Ένας ιστοχώρος Ορθόδοξου Χριστιανικού προσανατολισμού και προβληματισμού.



Μια προσπάθεια για μέθεξη στην πνευματικότητα, στα ιερουργούμενα της Ορθόδοξης Λατρείας και στην Εκκλησιαστική Ζωή.















ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ
Υπέρθυρο της εισόδου του Ναού

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

ΑΓΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Η ΡΩΜΑΙΑ


Η Αγία Αναστασία η Ρωμαία, η παρθενομάρτυς εορτάζει τις 29 Οκτωβρίου


Καταγωγή
Η Άγια Αναστασία κατήγετο από τη Ρώμη, έζησε δε κατά τους χρόνους του αιμοβόρου και χριστιανομάχου Δεκίου το 250 περίπου μ.Χ. Δεν έχανε τον καιρό της η Αναστασία στα μάταια και πρόσκαιρα. Προσπαθούσε να στολίσει την ψυχή της με αρετές, για να αρέσει στο Χριστό. Όταν έγινε είκοσι ετών, αυτή η σεβαστή κοπέλα, απαρνήθηκε την θαλπωρή της οικογενειακής ζωής, μίσησε τον πλούτο και την δόξα, εγκατέλειψε και όλες τις κοσμικές απολαύσεις και επήγε να ζήση μέσα σε Παρθενώνα.

Την εποχή εκείνη δεν είχε αναπτυχθεί ακόμη ο οργανωμένος μοναχισμός. Γι αυτό πολλές νέες, που ήθελαν να αφιερωθούν στο Θεό, ζούσαν όλες μαζί σε ένα σπίτι μέσα στις πόλεις. Εκεί ασχολούνταν με την λατρεία του Θεού και με την διάδοση της χριστιανικής πίστεως στους ειδωλολάτρες και στους εβραίους. Μία μορφωμένη προϊσταμένη, πού ονομαζόταν Σοφία, την δέχτηκε και την δίδαξε τους κανόνες του παρθενικού βίου. Η Αναστασία μέρα με την ημέρα και με την βοήθεια του Θεού προέκοπτε πλήθυνε τις αρετές της προσελκύοντας με τους αγώνες της την χάρη του Κυρίου.

Την συλλαμβάνουν
Ο διάβολος όμως που μισεί το καλό και τους ανθρώπους, βλέποντας αυτήν της την πνευματική πρόοδο, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να την διώξει από τον Παρθενώνα. Χρησιμοποίησε τα όργανα του και αυτά επήγαν και ανέφεραν στον διοικητή, που ονομαζόταν Πρόβος ότι η Αναστασία δεν πιστεύει στους θεούς, πού πιστεύουν εκεί οι Ρωμαίοι, και ότι αναγνωρίζει, ότι ο Χριστός είναι ο Θεός είναι ο Κτίστης του παντός. Ο Πρόβος, τότε εξαγριώθηκε εναντίον της Αναστασίας και έδωσε εντολή να την συλλάβουν.

Στο δικαστήριο των ασεβών.
Ο άρχοντας προσπαθώντας με κολακείες και υποσχέσεις να της βρει πλούσιο γαμπρό, προσπαθούσε να την πείσει να θυσιάσει στους θεούς απειλώντας την ταυτόχρονα πως αν δεν καμφθεί θα δοκίμαζε την μανία του. Η νεαρή μαθήτρια του Χριστού Αναστασία, με γεναίο φρόνημα απάντησε στις κολακείες και τις απειλές του:


— Για μένα, άρχοντα μου, Νυμφίος είναι ο Χριστός. Ο θάνατος μου για χάρη Του είναι προτιμότερος και από τη ζωή μου. Για τον Χριστό μου αρνήθηκα όλες τις κοσμικές απολαύσεις. Οι πληγές, οι μαστιγώσεις, οι διάφορες τιμωρίες, για μένα είναι ευχάριστα, όταν τα υπομένω προς χάριν Εκείνου. Κάνε λοιπόν ότι έχεις να κάνης. Εγώ σου δηλώνω καθαρά: ξύλινους και πέτρινους, ψεύτικους θεούς σε καμία περίπτωση δεν θα λατρεύσω.

Της σπάζουν τα δόντια και την γυμνώνουν
Ακούγοντας αυτά ο ηγεμόνας διέταξε να την χτυπήσουν στο πρόσωπο. Τόσο πολύ την χτύπησαν ώστε της έσπασαν τα δόντια και έτρεχε στο πρόσωπο της αίμα. Έπειτα έδωσε εντολή
να την γυμνώσουν για να την εξεφτελίσουν και να την ταπεινόσουν. Η Αναστασία όμως παρέμενε σταθερή στην πίστη της και ευχαριστώντας τον Κύριο Ιησού Χριστό γιατί αξιωνόταν να υπομείνει για την αγάπη Του τα μαρτύρια.

Την καίουν
Ο άρχοντας τότε θύμωσε πάρα πολύ και διέταξε να βασανίσουν αλύπητα την νέα, μπήγοντας  στη γη τέσσερεις μεγάλους πασσάλους και επάνω σ' αυτούς κρέμασαν την νεαρή κοπέλα. Για να την βασανίσει ακόμη πιο πολύ, διέταξε να ανάψουν από κάτω φωτιά. Έτσι άρχισε να καίγεται το σώμα της κόρης από τις φλόγες, ενώ στην ράχη την χτυπούσαν οι υπηρέτες του αυτοκράτορα. Από τα πολλά βασανιστήρια από τις φλόγες και από τα κτυπήματα των υπηρετών του αυτοκράτορα το σώμα της κόρης κα σχίσθηκε. Φρικτό και απάνθρωπο το μαρτύριο... Οι φλέβες της είχαν ανοίξει και το αίμα της έτρεχε και η φωτά σιγά-σιγά την έκαιγε. Εκείνη όμως παρ’ όλα αυτά, δεν δείλιασε.

Στον τροχό
Το απάνθρωπο εκείνο θηρίο, βλέποντας, την κοπέλα να αντέχει ακόμα, διέταξε να την κατεβάσουν από εκεί να την βάλουν στο μαρτυρικό όργανο των τροχών. Η μηχανή του τροχού έσπαζε τα
κόκκαλα της Αγίας. Παρ' όλη την αυξανόμενη ένταση του μαρτυρίου Εκείνη ακόμη υπέμενε με τη δύναμη του Θεού. Υπέμενε όλα εκείνα τα βασανιστήρια η Αγία, λέγοντας σιγανά:
— Θεέ μου, Εσύ πού χαρίζεις δύναμη και υπομονή, μην απομακρύνεσαι από μένα αυτή την στιγμή, γιατί οι σάρκες μου έχουν καεί και τα κόκκαλα μου έχουν σπάσει. Θεέ μου, χάρισέ μου υπομονή να μείνω σταθερή μέχρι τέλους.
Όταν η καπέλα τελείωσε τα λόγια αυτά, (ω του θαύματος!!!) αμέσως βρέθηκε γεμάτη υγεία, χωρίς ίχνος εγκαύματος. Την κοίταζε ο αιμοχαρής τύραννος και απορρούσε. Δυστυχώς όμως ήταν πωρωμένος και δεν επηρεάστηκε από το θαύμα.

Τα σιδερένια νύχια
Διέταξε τότε να κρεμάσουν και πάλι την νέα, και με σιδερένια νύχια να της ξεσχίσουν το σώμα. Η Αγία όμως εξακολουθούσε να προσεύχεται, χωρίς να υπολογίζει καθόλου τα βασανιστήρια. Τότε με παρέμβαση του Θεού, τα χέρια των δημίων έμειναν ξερά και ακίνητα. Βλέποντας αυτό το γεγονός ο άρχοντας σηκώθηκε από τον θρόνο του. Δεν ήξερε τί να κάνη. Έλεγε, ότι η Αναστασία είναι μάγισσα και γι' αυτό γίνονται αυτά τα καταπληκτικά πράγματα. Προσπαθούσε να εξηγήσει με την λογική τα υπεφυσικά και υπέρλογα αυτά γεγονότα. Δεν ήθελε για κανένα λόγο να πιστέψει στο Χριστό.

Της κόβουν τους μαστούς
Ο διάβολος έβαλε στο νου αυτοκράτορα να βασανίσει περισσότερο την Παρθενομάρτυρα κόβοντας τους μαστούς της. Οι δήμιοι άρχισαν το απάνθρωπο έργο τους. Η Αγία με το βλέμμα της στραμμένο προς τον ουρανό και με την καρδιά της προσηλωμένη στο Χριστό, συνέχισε να υπομένει, χωρίς τον παραμικρό γογγυσμό και γι' αυτό το βασανιστήριο.


Βλέποντας ο τύρρανος αυτή την υπεράνθρωπη υπομονή της Αναστασίας, προσπάθησε να βρει κι άλλο τρόπο για να βασανίσει ακόμη περισσότερο. Διέταξε λοιπόν να της βγάλουν όλα τα δόντια και τα νύχια. Άρχισαν οι βασανιστές με τις τανάλιες να της ξεριζώνουν τα νύχια. Η Αγία όμως λες και δεν αισθανόταν κανένα πόνο. Στεκόταν ήρεμη σαν να μη συνέβαινε τίποτε. Ευχαριστούσε μόνο τον Κύριο, επειδή αξιώθηκε να υπομένει τα μαρτύρια για χάρη Του και ελεεινολογούσε συγχρόνως τους ψευδοθεούς, πού λάτρευαν ο Αυτοκράτορας και οι άλλοι ειδωλολάτρες.

Της ξεριζώνουν τη γλώσσα
Εξοργισμένος ο ειδωλολάτρης άρχοντας από την υπομονή αλλά και τα λόγια της Αγίας, διέταξε να της κόψουν την γλώσσα βαθειά από την ρίζα της. Εκείνη, όταν άκουσε τη διαταγή αυτή ζήτησε να την αφήσουν για λίγο να προσευχηθεί στον Κύριό της με φωνή για τελευταία φορά και της το επέτρεψαν. Ευχαρίστησε τότε τον Θεό και τον παρεκάλεσε να την δυναμώσει να βαστάξει μέχρι τέλους και να πεθάνει ένδοξα. Επίσης τον παρεκάλεσε να της δώσει την δύναμη να θεραπεύει κάθε αρρώστια. Όταν τελείωσε η Αγία την προσευχή της, θεϊκή φωνή ακούστηκε από ψηλά, λέγοντάς της, ότι θα γίνει ότι ζήτησε. Η νεαρή κοπέλα όταν άκουσε την φωνή χάρηκε πάρα πολύ και είπε στον άρχοντα να κάνη αυτό πού πριν από λίγο διέταξε. Οι σκληροί δήμιοι της τράβηξαν την γλώσσα με τανάλια και την απέκοψαν σύρριζα. Τα ρούχα της βάφτηκαν κόκκινα από το αίμα.

Αποκεφαλίζεται
Η Αγία ζήτησε λίγο νερό να ξεπλένει το ματωμένο στόμα της. Έτρεξε αμέσως με προθυμία και της έδωσε νερό κάποιος Χριστιανός, πού ονομαζόταν Πρόβος. Εκείνος όμως έπειτα από λίγο πλήρωσέ πάρα πολύ ακριβά την πράξη του. Ο Αυτοκράτορας διέταξε, ουρλιάζοντας από μανία, να κόψουν το κεφάλι του Πρόβου και της Αναστασίας...

Για μερικές ημέρες το σώμα της Άγιας έμενε εκεί όπου μαρτύρησε, χωρίς να το αγγίζει κανείς άνθρωπος ή ζώο με την βοήθεια της θείας χάριτος.

Η Σοφία από την στιγμή, που είχε φύγει η Αγία, γονατιστή συνέχεια παρακαλούσε τον Θεό να βοηθήσει την Αγία να αντιμετωπίσει τα βασανιστήρια του άρχοντα νικηφόρα. Κάποια στιγμή ενώ εκείνη με θερμά δάκρυα προσευχόταν στον Θεό, παρουσιάστηκε μπροστά της ένας άγγελος Κυρίου και της ανακοίνωσε το μαρτύριο και το τέλος της Αναστασίας, γεγονός το οποίο την γέμισε χαρά και συγκίνηση.

Ευχαριστούσε το Θεό, πού την αξίωσε να είναι πνευματική μητέρα μιας Αγίας. Κατόπιν ο Άγγελος την βοήθησε να εύρη το άγιο λείψανο της Αγίας. Εκείνη όταν το είδε, με θερμά δάκρυα το καταφιλούσε λέγοντας:
— Παιδί μου, πού σε ανάθρεψα με τόσον κόπο, σε ευχαριστώ, διότι άκουσες τις συμβουλές μου, φύλαξες τις υποσχέσεις πού είχες δώσει, και έτσι μπόρεσες ντυμένη με το ολόλευκο φόρεμα της αγνότητος και στολισμένη με τις πληγές του μαρτυρίου σου να αντικρίσεις τον Χριστό μας μέσα σε όλο το μεγαλείο Του. Σε παρακαλώ θερμά βοήθησε με και μένα τώρα πού είμαι γερασμένη και παρακάλεσε τον Θεό να κληρονομήσω την αιώνια Βασιλεία.

Όταν τελείωσε τα λόγια της και ενώ σκεπτόταν, πώς θα μπορέσει να σηκώσει το Άγιο λείψανο, παρουσιάσθηκαν μπροστά της δύο σεβαστοί άνδρες. Αυτοί σήκωσαν το λείψανο και με την Σοφία το μετέφεραν στη Ρώμη και το τοποθέτησαν μέσα σε μία Εκκλησία.

Η μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος Αναστασίας της Ρωμαίας η οποία τόσα βασανιστήρια υπέμεινε για την δόξα του Χριστού μας, τιμάται από την Εκκλησία μας στις 29 Οκτωβρίου.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀσκήσει ἐκλάμψασα, ὥσπερ παρθένος σεμνή, ἀθλήσεως αἵμασι, τὴν τῆς ἁγνείας στολήν, ἐνθέως ἐφοίνιξας• ὅθεν Ἀναστασία, ὡς Ὁσία καὶ Μάρτυς, χάριτας
ἰαμάτων, ἀπαστράπτεις τῷ κόσμῳ, πρεσβεύουσα τῷ Σωτήρι, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοvτάκιοv. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας νάμασι, καθηγνισμένη Ὁσία, μαρτυρίου αἵμασι, Αvαστασία πλυθεῖσα, παρέχεις, τοῖς ἐν ἀνάγκαις τῶν νοσημάτων, ἴασιν, καὶ σωτηρίαν τοῖς προσιοῦσιν,
ἐκ καρδίας• ἰσχὺν γὰρ νέμει, Χριστὸς ὁ βρύων, χάριν ἀέναοv.

Κάθισμα Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἐκ βρέφους τῷ Θεῷ, ἀνετέθης Ὁσία, νεκρώσασα σαρκός, ἐγκρατείᾳ τὰ πάθη, εἰς ὕψος δ' ἀνέδραμες, μαρτυρίου περίδοξον, ἐναθλήσασα, Ἀναστασία νομίμως,
καὶ τόν δράκοντα, καταβαλοῦσα εἰς χάος, δυνάμει τοῦ Πνεύματος.

Μεγαλυνάριον.
Ἔφυς ὥσπερ ῥόδον πανευθαλές, ἐν δικαιοσύνης, τοῖς λειμῶσιν ἀσκητικῶς, καὶ ὀσμὴν χαρίτων, ἀθλητικῶς ἐκπέμπεις, σεμνὴ Ἀναστασία, τοῖς σὲ γεραίρουσι.

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

ΟΣΙΟΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ


 
Μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη στις 6 Ιουλίου 1566

 

Η πηγή που διασώζει το Μαρτύριο και την ακολουθία του Οσιομάρτυρος αγίου Κυρίλλου είναι το χειρόγραφο 347 της μονής Διονυσίου. Πρόκειται για ένα αγιολογικό κείμενο γραμμένο σε λόγια γλώσσα και χρονολογούμενο μεταξύ του τέλους του 17ου αιώνος και των αρχών του 18ου αιώνος.

Σύμφωνα με το Μαρτύριό του ο Κύριλλος , το κοσμικό όνομα του οποίου ήταν Κυριακός, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το έτος 1544, κατά την περίοδο της βασιλείας του σουλτάνου Σουλεϊμάν. Ο πατέρας του ονομαζόταν Πέιος, καταγόταν από την επαρχία Πελαγονίας και διέμενε με την οικογένεια του στην περιοχή της Ακροπόλεως της Θεσσαλονίκης.

Όταν ο άγιος ήταν δέκα ετών, ορφάνεψε και από τους δύο γονείς του. Έμεινε με τους δύο θείους του από την μητέρα του , από τους οποίους ο μεν ένας ήταν ορθόδοξος χριστιανός ο δε άλλος μουσουλμάνος. Τον δεκάχρονο Κυριακό τον ανέλαβε δυστυχώς ο μουσουλμάνος θείος, ο οποίος τον ανέθεσε σε ένα ομότεχνό του μουσουλμάνο να μάθει την τέχνη του βυρσοδέψη. Στον μικρό ανηψιό ωστόσο δεν άρεσε η συναναστροφή με τους μουσουλμάνους. Αυτό το είχε εμπιστευθεί βέβαια μόνο στον ευσεβή χριστιανό θείο του, τον Ιωάννη.

Έτυχε τότε να περάσουν από εκεί , με θέλημα Θεού, κάποιοι θεοσεβείς αγιορείτες μοναχοί και ,χωρίς να πει σε κανένα τίποτε, έφυγε μαζί τους για το Άγιο Όρος. Έγινε δεκτός στην Ι. Μ. Χιλανδαρίου σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών και μετονομάστηκε Κύριλλος.

Επειδή ήταν αγένειος εστάλη σε κάποιο μετόχι της Μονής ,εκτός του Αγίου Όρους. Αφού παρέμεινε εκεί εν υπακοή οκτώ έτη , στη συνέχεια πήγε μαζί με άλλους δύο μοναχούς στη Θεσσαλονίκη για δουλειές. Εκεί συναντήθηκε με τον ευσεβή θείο του Ιωάννη, από τον οποίο ζήτησε, μετά κάποιες ημέρες, να δει τον συνομήλικο εξάδελφό του. Ενώ τα δύο ξαδέλφια κατέβαιναν από την Ακρόπολη, προς το λιμάνι, συναπαντήθηκαν με τον μουσουλμάνο θείο, ο οποίος αρχικά δεν κατάλαβε ποιος ήταν ο μοναχός. Επειδή όμως ήταν με τον ανηψιό του και από τα χαρακτηριστικά του προσώπου του συμπέρανε πως ήταν ο φυγάδας μικρός ανηψιός του. Αμέσως με δυνατές φωνές μάζεψε τους ομοθρήσκους του και τον κατηγόρησε πως, ενώ ήταν μουσουλμάνος, τώρα έγινε χριστιανός και μοναχός. Όρμησαν τότε όλοι επάνω του, τον άρπαξαν και τον οδήγησαν στον κριτή της πόλης . Ο δικαστής, ως συνήθως, άρχισε με μειλίχιο τρόπο τα καλοπιάσματα. "Τόσο πολύ έχασες τον νου σου, του είπε, που θες να διαλέξεις τον μισητό θάνατο αντί για την γλυκιά ζωή. Έλα στα συγκαλά σου, άσε την μάταιη θρησκεία των Χριστιανών και δέξου την δική μας ευσέβεια". Επειδή όμως ο νέος με κανένα τρόπο δεν επείθετο, τον έκλεισε στη φυλακή.

Μόλις ξημέρωσε μαζεύτηκε εκεί όλη η πόλη. Οι μεν άπιστοι θεωρώντας ότι προσφέρουν λατρεία στον θεό με τον θάνατο του μάρτυρος, οι δε χριστιανοί λαχταρώντας να τον δουν, να του μιλήσουν και να τον στηρίξουν στον αγώνα του. Οδηγήθηκε και πάλι στον δικαστή, ο οποίος εκ νέου προσπάθησε να μεταβάλει τη γνώμη του αγίου. Βλέποντας ότι δεν κατορθώνει τίποτε, διέταξε τελικά να θανατωθεί με τον δια πυράς θάνατο.

Τον έσυραν στον τόπο της εκτέλεσης της ποινής, στον Ιππόδρομο, κοντά στον ναό του Αγίου Κωνσταντίνου. Ο άγιος σήκωσε στον ουρανό τα χέρια του και προσευχήθηκε στον Κύριο ενώ οι δήμιοι στάθηκαν όλοι κυκλικά γύρω του και προσπαθούσαν έστω και την τελευταία στιγμή να τον πείσουν να αρνηθεί τον Χριστό, τάζοντάς του πλούτη, άλογα, ρούχα, μαλθακό και τρυφηλό βίο. Ο άγιος στις προτάσεις τους τούς απάντησε: "εμένα δεν με ενδιαφέρει ούτε ο πλούτος, ούτε η δόξα, ούτε τα ρούχα, ούτε τα καλά άλογα, όλα τα θεωρώ σκουπίδια, όλα είναι για μένα καπνός, όλα αυτά εσείς τα επιζητείτε που ακολουθείτε τον πονηρό. Για μένα πλούτος είναι ο Χριστός, ζωή μου ο Χριστός, έρωτάς μου ο Χριστός, Θεός ο Χριστός, τα πάντα ο Χριστός. Τίποτα δεν θα μπορέσει να με χωρίσει από την αγάπη του Χριστού, ούτε φωτιά, ούτε ξίφος, ούτε πείνα, ούτε ο κόσμος, ούτε ο πλούτος, ούτε τα παρόντα, ούτε τα μέλλοντα, ούτε άλλη κτίσις αλλά μέχρι την τελευταία μου αναπνοή θ’ αγωνίζομαι για την πίστη μου. Άκουσέ τα καλά από την ίδια μου τη γλώσσα, Ύπαρχε, και κάνε ό,τι νομίζεις . Κόψε με, σφάξε με, κάνε με κομματάκια, τιμώρησέ με αλύπητα, όμως δεν θα μπορέσεις να με αποσπάσεις από την πίστη στον Χριστό".

Τότε ο υπεύθυνος για την εκτέλεση Ύπαρχος διέταξε να τον πετάξουν στη φωτιά. Μαζί του έριξαν και ψοφίμια, ώστε να μη μπορέσουν οι Χριστιανοί να διακρίνουν και να πάρουν τα αγιασμένα λείψανα του μάρτυρος. Και το μεν σώμα πράγματι κάηκε από τη φωτιά, η δε τιμία του ψυχή πέταξε στους ουρανούς συνοδευόμενη από αγγέλους, προς αιώνια δοξολογία του Θεού.

Ιδιαίτερα αξιόλογη είναι η τελευταία πληροφορία που παρέχει το συναξάριο του Οσιομάρτυρος Κυρίλλου: “Επεί γαρ ήμελλε τη φλογί δαπανηθήναι το σύνολον, κυνών οστά τεθνηκότων εγείραντες, έστι δε και ους θνησιμαίους, τη πυρά εναπέρριψαν ένθεν τοι το μεν του μάρτυρος σώμα τω πυρί καταναλωθέν, ωσεί σποδός εγένετο...”.

Ας γίνει η μετάνοια αλλά και η αληθινή αγάπη του προς Αυτόν που αμετάπτωτα μας αγαπά, τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, καθώς και η ακλόνητη και αμετακίνητη πίστη του, παράδειγμα σε εμάς τους σύγχρονους αρνητές, για χάρη των παθών και της αμαρτωλής ζωής μας, σε εμάς που καθημερινά σύγχρονοι διώκτες προσπαθούν να μας παραπλανήσουν και να μας οδηγήσουν στην αποστασία με σύγχρονες μεθόδους και εκβιασμούς.

Ο άγιος, Οσιονεομάρτυς Κύριλλος, ας παρακαλεί πάντοτε τον Κύριο ώστε να μας συγχωρεί, παρέχοντας πλούσιο το έλεος της αγάπης Του και ας προστατεύει την ενορία μας, που είναι ο τόπος της καταγωγής του,αλλά και ολόκληρη την αγιοτόκο πόλη μας.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ

'Ηχος γ, Θείας πίστεως.


Θείον βλάστηµα, Θεσσαλονίκης, ώφθης Κύριλλε Όσιοµάρτυς,
δια πυρός τον αγώνα τελέσας σου•
όθεν εύρέσει των θείων λειψάνων σου, καθαγιάζεις τους πόθω τιµώντας σε.
Αλλά πρέσβευε, Χριστώ τω Θεώ µακάριε, δωρήσασθαι ηµίν το µέγα έλεος.

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ ΜΝΗΜΟΝΕΥΣΟΝ ΣΩΤΗΡ ΜΟΥ

  Ψυχοσάββατο. Μέρα ξεχασμένη για τους πολλούς του κόσμου. Ο θάνατος είναι άλλωστε για τη νοοτροπία της εποχής μας το τέρμα. Οι κεκοιμημένοι μάς πονούν, αλλά πρέπει να ζήσουμε. Να προχωρήσουμε. Και το μνημόσυνο είναι μόνο ατομική υπόθεση. Όταν συμπληρώνονται οι μέρες, οι σαράντα, ο χρόνος, θυμόμαστε. Πάμε στο ναό. Έρχονται και όσοι μας αγαπούν και όσοι αγαπούσαν τον κεκοιμημένο. Και φτάνει. Γιατί άραγε όλοι μαζί, να έχουμε δύο ημέρες το χρόνο στις οποίες να θυμόμαστε πάντας τους κεκοιμημένους. Έτσι δεόμεθα υπέρ μακαρίας μνήμης και αιωνίου αναπαύσεως πάντων των απ’ αιώνος κεκοιμημένων ορθοδόξων χριστιανών, βασιλέων, πατριαρχών, αρχιερέων, ιερέων, ιερομονάχων, μοναχών, γονέων, προγονέων, πάππων, προπάππων, διδασκάλων, αναδόχων ημών εν τη πίστει...
              Κι όμως. Στο ψυχοχάρτι του Σαββάτου των Απόκρεω, πριν την Κυριακή της ανάμνησης ότι θα έρθει η τελευταία Κρίση, όπως και το Σάββατο πριν την Πεντηκοστή, πριν την Κυριακή του ξεκινήματος της παρουσίας της Εκκλησίας στον κόσμο, αποτυπώνεται όχι μόνο η μνήμη, αλλά και η ελπίδα. Μνήμη ότι οι αγαπημένοι μας ουκ απέθανον αλλά κοιμώνται.   Μνήμη ότι η αγάπη δεν νικήθηκε από το θάνατο. Ότι μπορεί ένα κομμάτι μας να έφυγε μαζί του, να τάφηκε στο χώμα, κι όχι μόνο από όσους γνωρίσαμε, αλλά και από όλους όσους έζησαν πολύ πριν από εμάς, απ’ αιώνος, όμως τίποτε δεν τελείωσε. Επειδή Χριστός Ανέστη ο θάνατος εσκυλεύθη. Επειδή Χριστός Ανέστη θα βρεθούμε ξανά με όλους όσους προηγήθηκαν. Κοντά στον Θεό των πνευμάτων και πάσης σαρκός. Εν τόπω φωτεινώ και χλοερώ και αναψύξεως. Και δεν θα είναι η συνάντησή μας μόνο εν πνεύματι. Δικό μας και δικό τους. Θα έρθει η ώρα που το σώμα τους και το δικό μας θα βγούνε από τις κρύπτες του θανάτου. Και θα ενωθεί η συμφυΐα, σε έναν τρόπο αιώνιο και χωρίς μετατροπή. Όπου ο έσχατος εχθρός θα καταργηθεί. Και θα είναι η ύπαρξη συνάντηση με το Φως και την γλυκύτητα της ωραιότητος του προσώπου του Χριστού και των Αγίων Του. Η Εκκλησία που δεν θα είναι μόνο μια πρόσκληση ένταξης στο σώμα του Χριστού, αλλά το ίδιο το Σώμα από το οποίο δεν θα χρειαστεί να περιμένουμε.
         Προγευόμαστε αυτή την χαρά να είμαστε μέλη του Σώματος κάθε φορά που τελούμε την Θεία Λειτουργία. Αυτήν στην οποία πιστεύουμε και ζούμε το διαρκές παρόν της Βασιλείας του Θεού. Της συνάντησης ζώντων και κεκοιμημένων, αγίων και αμαρτωλών, μελίσματος και μη διαίρεσης, βρώσεως και μη δαπανήσεως εν τω Χριστώ. Μόνο που τα δύο αυτά Σάββατα νιώθουμε τους κεκοιμημένους πιο κοντά μας. Γιατί δεν είμαστε μόνο εμείς που έχουμε να θυμόμαστε. Αλλά όλο το σώμα του Χριστού. Και η μνημόνευση των ονομάτων, μακρόσυρτη υπό τον ήχο του «Κύριε ελέησον», μάς υπενθυμίζει ότι η αγάπη δεν είναι μόνο για τους οικείους και συγγενείς, αλλά για όλους που εν Χριστώ γίνονται οι κατεξοχήν οικείοι μας. Οι αδελφοί μας.
           Ας βρεθούμε το απόγευμα της Παρασκευής και το πρωί του Σαββάτου στο ναό της γειτονιάς μας. Μεγαλύτεροι και μικρότεροι. Πρέπει να ζήσουμε, αυτό είναι δεδομένο. Έτσι κι αλλιώς ο θάνατος για μας δεν είναι τέρμα, αλλά μια στάση και ένα πέρασμα, ένα Πάσχα.  Τη στάση την περνάμε μόνοι μας, ακόμη κι αν έχουμε την ώρα του θανάτου κοντά μας αυτούς που μας αγαπούνε. Ο θάνατος είναι η προσωπική μας έξοδος, στην οποία κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει, να καταλάβει, να συντροφεύσει. Μία ροπή όμως είναι η στάση. Και μπαίνουμε στο πέρασμα της ανάστασης. Συντροφευμένοι από όσους έχουν προηγηθεί και πρωτίστως όσους αγάπησαν το Θεό και τον άνθρωπο. Κι αυτοί θα μας οδηγήσουν στο να αναγνωρίσουμε Εκείνον που θανάτω τον θάνατον επάτησε.
            Ας Τον παρακαλέσουμε λοιπόν. Και των κεκοιμημένων μνημόνευσον Σωτήρ μου, εν δόξη όταν έλθης. Των δικών μας και όλων των ανθρώπων. Να συναντιόμαστε στην αγάπη Σου!