοξη για την κοσμική λογική είναι η αγάπη του Θεού. Στην εκκλησιαστική εμπειρία δεν υπάρχει δικαιοσύνη όπως την γνωρίζουμε στον κόσμο, αλλά μια παραδοξότητα αγάπης, που ως λέει και Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, είναι αδικία κατά κόσμο. Διότι ο Θεός δεν έχει δικαιοσύνη αλλά έλεος. Βασίσου λέει στην αδικία του Θεού που είναι η αγάπη Του.
 
Έτσι αυτές τις μέρες, μέσα στο πνευματικό και κατανυκτικό  κλίμα της Μ. Εβδομάδος, θα ζήσουμε δύο αντιφατικά γεγονότα για την λογοκρατούμενη ηθική μας.
 
 
 
Θα αντικρίσουμε μια πόρνη να έρχεται σε ρήξη με το αμαρτωλό παρελθόν της, και ανατρέποντας κάθε έννοια ηθικής ευταξίας και νομικού φορμαλισμού, τύπου και κανόνων, να ελευθερώνεται μέσα στην αποδοχή και αγάπη του Θεού. Και από την άλλη έναν μαθητή, ένα ακόλουθο του Χριστού, να μετατρέπεται σε προδότη και ηθικό δήμιο του Κυρίου Του. Στους ναούς, θα ακούσουμε το τροπάριο της Κασσιανής, το οποίο αναφέρεται σε μια πόρνη γυναίκα που αγάπησε πολύ τον Χριστό μας, και μετανοεί για την ζωή που πήρε λάθος. Και συγρόνως με σπαρακτικό τρόπο θα απορρίσουμε γεμάτοι ερωτήματα στην καρδιά μας, για την προδοσία ενός κοντινού και οικείου μαθητού. Ετσι για να μην ξεχνάμε οτι το να ακολουθείς τυπικά κάποιον δεν σημαίνει οτι τον αγαπάς ουσιαστικά.
 
Γιατί άραγε όμως οι άνθρωποι έχουν αγαπήσει αυτόν τον ύμνο, αυτό το περιστατικό και προσέρχονται σήμερα περισσότεροι από τις προηγούμενες μέρες στους ναούς μόνο και μόνο για να ακούσουν και να αισθανθούν αυτόν το ύμνο; Να οφείλεται μονάχα στο ωραίο μουσικό μέλος; Όχι βέβαια. Οπότε;
 
Αισθάνομαι ότι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να συγκλονίζονται από το τροπάριο αυτό, είναι το περιγραφόμενο περιστατικό και το βαθύτερο νόημα που αυτό προσκομίζει στην ανθρώπινη ψυχή.
 
 Μια πόρνη, ένας βαθιά αμαρτωλός άνθρωπος, μια πόρνη γυναίκα, περιθωριοποιημένη, αποτυχημένη κοινωνικά, ψυχικά και πνευματικά, βρίσκει όχι μονάχα εκ νέου την χαμένη ταυτότητα της, αλλά το σημαντικότερο γνωρίζει την αγάπη του Θεού, ερχόμενη σε βαθιά συμφιλίωση με την ψυχή της.  
 
 
Οι άνθρωποι απόψε το βράδυ, θα ταυτιστούν μαζί της. Θα αισθανθούν την δική τους αποτυχία να υπάρξουν σε ακεραιότητα και πληρότητα ζωής. Μια ζωής που έκτισαν χωρίς την παρουσία του Χριστού. Νιώθουν τα λάθη τους, τις δικές τους ελλείψεις, μά πάνω από όλα μια ζωή που χάθηκε σε αλλότρια πράγματα ανίκανα να θρέψουν την πείνα και την δίψα της ύπαρξης τους. Θα αισθανθούν ότι μέσα στο χώρο της εκκλησίας, στο βλέμμα του Χριστού, υπάρχει χώρος και χρόνος μετανοίας. Αλλαγής, επίγνωσης, νέας ευκαιρίας να χτίσουν μια κατά Θεό ζωή. 
 
 Μόνο μια κατηγορία ανθρώπων δεν μπορεί να νιώσει την ταπείνωση και την μετάνοια της πόρνης γυναικός, μα και την μεγάλη άνευ προϋποθέσεων αγάπη του Θεού. Κι αυτοί δυστυχώς από την εποχή του Χριστού μέχρι και σήμερα είναι οι λεγόμενοι «θρησκευόμενοι». Ας μην ξεχνάμε ότι η πόρνη μετανοεί και ο μαθητής προδίδει.
 
Γιατί όμως διαχρονικά αυτοί οι άνθρωποι δυσκολεύονται στην μετάνοια;
 
Διότι πρώτον η ζωή που ζουν, όσο και αν φαινομενικά περιγράφεται ως χριστιανική στην πραγματικότητα έχει απόλυτα κοσμικά στοιχεία, εξουσίας, δύναμης, αυτοδικαίωσης, ιδιοτέλειας, προβολής και επιβολής κ.α. που απλά ενδύονται ως λέει ο μέγας Ιωάννης της Κλιμακος, θρησκευτικό μανδύα. Δεύτερον, γιατί στην εκκλησιαστική εμπειρία ο στόχος της πνευματικής ζωής  δεν είναι η νέκρωση και απώθηση των επιθυμιών ή παθών μας, αλλά η μεταμόρφωση τους. Οι «αμαρτωλοί», οι άνθρωποι της κοσμικής ζωής όπως αναφέρουμε νάρκισσα πολλές φορές, αγαπούν, ερωτεύονται, υποφέρουν, κάνουν λάθη και αστοχούν, αλλά ζει και πάλεται μέσα τους η ζωή, οι επιθυμίες. Απλά είναι σε λάθος κατεύθυνση, είναι διαστρεβλωμένα και στραμμένα σε λάθος στόχους και σκοπούς.
 
 
Όταν έρθει όμως η ώρα και βιώσουν το αδιέξοδο των επιλογών τους, τότε η μετάνοια τους, έχει δύναμη και ορμή. Η ίδια καρδιά που είχε την τόλμη και το θράσος της αμαρτίας ή ίδια έχει την ορμή και την δίψα της μετανοίας. Γιατί όταν ζεις μπορείς να πέσεις αλλά και να σηκωθείς, όταν όμως είσαι νεκρός η διαρκής πτώσης σου φαίνεται ύπνος και μακαριότητα. Τότε προσποιείσαι τις αρετές για να καλύψεις τον φόβο και την ενοχή σου μπροστά στην ζωή.  Τότε υποτάσσεσαι στο νόμο ώστε ποτέ να μην γευθείς την Χάρι που ζητά αλήθεια, ειλικρίνεια, πρόσωπο να συνδιαλέγει και καρδιά να αγαπηθεί.
 
Γι αυτό μην απορείτε όταν μεγάλοι αμαρτωλοί μεταμορφώνονται σε μεγάλους αγίους. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, ναι έκαναν λάθος χρήση της θελήσεως, της επιθυμίας και των παθών τους, αλλά δεν κρύφτηκαν από την ζωή, ούτε πίστεψαν στην τελειότητα τους, πολλώ δε μάλλον δε κατήργησαν την καρδιά που ο Θεός έθεσε στα στήθη της υπάρξεως τους, έτσι ώστε να εφαρμόζεται σε αυτούς, το «Ει έχεις καρδίαν δύνασαι σωθήναι ..»
 
Πηγή: http://plibyos.blogspot.gr/

Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Η θεραπεία από την αρρώστια του Φαρισαϊσμού

                                 
Η θεραπεία από την αρρώστια τού Φαρισαϊσμού
 
Μητροπολίτου Λεμεσού Αθανασίου
 
 
Η αγάπη δεν μπαίνει μέσα στα καλούπια της λογικής. Η αγάπη είναι πάνω από την λογική.
 
Έτσι είναι και η αγάπη του Θεού. Η αγάπη του Θεού υπερβαίνει την λογική των ανθρώπων. Για αυτό το λόγο δεν μπορούμε να κρίνουμε με λογικά κριτήρια τους ανθρώπους που αγαπούν τον Θεό.
 
 Για αυτό το λόγο οι άγιοι κινούνταν με μια δική τους λογική. Είχαν μιαν άλλη λογική όχι την λογική των ανθρώπων. Γιατί η λογική η δική τους ήταν η λογική της αγάπης. Και η εκκλησία δεν μας μαθαίνει να γίνουμε καλοί άνθρωποι, όχι, αυτό είναι φυσικό, πρέπει να γίνουμε, αν δεν γίνουμε καλοί άνθρωποι τι κάμαμε. Αυτά είναι του νηπιαγωγείου πράγματα. Η εκκλησία μας μαθαίνει να αγαπούμε τον Χριστόν, δηλαδή να αγαπούμε αυτό τον πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού.
 
Μέσα στην εκκλησία αναπτύσσεται μία σχέση. Προσωπική σχέση του ανθρώπου με τον Χριστόν, όχι με την διδασκαλία του Χριστού, έτσι, όχι με τον Ευαγγέλιο.Το Ευαγγέλιο είναι κάτι που μας βοηθά να φτάσουμε στην αγάπη του Χριστού. Όταν φτάσουμε στην αγάπη του Χριστού δεν χρειάζεται το Ευαγγέλιο. Δεν χρειάζονται, τίποτα δεν χρειάζονται. Αυτά σταματούν όλα. Μένει μόνο η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Αυτή είναι η διαφορά της εκκλησίας από την θρησκεία.
 
Η θρησκεία σε μαθαίνει να κάνεις τα καθήκοντα σου, έτσι, όπως ήταν οι ειδωλολάτρες. Eνα παράδειγμα: επήγαμε στα προσκυνήματα, επροσκυνήσαμε, εβάλαμε τα λεφτά μας στο κουτί, αφήσαμε τις λαμπάδες μας, τα λάδια μας, ξέρω ΄γω τις παρακλήσεις μας, τα ονόματά μας, τα πρόσφορά μας, τα πάντα. Αυτά είναι θρησκευτικά καθήκοντα. Αλλά η καρδιά μας δεν άλλαξε καθόλου. Τέλειωσε η ώρα του καθήκοντος είμαστε το ίδιο όπως προηγουμένως. Έτοιμοι να επιτεθούμε στον άλλο, έτοιμοι να διαμαρτυρηθούμε εναντίον του άλλου, έτοιμοι να ΄μαστε ξινισμένοι πάλι όπως προηγουμένως. Δεν αλλάζει η καρδιά μας. Δεν αποκτούμε την σχέση με τον Χριστό. Γιατί απλώς αρκούμαστε στα καθήκοντα, στα θρησκευτικά καθήκοντα.
 
Και αυτοί οι άνθρωποι να ξέρετε, αυτοί οι άνθρωποι, οι θρήσκοι άνθρωποι είναι το πιο επικίνδυνο είδος μέσα στην εκκλησία. Αυτοί οι θρήσκοι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι. Ο Θεός να μας φυλάει απ’αυτούς. Έλεγε ένας αγιορείτης όταν έκαμνα μια φορά λειτουργία και λέγαμε «Κύριε σώσον τους ευσεβείς» λέει αστειευόμενος «Κύριε σωσον ημάς από τους ευσεβείς» δηλαδή ο Θεός να σε φυλάει από τους θρήσκους ανθρώπους, διότι θρήσκος άνθρωπος σημαίνει μια προσωπικότης διεστραμμένη η οποία ουδέποτε είχε προσωπική σχέση με τον Θεό. Απλώς μόνον κάμνει τα καθήκοντα της απέναντί Του, αλλά καμιά σοβαρή σχέση δεν είχε για αυτό και ο Θεός δεν λέει αυτόν τον άνθρωπο τίποτε. Και σας ομολογώ και εγώ από την πείρα μου ότι δεν είδα χειρότερους εχθρούς της εκκλησίας από τους θρήσκους ανθρώπους.
 
Όταν παιδιά θρήσκων ανθρώπων που μεσ’ την εκκλησία ή και παπάδων ακόμα και θεολόγων και ανθρώπων που κάνουν τους θρήσκους και τους πολλούς εδοκίμασαν τα παιδιά τους να γίνουν μοναχοί ή ιερείς αυτοί οι άνθρωποι έγιναν χειρότεροι και από δαίμονες. Εξανέστησαν εναντίον των πάντων. Έγιναν οι χειρότεροι εχθροί των ανθρώπων.

Θυμάμαι γονείς που έφερναν τα παιδιά τους εις τις ομιλίες και όταν το παιδί τους κάποια στιγμή έκαμε ένα βήμα παραπάνω έγιναν οι χειρότεροι άνθρωποι που έλεγαν τα χειρότερα λόγια.
Και εγώ τους λέω: μα εσύ έφερες το παιδί σου στην ομιλία, δεν το έφερα εγώ.
 
Και μια φόρα είπα σε έναν πατέρα όταν έβλεπα ότι η κόρη του ,τέλος πάντων, είχε ζήλο στην εκκλησία του λέω:

-Κοίταξε μην την ξαναφέρεις στην ομιλία. Μην την ξαναφέρεις να της μιλήσω διότι η κόρη σου θα γίνει μοναχή και αύριο θα σου φταίω εγώ.

- Όχι πάτερ μου, αλίμονο, εμείς σε λατρεύουμε. Και έγινε η κόρη του μοναχή εφτά χρόνια και δεν μου μιλά ακόμα.

Άνθρωποι που δεν έχαναν ομιλία, έτσι, δεν έχαναν ομιλία. Ήταν πάντοτε οι πρώτοι. Ομιλίες, αγρυπνίες, βιβλία, ξέρω ‘γω τα πάντα. Και έφερναν και τα παιδιά τους και όταν ήρθεν η ώρα που το παιδί τους μέσα στην ελευθερία του, τέλος πάντων, αποφάσισε έναν δικό του δρόμο τότε οι άνθρωποι αυτοί έγιναν τελείως στο αντίθετο στρατόπεδο και απέδειξαν ότι για αυτούς ο Χριστός δεν είχε μιλήσει ποτέ μες την δική τους την καρδιά. Απλώς ήταν θρήσκοι άνθρωποι. Για αυτό οι θρήσκοι άνθρωποι είναι το πιο δύσκολο είδος μεσ’ την εκκλησία. Γιατί ξέρετε κάτι .Αυτοί οι άνθρωποι καμιά φορά δεν θα θεραπευθούν.
 
Γιατί νομίζουν ότι είναι κοντά στον Θεό. Ενώ οι αμαρτωλοί, ξέρω ΄γω, οι χαμένοι ας πούμε, έτσι, αυτοί ξέρουν ότι είναι αμαρτωλοί. Για αυτό ο Χριστός είπε ότι οι τελώνες και οι πόρνες θα παν στην Βασιλεία του Θεού, ενώ είπε στους Φαρισαίους: Εσείς, εσείς που είσαστε θρήσκοι δεν θα πάτε ποτέ στην Βασιλεία του Θεού. Γιατί ουδέποτε ο λόγος του Θεού άλλαξε την καρδιά τους. Απλώς αρκούνταν στην τήρηση των θρησκευτικών τύπων.
 
Έτσι λοιπόν εμείς ας προσέξουμε τον εαυτόν μας να καταλάβομε ότι η εκκλησία είναι ένα νοσοκομείο που μας θεραπεύει μας κάνει να αγαπούμε τον Χριστόν και η αγάπη του Χριστού είναι μια φλόγα που ανάβει μεσ’ την καρδιά μας και να εξετάζομε τον εαυτό μας εάν βρισκόμαστε στην αγάπη του Θεού. Εάν βλέπομε μέσα μας όλες αυτές τις κακίες και τις ανιδιοτέλειες και τις πονηρίες τότε πρέπει να ανησυχούμε. Γιατί δεν είναι δυνατό ο Χριστός να είναι μέσα στην καρδιά μας και να ‘μαστε γεμάτοι ξύδι.
 
Πως είναι δυνατό να προσεύχεσαι και να είσαι γεμάτος χολή εναντίον του άλλου ανθρώπου. Πως είναι δυνατό να διαβάζεις το ευαγγέλιο και να μην δέχεσαι τον αδερφό σου. Πως είναι δυνατό να λες έχω τόσα χρόνια στην εκκλησία, έχω τόσα χρόνια που ‘μαι μοναχός κληρικός η οτιδήποτε και όμως το άλφα της πνευματικής ζωής που ‘ναι η αγάπη. Που ‘ναι το να υπομένεις τον αδερφό σου, να κάνεις λίγο υπομονή με το να μην το δέχεσαι σημαίνει τίποτα δεν έκαμες. Τίποτα απολύτως τίποτα. Τίποτα απολύτως.
 
Εδώ ο Χριστός έφτασε στο σημείο να πει για τις παρθένες εκείνες ότι δεν είχε καμιά σχέση μαζί τους. Τους πέταξε έξω από τον νυμφώνα παρ’ όλα που ‘χαν όλες τις αρετές γιατί δεν είχαν την αγάπη. Διότι ήθελε να τους πει ότι μπορεί να έχετε αρετές εξωτερικές , μπορεί να μείνατε παρθένες, μπορεί να κάματε χίλια πράματα αλλά δεν κατορθώσατε την ουσία αυτού που είχε σημασία απ’ όλα. Εάν αυτό δεν το καταφέρεις τι τα θέλεις τα άλλα όλα; Τι τα θέλω εγώ τώρα αν τρώω λάδι σήμερα και δεν τρώω λάδι. Μπορεί να μην τρώω λάδι ,ας πούμε και να τρώω τον αδερφό μου από το πρωί ως τη νύχτα.
 
Έλεγαν εις το Άγιο Όρος λέει μην ρωτάς αν τρώω ψάρι. Τον ψαρά να μην φαείς και ψάρι φάε.Ή τον λαδά να μην φαείς και φάε μια σταξιά λάδι. Το να φάεις τον άλλον από την γλώσσα είναι πολύ χειρότερο από το να φας μια κουταλιά λάδι.Και όμως στέκομεν εκεί . Τρώμε λάδι, δεν τρώμε λάδι, τρώμε ψάρι, δεν τρώμε ψάρι. Ξέρω ‘γω βούτηξε το κουτάλι στο άλλο φαγί και μπορεί να τσακωθούμε εκεί, να σκοτωθούμε με τον άλλον άνθρωπο γιατί εβούτηξε το κουτάλι προηγουμένως σε έναν άλλο φαΐ. Καταλαβαίνετε πόσο γελοία είναι ετούτα τα πράγματα και μας κοροϊδεύουν και οι δαίμονες αλλά και οι άνθρωποι που είναι εκτός εκκλησίας. Και όταν μπαίνουν κοντά μας αντί να βλέπουν τους ανθρώπους της εκκλησίας μεταμορφωμένους σε Χριστό Ιησού, να ‘ναι γλυκύς άνθρωποι και να’ναι ώριμοι άνθρωποι, ισορροπημένοι, ολοκληρωμένοι άνθρωποι, άνθρωποι γεμάτοι αρμονίας ας πούμε μέσα τους μας βλέπουν δυστυχώς με όλα αυτά τα πάθη μας και όλες εκείνες τις ξινίλες μας και λένε: E, να γίνω έτσι; Καλύτερα να μου λείπει.

Εσύ που πας στην εκκλησία τι σε ωφέλησε η εκκλησία; Όπως λέγαμε χτες πήγες στα προσκυνήματα, είδες τους πατέρες, είδες τα άγια λείψανα, είδες το Άγιον Όρος, την Παναγία της Τήνου όλα αυτά πήγαμε, ήρθαμε. Ποιο το όφελος τελικά από όλα αυτά τα πράγματα; Μεταμορφώθηκε η καρδιά μας; Γίναμε πιο ταπεινοί άνθρωποι; Γίναμε πιο γλυκύς άνθρωποι; Γίναμε πιο πραείς άνθρωποι εις το σπίτι μας εις την οικογένειά μας στο μοναστήρι μας; Ξέρω ‘γω εκεί που εργαζόμαστε. Αυτό έχει σημασία. Εάν δεν τα καταφέραμε αυτά τα πράγματα τουλάχιστον ας γίνομεν ταπεινοί. Μέσα από την μετάνοια. Ας γίνομαι ταπεινοί. Εάν ούτε και αυτό το καταφέραμε τότε είμαστε άξιοι πολλών δακρύων, έτσι. Είμαστε για κλάματα. Διότι δυστυχώς ο χρόνος περνά και χάνεται και εμείς μετρούμε χρόνια.

Έλεγε ο γέρων Παίσιος όταν τον ρωτούσαν: Γέροντα πόσα χρόνια έχεις εσύ στο Άγιο Όρος; Λέει: Εγώ ήρθα την ίδια χρονιά που ήρθε το μουλάρι του γείτονα.
Ο γείτονας του ο γερο-Ζήτος είχε ένα μουλάρι και ξέρετε στο Άγιο Όρος κάθε κελί έχει και ένα ζώο, ένα μουλάρι που κουβαλούν τα πράγματα τους. Ε, το ζώο αυτό ζει πολλά χρόνια δεν αγοράζεις κάθε μέρα μουλάρια, είναι ακριβά. Λοιπόν, την χρονιά που ήρθα εγώ λέει στο Άγιο Όρος αγόρασε και ο γείτονας το μουλάρι του.Έχομε τα ίδια χρόνια στο Άγιο Όρος, αλλά το καημένο εκείνο έμεινε μουλάρι και εγώ το ίδιο έμεινα. Δεν άλλαξα.
 
Λοιπόν λέμε πολλές φορές εγώ έχω σαράντα χρόνια και το λέμε εμείς οι παπάδες και οι καλόγεροι αυτά τα πράγματα. Έχω σαράντα χρόνια στο μοναστήρι. Μα τα χρόνια είναι εις βάρος σου. Ο Θεός θα σου πει: Σαράντα χρόνια και ακόμα δεν κατάφερες να γίνεις τίποτα; Έχεις σαράντα χρόνια ακόμα θυμώνεις, ακόμα κατακρίνεις, ακόμα αντιλογείς, ακόμα αντίστασαι, ακόμα δεν υποτάσσεσαι; Έχεις σαράντα χρόνια και δεν έμαθες το άλφα, το πρώτο πράγματα της μοναχικής ζωής της χριστιανικής ζωής; Τι να κάμω τα χρόνια σου; Τι να σε κάμω αν έχεις πενήντα χρόνια με ψωμολογήσε και δεν μπορείς να απαντήσεις στον άλλον με έναν καλό του λόγο. Τι να κάμω όλα αυτά τα πράγματα.
 
Όλα αυτά είναι εις βάρος μας. Όλα αυτά τα λέω πρώτα από όλα για τον εαυτό μου. Γιατί ισχύουν για τον εαυτό μου πρώτα και επειδή τα ξέρω από τον εαυτό μου για αυτό σας τα λέω. Και νομίζετε ότι τα λέω για τον καθένα από εσάς. Λένε για μένα τα είπες. Δεν είναι για σένα που τα είπα. Για μένα που τα είπα. Για μένα πρώτα.
 
Όλα αυτά λοιπόν τα λέμε τουλάχιστον να ταπεινωνόμαστε. Για να κλείνουμε το στόμα μας . Όταν κινούνται μέσα μας όλοι εκείνοι οι εγωισμοί και όλα εκείνα τα πράγματα, τα οποία δυστυχώς μας γελοιοποιούν και μας κάνουν να φαινόμαστε ανόητοι ενώπιον του Θεού. Και εάν ταπεινωθούμε και πάψουμε να έχουμε ιδέα περί του εαυτού μας τότε πράγματι μπορεί σιγά σιγά ο άνθρωπος να αρχίσει να διορθώνει τον εαυτό του μέσα από την μετάνοια, η οποία γεννάται ως καρπός της ταπεινώσεως. Αυτός που δεν δικαιολογείται μετανοεί. Αυτός που δικαιολογείται ουδέποτε μετανοεί, ουδέποτε δεν θα μάθει τι σημαίνει μετάνοια αυτός ο άνθρωπος που πάντοτε είτε εξωτερικά, είτε εσωτερικά δικαιολογεί τον εαυτόν του. Για αυτό λοιπόν να εξετάζουμε τους εαυτούς μας. Δοκιμάζετε εαυτούς αδελφοί, λέει ο Απόστολος. Να εξετάζεις τον εαυτό σου εάν η αγάπη του Θεού είναι μέσα σου. Και όχι τόσο ακόμα εάν αυτό, αλλά τουλάχιστον εάν ζούμε μέσα στο χώρο της μετανοίας, ώστε να θεραπεύσει ο Θεός την ύπαρξη μας. Αυτή η σχέση μας με την εκκλησία να μας θεραπεύσει. Να γίνουμε άνθρωποι θεραπευμένοι από τα πάθη και την αμαρτία.