Ένας ιστοχώρος Ορθόδοξου Χριστιανικού προσανατολισμού και προβληματισμού.



Μια προσπάθεια για μέθεξη στην πνευματικότητα, στα ιερουργούμενα της Ορθόδοξης Λατρείας και στην Εκκλησιαστική Ζωή.















ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ
Υπέρθυρο της εισόδου του Ναού

Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

 ΚΑΙ Η «ΑΛΩΣΗ» ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΑΣ



Στην ιστορία των λαών, όπως και στην ιστορία της ζωής του καθενός ανθρώπου ξεχωριστά, έρχεται κάποια ώρα που γίνεται ένα συνταρακτικό γεγονός, είτε καλό είναι αυτό, είτε κακό. Τότε, εμείς οι άνθρωποι, που όλα τα βλέπουμε και τα κρίνουμε επιφανειακά, «αποφαινόμαστε» ότι –άν το γεγονός είναι καλό- ο άνθρωπος είναι «τυχερός», ή –άν το γεγονός είναι κακό- ότι είναι «άτυχος».

Όμως, άν κοιτάξουμε τα πράγματα βαθύτερα, τότε βλέπουμε ότι η «τύχη» ή η «ατυχία» είναι δημιουργήματα δικά μας. Στην πραγματικότητα, η ζωή μας «πληρώνει» - συνήθως – για τη «δουλειά» που κάνουμε. Έτσι, κάθε τι καλό που φτάνει να γίνεται φανερό στα μάτια των ανθρώπων, έχει κερδηθεί με κρυφό κόπο και κρυφό αγώνα, ενώ, κάθε πτώση, κάθε καταστροφή, έχει τις ρίζες της πολύ πίσω, σε κάποια μακρινή αρχή συμβιβασμών και παραχωρήσεων, που ενδέχεται κι εμείς οι ίδιοι να την αγνοούμε.

Αυτό το μήνα, κάθε χρόνο, ο νους όλων μας γυρίζει στη μεγάλη αυτοκρατορία μας και στον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιζε κάποτε ο λαός μας στη διαμόρφωση της ιστορίας του κόσμου και στο πώς τα χάσαμε όλ’αυτάκαι μαζί τους χάσαμε κι ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μας και της προσωπικότητάς μας αλλά και της αυτοπεποίθησής μας.
Από ανεξάρτητοι και κυρίαρχοι γίναμε εξαρτώμενοι και υπόδουλοι. Από ηγέτες γίναμε ακόλουθοι. Από πρωτοπόροι, αξιολύπητοι μιμητές πραγμάτων και θεωριών που δεν καταλαβαίνουμε καλά, γι’αυτό και δεν μπορούμε και να τα μιμηθούμε καλά. Εδώ και πεντακόσια πενήντα τρία χρόνια θρηνούμε αυτά που είχαμε και χάσαμε, αλλά ακόμη δεν έχουμε συνειδητοποιήσει τί ακριβώς χάσαμε και γιατί. Ακόμη μιλάμε για την «ατυχία» μας, ακούμε τις γνώμες των «ειδικών», οι οποίοι –τί πρωτότυπο(!)- θεωρούν, ούτε λίγο ούτε πολύ, ως αίτιο όλων των κακών την Εκκλησία και τα Μοναστήρια που δεν πλήρωναν φόρους κι έτσι δεν είχε το κράτος λεφτά να διαθέσει για το στρατό και την άμυνα του κράτους!
 
Αυτοί οι ίδιοι «ειδικοί», βέβαια, δεν έχουν κανένα σχόλιο για τις μεγάλες αρχοντικές οικογένειες, οι οποίες, αντί να απαντήσουν στην έκκληση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και να ενισχύσουν τα βασιλικά ταμεία – ώστε να υπάρχουν χρήματα για να πληρωθούν μισθοφόροι – έστειλαν τα χρήματά τους στη Βενετία και στη Γένοβα, όπου υπήρχαν οι γνωστότεροι τραπεζίτες! Κάτι ανάλογο, δηλαδή, μ’αυτό που γίνεται σήμερα, όπου οι μεγαλύτεροι κεφαλαιοκράτες στέλνουν τα χρήματά τους στις Τράπεζες της Ελβετίας για να φοροδιαφύγουν!
 
Όμως, άν σκεφτούμε λίγο πιο αντικειμενικά και νηφάλια τα πράγματα, παραμερίζοντας τις επηρεασμένες από διάφορες ιδεολογίες πεποιθήσεις μας, θα ανακαλύψουμε πολλά κοινά στην ιστορία της αυτοκρατορίας μας με την ιστορία της προσωπικής μας ζωής.
 
Η πτώση μας είχε αρχίσει πολύ πιο πρίν. Περισσότερο από δυόμισι αιώνες πριν, τότε που μας είχε έρθει το πρώτο «μήνυμα» ότι η ζωή μας δεν πάει καλά, με την πρώτη πτώση της Κωνσταντινουπόλεως στους Φράγκους. Εκείνη η πρώτη πτώση ήταν ασύγκριτα πιο καταστροφική από τη δεύτερη, γιατί αυτοί οι πρώτοι κατακτητές μας, είχαν περισσότερο μίσος και αντιπαλότητα με μας, παρ’όλο που ανήκαν – θεωρητικά – στην ίδια πίστη κι είχαν αποδεχθεί τις βασικές αρχές του δικού μας τρόπου ζωής και του δικού μας πολιτισμού. Οι αγριότητες κι οι λεηλασίες της πρώτης πτώσης, δεν συγκρίνονται με τις καταστροφές της δεύτερης. Δεν χρειάζεται να πει κανείς πολλά. Τα άλογα του Ιπποδρόμου μας, που εξακολουθούν να στέκονται περήφανα και πανέμορφα στην πλατεία του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, τα λένε όλα, για να μην πούμε τίποτα για τα άλλα δύο που βρίσκονται στον πάτο της θάλασσας της Βενετίας, όπου έπεσαν κατά τη μεταφορά τους.
 
Όμως εμείς οι ίδιοι είχαμε ανοίξει την πόρτα στους πρώτους κατακτητές μας. Τους καλέσαμε να έρθουν διαιτητές στις εσωτερικές διαμάχες μας και χρησιμοποιήσαμε το στρατό τους για να πολεμήσουμε ο ένας τον άλλον. Ακόμη κι’ οι ίδιοι οι πολιορκητές απορούσαν πώς κατάφεραν και κατέκτησαν μια τόσο δυνατή Πόλη. Γι’αυτό και ο Δυτικός χρονογράφος απορεί: «Ποτέ πριν στην ιστορία του κόσμου, τόσοι λίγοι δεν έχουν πολιορκήσει τόσους πολλούς...» Κι οι ίδιοι οι κατακτητές, δηλαδή, κατάλαβαν πως, ουσιαστικά, άλωσαν μια «εκ των έσω αλωμένη» Πόλη.
 
Αλλά και πάλι η πτώση μας είχε αρχίσει πιο πριν. Είχε αρχίσει, από τότε που αρχίσαμε να ξεπουλάμε την ψυχή μας κομμάτι-κομμάτι και δεν υπήρχε κανείς να σταθεί και να βάλει ένα τέλος σ’αυτό το ξεπούλημα. Η σφραγίδα της καταδίκης μας ήταν η μάχη στο Μυριοκέφαλο, κι ήταν τόσο παραδειγματική, λες κι ο Θεός ήθελε να μας τρομάξει, μήπως και μπορέσουμε να αναχαιτιστούμε. Αυτή η μάχη χάθηκε από τον ίδιο βασιλιά, ο οποίος είχε - στην αρχή της βασιλείας του – κερδίσει στον ίδιο ακριβώς τόπο μια μεγάλη νίκη εναντίον των Τούρκων. Και στο τέλος της βασιλείας του, στον ίδιο τόπο, όχι απλώς νικήθηκε, αλλά κατέστρεψε ολόκληρο το στρατό της αυτοκρατορίας, χωρίς ελπίδα να μπορέσει να αναδιοργανωθεί ποτέ!
 
Η πτώση της αυτοκρατορίας μας – όπως κι η προσωπική πτώση του καθενός μας – δεν ήταν θέμα μιας ή δύο μαχών, ενός ή δύο χρόνων. Είναι ένα μακροχρόνιο ξεπούλημα του εαυτού μας και της προσωπικότητάς μας. Κι η υποδούλωση στους βαρβάρους - νοητούς και πραγματικούς – έρχεται σαν το λυπηρό, αλλά αναπόφευκτο τέλος.
 
Το θαυμαστό με το λαό μας είναι ότι, ακόμη κι όταν όλα είναι χαμένα, βρίσκει ανθρώπους σαν τον τελευταίο αυτοκράτορα, τον Κωσταντίνο Παλαιολόγο. Ανθρώπους με τέτοια ψυχική δύναμη, ώστε να δεχτούν να πάρουν πάνω τους το βάρος της απελπισίας και να σημαδέψουν το τέλος με μια ακτίνα ελπίδας. Ανθρώπους που παραμερίζουν τον εαυτό τους και δέχονται να πληρώσουν – μαζί με τα προσωπικά τους λάθη – και για τα λάθη όλων των προγόνων τους. Ανθρώπους λεβέντες και ωραίους, που σε κάνουν να νοιώθεις περήφανος που τους έχεις προγόνους.
 
Η εποχή μας, άν τη ψάξει κανείς, έχει πολλά κοινά με την εποχή πριν απ’την πτώση. Μπορεί εξωτερικά τα πράγματα να έχουν αλλάξει, οι αυτοκρατορίες να έχουν έρθει και να έχουν φύγει, αλλά οι άνθρωποι δεν έχουμε αλλάξει κι οι μάχες δίνονται και κερδίζονται με τους ίδιους περίπου τρόπους. Γι’ αυτό έχουμε να μάθουμε πολλά όταν ενδιαφερθούμε να γνωρίσουμε τη ζωή εκείνων των ανθρώπων, γιατί θα διδαχτούμε από τα δικά τους λάθη και θα τα αποφύγουμε.
 
Κι αυτό που έχουμε να μάθουμε από τον τελευταίο αυτοκράτορα, που δεν είχε αυτοκρατορία, είναι το πώς θα μάθουμε να ζούμε σ΄ ένα κόσμο χωρίς ελπίδα, κι εμείς να μην απελπιζόμαστε. Να ζούμε με την πεποίθηση πως, και η προσωπική μας ιστορία και η ιστορία του κόσμου μας, τελικά, ξεπερνάει τις δικές μας δυνάμεις και ανήκει στόν «ετάζοντα καρδίας και νεφρούς».
 
Εμείς, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να βρούμε τη δική μας Πύλη του Αγίου Ρωμανού και να αγωνιστούμε να κρατήσουμε τους βαρβάρους έξω. Κι άν δεν μπορέσουμε, γιατί είναι πολλοί και δυνατοί, τότε να πέσουμε όρθιοι, με το σπαθί στο χέρι!
Νινέττα Βολουδάκη
ttp://orthodoxovima.blogspot.com

Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ, ΤΟΥ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΥ

Γιορτάζουμε σήμερα 28 Μαΐου, ημέρα μνήμης του Αγίου Ανδρέα, του διά Χριστόν σαλού, ας πούμε λίγα λόγια:

Ο βίος του Αγίου Ανδρέου συντάχθηκε από τον πρεσβύτερο Νικηφόρο της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, περί τα μέσα του 10ου αιώνος μ.Χ. (956 – 959 μ.Χ.), επί βασιλείας του Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου.

Ο Άγιος Ανδρέας, ο διά Χριστόν σαλός, καταγόταν από την Σκυθία και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού (886 – 912 μ.Χ.). Από παιδική ηλικία είχε πουληθεί ως δούλος σε κάποιον πρωτοσπαθάριο και στρατηλάτη της Ανατολής, ονομαζόμενο Θεόγνωστο, άνδρα ενάρετο και ευσεβή, ο οποίος τόσο αγάπησε τον μικρό Ανδρέα, ώστε τον μεταχειρίστηκε ως υιό του, φροντίζοντας για την επιμελή και θεοσεβή μόρφωση αυτού.

Τον Ανδρέα είλκυαν περισσότερο από κάθε άλλο τα ιερά γράμματα και ιδιαίτερα οι Βίοι και τα Μαρτύρια των αγωνιστών της Χριστιανικής πίστεως. Τέτοιος δε υπήρξε ο ζήλος του προς αυτά, ώστε αποκλήθηκε «σαλός» (μωρός), διότι ο ζήλος του αυτός τον ωθούσε πολλές φορές στο να υπομένει εμπαιγμούς, ταπεινώσεις και βαριές ύβρεις και να προβαίνει σε διαβήματα που κρίνονται ως ανισόρροπα και εκκεντρικά. Αλλά εκείνος υπέμενε τους εξευτελισμούς, παρηγορούμενος από το ότι πολλές φορές πετύχαινε να επαναφέρει στην ευθεία οδό παραστρατημένες υπάρξεις.
Αλλά ο Άγιος Ανδρέας διακρινόταν και για την φιλανθρωπία και την αγαθοποιία του. Όχι μόνο μοιραζόταν τα υπάρχοντά του με τους φτωχούς, αλλά προσέφερε ότι είχε και ο ίδιος έμενε νηστικός και γυμνός. σε εκείνους που τον παρατηρούσαν για τις υπερβολικές αγαθοεργίες του, υπενθύμιζε τους λόγους του Κυρίου «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων τών αδελφών μου τών ελαχίστων, εμοί εποιήσατε», και τους έλεγε ότι στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου, και μάλιστα του πάσχοντος αδελφού, έβλεπε τον Χριστό.

Ο Άγιος, σε μία ολονύκτια Ακολουθία στο ναό των Βλαχερνών είδε τη Θεοτόκο στον ουρανό προσευχόμενη και σκέπουσα το λαό με το τίμιο ωμοφόριό της (1 και 28 Οκτωβρίου).

Κάποια ημέρα συνέβη κάτι παράδοξο στο θεράποντα του Κυρίου. Κατά την συνήθειά του, για να μην γνωρίζει κανείς την εργασία του στους προθάλαμους των εκκλησιών, όπου προσευχόταν, πορευόταν κρυφά προς το ναό της Πανυμνήτου Θεοτόκου, στην αριστερά στοά της αγοράς του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έτυχε, τότε, κάποιο παιδί να διέρχεται τη λεωφόρο, εκτελώντας διαταγή του κυρίου του. Ο Όσιος πήγαινε προς το ναό για να προσευχηθεί• το παιδί τάχυνε το βήμα του και τον πρόφθασε, χωρίς ο Όσιος να το αντιληφθεί. Όταν έφθασε προ των πυλών του ναού ο Ανδρέας, Θεού θέλοντος, εξέτεινε τη δεξιά του χείρα και αφού σφράγισε με το σημείο του τιμίου Σταυρού τις πύλες, αυτές ευθύς υποχώρησαν. Εισήλθε στο ναό και άρχισε τις προσευχές, μη γνωρίζοντας ότι κάποιος τον παρακολουθούσε. Το παιδί, το οποίο ακολουθούσε τον Όσιο, γνώριζε ότι ο άνθρωπος ήταν σαλός. Όταν τον είδε να ανοίγει αυτομάτως τις πύλες του ναού, έφριξε και κυριεύθηκε από τρόμο• έλεγε, λοιπόν, στον εαυτό του: «Ποιόν δούλο του Θεού οι κατά αλήθειαν μωροί σαλό ονομάζουν! Πόσο μεγάλος άγιος είναι, και εμείς οι ανόητοι αγνοούμε! Πόσους κρυφούς δούλους έχει ο Θεός και ουδείς γνωρίζει τα περί αυτών!».

Αυτά λογιζόταν το παιδί και πλησίασε, για να μάθει τί κάνει ο Άγιος εντός του ναού• βλέπει, λοιπόν, αυτόν προ του άμβωνος να κρέμεται στον αέρα και να προσεύχεται. Κατεπλάγη από το παράδοξο τούτο θέαμα και αναχώρησε, για να εκτελέσει την διαταγή του κυρίου του. Ο Όσιος τελείωσε την προσευχή του και έφυγε. Εξερχόμενος από το ναό, ασφάλισε πάλι τις θύρες με το σημείο του Σταυρού. Τότε αντιλήφθηκε την παρουσία του παιδιού και λυπήθηκε, επειδή κάποιος οικέτης έγινε θεατής των συμβάντων• ανέμενε την επιστροφή του παιδιού, για να του παραγγείλει να μην αποκαλύψει τα περί του Οσίου. Συνάντησε το παιδί και είπε: «Φύλαξε, τέκνον, όλα όσα είδες στον τόπο τούτο και θα έχεις το έλεος του Κυρίου του Θεού».

Μία ημέρα, προς το τέλος της αγίας Τεσσαρακοστής, ο λαός της βασιλευούσης των πόλεων, της Κωνσταντινουπόλεως, επευφημούσε τον Δεσπότη Χριστό μετά βαΐων και ύμνων. Βλέπει, τότε, ο μακάριος Ανδρέας, κάποιον γέροντα, ωραίο κατά την εξωτερική εμφάνιση, να εισέρχεται στο ναό της του Θεού Σοφίας. Πλήθος λαού τον ακολουθούσε, με βάια και σταυρούς, οι οποίοι έλαμπαν ως αστραπή• μελωδούσαν μέλος τερπνό, ηδύ και σωτήριο. Ο ένας στον άλλο παραχωρούσε το προβάδισμα και όλοι κατευθύνονταν προς τον άμβωνα. Ο γέροντας εκείνος κατείχε κινύρα και έκρουε τις χορδές συνοδεύοντας τους ψάλτες. Ο μακάριος ετέρπετο από το θέαμα και την ψαλμωδία• σκίρτησε και είπε: «Μνήσθητι Κύριε τού Δαβίδ καί πάσης τής πραότητος αυτού. Ιδού, ακούσαμε τήν Κυρία τήν Κυριοπρεσβεύτρια καί τήν ευρήκαμε όμοια πρός τή Σοφίαν τήν τερπνή».
Αυτά έλεγε ο Άγιος. Κάποιοι από τους παρευρισκόμενους σοφούς έλεγαν: «Πώς, σαλέ; Αναφέρεται στο στίχο αυτό του ψαλμού η Παναγία; Τί είναι αυτά τα οποία λέγεις;». και εξ αιτίας της άγνοιάς τους γέλασαν και αναχώρησαν. Ο μακάριος τα έλεγε αυτά επειδή είδε τον Δαβίδ με άλλους Προφήτες να έχουν έλθει εκεί.

Έτσι θεοφιλώς έζησε ο διά Χριστόν σαλός Άγιος Ανδρέας και κοιμήθηκε με ειρήνη σε ηλικία εξήντα έξι ετών. Ευθύς ευωδίασαν μύρα και θυμιάματα στον τόπο εκείνο, όπου άφησε το πνεύμα του ο Άγιος. Μία γυναίκα φτωχή, η οποία διέμενε πλησίον οσφράνθηκε την ηδύπνοο και ασύγκριτη ευωδία. την ακολούθησε, λοιπόν, αυτή και έφθασε στον τόπο εκείνο όπου έκειτο ο Άγιος. Βρήκε τον μακάριο νεκρό• ήδη δε ανέβλυζε μύρο από το τίμιο λείψανό του. Έτραξε, λοιπόν, και ανήγγειλε το θαύμα, επικαλούμενη με όρκο ως μάρτυρα τον Θεό. Πολλοί συγκεντρώθηκαν τότε, αλλά δεν βρήκαν το τίμιο λείψανο του Αγίου. Τους προκαλούσε κατάπληξη, όμως, η ευοσμία του μύρου και των θυμιαμάτων. Ο Κύριος, ο Οποίος γνωρίζει τα κρίματα εκάστου και τα απόκρυφα κατορθώματα του Αγίου, μετέθεσε το λείψανο του Αγίου.

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι ο Άγιος Ανδρέας έγραψε πολλές προφητείες οι οποίες δεν εκδόθηκαν ποτέ και βρίσκονται στην Μονή Iβήρων.

Προσευχή του Αγίου Ανδρέου προ της μακαρίας κοιμήσεώς του

«Ο Πατέρας, ο Υιός καί τό Άγιο Πνεύμα, Τριάς η ζωοποιός καί ομοούσιος, σύνθρονος καί αμέριστος, παρακαλούμέν Σε οι πένητες, οι ξένοι, οι πτωχοί καί γυμνοί: οι μή έχοντες πού τήν κεφαλήν κλίναι: ένεκεν τού ονόματός Σου κλίνομεν τό γόνυ τής ψυχής καί τού σώματος, τής καρδίας καί τού πνεύματος καί δεόμεθά Σου καί ικετεύομέν Σε, τόν Θεόν, τό φοβερόν όνομα Σαβαώθ: αγαθέ καί άγιε Δέσποτα, πλαστουργέ, ποιητά, παντοκράτωρ κλίνον τό ούς σου καί πρόσδεξε ευμενώς τήν ικετήριον δέησιν ημών τών ταπεινών καί αξίωσόν μας νά αγιασθώμεν, εν τή δυνάμει καί τώ ονόματί Σου, Κύριε, οικτίρμον, ελεήμον, μακρόθυμε καί πολυέλεε. Ελθέ, Πατέρα, Υιέ καί Πνεύμα Άγιο: ελθέ, τό όνομα τού Πατρός τού Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος, μετά συμπαθείας διά τά παραπτώματά μας, τά εν λόγω ή έργω ή εν ενθυμήσει ή διανοία. Πάριδε καί άφες ταύτα αγαθέ, εύσπλαχνε, ελεήμον, πολυέλεε. Καί μή μάς καταισχύνης: μή μάς απορρίψης από τού προσώπου Σου: Σύ, ο Οποίος από αγάπην υπερβολικήν καί γλυκυτάτην φιλανθρωπίαν, κάμπτεσαι από τάς προσευχάς τών φίλων Σου».

Απολυτίκιο:  Ήχος δ’.  Ταχύ προκατάλαβε.

Μωρίαν εκούσιον διά Χριστόν τόν Θεόν, επόθησας Όσιε, τόν σοφιστήν αληθώς, μωράνας καί ήνυσας, μέσον πολλών θορύβων, τόν αγώνα Ανδρέα: όθεν σε ο Δεσπότης, Παραδείσου πρός πλάτος, εσκήνωσε πρεσβεύειν υπέρ τών τιμώντων σε.

Κυριακή 27 Μαΐου 2012

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΟΣ

ΕΝΑΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΤΟΥ ΡΩΣΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΟΥ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

                                             Αποψη του Προκοπίου με το φρούριό του
Ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος γεννήθηκε σε ένα χωριό της Νότιας Ρωσίας, στη σημερινή Ουκρανία, γύρω στα 1690, από ενάρετους και πιστούς Ορθόδοξους γονείς. Στα χρόνια του Τσάρου Μεγάλου Πέτρου έλαβε μέρος στο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1710-11 και αιχμαλωτίστηκε, όπως και χιλιάδες άλλοι συμπολεμιστές του, από τους Τατάρους. Αυτοί με τη σειρά τους, τον πούλησαν σε ένα Οθωμανό αξιωματικό ίππαρχο, ο οποίος έμενε στο Προκόπι της Καππαδοκίας. Εκεί, παρ’ ότι πιέστηκε σκληρά να αρνηθεί τη χριστιανική πίστη, απαντούσε ακλόνητος «Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θέλω να πεθάνω», χωρίς να καμφθεί από τα φρικτά και απάνθρωπα βασανιστήρια. Τότε τον έριξε ο Τούρκος σε ένα υπόγειο στάβλο, όπου και έζησε με ταπείνωση και τέλεια υπομονή, μαζί με τα ζώα, ξυπόλητος, στο κρύο, στη σκλαβιά, σε μια τιτάνια πνευματική άσκηση, δοξάζοντας το Θεό.

                                 Άποψη του Προκοπίου -σημερινού Ürgüp- από το φρούριο

.Τις νύχτες πάλι, εκείνος ο σκλάβος έτρεχε με όλη τη βαριά κούραση της ημέρας και αγρυπνούσε προσευχόμενος στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, που ήταν λαξευμένο στα σπλάχνα του καππαδοκικού βράχου. Με τον καιρό, οι Τούρκοι δεν τον πείραζαν και μάλιστα εκείνοι στους οποίους ήταν δούλος, έπαψαν να του φέρονται άσχημα και προσβλητικά.

 
                     Εκκλησία που μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924 μετετράπη σε τζαμί
.Μια μέρα και ενώ ο Τούρκος αφέντης βρισκόταν στη Μέκκα, η γυναίκα του έκανε τραπέζι σε συγγενείς και φίλους στο Προκόπι για να επιστρέψει με το καλό ο άντρας της. Ο Ιωάννης υπηρετούσε τότε στο τραπέζι, όταν σερβιρίστηκε και ένα πιάτο από το αγαπημένο πιλάφι του αφέντη. Το είδε και η Τουρκάλα και αναστέναξε λέγοντας: «Πόση ευχαρίστηση θα λάμβανε Γιουβάν (=Ιωάννης, Γιοβάν) ο αφέντης σου, αν ήταν εδώ και έτρωγε μαζί μας από τούτο το φαγητό»! Ο Ιωάννης πήρε τότε ένα πιάτο με ζεστό πιλάφι και είπε πως θα το έστελνε στον αφέντη στη Μέκκα, κάνοντας όλη τη συντροφιά να γελάσει για τα καλά! Νόμιζαν πως θα το έδινε πάλι σε καμιά φτωχή οικογένεια του χωριού, όπως έκανε άλλωστε συχνά. Εκείνος όμως το πήρε και πήγε στο στάβλο του. Γονάτισε και με την προσευχή του ανέθεσε στον Κύριο των πάντων την εκπλήρωση του αιτήματος. Και Εκείνος που είχε πει στους μαθητές Του «πάντα όσα εάν αιτήσητε εν τη προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε» έκανε το θαύμα Του!

Έτσι, όταν μετά από ημέρες γύρισε ο Αγάς και τους έδειξε το πιάτο που είχε ξαφνικά βρει μπροστά του εκεί στη Μέκκα, με αχνιστό το αγαπημένο του πιλάφι, τότε όλοι άφωνοι, κατάλαβαν ότι ο φτωχός και καλός Ιωάννης, ήταν Άγιος του αληθινού Θεού! Από τότε όλοι, όχι μόνο στο Προκόπι, αλλά και στα γύρω χωριά, σεβόταν πια το Γιοβάν, το Ορθόδοξο παλικάρι από τη Ρωσία και έπαψαν παντελώς να τον ενοχλούν…

                                     Σπίτια ευπόρων Προκοπινών που πλούτισαν στην Πόλη

Μετά από χρόνια κακουχίας, ο άγιος αρρώστησε και προαισθανόμενος την κοίμησή του, ειδοποίησε να του φέρουν να μεταλάβει. Ο Ιερέας τότε, λόγω του φανατισμού των Τούρκων, φοβήθηκε να μεταφέρει φανερά τα Άγια στο στάβλο και σκάβοντας ένα μήλο, έβαλε με ασφάλεια μέσα τη Θεία Κοινωνία και έτσι κοινώνησε τον Ιωάννη. Μετά από λίγο, στις 27 Μαΐου 1730, ο Άγιος έκλεισε τα μάτια του και έγειρε το κεφάλι του, όπως τον βλέπει άλλωστε κανείς και τώρα, στο σημερινό Προκόπι, να κοιμάται γαλήνια, ολόσωμος και άφθορος, αναμένοντας την Ανάσταση. Αυτό το θαύμα του άφθαρτου λειψάνου, φανερώθηκε στο παλιό Προκόπι στα 1733, όταν μετά από αποκάλυψη του ίδιου του Αγίου ουράνιο φως φώτισε τον τάφο του. Στην εκταφή τότε διαπιστώθηκε το ασύλληπτο θαύμα του άφθαρτου σώματος, που ευωδίαζε άρρητα!

Στα 1830, την εποχή που μαίνεται η σύγκρουση μεταξύ Σουλτάνου και Ιμπραχίμ της Αιγύπτου, το Προκόπι της Καππαδοκίας θα νιώσει το φρικτό ξέσπασμα της τουρκικής μανίας, όταν οι στρατιώτες του Σουλτάνου Οσμάν Πασά δε θα διστάσουν, για να εκδικηθούν τους Χριστιανούς, να ρίξουν ακόμα και αυτό το άγιο λείψανο του Οσίου Ιωάννη στη φωτιά! Τότε είναι, που έντρομοι οι ιερόσυλοι Τούρκοι, βλέπουν το σώμα του Αγίου να κινείται μέσα στις φλόγες ολοζώντανο, να τους φοβερίζει και να τους διώχνει! Την άλλη μέρα και αφού οι ασεβείς είχαν φύγει μισοπεθαμένοι από το φόβο τους, οι Χριστιανοί, με πόνο και αγωνία, σήκωσαν βουβοί τα κάρβουνα και τις στάχτες για να αντικρίσουν και πάλι το θρίαμβο της αγιοσύνης, το ολόσωμο και άφθαρτο λείψανο του άγιου παλικαριού, εντελώς ακέραιο και απείραχτο από την πυρκαγιά! Ευλύγιστο και μυρωμένο και μονάχα μαυρισμένο από τις κάπνες και τις φλόγες των Αγαρηνών, έτσι όπως το αντικρίζει κανείς και σήμερα στο Νέο Προκόπι της Εύβοιας.

Η επιγραφή του λουτρού σε δύο γλώσσες και ένα αλφάβητο: αριστερά στην καραμανλήδικη και δεξιά στην ελληνική:
Δείγμ’ αγάπης εις αιώνα

Ω πατρίς ερατεινή

Σοι ανήγειρε λουτρώνα

Η των τέκνων συνδρομή.

Ομονοίας είναι έργον

Θαυμαστόν περικαλλές

Νεολαία σου το μέλλον

Ετοιμάζον ευθαλές.

Εθεμελ τω 1900 επερατ τω 1902



Ο τάφος του «Αζίζ Γιουβάν» έγινε λαϊκό προσκύνημα για Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, αφού ευεργετούσε τους πάντες χωρίς διάκριση. Το 1924, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι κάτοικοι του Προκοπίου μετέφεραν ως θησαυρό ατίμητο το άφθαρτο λείψανό του στην Εύβοια, στο χωριό Εμίν Αγά, που το ονόμασαν Νέο Προκόπιο. Και ο περικαλλής Ιερός Ναός, που κτίσθηκε προς τιμήν του, δέχεται την επίσκεψη χιλιάδων πιστών όλο το χρόνο. Μεγάλη είναι η προσέλευση Ρώσων, που αποδίδουν ιδιαίτερες τιμές στον ομοεθνή τους Άγιο. Ο Άγιος Ιωάννης μπορεί να μην ήταν Έλληνας Καππαδόκης, πότισε όμως με τον άιμα και τον ιδρώτα του το σκληρό χώμα της αγιοτόκου Καππαδοκίας και τελικά ήρθε, πρόσφυγας κι αυτός μαζί με τους Καππαδόκες πρόσφυγες, στη νέα πατρίδα, στην Ελλάδα.
πηγή: http://www.proskynitis.blogspot.com/