Ένας ιστοχώρος Ορθόδοξου Χριστιανικού προσανατολισμού και προβληματισμού.



Μια προσπάθεια για μέθεξη στην πνευματικότητα, στα ιερουργούμενα της Ορθόδοξης Λατρείας και στην Εκκλησιαστική Ζωή.















ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ
Υπέρθυρο της εισόδου του Ναού

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012



                                  «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου»





α. Είναι τρομερή η ενέργεια που περικλείει η παραβολή του ασώτου, το ευαγγελικό ανάγνωσμα της ομώνυμης Κυριακής, η οποία αποτελεί το δεύτερο σκαλοπάτι της εισόδου μας στο ευλογημένο Τριώδιο. Κι αυτό γιατί προεκτείνει τη δυναμική της μετάνοιας, που τόνισε η προηγουμένη Κυριακή με την παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, ως εκείνης της εσωτερικής αλλαγής του ανθρώπου, η οποία δίνει την ώθηση για πραγματική σχέση με τον Θεό Πατέρα. Εννοούμε ότι αν στο πρόσωπο του Τελώνη είδαμε την εν ταπεινώσει κραυγή της μετάνοιας που αποδέχεται ο Θεός – «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» - στο πρόσωπο του μικρού γιου της παραβολής του ασώτου βλέπουμε τη μετάνοια ως κίνηση της υπάρξεως, προκειμένου να απεγκλωβιστεί από το χάος της απώλειας και της νέκρωσης της αμαρτίας και να βρει το αληθινό της πρόσωπο: αυτό που ανατέλλει με τη θέα του προσώπου του Πατέρα Θεού. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου», θα σηκωθώ και θα πάω προς τον πατέρα μου. Δεν είναι τυχαίο, γι’ αυτό, που η παραβολή του ασώτου, κατά την εκκλησιαστική ορολογία, έχει χαρακτηριστεί ως «το μαργαριτάρι των παραβολών του Κυρίου» και ως «το ευαγγέλιο των ευαγγελίων». Πουθενά αλλού δεν παρουσιάζεται με τόση ένταση η κατάντια της αμαρτίας, αλλά και η αγάπη του Θεού, το φιλεύσπλαχνο και το φιλάνθρωπο του μεγάλου Πατέρα.



β. 1. Δεν θα ασχοληθούμε με την περίπτωση του μεγάλου γιου: αυτός λειτουργεί με τρόπο που ενώ εξωτερικά φαίνεται να είναι καλός και υποτακτικός, στην πραγματικότητα είναι στην αντίπερα όχθη του Πατέρα του. Δεν μπορεί να κατανοήσει την αγάπη του, δεν νιώθει καν ότι είναι γιος του. Ο Πατέρας του τον αντιμετωπίζει διαρκώς ως γιο του - «όλα τα δικά μου είναι δικά σου» - εκείνος επιμένει να έχει τη συνείδηση δούλου και μισθωτού - «τόσα χρόνια σου δουλεύω». Πρόκειται για μία διαφορετικού τύπου από ό,τι στον μικρό γιο κατάντια στην αμαρτία, για μία άλλη ασωτία, όπως έχει ειπωθεί, στην οποία δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια λύση. Η τελική στάση του μεγάλου γιου μένει μετέωρη. Ο Χριστός δεν κάνει αποτίμηση αυτής.



Στον μικρό γιο όμως τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα: ο μικρός γιος, λόγω της φυγής από το σπίτι του Πατέρα, έχει οδηγηθεί σε έσχατη πτώση: ζει στερημένα («ήρξατο υστερείσθαι»), πεινάει και νιώθει ότι χάνεται («λιμώ απόλλυμαι»), γίνεται δούλος άλλων («εκολλήθη ενί των πολιτών»), ενώ το αίσθημα της ορφάνιας τον έχει καταβάλει («ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου»). Κι είναι μία τραγική κατάσταση, που αξιολογικά επιβεβαιώνεται από ό,τι ο Πατέρας του θα πει αργότερα: «Ούτος ο υιός μου νεκρός ην…και απολωλός». Νεκρός και χαμένος. Αυτό πράγματι είναι το τίμημα της αμαρτίας: νομίζει κανείς ότι απελευθερώνεται, ότι βρίσκει τον εαυτό του, και τελικώς γίνεται δούλος, χάνει τον εαυτό του, νεκρώνεται. Κι αυτό συμβαίνει διότι ακριβώς ο άνθρωπος φεύγει από τη φυσιολογική του κατάσταση: να είναι με τον Πατέρα του, να ζει στο σπίτι το δικό του. Είναι η τραγική ερμηνεία που δίνει ολόκληρη η Αγία Γραφή σχετικά με το δράμα της πορείας του ανθρώπου: ο βασιλιάς άνθρωπος, ο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» δημιουργημένος ξεπέφτει λόγω της άρνησής του να υπακούσει στον Θεό Πατέρα. Αμαρτάνει και με την αμαρτία του εισέρχεται ο θάνατος στο ανθρώπινο είδος. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος».



2. Στον μικρό γιο όμως παρακολουθούμε και την ανάστασή του από την πτώση του: «αναστάς» - ό,τι κατανοείται ως μετάνοια. Έρχεται κάποια στιγμή που συναισθάνεται τι είχε συμβεί, που νιώθει την εξαθλίωση της υπάρξεώς του – «εις εαυτόν ελθών», συναισθάνθηκε τι του είχε συμβεί – και αποφασίζει να αλλάξει. Κι αυτό θα πει ότι η αμαρτία έχει ένα όριο, φτάνει δηλαδή κανείς σε ένα σημείο που βλέπει ότι «δεν πάει άλλο». Κι αυτό το οριακό σημείο της έσχατης πτώσεως, του «μπουχτίσματος» της αμαρτίας, μπορεί να λειτουργήσει ως νέα αρχή, ως νέα αφετηρία. Πότε όμως; Όταν υπάρχει η στροφή προς το πατρικό σπίτι. Όταν η ανάμνηση του Πατέρα παραμένει ζωντανή και η εικόνα του λειτουργεί θετικά στον απομακρυσμένο από Αυτόν άνθρωπο. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου». Ο άσωτος μπορεί να είχε χαθεί μέσα στις αμαρτίες, μπορεί να είχε νεκρωθεί προσωρινά από ό,τι έκανε, όμως ακριβώς αυτό γίνεται η αφορμή να θυμηθεί το πρόσωπο του Πατέρα, του γεμάτου αγάπη και στοργή απέναντί του. Θα λέγαμε ότι βρίσκεται σε ένα είδος προνομιακής θέσεως: έχει σπίτι και έχει Πατέρα, που τον αγαπά. Δεν θυμίζει τούτο αυτό που έλεγε ο Γέροντας Παϊσιος, ότι τα παιδιά που απομακρύνονται από τον Θεό, ενώ σχετίζονταν μικρά με την Εκκλησία, δεν πρέπει να τα φοβόμαστε, γιατί, όταν συνέλθουν, θα ξέρουν πού θα γυρίσουν; Για να πει στη συνέχεια: εκείνα που δεν γνώρισαν καθόλου τον Θεό, αυτά να λυπάσθε. Γιατί όταν θα έλθει η στιγμή να συνέλθουν, δεν θα ξέρουν πού να πάνε.



Το «αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου» σημαίνει λοιπόν την ουσία της σώζουσας μετάνοιας. Αναγνωρίζω την πτώση μου, την αμαρτωλότητά μου, την απομάκρυνσή μου από το θέλημα του Θεού, όμως δεν μένω εκεί. Στρέφομαι με δύναμη προς τον Θεό, σ’ Αυτόν που με αγαπά και με σέβεται. Η συναίσθηση της αμαρτίας δηλαδή και η πίστη στην αγάπη του Θεού Πατέρα συνιστούν τα δομικά στοιχεία της μετάνοιας. Ένα από τα δύο αν λείπει, δεν έχουμε γνησιότητα αυτής. Κι αυτό υπήρξε για παράδειγμα και το δράμα του μαθητή του Χριστού Ιούδα: ένιωσε την αμαρτία της προδοσίας του απέναντι στον Δάσκαλο, δεν μπόρεσε όμως να πιστέψει στην αγάπη Του. Κι ενώ μετάνιωσε, δεν σώθηκε. Διότι τον κατέλαβε η απελπισία και η απόγνωση – τα μεγαλύτερα όπλα του εχθρού διαβόλου.



3. Η εικόνα του φιλόστοργου και φιλεύσπλαχνου Πατέρα λοιπόν είναι και το κρισιμότερο στοιχείο για να υπάρξει και να λειτουργήσει η μετάνοια στον μικρό γιο, τον άσωτο, τον καθένα δηλαδή από εμάς άνθρωπο. Δεν φαίνεται να ήταν πρωτίστως οι συνέπειες της αμαρτίας, αλλά η εικόνα του Πατέρα εκείνο που έδωσε την αποφασιστική ώθηση στον άσωτο για να μετανοήσει. Αν ο άσωτος μέσα στην κατάντια του και την απελπισία του είχε ως εικόνα Πατέρα έναν σκληρό και αυστηρό ελεγκτή και δικαστή, ουδέποτε θ είχε πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Η κατάντια θα ήταν μόνιμη. Και σίγουρα θα γινόταν χειρότερη. Ο Πατέρας του όμως – το πρότυπο για κάθε αληθινό πατέρα – παρουσιάζεται με αληθινή αγάπη απέναντί του. Κι η μεγαλύτερη απόδειξη: ο σεβασμός της ελευθερίας του. Δεν τον καταπιέζει για να μείνει στο σπίτι, δεν του αρνείται την έξοδο, δεν τον απειλεί, δεν «του κρατάει μούτρα». Ενώ γνωρίζει το τραγικό αποτέλεσμα της κακής επιλογής του παιδιού του, το αφήνει να αποφασίσει ελεύθερα. Γιατί ακριβώς το αγαπάει. Και η συνέχεια της παραβολής επιβεβαιώνει το αέναο της αγάπης αυτής: περιμένει πάντοτε την επιστροφή του παιδιού του, χαίρεται με απόλυτο τρόπο όταν πραγματοποιείται αυτή. Είναι η εικόνα του Θεού Πατέρα μας, που επειδή είναι τόσο καταλυτική, έχουν πει ότι δεν πρέπει η παραβολή να λέγεται «του ασώτου», αλλά «του φιλεύσπλαχνου ή σπλαχνικού πατέρα». Η πλήρης αγάπης στάση Του είναι και το πιο καθοριστικό στοιχείο της παραβολής. Δεν είναι τυχαίο που είπαν ότι αν χάνονταν όλες οι άγιες Γραφές, αλλά κάποιος προλάβαινε να κρατήσει τη συγκεκριμένη σελίδα με την παραβολή του ασώτου, θα ήταν και μόνη αυτή αρκετή για να αναπληρωθεί όλη η διδασκαλία του Κυρίου: εκεί παρουσιάζεται ποιος είναι ο Θεός και πόσο αγαπά το πλάσμα Του, τον άνθρωπο. Γι’ αυτό και η αγάπη του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού είναι το πλέον αδιαπραγμάτευτο γεγονός σε όλη τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Μπορεί κανείς τα πάντα να αμφισβητήσει, όχι όμως την αγάπη του Θεού. Κι όμως, είναι αυτό στο οποίο χωλαίνουμε ακόμη και οι χριστιανοί. Αν πολλές φορές δεν μετανοούμε όπως πρέπει, αν ταλαιπωρούμαστε στη ζωή αυτή, ενώ μας έχει δοθεί το μεγαλύτερο δώρο του Θεού: να είμαστε δικοί Του και μέλη του αγίου σώματός Του, είναι διότι αμφισβητούμε την αγάπη Του. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι οι αμαρτίες μας, η κατάντια μας είναι πολύ μεγάλα για τον Θεό και υπερβαίνουν την αγάπη Του.



4. Και τι γίνεται πια με τη μετάνοια του ασώτου; Αναγνωρίζοντας τις αμαρτίες του, παίρνοντας τον δρόμο επιστροφής στον Πατέρα του, θέλει να εκφράσει τα συναισθήματά του με την εν ταπεινώσει εξομολόγησή του. «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου∙ ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου∙ ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου». Καταλαβαίνει ότι η ντροπή δεν είναι στη μετάνοια και την επιστροφή του. Ήταν στην κατάσταση της αμαρτίας του. Κι η πορεία επιστροφής του παίρνει γι’ αυτόν την πιο απρόσμενη εξέλιξη: ο Πατέρας είναι Αυτός που τρέχει προς αυτόν. Για να τον αγκαλιάσει, να τον αποκαταστήσει στην πρώτη δοξασμένη θέση του, να κάνει το μεγαλύτερο πανηγύρι που μπορούσε. Χωρίς μάλιστα όχι να τον επιπλήξει, αλλ’ ούτε καν να τον ρωτήσει. Στον Πατέρα, τον Θεό μας, φθάνει η με μετάνοια προσφορά της αμαρτίας μας. Σαν τη φωνή που άκουσε ο άγιος Ιερώνυμος την ημέρα των Χριστουγέννων, όταν ζητούσε από τον Θεό να του πει τι δώρο θα μπορούσε να του κάνει, ώστε να Τον ευχαριστήσει: τις αμαρτίες σου, Ιερώνυμε.



γ. Η παραβολή του ασώτου έρχεται ως συνέχεια της παραβολής, είπαμε, του Τελώνου και του Φαρισαίου. Μας αποκαλύπτει ότι για τον Θεό μας, συνεπώς και για την Εκκλησία, σημασία δεν έχει το αναμάρτητο – ανέφικτο άλλωστε για όλους – του ανθρώπου, αλλά η μετάνοιά του. Είναι γνωστό ότι άγιος δεν είναι ο αναμάρτητος, αλλά ο μετανοημένος αμαρτωλός. Η μετάνοια είναι αυτή που μεταποιεί για εμάς την μία πάντοτε αγάπη του Θεού μας και την κάνει να λειτουργεί ως Παράδεισος. Ακόμη κι ο διάβολος αν μετανοούσε, θα ζούσε στον Παράδεισο ως και πάλι άγγελος Εκείνου. Δεν το θέλει όμως. Το θέμα όμως είναι τι κάνουμε εμείς; Πρέπει να είμαστε ευγνώμονες, διότι μέσα στην Εκκλησία μας ό,τι είπε ο Κύριος ως παραβολή, γίνεται πραγματικότητα: ερχόμαστε με τις αμαρτίες μας, με τη συναίσθηση της τραγικότητάς μας, για να ριχτούμε όμως στην αγκαλιά Του, μέσα από το μυστήριο της μετανοίας, που καταλήγει στο ευλογημένο εξομολογητήριο. Εκεί αρχίζουμε να ντυνόμαστε και πάλι τη στολή την πρώτη, να τρώμε τον μόσχο τον σιτευτό, να γινόμαστε ένα με τον Κύριο. Σ’ αυτό μας προσανατολίζει για μία ακόμη φορά η Εκκλησία μας, με το Τριώδιο και τη Σαρακοστή που έρχεται.

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΓΙΟΥ Κ ΤΟΥ ΓΕΜΑΤΟΥ ΑΓΑΠΗ ΠΑΤΕΡΑ

«Πατέρα, συγχώρεσέ με»!

Άσωτος Υιός

Είχε πέσει στ’ αλήθεια πολύ χαμηλά. Είχε αμαρτήσει βαριά. Είχε προδώσει την εμπιστοσύνη και την αγάπη του Πατέρα. Είχε ξεστρατίσει σε άτακτη ζωή. Να ο γκρεμός,  η τελική καταστροφή έχασκε μπροστά του.
Αλλά πώς να γυρίσει πίσω;
Αυτός με τόση αυτοπεποίθηση, όσο και αυθάδεια, είχε απαιτήσει: «πάτερ, δός μοι τό ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας »! Πατέρα, δος μου το μερίδιο της περιουσίας που μου ανήκει! Κι όταν ο φιλόστοργος πατέρας του «διεῖλε», μοίρασε σ’ αυτόν και τον αδελφό του «τόν βίον», την περιουσία, αυτός άρπαξε το μερίδιο του και αμέσως «ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν». Ταξίδεψε σε μακρινή χώρα. Με τι πρόσωπο ν’ αντικρίσει τώρα το πατρικό βλέμμα;
Αλλά ήταν και οι φίλοι του, με τους οποίους «διεσκόρπισε τήν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως». Διασκόρπισε την περιουσία του ζώντας βίο άσωτο. Δε θα τον ειρωνεύονταν, αν τον έβλεπαν ν’ αλλάζει γνώμη;
Ήταν κι εκείνος ο μεγάλος του αδελφός, ο οποίος είχε μείνει στο σπίτι, άψογος, τυπικός απέναντι στον Πατέρα. Τι θα έλεγε, όταν τον έβλεπε να επιστρέφει;
Ποια δικαιολογία άραγε θα μπορούσε να επιστρατεύσει, τι πρόσχημα να βρει, για να γυρίσει πίσω, να ξεφύγει επιτέλους από την αθλιότητα εκείνη, όπου είχε καταντήσει;
Αλλά όχι. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να επιστρέψει. Χωρίς δικαιολογίες και προσχήματα. Τώρα, που ήρθε στα συγκαλά του, πήρε αμετάκλητα και την απόφασή του. Θα επιστρέψει έτσι όπως είναι. Αποτυχημένος, άθλιος, αξιοθρήνητος και ταπεινωμένος. Θα προβάλλει ένα και μόνο επιχείρημα. Τη μετάνοιά του. Θα πει:
«Πάτερ, ἥμαρτον»! Έκανα σφάλμα μεγάλο, που αποστάτησα από σένα! Αμάρτησα βαριά! «Ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν», λύπησα τον ουράνιο κόσμο, που μπροστά του διέπραξα κακό. «Ἥμαρτον… καί ἐνώπιόν σου»! Σε πότισα φαρμάκι, σε πρόσβαλα, σπίλωσα το όνομά σου! «Πάτερ, ἥμαρτον»!
«Οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου», δεν το αξίζω πια να ονομασθώ γιος σου!
Ούτε ζητώ κάτι τέτοιο. Απλώς, σε παρακαλώ να ευδοκήσεις και να με δεχθείς «ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου», σαν έναν από τους μισθωτούς σου. Να βρίσκομαι στη δούλεψή σου και να εξασφαλίζω ένα κομμάτι ψωμί μόνο. Και πάνω απ’ όλα τη γαλήνη, την εμπιστοσύνη, την αγάπη που βασιλεύουν εδώ μέσα…
Το είπε και το έκανε. «Ἀναστάς ἤλθε πρός τόν πατέρα αὐτοῦ». Σηκώθηκε και ήλθε στον πατέρα του.
Ασφαλώς στο δρόμο η καρδιά του γοργοκτυπούσε από αγωνία. Ήταν τόσο δύσκολο το εγχείρημά του. Ταπεινωμένος, συντετριμμένος, εξουθενωμένος, βάδιζε βυθισμένος στις σκέψεις του, κρατώντας γερά ως οδηγό του και σωσίβιο τον εξομολογητικό λόγο: «Πάτερ, ἥμαρτον».
Αλλά τι βλέπει; Όνειρο μήπως; Ο πατέρας του τον διέκρινε από μακριά και τρέχει προς το μέρος του για να τον συναντήσει, να τον υποδεχθεί θερμά. Έρχεται, πέφτει γεμάτος πόνο και πόθο και ευσπλαχνία «ἐπί τόν τράχηλον αυτοῦ» και τον «καταφιλεῖ», τον πνίγει με ασπασμούς πατρικής αγάπης!
Ο άσωτος γιος όμως δε χάνει τα λόγια του, ούτε ξεθαρρεύει. Με το κεφάλι σκυμμένο από ντροπή, με δάκρυα καυτά στα μάτια, κράζει σπαραχτικά και ομολογεί: «Πάτερ ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου»! Είμαι ένοχος, άσωτος, αποστάτης! Είμαι ανάξιος, να λέγομαι γιος σου! Πατέρα μου, συγχώρεσέ με!…
Ο πατέρας δε δίνει απόκριση άλλη από εκείνη, που ήδη έμπρακτα είχε δώσει. Γυρίζει μόνο «πρός τούς δούλους αὐτοῦ» και με φωνή που τη ραγίζει λυγμός χαράς τους παραγγέλνει:
— Φέρετε γρήγορα «τήν στολήν τήν πρώτην καί ἐνδύσατε αὐτόν»! θέλω να πάρει καινούργια όψη το παιδί μου! Ακόμη, «δότε δακτύλιον εἰς τήν χεῖρα αὐτοῦ», να φαίνεται ότι είναι άρχοντας εδώ μέσα! Και «ὑποδήματα εἰς τούς πόδας» να του βάλετε! Και «τόν μόσχον τόν σιτευτόν», το θρεφτάρι μας, που το φυλάγουμε για τις μεγάλες γιορτές, τώρα να το σφάξετε και να στρώσετε τραπέζι, για να «εὐφρανθῶμεν»!
Ποια άλλη μέρα θα βρεθεί πιο γιορτινή απ’ αυτή; Ο γιος μου, «νεκρός ἦν καί ἀνέζησε»! «Ἀπολωλώς ἦν καί εὑρέθη»! Ήταν πεθαμένος και ξαναζωντάνεψε και χαμένος και βρέθηκε.
Θα μπορούσε ο άσωτος να βρει πολλές δικαιολογίες, να προσκομίσει πολλά ελαφρυντικά. Θα μπορούσε να πει: «Πατέρα, λάθος έγινε. Ήταν η κακιά ώρα, οι φίλοι που με παρέσυραν, η δύσκολη ηλικία… ήρθαν και αλλεπάλληλες οι αναποδιές… ποιος μπορεί να προβλέψει ένα λιμό; Ατύχησα…»
Αλλά όχι. Ο άσωτος είχε το θάρρος και την τιμιότητα να αναλάβει τις ευθύνες του, να ομολογήσει ξεκάθαρα την ενοχή του, να αντιμετωπίσει κατάματα την πραγματικότητα και τις όποιες συνέπειες των πράξεων του. Είχε τον ηρωισμό να κλάψει, να μετανοήσει, να ταπεινωθεί, να πει το «ήμαρτον».
Κι έτσι σώθηκε. Γιατί είχε διαλέξει το σωστό δρόμο. Το μονό δρόμο του λυτρωμού.
Πολλοί νέοι σήμερα μπροστά σε κάποιες πτώσεις τους τα χάνουν. Ή απελπίζονται ή προσπαθούν να ξεφύγουν και να ξεχάσουν ή επιστρατεύουν δικαιολογίες και επεξηγήσεις, για να κατοχυρωθούν. Όμως, όλοι αυτοί οι τρόποι — διέξοδοι φυγής — ψευτοβολεύουν και μπαλώνουν τις καταστάσεις. Δε γιατρεύουν, δεν εξιλεώνουν την ψυχή.
Μία είναι η σωστή αντιμετώπιση της ενοχής. Η τίμια αποδοχή της. Και στη συνέχεια η κατανυκτική μετάνοια, η συντριβή, η Εξομολόγηση, η επανόρθωση, η επιστροφή.
«Πάτερ, ήμαρτον»! Έφταιξα, Θεέ μου! Πέφτω στα γόνατα και Σου ζητώ συγγνώμη! Επικαλούμαι ταπεινά το άπειρο έλεός Σου! «Ήμαρτον»!
Όλη η ευθύνη είναι δική μου. Κανείς άλλος δε φταίει. Εγώ προκάλεσα το τραύμα που με βασανίζει, εγώ δημιούργησα την πληγή. Δική μου η ενοχή.
Δε μου φταίξανε οι συνάνθρωποί μου, οι καταστάσεις, ο διάβολος… Εγώ θέλησα και διέπραξα την αμαρτία. Εγώ φταίω. Και δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία. «Πάτερ, ήμαρτον»!…
Ω! Μόλις αρθρώσουμε την ευλογημένη αυτή φράση, όλα μεταμορφώνονται, επανορθώνονται, τακτοποιούνται. Θεία χάρη και έλεος φωτίζει την ψυχή. Μας ανακουφίζει. Ενθουσιασμός ιερός μας συνεπαίρνει, να επανορθώσουμε κάθε παλιά εκτροπή, ζημιά, αδικία… να κερδίσουμε το χαμένο δρόμο, το χαμένο χρόνο…
Κι ο στοργικός Πατέρας μας ακούγεται ν’ απαντά: «Ἐνδύσατε αὐτόν τήν στολήν τήν πρώτην»! «Ὁ υἱός μου οὗτος… ἀνέζησε»! Ξαναβρήκε τη ζωή!

Από τη Χριστιανική Φοιτητική Δράση

Η Αγία Θεοδώρα η Αυγούστα και το άφθαρτο λείψανό της στην Κέρκυρα

Σήμερα η Κέρκυρα τιμά την συμπολιούχο του νησιού Αγία Θεοδώρα την Αυγούστα, το ιερό σκήνωμα της οποίας βρίσκεται τεθησαυρισμένο στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Κερκύρας Υπεραγίας Θεοτόκου Σπηλαιωτίσσης, Αγίου Βλασίου επισκόπου Σεβαστίας και Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστης.


Η Αγία Θεοδώρα γεννήθηκε το 815 μ.Χ., στην Παφλαγονία της Μικράς Ασιάς. Απέκτησε με τον εικονομάχο αυτοκρατορα Θεόφιλο έναν υιό το Μιχαήλ και πέντε θυγατέρες τη Θέκλα, την Άννα, την Αναστασία, την Πουλχερία και τη Μαρία.

Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πολιτική και θρησκευτική πάλη γύρω από το ζήτημα της λατρείας ή όχι των εικόνων, που είχε ξεκινήσει ήδη από το 730 μ.Χ., από τον ιδρυτή της δυναστείας των Ισαύρων Λέοντα τον Γ. Η διαμάχη αυτή χώρισε το Βυζάντιό σε δύο μέρη στους εικονολάτρες και στους εικονομάχους. Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος ακολούθησε εικονομαχική πολιτική. Με βασανιστήρια, διώξεις και καταστροφή ιερών κειμηλίων και εικόνων (π.χ. ασβέστωναν τις ιερές Εικόνες).

Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα έμεινε πιστή στις θρησκευτικές αρχές που είχε διδαχθεί από τους γονείς της και μαζί με τα παιδία της κρυφά στα διαμερίσματα της αλλά και σ'; επισκέψεις στην μητέρα της, απέδιδαν τις πρέπουσες τιμές στους Αγίους. Αποκαλούσαν μητέρα και παιδία τις ιερές Εικόνες ''καλά νινιά'' για να μην καταλάβει κάτι ο αυτοκράτορας.

Το 842 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Θεόφιλος αρρώστησε βαριά από δυσεντερία τόσο που παραμορφώθηκε το στόμα του και ο λάρυγγάς του είχε βγει έξω. Σε όραμά της η αυτοκράτειρα Θεοδώρα είδε, την άχραντο Θεοτόκο με το θείο βρέφος αγκαλιά, περιστοιχισμένη με λαμπροφορεμένους αγγέλους, οι οποίοι έδερναν το Θεόφιλο ανελέητα. Καθώς ξύπνησε άκουσε το σύζυγο της να λέει αναστενάζοντας,’’Αλίμονό σε μένα τον άθλιο και δυστυχή. Για τις αγίες Εικόνες με κτυπάνε.’’; η Θεοδώρα παρακαλούσε θερμά την εικόνα του Χριστού που είχε βγάλει από τα σεντούκια, να τον λυπηθεί.

Ξαφνικά ο Θεόφιλος άρπαξε και καταφιλούσε μια εικόνα, που σαν εγκόλπιο είχε κρεμασμένη ένας από τους παρευρισκομένους. Το θαύμα έγινε και το στόμα και ο λάρυγγάς του επανήλθαν στη φυσιολογική τους κατάσταση.



Με το θάνατο του συζύγου της το 842 ανέβηκε στο θρόνο ο ανήλικος υιός της Μιχαήλ σε ηλικία τριών ετών. Η Αυγούστα, ως επίτροπος του υιού της συγκρότησε και επικύρωσε τα πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας (787), κατέβασε από τον πατριαρχικό θρόνο τον εικονομάχο Ιωάννη, τον έβδομο και ανέβασε το Μεθόδιο. Επίσης αποφασίστηκε η οριστική αναστήλωση των ιερών Εικόνων.

Έδωσε εντολή ν' αφεθούν ελεύθεροι από τις φύλακες και να επιστρέψουν από τις εξορίες όσοι εξαιτίας των εικόνων είχαν βασανισθεί και διωχθεί. Με απόφαση Συνόδου το 842, συγκεντρώθηκαν στην Αγία Σοφία όσοι Πατέρες , μοναχοί , κληρικοί είχαν διασωθεί από την αυτοκρατορική οργή και μ'επικεφαλής την Αυτοκράτειρα Θεοδώρα και τον υιό της Μιχαήλ, τέλεσαν λιτανεία των Ιερών Εικόνων με θυμιατά, λαμπάδες και επανέφεραν στους ναούς τις ιερές Εικόνες. Η εκκλησία μας τιμά και εορτάζει αυτό το γεγονός κάθε χρόνο την πρώτη Κυριακή των Νηστειών, η οποία ονομάσθηκε Κυριακή της Ορθοδοξίας.

 Όμως κηδεμόνας του Μιχαήλ ήταν ο αδερφός της Βάρδας, άνθρωπος ποταπός και ασεβής, που παρέσυρε σε ανόσιες πράξεις τον ανιψιό του. Αφού συκοφάντησε για κατάχρηση του αυτοκρατορικού ταμείου τη Θεοδώρα και πως επιβουλευόταν τον υιό της, κατάφερε να ξεσηκώσει το Μιχαήλ εναντίον της και την έκλεισε στο μοναστήρι των Γαστρίων μαζί με τις κόρες της.

Εκεί εξανάγκασε τον Πάτρωνα, αδερφό της Θεοδώρας να τις κάρει μοναχές, χωρίς τη θελήσή του, ενάντια στην ελευθερία του ατόμου και στους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας. Έζησε έως την κοίμηση της εκεί, διαπρέποντας στο μοναχικό βίο όπως και στον αυτοκρατορικό με τις αρετές και την πιστή της, στηρίζοντας τις κόρες τις. H αληθινή της ευσέβεια και η ορθόδοξη πίστη της, δεν άφησαν τη Θεοδώρα να παρασυρθεί από αλαζονεία, ματαιοδοξία για την βασιλική δόξα που είχε ζήσει, αλλά με πραγματική ταπείνωση έζησε εν Χριστώ.



Κοιμήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου του 867, μετά την ανακομιδή το ιερό λείψανό της βρέθηκε άθικτο, ευωδίαζε μύρο και επιτελούσε πολλά θαύματα, η εκκλησία μας την ανακήρυξε Αγία. Το σεπτό σκήνωμα, φυλασσόταν έως το 1456 στην Κωνσταντινούπολη, μετά την πτώση της μεταφέρθηκε στον Μητροπολιτικό Ναό της Κέρκυρας.

Η Αγία Θεοδώρα παρά το γεγονός ότι ήταν Αυτοκράτειρα, πέθανε ως μοναχή και έπρεπε να έχει καλυμμένη την κεφαλή, όπως εξάλλου μέχρι σήμερα.

Η μνήμη της τιμάται στις 11 Φεβρουαρίου


Κάθε χρόνο, την Κυριακή της Ορθοδοξίας τελείται ιερά λιτάνευση του σεπτού σκηνώματος της Αγίας Θεοδώρας στην πόλη της Κέρκυρας.