Ένας ιστοχώρος Ορθόδοξου Χριστιανικού προσανατολισμού και προβληματισμού.



Μια προσπάθεια για μέθεξη στην πνευματικότητα, στα ιερουργούμενα της Ορθόδοξης Λατρείας και στην Εκκλησιαστική Ζωή.















ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ
Υπέρθυρο της εισόδου του Ναού

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

Η Αγία Θεοδώρα η Αυγούστα και το άφθαρτο λείψανό της στην Κέρκυρα

Σήμερα η Κέρκυρα τιμά την συμπολιούχο του νησιού Αγία Θεοδώρα την Αυγούστα, το ιερό σκήνωμα της οποίας βρίσκεται τεθησαυρισμένο στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Κερκύρας Υπεραγίας Θεοτόκου Σπηλαιωτίσσης, Αγίου Βλασίου επισκόπου Σεβαστίας και Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστης.


Η Αγία Θεοδώρα γεννήθηκε το 815 μ.Χ., στην Παφλαγονία της Μικράς Ασιάς. Απέκτησε με τον εικονομάχο αυτοκρατορα Θεόφιλο έναν υιό το Μιχαήλ και πέντε θυγατέρες τη Θέκλα, την Άννα, την Αναστασία, την Πουλχερία και τη Μαρία.

Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πολιτική και θρησκευτική πάλη γύρω από το ζήτημα της λατρείας ή όχι των εικόνων, που είχε ξεκινήσει ήδη από το 730 μ.Χ., από τον ιδρυτή της δυναστείας των Ισαύρων Λέοντα τον Γ. Η διαμάχη αυτή χώρισε το Βυζάντιό σε δύο μέρη στους εικονολάτρες και στους εικονομάχους. Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος ακολούθησε εικονομαχική πολιτική. Με βασανιστήρια, διώξεις και καταστροφή ιερών κειμηλίων και εικόνων (π.χ. ασβέστωναν τις ιερές Εικόνες).

Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα έμεινε πιστή στις θρησκευτικές αρχές που είχε διδαχθεί από τους γονείς της και μαζί με τα παιδία της κρυφά στα διαμερίσματα της αλλά και σ'; επισκέψεις στην μητέρα της, απέδιδαν τις πρέπουσες τιμές στους Αγίους. Αποκαλούσαν μητέρα και παιδία τις ιερές Εικόνες ''καλά νινιά'' για να μην καταλάβει κάτι ο αυτοκράτορας.

Το 842 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Θεόφιλος αρρώστησε βαριά από δυσεντερία τόσο που παραμορφώθηκε το στόμα του και ο λάρυγγάς του είχε βγει έξω. Σε όραμά της η αυτοκράτειρα Θεοδώρα είδε, την άχραντο Θεοτόκο με το θείο βρέφος αγκαλιά, περιστοιχισμένη με λαμπροφορεμένους αγγέλους, οι οποίοι έδερναν το Θεόφιλο ανελέητα. Καθώς ξύπνησε άκουσε το σύζυγο της να λέει αναστενάζοντας,’’Αλίμονό σε μένα τον άθλιο και δυστυχή. Για τις αγίες Εικόνες με κτυπάνε.’’; η Θεοδώρα παρακαλούσε θερμά την εικόνα του Χριστού που είχε βγάλει από τα σεντούκια, να τον λυπηθεί.

Ξαφνικά ο Θεόφιλος άρπαξε και καταφιλούσε μια εικόνα, που σαν εγκόλπιο είχε κρεμασμένη ένας από τους παρευρισκομένους. Το θαύμα έγινε και το στόμα και ο λάρυγγάς του επανήλθαν στη φυσιολογική τους κατάσταση.



Με το θάνατο του συζύγου της το 842 ανέβηκε στο θρόνο ο ανήλικος υιός της Μιχαήλ σε ηλικία τριών ετών. Η Αυγούστα, ως επίτροπος του υιού της συγκρότησε και επικύρωσε τα πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας (787), κατέβασε από τον πατριαρχικό θρόνο τον εικονομάχο Ιωάννη, τον έβδομο και ανέβασε το Μεθόδιο. Επίσης αποφασίστηκε η οριστική αναστήλωση των ιερών Εικόνων.

Έδωσε εντολή ν' αφεθούν ελεύθεροι από τις φύλακες και να επιστρέψουν από τις εξορίες όσοι εξαιτίας των εικόνων είχαν βασανισθεί και διωχθεί. Με απόφαση Συνόδου το 842, συγκεντρώθηκαν στην Αγία Σοφία όσοι Πατέρες , μοναχοί , κληρικοί είχαν διασωθεί από την αυτοκρατορική οργή και μ'επικεφαλής την Αυτοκράτειρα Θεοδώρα και τον υιό της Μιχαήλ, τέλεσαν λιτανεία των Ιερών Εικόνων με θυμιατά, λαμπάδες και επανέφεραν στους ναούς τις ιερές Εικόνες. Η εκκλησία μας τιμά και εορτάζει αυτό το γεγονός κάθε χρόνο την πρώτη Κυριακή των Νηστειών, η οποία ονομάσθηκε Κυριακή της Ορθοδοξίας.

 Όμως κηδεμόνας του Μιχαήλ ήταν ο αδερφός της Βάρδας, άνθρωπος ποταπός και ασεβής, που παρέσυρε σε ανόσιες πράξεις τον ανιψιό του. Αφού συκοφάντησε για κατάχρηση του αυτοκρατορικού ταμείου τη Θεοδώρα και πως επιβουλευόταν τον υιό της, κατάφερε να ξεσηκώσει το Μιχαήλ εναντίον της και την έκλεισε στο μοναστήρι των Γαστρίων μαζί με τις κόρες της.

Εκεί εξανάγκασε τον Πάτρωνα, αδερφό της Θεοδώρας να τις κάρει μοναχές, χωρίς τη θελήσή του, ενάντια στην ελευθερία του ατόμου και στους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας. Έζησε έως την κοίμηση της εκεί, διαπρέποντας στο μοναχικό βίο όπως και στον αυτοκρατορικό με τις αρετές και την πιστή της, στηρίζοντας τις κόρες τις. H αληθινή της ευσέβεια και η ορθόδοξη πίστη της, δεν άφησαν τη Θεοδώρα να παρασυρθεί από αλαζονεία, ματαιοδοξία για την βασιλική δόξα που είχε ζήσει, αλλά με πραγματική ταπείνωση έζησε εν Χριστώ.



Κοιμήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου του 867, μετά την ανακομιδή το ιερό λείψανό της βρέθηκε άθικτο, ευωδίαζε μύρο και επιτελούσε πολλά θαύματα, η εκκλησία μας την ανακήρυξε Αγία. Το σεπτό σκήνωμα, φυλασσόταν έως το 1456 στην Κωνσταντινούπολη, μετά την πτώση της μεταφέρθηκε στον Μητροπολιτικό Ναό της Κέρκυρας.

Η Αγία Θεοδώρα παρά το γεγονός ότι ήταν Αυτοκράτειρα, πέθανε ως μοναχή και έπρεπε να έχει καλυμμένη την κεφαλή, όπως εξάλλου μέχρι σήμερα.

Η μνήμη της τιμάται στις 11 Φεβρουαρίου


Κάθε χρόνο, την Κυριακή της Ορθοδοξίας τελείται ιερά λιτάνευση του σεπτού σκηνώματος της Αγίας Θεοδώρας στην πόλη της Κέρκυρας.

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

Τι είναι το Τριώδιο

Είναι μια εκκλησιαστική περίοδος δέκα εβδομάδων, που ξεκινά από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου και φτάνει μέχρι και το Μέγα Σάββατο. Μέσα στην περίοδο αυτή περιλαμβάνεται και η Μεγάλη Τεσσαρακοστή καθώς και η αγία και Μεγάλη Εβδομάδα. Η ονομασία Τριώδιο οφείλεται στο ότι στις ιερές Ακολουθίες που τελούνται κάθε μέρα το πρωί στους ιερούς Ναούς μας κατά το διάστημα αυτό, τα τροπάρια του Κανόνος τις περισσότερες φορές είναι σε τρεις ομάδες, τρεις ωδές, ενώ τον άλλο καιρό είναι σε οκτώ ομάδες, οκτώ ωδές।Το βιβλίο που περιέχει όλες τις ιερές Ακολουθίες των ημερών αυτών ονομάζεται “Τριώδιον” και από αυτό πήρε την ονομασία της και όλη η περίοδος. Το Τριώδιο είναι η πλέον κατανυκτική περίοδος της λειτουργικής μας ζωής. Τελούνται κατ’ αυτό ακολουθίες που βοηθούν την ψυχή μας να συναισθανθεί την κατάστασή της, να πονέσει για την αμαρτωλότητά της και να καταφύγει μετανοημένη και ταπεινή στο πέλαγος του ελέους του Θεού.Μεγάλο Απόδειπνο, «Χαιρετισμοί» της Υπεραγίας Θεοτόκου, Κατανυκτικοί Εσπερινοί, Προηγιασμένες Θείες Λειτουργίες, Λειτουργίες του Μεγάλου Βασιλείου τις πέντε εν συνεχεία Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και προπάντων οι Ακολουθίες του Νυμφίου και των σεπτών παθών του Κυρίου.Όλα συγκινητικά, όλα βοηθητικά για τη μετάνοιά μας και για την ανύψωση της ψυχής μας από τα χαμηλά, τα κοσμικά και αμαρτωλά.Οι θαυμάσιοι ιεροί ύμνοι της περιόδου αυτής, έργα αγίων υμνογράφων, και τα επιλεγμένα Αναγνώσματα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη δημιουργούν στους Ναούς μας και στην καρδιά μας αγία και ιερή ατμόσφαιρα.Αν θέλαμε με λίγες λέξεις να χαρακτηρίσουμε το πνεύμα του Τριωδίου, δε θα βρίσκαμε καλύτερες από αυτές με τις οποίες αρχίζει ένας ύμνος αυτών των ημερών: «Μετανοίας ο καιρός και δεήσεως ώρα», γράφει ο εμπνευσμένος ιερός υμνωδός. Αυτός δηλαδή ο καιρός, αυτή η περίοδος, είναι καιρός μετανοίας και προσευχής.Μετάνοια πρώτα.Θα μας το θυμίσουν συγκλονιστικά η παραβολή του Ασώτου και το παράδειγμα της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Μετάνοια. Αλλαγή δηλαδή νου, νοοτροπίας, σκέψεων, επιθυμιών και λόγων. Να μη στριφογυρίζουν μέσα μας λογισμοί και πόθοι ακάθαρτοι και αμαρτωλοί. Να μην κυριεύουν το νου μας εγωιστικές και αλαζονικές σκέψεις σαν εκείνες του Φαρισαίου της Παραβολής. Να μη βρίσκει τόπο μέσα μας ο δαίμονας της κατάκρισης, της φλυαρίας και αργολογίας, της αρχομανίας και περιεργείας, όπως μας θυμίζει η κατανυκτική ευχή του οσίου Εφραίμ, που ακούγεται τις μέρες αυτές. Να μην έχει θέση στη ζωή μας η αμαρτία με κάθε της μορφή.Αντιθέτως, να γεμίζει ο νους μας με αγίες και καθαρές σκέψεις, με αγαπητική διάθεση προς το Θεό και τους συνανθρώπους μας. Να παύσουν τα μάτια μας να στρέφονται προς την αμαρτία, προς τη ματαιότητα. Να παρακαλούμε το Θεό, όπως ο ιερός Ψαλμωδός, λέγοντας «απόστρεψον τους οφθαλμούς μου του μη ιδείν ματαιότητα» (Ψαλμ. 118, 37). Να μας βοηθά για να μη μας ελκύουν οι θεωρούμενες χαρές του κόσμου, που ζει χωρίς φόβο Θεού, ούτε να κολλά η καρδιά μας σε πράγματα πρόσκαιρα.Αλλά να στρέφεται καθένας μας προς τα ουράνια, προς τα ανέκφραστα κάλλη του Παραδείσου και να αγωνιζόμαστε να στολίσουμε την ψυχή μας με τα άφθαρτα και αμάραντα και εύοσμα άνθη των αρετών. Με την αγάπη, με την ταπείνωση, με την καθαρότητα, με την πραότητα και την υπομονή. Με όλες τις αρετές που έδειξε με το παντέλειο παράδειγμά του ο Ιησούς Χριστός.Αυτό σημαίνει μετάνοια. Αποστροφή προς την αμαρτία και πόθος και αγάπη για την αρετή. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, που τον προβάλλει προς μίμηση τις ημέρες αυτές η αγία Εκκλησία μας, έλεγε ότι μετάνοια είναι «το μισήσαι την αμαρτίαν και αγαπήσαι την αρετήν και εκκλίναι (να απομακρυνθείς) από του κακού και ποιήσαι το αγαθόν» (ΕΠΕ 11, 492).Και μαζί με τη μετάνοια, είπαμε, και προσευχή. Περισσότερη και θερμότερη τώρα προσευχή. Γι’ αυτό συχνότερα μας καλεί αυτές τις μέρες η Εκκλησία μας στις ακολουθίες της για κοινή προσευχή, προσευχή με τα άλλα μέλη της Εκκλησίας μας. Και μαζί με την κοινή, και προσευχή ατομική στο σπίτι μας ή όπου αλλού μπορούμε. Προσευχή με τα λόγια των αγίων Πατέρων μας, που έχουν αποτυπωθεί στα βιβλία της Εκκλησίας μας. Αλλά και προσευχή αυτοσχέδια, με λόγια δικά μας, βγαλμένα από την καρδιά μας για την ψυχική μας κατάσταση, για κάθε τι που μας απασχολεί.Προσευχή όμως σαν εκείνη του Τελώνη. Με συναίσθηση της αμαρτωλότητας και αναξιότητάς μας. Με ταπείνωση και συντριβή. Με εκζήτηση του ελέους και της ευσπλαχνίας του Θεού. Προσευχή που θα βοηθά στην ολοκλήρωση της μετάνοιας μας· που θα πηγάζει από τα δάκρυα της καρδιάς μας και θα την πλημμυρίζει και πάλι με γλυκερά δάκρυα. Η αληθινή προσευχή, έλεγε ο άγιος Ιωάννης της «Κλίμακος», που θα τον θυμηθούμε τις μέρες αυτές, είναι «δακρύων μήτηρ, αι πάλιν θυγάτηρ» (Λογ. 28, 1).Όταν ζούμε έτσι την προσευχή και τη μετάνοια, θα ωφεληθούμε ουσιαστικά από το Τριώδιο. Και θα νιώσουμε πραγματικά τότε αναστημένοι ψυχικά, καθώς θα πανηγυρίζουμε τη λαμπροφόρο Ανάσταση του Κυρίου, στην οποία μάς οδηγεί το Τριώδιο.


Αναδημοσίευση από την "Χριστιανική Φοιτητική Δράση".

ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ
(π। Γεωργίου Δορμπαράκη)
«Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις τον ιερόν προσεύξασθαι, ο εις Φαρισαίος και ο έτερος τελώνης»

α. Ένας θεωρούμενος άγιος και ένας θεωρούμενος αμαρτωλός βρίσκονται στον ίδιο χώρο του ναού, για να προσευχηθούν. Ο ένας, ο Φαρισαίος, γεμάτος αρετές που επιβεβαιώνονταν στην πράξη, καταδικάζεται: η προσευχή του απορρίπτεται. Ο άλλος, ο Τελώνης, γεμάτος από αμαρτίες και αδικίες, δικαιώνεται: η προσευχή του γίνεται αποδεκτή από τον Θεό. Στην αρχή του Τριωδίου, της ευλογημένης περιόδου που εκβάλλει στον Σταυρό και την Ανάσταση του Κυρίου, η Εκκλησία μας προβάλλει το ανατρεπτικό αυτό σκηνικό. Για να μας θυμίσει ότι ένας είναι ο δρόμος της περπατησιάς μας σ’ αυτόν τον κόσμο: ο δρόμος της τελωνικής κραυγής: «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Τι τελικά συμβαίνει;
β. 1. Και οι δύο, και ο Φαρισαίος και ο τελώνης, επιτελούν κάτι που εκ πρώτης όψεως φαίνεται καλό: προσεύχονται. Παγκοσμίως και πανθρησκειακώς, η προσευχή θεωρείται ότι είναι μία από τις ανώτερες ενέργειες της ψυχής του ανθρώπου, αν όχι η ανώτερη, κατεξοχήν δε στον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό. Ο ιουδαιοχριστιανισμός κατανοεί την προσευχή ως καρπό της πρώτης και μεγάλης εντολής του Θεού, της αγάπης προς Εκείνον. «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης της διανοίας σου, εξ όλης της ισχύος σου». Αναφέρεσαι στον Θεό και διαλέγεσαι με Εκείνον, τον Οποίον καλείσαι να αγαπάς καθ’ ολοκληρίαν, γιατί σε δημιούργησε, σε φροντίζει, σε διακυβερνά, είναι ο τελικός κριτής σου. Με το δεδομένο μάλιστα της «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού» δημιουργίας σου. Κι ακόμη περισσότερο, εκεί που η προσευχή θεωρείται ό,τι πιο φυσικό και αναγκαίο μπορεί να υπάρξει στον άνθρωπο, κατά κυριολεξίαν θέμα ζωής και θανάτου, είναι στη χριστιανική πίστη. Διότι ο Χριστός ερχόμενος στον κόσμο προσέλαβε τον άνθρωπο, τον ένωσε με τον Εαυτό Του, τον έκανε μέλος δικό Του, κάτι που ενεργοποιείται στην Εκκλησία με το μυστήριο του βαπτίσματος, του χρίσματος, της εν μετανοία μετοχής στη Θεία Ευχαριστία. Δεν είναι τυχαίο που ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει ότι η προσευχή είναι πιο αναγκαία και από την ίδια την αναπνοή, είναι η ίδια η ζωή του ανθρώπου. «Μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον», σημειώνει συγκεκριμένα, δηλαδή: πρέπει να μνημονεύουμε τον Θεό περισσότερο από το να αναπνέουμε. Ούτε είναι επίσης τυχαίο που ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ορίζει την προσευχή ως «συνουσία του ανθρώπου με τον Θεό».
2. Κι όμως! Αυτό που θεωρείται ανάγκη και ζωή, μπορεί να γίνει οσμή θανάτου, καταστροφικό και όνειδος για τον άνθρωπο. Που σημαίνει: μπορεί να προσεύχεσαι και η προσευχή σου να είναι αναποτελεσματική, να γίνεται απορριπτέα, να αποστρέφει ο Θεός το πρόσωπό Του από αυτήν. Κι αυτό γιατί; Διότι όχι η προσευχή καθ’ εαυτήν, αλλά ο τρόπος που την πραγματοποιεί κανείς είναι το ζητούμενο. Συμβαίνει κάτι παρόμοιο με οτιδήποτε θεωρείται καλό και ενάρετο: όχι το φαίνεσθαι, αλλ’ η ουσία, η «καρδιά» είναι εκείνο που δίνει τον θετικό χρωματισμό. Η ελεημοσύνη για παράδειγμα. Δεν αρκεί να δίνεις στους άλλους. Σημασία έχει με τι καρδιά το δίνεις, γιατί αυτό μετράει και βλέπει ο Θεός. «Άνθρωπος εις πρόσωπον, Θεός εις καρδίαν βλέπει». Ο Κύριος το δίλεπτο της πτωχής χήρας μακάρισε και όχι τα πολλά που έβαζαν στο γαζοφυλάκιο οι πλούσιοι Φαρισαίοι. Διότι η χήρα έδωσε από το υστέρημά της, όλο το βιος της, ενώ οι άλλοι από το περίσσευμά τους. Η νηστεία, το ίδιο. Και πάλι ο Κύριος κατέκρινε την υποκριτική νηστεία των Φαρισαίων, γιατί την έκαναν «προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις».
3. Γιατί λοιπόν δεν δικαιώθηκε η προσευχή του Φαρισαίου; Πώς αυτό που φαινόταν θεάρεστο κατακρίθηκε;
(1) Διότι ο Φαρισαίος δεν στάθηκε ενώπιον του Θεού, αλλά ενώπιον του εαυτού του. «Σταθείς προς εαυτόν» λέει, και όχι «προς τον Θεόν». Η προσευχή του δηλαδή ήταν μία δοξολογική αναφορά στο είδωλο που είχε κατασκευάσει για τον εαυτό του. Τον εαυτό του «λιβάνιζε» με τα λόγια της προσευχής του, έχοντας ως θυμίαμα τις υποτιθέμενες αρετές του. Οι αρετές του Φαρισαίου δεν ήταν ο καρπός της παρουσίας του Θεού στη ζωή του – ό,τι τονίζει ο λόγος του Θεού – αλλά το αποτέλεσμα, καθώς νόμιζε, της δικής του αυτόνομης προσπάθειας: «νηστεύω δις του Σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι». Η καύχησή του λοιπόν ήταν μονόδρομος. Το εγώ του ήταν και ο Θεός του. Ποιος μπορούσε να παραβληθεί μαζί του; Κι ο Θεός ο Ίδιος ήταν υποχρεωμένος να υποκλιθεί στο «μεγαλείο» του. Η Βασιλεία του Θεού ήταν δεδομένη γι’ αυτόν κατάσταση.
Η περιγραφή της «προσευχής» του Φαρισαίου παραπέμπει ασφαλώς στη στάση του Εωσφόρου, του πρώτου αγγέλου που ξέπεσε, όπως καταγράφεται ήδη στην Παλαιά Διαθήκη. Ο Εωσφόρος παρουσιάζεται «μεθυσμένος» από το φως του – φως του Θεού στην πραγματικότητα που δεν το κατανοεί – και τις αρετές του. «Δεν μπορεί παρά να είμαι Θεός» είναι προφανώς η σκέψη του. «Θα στήσω τον θρόνο μου απέναντι στον Ύψιστο». Και το αποτέλεσμα είναι παραπάνω από τραγικό: «εθεώρουν τον σατανάν – λέγει ο ίδιος ο Κύριος – ως αστραπήν εκ του ουρανού πεσόντα». Η πτώση δηλαδή του Εωσφόρου και η μεταβολή του σε σατανά, σε αντίπαλο δηλαδή του Θεού, σε διάβολο. Το ίδιο δεν συμβαίνει όμως και με την «προσευχή» του Φαρισαίου; Ίδια αλαζονική και υπερήφανη συμπεριφορά, ίδιο και το αποτέλεσμα: η παταγώδης πτώση∙ η αποστροφή του Θεού∙ ο δαιμονισμός!
(2) Διότι ο Φαρισαίος «προσεύχεται», και από το ύψος των αρετών του, ως «θεός», καταδικάζει και κατακρίνει τον κόσμο όλο: «Ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων». Για να γίνει πιο συγκεκριμένος: «ή και ως ούτος ο τελώνης». Το βλέμμα του και τα λόγια του, «πύρινη ρομφαία» για τον ταλαίπωρο τελώνη, τον «αμαρτωλό». Πρέπει να ένιωσε μια γεύση στυφάδας στο στόμα του, καθώς τον ανέφερε. Η κατάκρισή του γίνεται εξουδένωση του αμαρτωλού. Ίσως και να απόρησε πώς μπορεί και ζουν τέτοιοι άνθρωποι, που μολύνουν τον κόσμο των «καθαρών» σαν κι αυτόν ανθρώπων, αναπνέοντας τον ίδιο αέρα με αυτούς. Η προσευχή του λοιπόν, γεμάτη υπερηφάνεια και καύχηση για τον εαυτό του, πλήρης αποτροπιασμού και κατάκρισης για τον αμαρτωλό.
4. Γιατί δικαιώθηκε όμως η προσευχή του τελώνη; Πώς η ενέργεια του αντικειμενικά αμαρτωλού κάμπτει τον Θεό και προσφέρει Αυτός πλούσια τη χάρη Του σ’ εκείνον; Διότι ακριβώς στάθηκε ενώπιον του Θεού εν μετανοία. Δηλαδή με επίγνωση των αμαρτιών του, η οποία τον έκανε να νιώθει ταπεινός και μηδαμινός, αλλά και με πίστη στο έλεος και την αγάπη Εκείνου. «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Η επίγνωση και η πίστη αυτή συνιστούν τις βάσεις της μετανοίας. Στο πρόσωπο του τελώνη της παραβολής ψαύουμε τα αληθινά σημάδια της, τα οποία δείχνουν ποια στάση ανθρώπου αποδέχεται ως στάση δικαίωσης από Εκείνον ο Ίδιος ο Θεός. Κι αυτήν τη στάση τη χαρακτηρίζει ο Κύριος ως ταπείνωση. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν».
Σ’ αυτήν την προσευχητική στάση, εκεί δηλαδή που ο άνθρωπος είναι στραμμένος μόνο στον εαυτό του, θρηνώντας τις αμαρτίες του, δεν υπάρχει ίχνος κατάκρισης για τους άλλους. Το αντίθετο μάλιστα: στρέφοντας τα βέλη της κριτικής του ο τελώνης μόνο προς τον εαυτό του, απαλλάσσει από κάθε καταδίκη τους άλλους, υψώνοντάς τους υπεράνω του εαυτού του. Κι αυτό θα πει: όποιος κοιτά τον εαυτό του και τα δικά του αμαρτήματα, δεν έχει χρόνο για να βλέπει τα σφάλματα των άλλων, καλύτερα: βλέπει τους άλλους ανωτέρους από αυτόν. «Τη ταπεινοφροσύνη αλλήλους ηγούμενοι υπερέχοντας εαυτών», που λέει κι ο απόστολος Παύλος: με την ταπείνωση να θεωρείτε τους άλλους ότι είναι ανώτεροί σας. Τι άλλο σημαίνει η διπλωμένη στα γόνατα στάση προσευχής του τελώνη, μακριά από τους άλλους – «μακρόθεν εστώς» - και μη τολμώντας ούτε τους οφθαλμούς του να σηκώσει επάνω; - «Ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι».
5. Έτσι η προσευχή του, που είναι ο τύπος της δικαιωμένης από τον Θεό προσευχής, έχει το χαρακτηριστικό της ταπείνωσης, ως βίωσης, καθώς είπαμε, της αληθινής μετάνοιας, με επίγνωση της αμαρτίας, με πίστη στην αγάπη του Θεού, με έλλειψη οποιασδήποτε επικριτικής διάθεσης απέναντι στον συνάνθρωπο. Γι’ αυτό βεβαίως έγινε και ο τύπος της προσευχής της Εκκλησίας. Το «Κύριε ελέησον», ή με την πιο ανεπτυγμένη του μορφή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», αποτελεί επακριβή μεταφορά της τελωνικής προσευχής «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Ό,τι ο τελώνης εισέπραξε από την προσευχή του, τη δικαίωση που είπε ο Κύριος - «κατέβη ούτος δεδικαιωμένος ή εκείνος» - το ίδιο μας προσφέρει και η Εκκλησία με όλη την ατμόσφαιρά της, που κινείται ακριβώς σε αυτόν τον ρυθμό. Κι από την άποψη αυτή ο τελώνης για την Εκκλησία είναι ο τύπος του αγίου. Όχι βεβαίως για τις αμαρτίες του, αλλά για τη μετάνοιά του. Ξέρουμε πια και εμείς πώς να στεκόμαστε απέναντι στον Κύριο, ώστε να δικαιωνόμαστε.
γ. Η παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου ξεκινά το ευλογημένο Τριώδιο, που θα εκβάλει, όπως είπαμε, στον Σταυρό και την Ανάσταση του Κυρίου. Η Εκκλησία μάς ανοίγει τα μάτια από την αρχή: ο δρόμος για την Ανάσταση είναι ο δρόμος της μετανοίας και της ταπείνωσης. Και η προσευχή του δρόμου αυτού είναι το «Κύριε ελέησον». Ας πάρουμε στα χέρια μας, κρυφά και όχι φανερά, το κομποσχοίνι, και ας γίνει η κάθε στιγμή μας ένας κόμπος από αυτό. Το «Κύριε ελέησον» ας γίνει ο ρυθμός της ζωής μας. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: η δικαίωσή μας και η χάρη του Θεού μας.