Ένας ιστοχώρος Ορθόδοξου Χριστιανικού προσανατολισμού και προβληματισμού.



Μια προσπάθεια για μέθεξη στην πνευματικότητα, στα ιερουργούμενα της Ορθόδοξης Λατρείας και στην Εκκλησιαστική Ζωή.















ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ
Υπέρθυρο της εισόδου του Ναού

Σάββατο 4 Αυγούστου 2012

ΣΤΑ ΚΥΜΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ

Ένα κείμενο που πρέπει να διαβάσουμε όλοι μας. Ιδιαίτερα όσοι αυτόν τον καιρό πιέζονται από θλίψεις, όσοι απελπίζονται και νιώθουν απόγνωση.


(Ματθ. 14, 22-34)

Κυριακή Θ’ Ματθαίου

ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

Ομιλία 32η στο Ευαγγέλιο με θέμα την καθησύχαση της τρικυμίας όπου γίνεται λόγος και για τους πειρασμούς.



Ο άγιος Γρηγόριος ερμη­νεύει και αυτή τη διήγηση με την αναγωγική μέθοδο. Ιστορικά αυτή αποτελεί έκθεση του θαύματος της ηρέμησης των κυμάτων, ηθικά όμως υποδηλώνει την μέσω των πειρασμών τελειοποίηση της πίστεως, ενώ αναγωγικά παριστάνει τη δυσκολία του έργου των Αποστόλων στον εθνικό κόσμο. Ο Ιησούς Χρι­στός ανάγκασε τους μαθητές να μπουν στο πλοίο και να μεταβούν στην απέναντι όχθη πριν από αυτόν. Αφού έθρεψε προηγουμέ­νως σωματικά τις πέντε χιλιάδες, αποστέλλει τώρα τους μαθητές στην τρικυμιώδη θάλασσα των Εθνικών, για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο, αντιμετωπίζοντας παντός είδους πειρασμούς. Η γνη­σιότητα της πίστεως στον Θεό χαρίζει υπομονή στους πειρα­σμούς, και αυτή πάλι τελειοποιεί την πίστη. Οι άνθρωποι βέβαια λυπούνται για τους πειρασμούς, που έπρεπε να χαίρονται, και «παρ’ εμού», λέγει ο ομιλητής, «ταύτην μάλιστα ζητείτε την άνεσιν των σωματικών πειρασμών, ης εγώ μάλλον καταφρονήσας προς ύμας ήλθον συμπάσχειν υμίν αιρούμενος». Ήταν περίο­δος θλίψεως των Θεσσαλονικέων, πιθανώς λόγω πολιορκίας.

* * *
1. Ο αδελφόθεος Ιάκωβος λέγει, «να το θεωρείτε ως τη μεγαλύτερη χαρά εάν περιπέσετε σε διάφορους πειρασμούς». Δεν είπε απλώς να "χαίρεσθε", αλλά «να το θεωρήσετε μεγάλη χαρά», πα­ραινώντας όχι να είναι κανείς αναίσθη­τος προς τα οδυνηρά πράγματα, γιατί αυτό είναι αδύνατο, αλλά εισηγείται να θεωρεί επικρατέστερο τον θεάρεστο λογισμό. Είπε, «κάθε χαρά», δηλαδή τέλεια, μέγιστη, ανελλιπή, και μάλιστα όταν οι πειρασμοί είναι ποικίλοι. Γιατί; Επειδή με την υπομονή των πειρασμών γυμναζόμαστε και γινόμαστε και δοκιμώτεροι στα σχετικά με τον Θεό. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και αναγνωριζόμαστε ως ευδόκιμοι. Γιατί αυτό λέγει και η Σοφία Σολομώντος για τους αγίους· «ότι υπέβαλε ο Θεός αυτούς σε δοκιμασίες και τους βρήκε άξιους του εαυτού του». Αρα λοιπόν δεν είναι γι' αυτούς ο πειρασμός αυτός άξιος κάθε χαράς; Αυτό αφού είπε και ο Θεός προς τον Ιώβ, τον απάλλαξε από τη λύπη για τον πειρασμό, λέγοντας· «νομίζεις ότι για άλλο λόγο σε μεταχειρίσθηκα έτσι, και όχι για να αποδειχθείς δίκαιος;». Τί ήθελε να του πει με αυτό; Σε μεταχειρίσθηκα έτσι, για να δοκιμά­σω την πίστη σου προς εμένα, σε ευεξία, σε καλή φήμη και ευπορία, και φάνηκες δίκαιος, συμπεριφερόμενος ως προς αυτά σύμ­φωνα με το θέλημά μου, προς εμένα που σου τα πρόσφερα, δια­χειριζόμενος και διοικώντας αυτά όπως εγώ ήθελα· σε μεταχειρί­σθηκα έτσι, για να δοκιμάσω την πίστη σου σε μένα, σε καχεξία, σε αδοξία, σε απορία, και φάνηκες δίκαιος, λέγοντας· «αν δεχθή­καμε τα αγαθά από τα χέρια τού Κυρίου, τα κακά δεν θα τα υπο­μείναμε;».

2. Από πού λοιπόν προέρχεται η υπομονή στους πειρασμούς; Από τη γνησιότητα της πίστεως στον Θεό. Ώστε οι πειρασμοί είναι μέσα δοκιμασίας των πιστών. Γι' αυτό ο αδελφός τού Κυ­ρίου Ιάκωβος, αφού μας παρήγγειλε να χαιρόμαστε όταν περιπέσομε σε πειρασμούς, πρόσθεσε· «η δοκιμασία της πίστεώς σας επεξεργάζεται υπομονή, και η υπομονή», λέγει, «ας έχει έργο τέλειο». Κανένα, λέγει, από τα έργα της αρετής να μη κολοβώ­σεις, περιερχόμενος σε μαλθακότητα από την επίθεση των πειρα­σμών, αλλά μαζί με την υπομονή ας υπάρχει σε σένα και η τελειό­τητα της αρετής. Επειδή όμως ο άνθρωπος δεν πετυχαίνει την τελείωσή του μόνο με τα ακούσια, αλλά πρέπει να συνυπάρχουν και τα εκούσια, που είναι η σωφροσύνη, η δικαιοσύνη, η αγάπη προς τον Θεό και αναμεταξύ μας, και τα όσα ακολουθούν αυτήν, γιατί και αυτά μας χρειάζονται για την τελείωση, γι' αυτό ο θείος αυτός απόστολος γράφοντας προς εμάς προσθέτει· «και η υπο­μονή ας έχει τέλειο έργο, για να είσθε τέλειοι και ολόκληροι, χω­ρίς να υστερείτε σε τίποτε», εννοώντας αυτό ακριβώς, ότι, αν θέλετε να δείχνετε τέλεια την προς τον Θεό πίστη σας, όχι μόνο να υποφέρετε γενναία πάσχοντας εξωτερικά, αλλά και οι ίδιοι από μόνοι σας να πράττετε τα θεάρεστα, έστω και αν είναι επίπονα· γιατί η πράξη και το πάθος, όταν συνεργάζονται μεταξύ τους για το αγαθό, παρέχουν στον άνθρωπο την κατά Θεόν τελείωση.


3. Πώς όμως δεν είπε, "να χαίρεσθε όταν πράττετε την αρετή", αλλά «όταν είσθε σε πειρασμούς»; Γιατί το να ασκούμε την αρετή εξαρτάται από μας και βρίσκεται στην εξουσία μας, το να περιπέσομε όμως στους πειρασμούς δεν εξαρτάται από μας. Επειδή όμως χωρίς αυτούς δεν υπάρχει τελείωση ή φανέρωση τής προς τον Θεό πίστεως, εκείνος που τρέχει προς την τελείωση τής πίστεως, όταν περιπέσει σε πειρασμούς, θα χαρεί που βρήκε το μέσο με το οποίο θα επιπετύχει την τελείωση. Γιατί στους τέλειους ως προς την πίστη για τη φανέρωση της τελειότητάς τους συμβάλλουν ωφέλιμα οι πειρασμοί, το πλέον θαυμαστό όμως είναι ότι όταν συμβεί να ρθουν τελειοποιούν και τους ατελείς, πράγμα που γίνεται φανερό και από τα λόγια τού ευαγ­γελίου που αναγνώσθηκε σήμερα.

4. Ας τα παρουσιάσομε όμως αυτά από την αρχή στην αγάπη σας. «Τον καιρό εκείνο ανάγκαζε ο Ιησούς τους μαθητές του να μπουν στο πλοίο και να τον μεταφέρουν στην απέναντι όχθη, μέχρις ότου απολύσει τα πλήθη, και αφού απέλυσε τα πλήθη, ανέβηκε στο όρος για να προσευχηθεί ιδιαιτέρως». Και ερω­τούμε· ποιόν «εκείνον τον καιρό»; Όταν έθρεψε πέντε χιλιάδες ανθρώπους, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά, με πέντε άρτους και δύο ψάρια, και χόρτασαν τόσο πολύ, ώστε να γεμίσουν και δώδεκα κοφίνια με τα περισσεύματα των κλασμάτων, όπως ακούσαμε στις εκκλησίες την περασμένη Κυριακή (Την ογδόη Κυριακή Ματθαίου 14, 14-22).

5. Θα μπορούσε ίσως να απορήσει κανείς, για ποιο λόγο ανά­γκαζε τους μαθητές να μπουν στο πλοίο. Μπορούμε βέβαια να πούμε, ότι προγραμμάτιζε και τα στη συνέχεια, σπεύδοντας προς τα έργα τα οποία ήρθε να τελέσει πάνω στη γη. Εγώ όμως, γι' αυτό θα απορούσα, αν δεν τους ανάγκαζε. Επειδή δηλαδή εκεί­νος ήθελε να προβάλει σε όλους τον εαυτό του με τα έργα υπό­δειγμα κάθε καλού, έδειξε βέβαια πως πρέπει κανείς να συνανα­στρέφεται τα πλήθη προς ωφέλεια των ψυχών και των σωμάτων, υπολειπόταν όμως να δείξει και πως πρέπει συνευρίσκεται με τον Θεό, το να προσηλώνει δηλαδή το νου του σ’ αυτόν απαλ­λαγμένο από όλα τα επίγεια· πολύ βέβαια συμβάλλει σ’ αυτό η μόνωση και ερημία και η κατ’ αυτήν ησυχία. Επειδή λοιπόν ήταν καιρός να διδάξει και αυτό, ότι είναι καλό η ερημία και ηρεμία, η προσευχή και η μόνωση, και γι' αυτό έπρεπε να ανεβεί στο όρος, ώστε να προσευχηθεί μόνος, και οι μαθητές επιθυ­μούσαν να είναι μαζί τους αδιάκοπα, και δύσκολα δέχονταν ν’ αποσπασθούν από εκείνον, πώς θα ανέβαινε μόνος στο όρος αν δεν τους ανάγκαζε να μπουν στο πλοίο και να το οδηγήσουν στην απέναντι όχθη;
 

6. Πρέπει όμως να προσέξομε εδώ και κάτι άλλο· όπως δηλαδή τώρα, αφού θεράπευσε και δίδαξε και έθρεψε το πλήθος με θαυ­μαστό τρόπο, απολύοντάς τους και ανεβαίνοντας στο όρος, ανά­γκασε τους μαθητές να παραδώσουν τους εαυτούς τους στη θά­λασσα και στα κύματα, έτσι ύστερα, αφού με την ενανθρώπησή του θεράπευσε τη φύση μας, τη δίδαξε και την έθρεψε με τον εαυ­τό του, αφήνοντάς μας σωματικά και ανεβαίνοντας στον ουρανό, έστειλε τους μαθητές σ’ όλο τον κόσμο, με άλλα λόγια στην αλμυ­ρή, επειδή είναι γεμάτη από πειρασμούς, θάλασσα των εθνικών, σαν με σκάφος, με το ευαγγέλιο και την κατ’ αυτό Εκκλησία, με το οποίο παραδόθηκαν στους πειρασμούς. Και όχι μόνο τους έστειλε, αλλά και τους ανάγκασε. Εάν κάποιος γνωρίζει τα σχετικά με τον Ιωάννη τον αγαπημένο από τον Χριστό θεολόγο, εάν κάποιος γνωρίζει γιατί επιτράπηκε η σχετικά με τον θάνατο του Στεφάνου θλίψη και ο διωγμός που ακολούθησε εκείνην, θα καταλάβει τί εννοώ· πράγματι δεν ήθελαν οι Απόστολοι να βγουν από τα Ιε­ροσόλυμα, αλλ' επειδή αναγκάσθηκαν από τον διωγμό, διασπάρθηκαν στον κόσμο, και έτσι εκπλήρωσαν την αποστολή.

7. Και δεν αναγκάσθηκαν απλώς να διαπλεύσουν την κοσμική θάλασσα, μέσα στην οποία υπάρχει κάθε θλίψη και κάθε είδος πειρασμού, αλλά και να προχωρήσουν πέρα από αυτήν, δηλαδή να νικήσουν και να βρεθούν πέρα από τους πειρασμούς με τη νίκη. Όμως δεν το κατόρθωσαν χωρίς τον Ιησού· γιατί λέγει· «το πλοίο ήδη βρισκόταν στο μέσο της θάλασσας βασανιζόμενο από τα κύματα· γιατί ήταν αντίθετος ο άνεμος». Δεν ήταν τότε περισ­σότερο αντίθετος σ’ αυτούς ο άψυχος άνεμος, όσο ήταν ο Δομετιανός και ο Τραϊανός και ο Νέρων αργότερα· ή καλύτερα αυτοί βέβαια και οι παρόμοιοι είναι άγρια κύματα εγειρόμενα φοβερά εναντίον τής Εκκλησίας, ενώ ο αντίθετος άνεμος που τους τα­ρακουνά και τους αναστατώνει είναι το πνεύμα της πονηρίας, ο αντικείμενος για πάντα στην Εκκλησία του Χριστού διάβολος. «Κατά την τέταρτη όμως», λέγει «φυλακή της νύχτας πήγε προς αυτούς ο Ιησούς περπατώντας πάνω στη θάλασσα», δηλαδή μετά την ένατη ώρα της νύχτας· γιατί οι νυχτοφύλακες συνήθιζαν να διαιρούν το διάστημα της νύχτας σε τέσσερα διαδοχικά τμή­ματα, ώστε, σύμφωνα με τις ισημερίες, η αρχή της τέταρτης φυ­λακής να είναι αρχή της δέκατης ώρας της νύχτας.


Τους αφήνει βέβαια τόση ώρα να βασανίζονται από την τρικυμία, για να τους ασκήσει στην υπομονή και να τους κατα­στήσει καρτερικούς. Αλλά και μετά από αυτό αφού εμφανίσθη­κε σ’ αυτούς, τους επιτρέπει να τον νομίσουν φάντασμα και να φοβηθούν τόσο, ώστε από φόβο να κραυγάσουν, αν και πήγε για να τους σώσει. Αυτό βέβαια θα μπορούσες να δεις και στην περίπτωση του παλαιού εκείνου λαού· όταν δηλαδή επρόκειτο να σχισθεί κατά τρόπο παράδοξο η θάλασσα στη μέση και να τους προσφέρει δρόμο σωτηρίας, τότε νόμιζαν ότι διατρέχουν τον έσχατο κίνδυνο, γιατί με την κατοπινή κύκλωση των εχθρών περισφίχθηκαν από άφευκτα κακά. Και τώρα κατά την παρουσία του πριν από την απαλλαγή από τα δαιμόνια που τους κατείχαν έκανε την εμφάνιση ο σφοδρός συνταραγμός των ελευθερουμένων· γιατί έτσι οι ευεργεσίες γίνονται όχι μόνο αγα­πητές, αλλά και μόνιμες στη μνήμη εκείνων που ευεργετήθη­καν. Και εμφανίζεται σ’ αυτούς τη στιγμή βέβαια που στην τρι­κυμία εκείνη επικαλούνταν τον Θεό των όλων, για να δείξει ότι αυτός είναι ο υπεράνω όλων Θεός που δίνει χέρι βοήθειας σ’ αυτούς που τον επικαλούνται. Περπατά επίσης πάνω στα κύμα­τα, ενώ η θάλασσα ήταν αγριεμένη, για να δείξει ολοκάθαρα, ότι αυτός είναι σύμφωνα με την προφητεία που βαδίζει πάνω στη θάλασσα σαν πάνω στο έδαφος, προς τον οποίο λέγει και ο Δαβίδ προφητικά· «οι δρόμοι σου είναι στη θάλασσα και τα μονοπάτια σου στα άφθονα ύδατα», και, «συ εξουσιάζεις τη δύναμη της θάλασσας, και συ καταπραΰνεις τον σάλο των κυ­μάτων της», πράγμα βέβαια που έκαμε αργότερα· γιατί μόλις τότε τους είδε φοβισμένους, επειδή δεν τον γνώρισαν, άλλωστε ήταν και νύχτα, μίλησε αμέσως προς αυτούς, γνωστοποιώντας τον εαυτό του από τη φωνή και λέγοντας· «εγώ είμαι, μη φο­βάσθε». Εγώ είμαι, εγώ που είμαι Θεός πάντοτε και τελευταία έγινα άνθρωπος για χάρη σας, βλεπόμενος και ακουόμενος και έχοντας τη δύναμη να κάνω τα πάντα· γι’ αυτό και βαδίζω με το σώμα πάνω στα κύματα και μπορώ να δώσω και στους άλλους τη δυνατότητα αυτή. Πράγματι όταν ο Πέτρος είπε προς αυτόν, «Κύριε, αν είσαι συ, δώσε εντολή να ρθω προς εσένα περπατώ­ντας πάνω στα ύδατα», πρόσταξε και έγινε.

9. Αλλά ας επαναφέρομε τον λόγο στην προηγούμενη σειρά του, σύμφωνα με την οποία λέγαμε μεταφορικά, ότι οι μαθητές στάλθηκαν στην κοσμική θάλασσα των εθνών, καθώς ο Κύριος ανέβαινε στο ουράνιο ύψος σαν σε όρος και εκεί πρόσφερνε ασφαλώς τις ευχές για χάρη μας, σαν αρχιερέας που έγινε και εισήλθε στα ενδότερα του παραπετάσματος, «για να εξιλεώνει», σύμφωνα με τον απόστολο, «τις αμαρτίες του λαού». Οι μαθητές λοιπόν που στάλθηκαν στην απέναντι όχθη, δηλαδή να νι­κήσουν και να ξεπεράσουν τους πειρατές, δεν νίκησαν ολο­κληρωτικά· γιατί ο αντικείμενος είναι ενεργής ακόμη και τα έθνη επιτίθενται με μανία εναντίον της Εκκλησίας του Χριστού. Κατά την τέταρτη όμως φυλακή της νύχτας, δηλαδή μετά τον φυσικό νόμο, μετά τον γραπτό νόμο, μετά την πρώτη παρουσία του Κυρίου και τον νόμο της χάριτος που δόθηκε κατ’ αυτήν, θα έρθει οπωσδήποτε ο καιρός τής δευτέρας παρουσίας του Χριστού, που αναλογεί ακριβώς στην τέταρτη φυλακή της νύχτας. Τότε θα έρθει ο Κύριος καταπατώντας και καταργώντας και υποδουλώνοντας κάθε αρχή και εξουσία και δύναμη· γιατί πρό­κειται να καταργήσει περίλαμπρα και να καταπατήσει τα κύμα­τα που ξεσηκώνονται άγρια εναντίον της Εκκλησίας του.


10. Γιατί θυμόσαστε, ότι ο λόγος υποδήλωνε μεταφορικά με τα κύματα που κινούνται και ξεσηκώνονται από το αντικείμενο πνεύμα, τους άρχοντες του κόσμου· και για να παραλείψω την εξέταση των ενδιάμεσων λεπτομερειών, όταν ανέβηκαν αυτοί στο πλοίο και ο Ιησούς και ο Πέτρος που είχε μεταβεί προς αυτόν από το πλοίο, κόπασε ο άνεμος και αφού πέρασαν απέναντι, έφτασαν στην ξηρά. Και πράγματι, όταν ο Κύριος και όλοι οι άγιοι που θα φύγουν από κοντά μας, τους οποίους υποδήλωσε ο Πέτρος, παραβρεθούν μαζί με μας κατά τη δευτέρα παρουσία του Χριστού, τότε το νοητό αντικείμενο πνεύμα θα καταργηθεί τελείως και εμείς, αφού περάσομε την πολυκύμαντη θάλασσα του βίου, θα εισέλθομε στη γη των πράων, απ’ όπου έχει δραπετεύσει κάθε πόνος, λύπη και στεναγμός. «Οι ευρισκόμενοι τότε στο πλοίο», λέγει, πήγαν και προσκύνησαν τον Ιησού, λέγοντας· Αληθινά είσαι Υιός του Θεού». Και τότε βέβαια «κάθε γόνατο θα λυγίσει των επουρανίων και των επιγείων και καταχθονίων και κάθε γλώσσα θα ομολογήσει, ότι είναι Κύριος ο Ιησούς Χρι­στός προς δόξα τού Θεού Πατέρα».


11. Αλλά αφήνοντας την αλληγορική ερμηνεία, ας θυμηθούμε την αρχή των λόγων μας. Και αυτή ήταν, ότι οι πειρασμοί όταν έρχονται δεν ωφελούν μόνο τους τέλειους στην πίστη, όπως τον Ιώβ και τον Πέτρο και τον Παύλο και τους ομοίους, αλλά και τελειοποιούν τους ατελείς. Γιατί εδώ όχι μόνο ο Πέτρος, ούτε μόνο οι άλλοι μαθητές, που ήταν και αυτοί ατελείς ακόμη, αλλά και όλοι που ήταν πάνω στο πλοίο, τόσο πολύ ωφελήθηκαν στην πίστη από εκείνον τον πειρασμό, ώστε προσήλθαν και προσκύνη­σαν τον Ιησού και είπαν προς αυτόν· «αληθινά είσαι Υιός τού Θεού». Αρα λοιπόν καλώς λέγει ο απόστολος που αναφέραμε στην αρχή· «μακάριος είναι ο άνθρωπος που υπομένει πειρασμό, γιατί, αφού αποδειχθεί άξιος, θα λάβει το στεφάνι της ζωής».

12. Δεν θέλω όμως, αδελφοί, να αγνοείτε ότι το είδος των πειρασμών είναι διπλό. Αλλά δεν εννοώ τώρα αυτό, ότι οι πειρασμοί δίνονται στους ανθρώπους λόγω ηδονής και οδύνης λόγω υγείας και νόσου, λόγω δόξας και αδοξίας, λόγω ευπορίας και απορίας, από τους οποίους πολύ χειρότεροι είναι οι διδόμενοι λόγω ηδονής και υγείας λόγω δόξας και ευπορίας· συμβαίνει βέβαια και αυτό, αλλά τώρα δεν σας ομιλώ γι’ αυτό το είδος των πειρασμών. Αλλά ποιά θέλω τώρα να γνωρίσετε; Προσέξτε και θα μάθετε. Αυτός ο μέγας Ιάκωβος, ο κατά σάρκα καλούμενος αδελφός του Κυρίου, εξαιτίας τής κατά θεία οικονομία μνηστείας του Ιωσήφ με την Παρθενομήτορα Μαρία, αφού είπε, «να χαίρεσθε όταν περιπέσετε σε ποικίλους πειρασμούς», και ότι «είναι μακάριος ο άνθρωπος που υπομένει πειρασμό, γιατί θα λάβει το στεφάνι της ζωής», έπει­τα, όπως αν έλεγε κάποιος σ’ αυτόν, και όμως υπάρχουν κάποιοι που βλασφημούν στους πειρασμούς, άλλοι που απελπίζονται τε­λείως, άλλοι που περνούν και θηλειά στον εαυτό τους, και αν ο πειρασμός είναι από τους έμφυτους και σαρκικούς, από θυμό ίσως ή επιθυμία, άλλοι πολλές φορές περιέπεσαν σε φόνους, και άλλοι παρέδοσαν τους εαυτούς τους στην ακολασία· πώς λοιπόν ο πει­ρασμός προέρχεται από τον Θεό και είναι πρόξενος στεφάνων; Σα να απολογείται προς αυτούς που τα λέγουν αυτά ο Ιάκωβος προσθέτει· «κανένας που δέχεται πειρασμό να μη λέγει, πειράζο­μαι από τον Θεό· γιατί αυτός δεν πειράζει κανένα· γιατί ο Θεός είναι απείραστος από τα κακά». Πειρασμό εδώ λέγει το κακό, δηλαδή την αμαρτία, και το να περιπέσει κανείς σ’ αυτήν, από την οποία έμεινε απείραστος και ο Χριστός, αν και βέβαια πειράσθηκε αλλιώς· γιατί λέγει· «από όσα έπαθε με τον πειρασμό που υπέμεινε, μπορεί να βοηθήσει αυτούς που πειράζονται»· αλλά και μετά τη βάπτισή του στον Ιορδάνη ανέβηκε στο όρος για να πειρασθεί σύμφωνα με τούς λόγους του ευαγγελίου.


13. Ώστε πειρασμοί λέγονται και τα λυπηρά που επέρχονται στους ανθρώπους απ’ έξω και προσβάλλουν το σώμα, και η ίδια η προσβολή του εχθρού, αν και είναι ανεύθυνος, αφού και τον Κύριο τον πρόσβαλε πειράζοντάς τον. Πειρασμοί λέγονται και οι αμαρτίες, κατά τις οποίες, όπως λέγει ο ίδιος ο Ιάκωβος, «καθέ­νας μας πειράζεται παρασυρόμενος και δελεαζόμενος από τη δική του επιθυμία· γιατί η επιθυμία», λέγει, «όταν συλλάβει το θύμα γεννά την αμαρτία, και η αμαρτία όταν πραγματοποιηθεί γεννά τον θάνατο». Ποιόν θάνατο; Τον αιώνιο, που είναι ο εξαι­τίας της αμαρτίας χωρισμός του Θεού από την ψυχή. Αυτόν βέ­βαια τώρα από τον Αδάμ μέχρι τη συντέλεια τον ακολούθησε και ο θάνατος του σώματος, τότε όμως, στον μέλλοντα αιώνα, για εκείνους που δεν μετανόησαν εδώ θα ακολουθήσει η αφόρητη και χωρίς τέλος κόλαση της ψυχής και του σώματος, αφού κατα­δικασθούν δίκαια από εκείνον που μπορεί να καταστρέψει στη γέεννα του πυρός και ψυχή και σώμα.

14. Αυτόν τον πειρασμό ας τον αποφύγομε με όση δύναμη έχομε, αδελφοί· γιατί το να τον αποφύγομαι βρίσκεται στη δική μας εξουσία. Γι’ αυτό να λυπηθούμε, όταν δούμε τους εαυτούς μας να έχουν περιπέσει σ’ αυτόν. Εάν λυπηθούμε γι’ αυτό όσο χρειάζεται, θα προετοιμάσομε τον εαυτό μας για μετάνοια αμεταμέλητη προς σωτηρία. Αυτόν τον πειρασμό έρχομαι και εγώ τώρα να αφαιρέσω από σάς, όχι αυτόν που πρόσκαιρα μόνο ζημιώνει και βλάπτει, αλλά εκείνον που βλάπτει αιώνια. Γιατί ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, του οποίου εμείς είμαστε διάκονοι με τη χάρη του, είναι αρχιερέας των μελλοντικών αγαθών, όχι των πρόσκαιρων, και εισήλθε με το αίμα του στα αληθινά άγια, αφού πέτυχε για μας λύτρωση όχι πρόσκαιρη, αλλά αιώνια· αυτήν ερχόμαστε και εμείς να σας προσφέρομε, αν πείθεσθε, την αιώνια απολύτρωση, των ψυχικών πειρασμών, και όχι των σω­ματικών γιατί σύμφωνα με τον απόστολο, τα όπλα μας δεν είναι σαρκικά, αλλά δυνατά με τη χάρη του Θεού προς καθαίρεση οχυρωμάτων, όχι των αισθητών, αλλά των κατασκευασμένων ενα­ντίον μας από τον νοητό εχθρό.


15. Σεις όμως μου φαίνεσθε ότι ούτε αντιλαμβάνεσθε ούτε ζη­τείτε την απολύτρωση των ψυχικών πειρασμών γιατί λυπείσθε για εκείνους τους πειρασμούς κυρίως, για τους οποίους έπρεπε να χαίρεσθε, καθόσον, αν θέλομε, μας προξενούν την αιώνια απολύτρωση, και από μένα αυτήν κυρίως ζητείτε, την εξάλειψη των σωματικών πειρασμών την οποία καταφρονώντας εγώ οπωσδή­ποτε, ήρθα προς εσάς, προτιμώντας να πάσχω μαζί με σας. Και βέβαια, αν λυπούμαστε περισσότερο για τις αμαρτίες μας, παρά για τα βλαβερά που μας συμβαίνουν, όχι μόνο η σωτηρία της ψυχής και η αιώνια απολύτρωση θα είναι μαζί μας, αλλά και η απολύτρωση των πρόσκαιρων πειρασμών. Γιατί από πού άραγε έγινε οδυνηρός και γεμάτος από στεναγμούς, φιλοπόλεμος και γεμάτος από συμφορές για μας ο βίος; Δεν έγινε από το ότι με την παράβαση της εντολής ρίξαμε τον εαυτό μας στον απαγορευμένο πειρασμό, δηλαδή την αμαρτία; Αν λοιπόν καθαρίσομε τώρα τον εαυτό μας από κάθε αμαρτία με τη μετάνοια, και εδώ θα υποστούμε μετριώτερους πειρασμούς, και στον κατάλληλο καιρό θα επιστρέψομε στον απαλλαγμένο από τη λύπη και τους πειρα­σμούς βίο.

16. Αφού λοιπόν επαναφέρομε τον εαυτό μας προς τον σωτήριο αυτό λογισμό, να μη λυπούμαστε και στενοχωρούμαστε για τις σωματικές μάλλον προσβολές, αλλά για τις ψυχικές ζημίες, που είναι πραγματικά πειρασμοί και άξιοι αληθινά λύπης, ώστε να λέμε και προς τον Θεό όπως ακριβώς μας δίδαξε, «μη μας βάλεις σε πειρασμό», τον απαγορευμένο και υπεύθυνο οπωσδήποτε πει­ρασμό, «αλλά απάλλαξέ μας από τον πονηρό, γιατί δική σου είναι η βασιλεία και η δύναμη και η δόξα στους αιώνες των αιώνων». Γένοιτο.


(Πηγή: Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 10, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)
ΠΗΓΗ: http://www.alopsis.gr/

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2012

ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΩΝ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ

(Β' Μακ. 6,18- 7,42)


 
αγίου Γρηγορίου Θεολόγου
 
Στον δεύτερο π.Χ. αιώνα οι ευσεβείς Ιουδαίοι αντιμετώπι­σαν πρωτοφανή πίεσι από τους κατακτητές τους Σελευκίδες, διαδόχους του Μ. Αλεξάνδρου, να αρνηθούν την θρησκεία τους και να προσχωρήσουν στην ειδωλολατρεία. Οι διωγμοί ήταν σκληροί και μάλιστα για τριάμιση χρόνια επί Αντιόχου Δ' του Επιφανούς, οπότε εκδηλώθηκε το αποκορύφωμα της αντίθεης μανίας. Δη­μιουργήθηκαν λαμπροί μάρτυρες, ολοζώντανες αποδείξεις της δυνάμεως του αληθινού Θεού. Τα μαρτύρια αυτά που χρονικά το­ποθετούνται στις έσχατες ημέρες της Π. Διαθήκης, προεικονίζουν αντίστοιχους άθλους που θα λάβουν χώρα στις έσχατες ημέρες της Κ. Διαθήκης, στα τριάμιση χρόνια που θα εκδηλωθή το αντίθεο μένος του Αντίχριστου.

Μακκαβαίοι ή Ασμοναίοι λέγονταν οι απόγονοι του ιερέα Ματταθία, πατέρα πέντε γυιών που πολέμησαν γενναία τους Σε­λευκίδες. Η ονομασία «Μακκαβαίοι» προήλθε από τον τρίτο γυιό του Ματταθία, τον Ιούδα που επικλήθηκε Μακκαβαίος, διότι σφυροκόπησε τους εχθρούς («μακκάμπα=σφυρί).
 
Εδώ παρουσιάζομε το μαρτύριο επτά αδελφών με την μητέρα τους και τον πνευματικό τους πατέρα Ελεάζαρο. Εκ παραδόσεως ξέρουμε ότι το όνομα της μητέρας ήταν Σολομονή που σημαίνει ειρηνική, και των παιδιών της, Αβείμ, Αντώνιος, Γουρίας, Ελεάζαρος, Ευσέβωνας, Αχείμ και Μάρκελλος. Εμαρτύρησαν στα πρώτα χρόνια της βασιλείας Αντιόχου Δ' του Επιφανούς, πριν ξεσπάση η μακκαβαϊκή επανάστασις με τον Ιούδα. Η Εκκλησία από ενωρίς ετίμησε την μνήμη τους. Η εορτή τους άγεται στην 1η Αυγούστου. Τέτοια ημέρα εξεφώνησε και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος την ομιλία του «Εις Μακκαβαίους» την οποία παραθέτουμε εδώ σε μετάφρασι. Οι λόγοι του αγίου Γρηγορίου πάντα έχουν πυκνότητα και βά­θος νοημάτων.
 
Το συγκινητικό μαρτύριο γίνεται ακόμη πιο συγκινητικό με τον απαράμιλλο κάλαμο του ιερού Πατρός. Ας σημειωθή ότι σώ­ζονται και τρεις ωραίες ομιλίες για τους Μακκαβαίους του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως φυλάσσεται ά­φθαρτο το λείψανο της αγίας Σολομονής.
 
 
 
 
1. Και οι Μακκαβαίοι; Γι' αυτούς είναι τούτη η πανήγυρις. Συμβαί­νει να μη τους τιμούνε και τόσο διότι δεν μαρτύρησαν στην χριστιανική περίοδο. Αξίζει όμως όλοι να τους τιμούν, διότι έδειξαν καρτερία χάριν της πατροπαράδοτης πίστεως. Αυτοί που αναδείχθηκαν μάρτυρες πριν από τα πάθη του Χριστού, τι θα κατόρθωναν άραγε, αν διώκονταν μετά τον ερχομό του Χριστού και μιμούνταν το θάνατό του για μας; Αφού και χωρίς τέτοιο μεγάλο παράδειγμα, φάνηκαν τόσο σπουδαίοι στην αρετή, πως δεν θα φαίνονταν γενναιότεροι αν αντιμετώπιζαν τους κιν­δύνους έχοντας εμπρός τους τέτοιο παράδειγμα;
 
Υπάρχει επίσης και ένα πράγμα μυστικό και απόρρητο, που σε μένα φαίνεται πολύ πιστευτό, καθώς και σ' όλους τους φιλόθεους, ότι δηλαδή κανένας πριν από την παρουσία του Χριστού δεν έφθασε στην τελειότητα, χωρίς να τον βοηθήση σ' αυτό η πίστις στον Χριστό. Διότι ο Λόγος ήρθε μεν και μίλησε φανερά αργότερα στον χρόνο που εκείνος διάλεξε, άλλ' όμως γνωρίσθηκε και προηγουμένως στους καθαρούς στην διάνοια. Αυτό φαίνεται από πολλούς που προ Χριστού ετιμήθηκαν.


2. Όχι λοιπόν να τους περιφρονήσουμε διότι εμαρτύρησαν πριν από τον σταυρό, αλλά να τους επαινέσουμε διότι εμαρτύρησαν κατά το υπόδειγμα του σταυρού και να τους θεωρήσουμε άξιους εγκωμιαστι­κών λόγων. Αυτό, όχι για να πάρουν κι άλλη δόξα (ποια; αφού οι πρά­ξεις τους είναι ένδοξες), αλλά για να δοξασθούν οι εγκωμιάζοντες και να παρακινηθούν στην αρετή οι ακροατές, καθώς η ανάμνησις θα τους κεντρίζη σε όμοια αγωνίσματα.
 
Ποιοί ήταν οι Μακκαβαίοι και από που κατάγονταν και ποιο ξεκί­νημα έκαναν στην διαπαιδαγώγησι και μόρφωσί τους ώστε να προο­δεύσουν τόσο πολύ στην αρετή και στην δόξα, και να τιμώνται κάθε έ­τος με πομπές και πανηγύρεις, και να εναποτίθεται ακόμη μεγαλύτερη δόξα από την εξωτερική μέσα στις ψυχές όλων, αυτά θα το δείξη στους φιλομαθείς και φιλόπονους το βιβλίο που γράφει γι' αυτούς. Αυτό το βι­βλίο φιλοσοφεί για τον λογισμό που πρέπει να είναι αυτοκράτορας των παθών και κυρίαρχος της κλίσεως προς τα δύο μέρη, της αρετής δηλα­δή και της κακίας. Παρουσιάζει και πολλά άλλα μαρτύρια, κυρίως όμως τα κατορθώματα τούτων. Σε μένα είναι αρκετό να πω τα επόμενα:
 
3. Εδώ βλέπουμε τον Ελεάζαρο, που αποτελεί την απαρχή των μαρτύρων των προ Χριστού, όπως ήταν μετά τον Χριστό ο Στέφανος, άνδρας Ιερεύς και γέροντας, κατάλευκος στα μαλλιά, λαμπρός και στην φρόνησι. Προηγουμένως προσέφερε θυσίες και προσευχές χάριν του λαού. Τώρα όμως προσφέρει άριστο θύμα στον Θεό τον εαυτό του. Αυτή η προσφορά καθαρίζει όλο το λαό και αποτελεί αίσιο πρόλογο του μαρτυρικού αγώνος, παραίνεσι που εκδηλώνεται και με την ομιλία και με την σιωπή. Προσφέρει ακόμη και τα επτά παιδιά, τον καρπό της δικής του διαπαιδαγωγήσεως, «θυσία ζωντανή, άγια, ευάρεστη στον Θεό» (Ρωμ. 12,1), από κάθε Ιεροτελεστία του Νόμου λαμπρότερη και καθαρότερη.
 
Και είναι πάρα πολύ νόμιμο και δίκαιο το να αποδίδουμε στον (πνευματικό) πατέρα τα κατορθώματα των παιδιών.
 
Εκεί βλέπουμε τα γενναία και μεγαλόψυχα παιδιά, τα ευγενικά βλαστάρια της ευγενούς μητέρας, τους φιλότιμους αγωνιστές της αλή­θειας, τους υψηλότερους από όλους εκείνο τον καιρό του Αντιόχου τους γνήσιους μαθητές του μωσαϊκού νόμου, τους ακριβείς τηρητές των πατροπαράδοτων εθίμων, τους επτά στον αριθμό - αριθμό που εγκωμιάζεται από τους Εβραίους και που τιμάται με το μυστήριο της έβδομης ημέρας της αναπαύσεως. Τα βλέπουμε αυτά τα παιδιά να είναι μία πνοή, να βλέπουν προς το ίδιο σημείο, να γνωρίζουν ένα δρόμο ζωής που είναι ο θάνατος για τον Θεό, να είναι αδέλφια όχι λιγώτερο πνευματικά άπ' ό,τι σωματικά, να ζηλεύη ο ένας τον άλλον για τον θά­νατο - ω θαυμαστό πράγμα! - να αρπάζουν πριν από την ώρα σαν θη­σαυρούς τα βασανιστήρια, να εκθέτουν σε κίνδυνο την ζωή τους για χάρι του «παιδαγωγού» Νόμου, να φοβούνται όχι τόσο τα παρόντα βασανιστήρια, αλλά να επιζητούν τα επόμενα, έχοντας ένα μόνο φόβο να μη κουρασθή ο δήμιος καθώς βασανίζει και αποχωρήσουν μερικοί από αυτούς αστεφάνωτοι, και παρά την θέλησί τους χωρίσουν από τα αδέλφια τους νικώντας νίκη κακή με το να κινδυνεύσουν να μη μαρτυ­ρήσουν.

4. Βλέπουμε εκεί την αποφασιστική και γενναία μητέρα που αγα­πά τα παιδιά της αλλά και τον Θεό συγχρόνως, και που σπαράσσονται τα σπλάγχνα της αντίθετα προς την φύσι. Γιατί δεν λυπόταν τα παιδιά της όταν υπέφεραν, αλλά αγωνιούσε μήπως και δεν μαρτυρήσουν. Ού­τε τόσο λαχταρούσε αυτά που έφυγαν, όσο ευχόταν να προστεθούν σ' εκείνα και τα υπόλοιπα και γι' αυτό τα λόγια της αναφέρονταν περισσό­τερο σ' αυτά, παρά σ' εκείνα που μετέστησαν. (Και πολύ σωστά) διότι σ' αυτά, ήταν αμφίβολος ο αγώνας, ενώ σ' εκείνα εξασφαλίσθηκε το κατάλυμα. Και εκείνα ήδη τα παρέθετε στον Θεό, ενώ αυτά φρόντιζε πως να τα δεχθή ο Θεός.
Ω ανδρεία ψυχή σε γυναικείο σώμα! Ω θαυμαστή και μεγαλόψυχη (πνευματική) πρόοδος! Ω θυσία όμοια με του Αβραάμ, για να μη τολ­μήσουμε και πούμε μεγαλύτερη! Διότι ο μεν Αβραάμ προσφέρει με προθυμία ένα γυιό, έστω κι αν ήταν μονογενής και γεννημένος με υπόσχεσι και φορτωμένος την υπόσχεσι, και που ακόμη περισσότερο έγινε απαρχή, (ξεκίνημα), και ρίζα των θυσιών αυτού του είδους˙ ενώ αυτή η γυναίκα αφιέρωσε στον Θεό ολόκληρο στράτευμα παιδιών. Αυ­τή ενίκησε και μητέρες και Ιερείς όσον αφορά τις θυσίες, διότι προσέ­φερε θύματα πρόθυμα για σφαγή, ολοκαυτώματα λογικά, σφάγια που βιάζονταν να θυσιασθούν. Αυτή έδειχνε τους μαστούς της και θύμιζε την ανατροφή τους και πρόβαλλε τα λευκά μαλλιά και τα γηρατειά της σαν ικεσία. Δεν ζητούσε να σώση την ζωή τους, αλλά τους βίαζε για το μαρτύριο, θεωρώντας κίνδυνο την αναβολή και όχι τον θάνατο.
 
Αυτή τίποτε δεν την έκαμψε ούτε την εξασθένησε ούτε της λιγόστεψε την τόλμη· ούτε τα προτεινόμενα όργανα εξαρθρώσεως ούτε οι τροχοί που ξεπρόβαλαν ούτε οι τροχαντήρες, ούτε οι καταπέλτες ού­τε οι αιχμές των σιδερένιων νυχιών ούτε τα ξίφη που ακονίζονταν ούτε τα καζάνια που έβραζαν ούτε η φωτιά που δυνάμωνε ούτε ο τύραννος που απειλούσε ούτε ο λαός ούτε οι λογχοφόροι που βιάζονταν ούτε τα συγγενικά πρόσωπα που αντίκρυζε, ούτε τα μέλη του σώματος που διασπώνταν ούτε οι σάρκες που ξύνονταν ούτε τα ρυάκια των αιμάτων ούτε η νεότητα που καταστρεφόταν ούτε τα παρόντα δεινά ούτε τα αναμενόμενα λυπηρά. Δεν την έκαμψε ακόμη και εκείνο που για άλλους σε παρόμοιες περιπτώσεις είναι ασήκωτο, ο αργός χρόνος των μαρτυ­ρίων. Γι' αυτήν τούτο ήταν το πιο ανάλαφρο, διότι απελάμβανε το θέα­μα. Συνέβαινε να αργοπορούν κάπως τα μαρτύρια. Αυτό οφειλόταν όχι μόνο στην ποικιλία των βασανιστηρίων που όλα μαζί τα καταφρονού­σαν, όπως δεν θα καταφρονούσε κάποιος ένα από αυτά, αλλά προσέτι στα πολύμορφα λόγια του διώκτη, ο οποίος άλλοτε έβριζε, άλ­λοτε απειλούσε, άλλοτε εθώπευε. Τι ήθελες και δεν έκανε για να επιτυ­χή αυτά που έλπιζε.

5. Αλλά και οι αποκρίσεις βεβαίως των παιδιών προς τον τύραννο διακρίνονται για τόση σοφία και γενναιότητα, ώστε όλοι οι έπαινοι των άλλων μαζεμένοι να υπολείπωνται αν συγκριθούν με την δική τους εγκαρτέρησι. Αλλά και η εγκαρτέρησίς τους υπολείπεται αν συγκριθή με τα συνετά λόγια τους. Και σ' αυτούς μόνο συνέβη να υποφέρουν τέτοια βασανιστήρια και να αποκρίνωνται με τόση σοφία στις απειλές του διώ­κτη και στους φόβους που ξεπρόβαλλαν. Και πουθενά δεν νικήθηκαν τα γενναία παιδιά και η γενναιότερη μητέρα. Αυτή αφού αναδείχθηκε ανώτερη από όλους και αφού ανέμειξε το (μητρικό) φίλτρο με την τόλ­μη, προσέφερε τον εαυτό της στα παιδιά εντάφιο δώρο ακολουθώντας τα στον θάνατο. Και πως έγινε αυτό; Προχώρησε θεληματικά στους κινδύνους. Και με ποια επιτάφια λόγια; Καλά είναι βέβαια και τα λό­για των παιδιών προς τον τύραννο και καλύτερα από καλά. Και γιατί όχι; Με τα λόγια αυτά αντιμετώπισαν και επολέμησαν τον τύραννο. Καλύ­τεροι όμως οι λόγοι της μητέρας που πρώτα ήταν ενθαρρυντικοί και έ­πειτα επιτάφιοι.

Ποιοί λοιπόν είναι οι λόγοι των παιδιών; Γιατί είναι καλό να σας τους θυμίσω για να έχετε παράδειγμα όχι μόνο μαρτυρίου αλλά και λό­γων μαρτύρων σε τούτα τα χρόνια. Του ενός ήταν διαφορετικοί από του άλλου, ανάλογα πως τον εξώπλισε τον καθένα η ομιλία του τυράν­νου ή η σειρά των μαρτυρίων ή η φιλοτιμία της ψυχής. Αν θέλαμε να παρουσιάσουμε τον τύπο των λόγων τους, θα σημειώναμε τα εξής:
 
- Για μας, ω Αντίοχε και όλοι όσοι παρίστασθε εδώ, ένας είναι βασιλεύς ο Θεός, από τον οποίο δημιουργηθήκαμε και προς τον οποίο θα επιστρέψουμε. Και ένας είναι νομοθέτης ο Μωυσής, τον οποίο δεν θα προδώσουμε ούτε θα προσβάλουμε - το ορκιζόμαστε αυτό στους πολλούς κινδύνους του για την αρετή και στις πολλές θαυματουργίες του - έστω κι αν κάποιος άλλος Αντίοχος μας απειλή σκληρότερα από σένα. Μία για μας είναι ασφάλεια, η τήρησις των εντολών και το να μη καταπέση ο Νόμος με τον οποίο περιτειχιζόμαστε. Μία για μας είναι δό­ξα, το να περιφρονήσουμε κάθε δόξα που συνδέεται με τις μεγάλες σου υποσχέσεις. Ένας είναι για μας πλούτος, τα αγαθά που ελπίζουμε. Και τίποτε για μας δεν είναι φοβερό, παρά το να φοβηθούμε κάτι περισσό­τερο από τον Θεό. Με αυτές τις σκέψεις παραταχθήκαμε και μ' αυτόν τον τρόπο ωπλισθήκαμε. Με τέτοια παλληκάρια έχεις να κάνης.
 
» Είναι γλυκός βέβαια τούτος ο κόσμος και η πατρική γη και οι φί­λοι και οι συγγενείς και οι συνομίληκοι και ο μεγάλος τούτος και περι­βόητος Ναός και οι πατροπαράδοτες πανηγύρεις και τα μυστήρια και όλα τα υπόλοιπα, στα οποία εμείς διαφέρουμε από τους άλλους. Πλην όμως αυτά δεν είναι γλυκύτερα από τον Θεό και από τους αγώνες και κινδύνους για την αρετή. Για μας υπάρχει άλλος κόσμος, πολύ υψηλότε­ρος από αυτόν που βλέπουμε και μονιμώτερος. Υπάρχει και άλλη πα­τρίδα η Άνω Ιερουσαλήμ που κανένας Αντίοχος δεν θα την πολιορκήση ούτε θα περιμένη να την υποτάξη, η ισχυρή και άπαρτη. Συγγενείς για μας είναι όλοι οι άνθρωποι που έχουν μέσα τους την θεϊκή πνοή και γεννήθηκαν για την αρετή. Φίλοι μας, οι προφήτες και οι πατριάρχες, από τους οποίους πήραμε και τον τύπο της θρησκείας κι ευσέβειάς μας. Συνομίληκοί μας, όσοι κινδυνεύουν συγχρόνως σήμερα μαζί μας και δείχνουν εγκαρτέρησι. Και από τον Ναό αυτό υπάρχει άλλος πιο μεγα­λοπρεπής, ο ουρανός. Και πανηγύρεις έχουμε τις αγγελικές χοροστασίες. Και μυστήριο ένα μεγάλο και μέγιστο και άγνωστο στους πολλούς έχουμε τον Θεό, προς τον οποίο αναφέρονται και τα εδώ μυστήρια.
 
6. »Σταμάτα λοιπόν να μας υπόσχεσαι τα μικρά και μηδαμινά. Για­τί δεν θα τιμηθούμε με τα άτιμα ούτε θα κερδίσουμε τα επιζήμια. Δεν θα κάνουμε τόσο άθλιο εμπόριο. Σταμάτα να μας απειλής γιατί θα απει­λήσουμε κι εμείς με την σειρά μας, ότι θα αποδείξουμε την αδυναμία σου και επί πλέον θα σου προβάλουμε κι εμείς βασανιστήρια. Έχουμε κι εμείς κάποια (άλλου είδους) φωτιά με την οποία τιμωρούμε τους διώ­κτες. Έχεις την εντύπωσι ότι πολεμάς με έθνη και πόλεις και πολύ πο­λύ άνανδρους βασιλείς, που άλλοι θα νικήσουν, άλλοι ίσως θα νικηθούν, αφού άλλωστε δεν αγωνίζονται και για τόσο σπουδαία πράγμα­τα.
 
»Εσύ πολεμάς τον νόμο του Θεού, τις θεοχάρακτες πλάκες, τους πατροπαράδοτους θεσμούς που είναι τιμημένοι από τον λόγο και από τον χρόνο, επτά αδελφούς που τους δένει μία ψυχή που θα στήσουν επτά τρόπαια και θα σε εξευτελίσουν. Πολεμάς επτά αδελφούς που αν τους νικήσης δεν είναι σπουδαίο κατόρθωμα, εάν όμως νικηθής θα αποτελή πολύ μεγάλη εντροπή. Εμείς είμαστε απόγονοι και μαθητές εκείνων που τους οδηγούσε ο στύλος της φωτιάς και της νεφέλης, στους οποίους διαχωριζόταν η θάλασσα και σταματούσε το ρεύμα του ποταμού και ο ήλιος, και έβρεχε (ουράνιο) ψωμί, και που με τα απλωμέ­να χέρια (του Μωυσή) νικώνταν μυριάδες εχθροί χτυπημένοι από την προσευχή (του) εκείνων που νικούσαν θηρία, που δεν τους έκαιγε η φωτιά, που έκαναν πίσω οι βασιλείς θαυμάζοντας την γενναιότητά τους.
 
»Να πούμε και κάτι γνωστό σε σένα. Είμαστε μαθητές και μύστες του Ελεαζάρου, του οποίου γνώρισες την ανδρεία. Αγωνίσθηκε πρώ­τα ο (πνευματικός) πατέρας. Θα αγωνισθούν κατόπιν τα (πνευματικά) παιδιά του. Έφυγε από την ζωή ο Ιερεύς. Θα φύγουν κατόπιν και τα θύ­ματα. Με πολλά μας φοβίζεις, αλλά είμαστε έτοιμοι για περισσότερα. Και τι θα μας κάνης, ω υπερήφανε, με τις απειλές σου; Και τι θα πάθου­με; Δεν υπάρχει τίποτε ισχυρότερο από αυτούς που είναι έτοιμοι να υποστούν τα πάντα.
 
»Ω δήμιοι, γιατί καθυστερείτε; Γιατί αναβάλλετε; Γιατί τόσο αρ­γείτε να πάρετε την καλή διαταγή; Που είναι τα ξίφη; Που είναι τα δε­σμά; τα ζητώ γρήγορα. Ας αναφθή περισσότερο η φωτιά, ας γίνουν πιο επιθετικά τα θηρία, πιο περιποιημένα τα στρεβλωτήρια. Ας είναι όλα βασιλικά και περισσότερο πολυτελή. «Εγώ είμαι πρωτότοκος. Θυσίασέ με πρώτο». «Εγώ είμαι τελευταίος. Ας αλλάξη η σειρά». «Ας μπη και κάποιος από τους μεσαίους πρώτος για να τιμηθούμε εξ ίσου όλοι». Αλλά διστάζεις; Μήπως και περιμένεις να αλλάξουμε γνώμη; Σου επα­ναλαμβάνουμε και πολλές φορές θα σου επαναλάβουμε τον ίδιο λόγο: «Δεν πρόκειται να φάμε τα απαγορευμένα από τον Νόμο μας φαγη­τά. Δεν θα υποχωρήσουμε». Πιο γρήγορα θα σεβασθής εσύ τα δικά μας, παρά θα υποταχθούμε εμείς στα δικά σας. Με λίγα λόγια: «Ή να επινόησης καινούργια βασανιστήρια ή να ξέρης ότι τα περιφρονούμε τα τωρινά».
 
7. Και αυτά μεν τα έλεγαν στον τύραννο. Όσα δε έλεγαν μεταξύ τους σαν προτροπές, και όσα παρατηρούσες σ' αυτούς, αποτελούν για τους φιλόθεους ό,τι πιο ωραίο και ιερό και από κάθε θέαμα ή άκουσμα γλυκύτερο. Εγώ τουλάχιστον γεμίζω από αγαλλίασι καθώς τα ενθυ­μούμαι. Βρίσκομαι νοερώς μαζί τους στο μαρτύριο τους και νοιώθω χα­ρά και υπερηφάνεια με αυτή την διήγησι. Πλησίαζε και αγκάλιαζε ο έ­νας τον άλλο. Γινόταν πανήγυρις σαν να είχαν τελεσθή αθλητικά κα­τορθώματα. Εφώναζαν:
 
- Ας προχωρήσουμε, αδελφοί, στους κινδύνους. Ας προχωρή­σουμε χωρίς αργοπορία, εν όσω βράζει από θυμό εναντίον μας ο τύ­ραννος, μήπως μαλακώση και χάσουμε την σωτηρία. Μας περιμένει πλούσιο τραπέζι. Ας μην απουσιάσουμε. Είναι καλό να συνοικούν οι αδελφοί, να συντρώγουν και να συμπολεμούν. Αλλά το καλύτερο είναι να εκτίθενται μαζί στον κίνδυνο για την αρετή. Εάν το απαιτούσε η περίστασις, θα αγωνιζόμασταν και σωματικά για την πατρική γη και κλη­ρονομιά. Είναι κι αυτός επαινετός θάνατος. Αλλά τώρα που δεν απαιτεί κάτι τέτοιο ο καιρός, ας θυσιάσουμε τα σώματα μας. Πως να το κάνου­με; Κι αν δεν θανατωθούμε τώρα, δεν θα πεθάνουμε κάποτε; Δεν θα υποστούμε τις συνέπειες της γεννήσεως; Ας κάνουμε την ανάγκη φι­λοτιμία. Ας σοφισθούμε τον θάνατο. Ας κάνουμε ατομικό αυτό που εί­ναι κοινό (δηλ. τον θάνατο. Ας αγοράσουμε με τον θάνατο την ζωή. Ας μη βρεθή κανείς ανάμεσα μας φιλόζωος ούτε άτολμος. Ας δοκιμάση απόγνωσι ο τύραννος ότι θα λυγίση τους άλλους (Ιουδαίους), αντι­μετωπίζοντας τώρα εμάς. Και αυτός βέβαια θα κανονίση την σειρά των βασανιστηρίων, ενώ εμείς θα βάλουμε το τέλος στην σειρά εκείνων που διώκονται. Ας μη φιλονικήσουμε γι' αυτό από ένθερμο ζήλο. Και ο πρώτος ας ανοίξη στους άλλους τον δρόμο, και ο τελευταίος ας βάλη την σφραγίδα στην άθλησι. Αλλά σ' όλων μας το μυαλό ας σφηνωθή εξ ίσου η απόφασις να πάρουμε οικογενειακά το στεφάνι (του μαρτυ­ρίου) και κανέναν από μας να μην τον κερδίση ο διώκτης, πράγμα που θα τον κάνη για όλους να καυχάται, βράζοντας από κακία. Ας φανούμε ο ένας αδελφός του άλλου και ως προς την γέννησι και ως προς τον θά­νατο. Και όλοι ας ρίχτουμε στους κινδύνους σαν ένας και ο καθένας αν­τί όλων. Εσύ, ω Ελεάζαρε, ας μας υποδεχθής. Εσύ, ω μητέρα, ας ακολουθήσης. Εσύ, ω Ιερουσαλήμ, θάψε τους νεκρούς σου μεγαλόπρε­πα, αν κάτι περισσεύη για τους τάφους. Διηγήσου την ιστορία μας και δείξε το ευλογημένο πολυάνδριο μνήμα που προήλθε από μία μητρική κοιλιά, στις επόμενες γενεές και στους εραστές σου.
 
8. Αυτά είπαν και έπραξαν οι αδελφοί και διήγειρε ο ένας τον ζήλο του άλλου με λόγια όμοια με δόντια χοίρων. Και περίμεναν (τα μαρ­τύρια) με την σειρά της ηλικίας και με ίση προθυμία. Αυτό που ελάμβα­νε χώρα αποτελούσε για τους ομοεθνείς τους αιτία υπερβολικής χαράς και θαυμασμού, ενώ για τους διώκτες αιτία φόβου και καταπλήξεως. Αυτοί που εξεστράτευσαν εναντίον κάθε έθνους, νικήθηκαν τόσο πολύ από την ομοψυχία επτά αδελφών που αγωνίζονταν για την πίστι τους, ώστε να μη τρέφουν πια καλές ελπίδες για τους άλλους (Ιουδαίους).

 
Και η γενναία τους μητέρα και πραγματικά αντάξια τέκνων με τέ­τοια και τόσο μεγάλη αρετή, το μεγάλο και μεγαλόψυχο ανάθρεμμα του Νόμου, μέχρι τότε ένοιωθε ανάμεικτα χαρά και φόβο και ήταν στο με­ταίχμιο των δύο αυτών παθών χαρά, για την ανδρεία και τα άλλα που έβλεπε φόβο, για το μέλλον και τα φοβερά βασανιστήρια. Και όμοια με όρνιθα που στα πουλάκια της πλησιάζει φίδι ή κάποιος άλλος εχθρός, πετούσε γύρω τους, έβγαζε φωνές, παρακαλούσε, συναγωνιζόταν. Και τι δεν έλεγε; Και τι δεν έκανε προετοιμάζοντάς τους για την νίκη; Άρ­παζε τις σταγόνες από το αίμα, έπιανε τα κομμάτια που ξεσχίζονταν από τα μέλη, προσκυνούσε τα λείψανα. Τον ένα τον μάζευε, τον άλλον τον παρέδιδε, τον τρίτο τον προετοίμαζε.
 
Φώναζε δυνατά σε όλους:
- Μπράβο, παιδιά μου! Μπράβο, γενναίοι μου! Μπράβο εσείς που, με σώμα, μοιάζετε σχεδόν με ασώματους! Μπράβο υπερασπιστές του Νόμου και των γηρατειών μου και της πόλεως που σάς ανέθρεψε και σάς ωδήγησε σε τόση αρετή! Λίγο ακόμη και νικήσαμε. Κουράσθη­καν οι βασανιστές· το μόνο που με φοβίζει. Λίγο ακόμη και εγώ θα εί­μαι καλότυχη ανάμεσα στις μητέρες κι εσείς καλότυχα ανάμεσα στους νέους. Αλλά αγαπάτε με πόθο την μητέρα; Δεν πρόκειται να χωρισθώ. Σάς το υπόσχομαι. Δεν αποστρέφομαι καθόλου τα παιδιά μου.
 
9. Όταν τους είδε όλους τελειωμένους με το μαρτύριο και έ­νοιωθε ασφάλεια με την συμπλήρωσι του αριθμού των μαρτύρων, ανύψωσε πολύ χαρούμενη το κεφάλι της, σαν κάποιος Ολυμπιονίκης και με ανεβασμένο το φρόνημα και τεντωμένα τα χέρια ανεβόησε δυ­νατά και επίσημα;
 
- Σ' ευχαριστώ, άγιε Πατέρα και σένα Νόμε, που μας διδάσκεις και μας εκπαιδεύεις, και σένα, πατέρα μας Ελεάζαρε, που μαρτύρησες πριν από τα (πνευματικά) σου τέκνα, διότι δεχθήκατε τους καρπούς των μητρικών μου ωδίνων. Σας ευχαριστώ διότι έγινα μητέρα πιο ιερή και ευλογημένη άπ' όλες τις μητέρες. Τίποτε δεν άφησα στον κόσμο. Όλα τα παρέδωσα στον Θεόν. Του παρέδωσα τους θησαυρούς μου, τις ελ­πίδες των γηρατειών μου. Πόσο μεγαλόπρεπα έχω τιμηθή! Πόσο τέ­λεια έχω γηροκομηθή! Έχω λάβει, παιδιά μου, τον μισθό για τα τρο­φεία. Σάς είδα να αγωνίζεσθε για την αρετή, όλους σάς αντίκρυσα με το στεφάνι της νίκης. Τους δημίους τους βλέπω σαν ευεργέτες. Σχεδόν ευγνωμονώ τον τύραννο για την σειρά, που με φύλαξε τελευταία για το μαρτύριο. Έτσι αφού σαν σε θέατρο παρουσίασα πρώτα τα παιδιά μου και αφού μαρτύρησα μαζί με το καθένα, με αίσθημα ολοκληρωμένης ασφάλειας θα ακολουθήσω τα ολοκληρωμένα θύματα. Δεν θα μαδήσω τα μαλλιά μου, δεν θα κομματιάσω τον χιτώνα μου, δεν θα ξεσχίσω με τα νύχια τις σάρκες μου, δεν θα ξεσπάσω σε μοιρολόγι, δεν θα φωνά­ξω μοιρολογίστρες, δεν θα κλεισθώ στο σκοτάδι για να κάνω και τον αέρα να θρηνή μαζί μου, δεν θα περιμένω παρηγορητές, δεν θα παρα­θέσω τραπέζι πένθιμο. Αυτά, ταιριάζουν σε μη ευγενείς μητέρες που είναι μόνο κατά σάρκα μητέρες, που φεύγουν από την ζωή τα παιδιά τους χωρίς να συνδέεται η αναχώρησις αυτή με κάποια ένδοξη Ιστορία.
 
»Για μένα, ω φίλτατα παιδιά μου, δεν πεθάνατε, αλλά γίνατε ώρι­μοι καρποί. Δεν χαθήκατε, αλλά αλλάξατε τόπο. Δεν υποστήκατε ξέσχισμα, αλλά σύμπτηξι. Δεν σάς άρπαξε άγριο θηρίο, δεν σάς καταπόντισε το κύμα, δεν σάς αφάνισε ληστής, δεν σάς διέλυσε αρρώστεια, δεν σάς κατέστρεψε πόλεμος ή κάτι άλλο μικρό ή μεγάλο από τα ανθρώπινα. Αν κάτι τέτοιο σάς συνέβαινε, θα θρηνούσα και μάλιστα υπερβολικά. Τότε θα φαινόμουνα φιλότεκνη από τα δάκρυα, όπως τώρα από το ότι δεν δακρύζω. Κι αυτά τότε τα δάκρυα θα ήταν ασήμαντα. Τότε πρα­γματικά θα θρηνούσα, όταν με κακό τρόπο θα είχατε σώσει την ζωή σας, όταν θα είχατε νικηθή στα βασανιστήρια, όταν κάποιον από σάς θα τον είχαν νικήσει όπως τώρα νικήθηκαν οι διώκτες.
»Αλλά τώρα όλα είναι έπαινος, χαρά, δόξα, χοροί, ευθυμίες σ' όσους υπολείφθηκαν. Εγώ βέβαια προστίθεμαι στην θυσία σας. Θα κα­ταταγώ μαζί με τον Φινεές (Ο ζηλωτής Ιερεύς Φινεές στα χρόνια του Μωυσή αντέδρασε στην ηθική πτώσι των Ισραηλιτών που παρεσύρθησαν από τις Μαδιανίτισσες. Χρησιμοποίησε το δό­ρυ του για να τιμωρήση προκλητική ανήθικη πράξι. Ο ζήλος του έγινε δεκτός από τον Θεό και σταμάτησε το θανατικό που είχε ξεσπάσει από θεϊκή οργή στο Ισραηλιτικό στρατόπεδο. Πρβλ. Αριθμ. 25, 114). Θα δοξασθώ μαζί με την Άννα(Η δικαία Άννα είναι η μητέρα μεγάλου άγιου της Π. Διαθήκης. Αφού με προσευχή λύθηκε η στειρότητά της και απέκτησε τον Σαμουήλ, τον αφιέρωσε τριετή στον Θεό. Πρβλ. Α' Βασιλ. 1, 128). (Υπερτερώ από αυτούς) γιατί ο μεν (Φινεές) είναι ένας, ενώ εσείς τό­σοι πολλοί ζηλωταί που εφονεύσατε με (πνευματικό) δόρυ όχι σωματι­κή, αλλά ψυχική πορνεία. Και η μεν (Άννα) προσέφερε στον Θεό ένα παιδί θεόσδοτο και σε βρεφική ηλικία, ενώ εγώ επτά άνδρες και μάλι­στα με την θέλησί τους. Ας μου συμπλήρωση και ο Ιερεμίας τον επιτά­φιο λόγο μου, όχι όμως θρηνώντας, αλλά εγκωμιάζοντας όσιο θάνατο: «Ελάμψατε περισσότερο από το χιόνι, στερεοποιηθήκατε περισσότερο από το γάλα που γίνεται τυρί, έλαμψε περισσότερο από ζαφείρι η ομά­δα σας» (Θρην. 4,7) που για τον Θεό γεννήθηκε και στον Θεό προσ­φέρθηκε.
 
»Τι απομένει; Πρόσθεσε με και μένα, ω τύραννε, στα παιδιά μου, εάν μπορή να ιδή κανείς και από τον εχθρό χάρι, για να γίνη ενδοξότερο το ανδραγάθημά σου. Μακάρι και να μπορούσα να δοκίμαζα όλα τα μαρτύρια, για να αναμείξω τα αίματά μου με τα αίματά τους και τις σάρ­κες τους με τις γέρικες σάρκες μου. Για χάρι των παιδιών αγαπώ και τα βασανιστήρια. Αν, ω τύραννε, δεν γίνη αυτό, ας ρίξη τουλάχιστον την σκόνη μου στην σκόνη τους και ας μας υποδεχθή ένας τάφος. Μη αρνηθής ισότιμο θάνατο στους ισότιμους κατά την αρετή.
 
»Χαίρετε, μητέρες! Χαίρετε παιδιά! Έτσι να ανατρέφετε τα παι­διά που γεννήσατε. Έτσι να τα ανατρέφετε. Καλό παράδειγμα σάς δώ­σαμε. Να άγωνίζεσθε».
 
10. Αυτά έλεγε και προσέθετε τον εαυτό της στα παιδιά της. Με ποιο τρόπο; Καταδικάσθηκε στην φωτιά. Και ώρμησε σ' αυτήν σαν σε νυφικό θάλαμο, χωρίς να περιμένη τους δημίους που θα την ωδηγούσαν, για να μην εγγίση αμαρτωλό σώμα το αγνό και γενναίο σώμα της.
 
Έτσι (με το μαρτύριο) ο Ελεάζαρος απόλαυσε την Ιερωσύνη. Αυ­τός που εμυήθηκε τα επουράνια μυστήρια και εμύησε άλλους σ' αυτά. Αυτός που δεν άγιασε τον Ισραηλιτικό λαό με εξωτερικούς ραντισμούς, αλλά με το δικό του αίμα. Αυτός που ετέλεσε σαν τελευταίο μυ­στήριο τον θάνατο του.
 
Έτσι (με το μαρτύριο) τα παιδιά απόλαυσαν τα νειάτα τους, μη υποκύπτοντας στις ηδονές, αλλά κυριαρχώντας στα πάθη και εξαγνί­ζοντας το σώμα τους και πηγαίνοντας στην χώρα της απαθείας.
 
Έτσι (με το μαρτύριο) η μητέρα απόλαυσε την πολυτεκνία της. Και όσο ζούσαν τα παιδιά της καυχιόταν γι' αυτά. Και τώρα που έφυγαν αναπαύθηκε μαζί τους, αφού παρουσίασε στον Θεό τα παιδιά που γέν­νησε στον κόσμο, και αφού παράλληλα προς τις ωδίνες του τοκετού αρίθμησε τα μαρτύρια, και αφού είδε την ίδια σειρά των γεννήσεων στους θανάτους. Διότι το μαρτύριο κράτησε από το πρώτο παιδί μέχρι το τελευταίο. Όπως τα κύματα της αγριεμένης θάλασσας έρχονται το ένα μετά το άλλο, έτσι και τα παιδιά, το ένα μετά το άλλο παρουσίαζε την αρετή του και έδειχνε μεγαλύτερη προθυμία στα βασανιστήρια, χαλυβδώνοντας τον εαυτό του με το παράδειγμα του προηγουμένου. Ο τύραννος το έβλεπε καλό το ότι δεν είχε περισσότερα παιδιά, γιατί τότε θα αποχωρούσε περισσότερο κατησχυμμένος και νικημένος. Και τότε για πρώτη φορά γνώρισε ότι τα όπλα δεν τον έκαναν πανίσχυρο, αφού επετέθηκε σε άοπλα παιδιά, ωπλισμένα μόνο με ένα όπλο, την ευσέ­βεια, που είχαν περισσότερη προθυμία να υφίστανται τα μαρτύρια από όση είχε εκείνος στο να τα ετοιμάζη.
 
11. Τούτο το κατόρθωμα είναι θυσία πιο ασφαλισμένη και πιο μεγαλοπρεττής από εκείνη του Ιεφθάε γιατί δεν ανάγκαζε σ' αυτό, όπως εκεί η θερμότητα της υποσχέσεως που δόθηκε (από τον Ιεφθάε) και ο πόθος μιας νίκης που δεν την έλπιζαν. Εδώ αντίθετα η ιερουργία έγινε με την θέλησι των ίδιων των παιδιών και με μόνο μισθό τις (μετά θάνατον) ελπίδες.
 
Τούτο το κατόρθωμα δεν είναι ολιγώτερο ένδοξο από εκείνο του Δανιήλ που ρίχθηκε τροφή στα λιοντάρια και με την έκτασι των χεριών (σε προσευχή) ενίκησε τα θηρία. Τούτο το κατόρθωμα δεν έρχεται δεύτερο σε σύγκρισι με εκείνο των (τριών) νέων στην Ασσυρία, που άγγελος τους δρόσισε στην φω­τιά, αφού δεν κατεπάτησαν τον Νόμο των Πατέρων τους ούτε δέχθη­καν τροφή βέβηλη και μολυσμένη.
 
Τούτο το κατόρθωμα, σε σύγκρισι με τα κατοπινά των μαρτύρων του Χριστού, δεν υπολείπεται σε δόξα. Διότι εκείνοι, όπως το είπα στην αρχή, είχαν παράδειγμα το αίμα του Χριστού και το ακολουθούσαν. Επί πλέον αυτός που τους ωδηγούσε σ' αυτά τα κατορθώματα ήταν Θεός που τόσα μεγάλα και παράδοξα πρόσφερε για μας· ενώ σ' αυτούς δεν υπήρχαν τόσα και τέτοια υποδείγματα αρετής.
 
Την εγκαρτέρησι τούτων την εθαύμασε όλη η Ιουδαία και σαν να είχε αυτή στεφανωθή αγαλλόταν και σηκωνόταν όρθια από χαρά. Διότι ήταν αυτός αγώνας και μάλιστα ο μέγιστος που μέχρι τότε βρήκε την πόλι. Θα κρινόταν εκείνη την ημέρα εάν θα κατεπατείτο ο Νόμος ή εάν θα δοξαζόταν. Για όλο το Εβραϊκό έθνος η υπόθεσις αυτού του αγωνί­σματος βρισκόταν στην κόψη του ξυραφιού.
 
Και ο Αντίοχος εθαύμασε, και μετέβαλε έτσι σε θαυμασμό την απειλή. Ξέρουν και οι εχθροί να θαυμάζουν την ανδρεία των ανδρών, όταν μετά την λήξι του θυμού κρίνεται μόνη της η (γενναία) πράξις. Έ­φυγε λοιπόν άπρακτος, αφού εξετίμησε την στάσι του πατέρα του Σελεύκου που ετίμησε το (Ιουδαϊκό) έθνος και έδειξε μεγαλοψυχία προς τον Ναό και αφού αντίθετα τον Σίμωνα που τον παρεκίνησε σε αντίθετη ενέργεια τον κατηγόρησε πολύ σαν αίτιο της απανθρωπιάς (που έδειξε) και του εξευτελισμού (που υπέστη).

 
12. Αυτούς ας μιμηθούμε και οι Ιερείς και οι μητέρες και τα παι­διά. Οι Ιερείς (ας το κάνουν αυτό) προς τιμήν του Ελεαζάρου του πνευ­ματικού πατέρα, ο οποίος με λόγια και έργα έδειξε το άριστο. Οι μητέ­ρες, προς τιμήν της γενναίας μητέρας, αγαπώντας αληθινά τα παιδιά τους και προσφέροντάς τα στον Χριστό, ώστε να αγιασθή και ο γάμος από μία τέτοια θυσία. Και τα παιδιά, δείχνοντας ευλάβεια προς τα ιερά αυτά παιδιά, μη δαπανώντας τα νειάτα τους στα αισχρά πάθη, αλλά στην πάλη εναντίον των παθών, και αντιμετωπίζοντας ανδρικά τον κα­θημερινό Αντίοχο που πολεμά με όλα τα μέλη του σώματος και κατα­διώκει με ποικίλους τρόπους.
 
Ποθώ να βλέπω αθλητές κάθε εποχή και με κάθε τρόπο σε κάθε φύλο και ηλικία, η οποία και φανερά πολεμείται και κρυφά υφίσταται επιβουλές. Ποθώ να ενισχύωνται και με τα παλαιά διηγήματα και με τα νέα και να συγκεντρώνουν τα πλέον ωφέλιμα σαν τις μέλισσες (που συγκεντρώνουν το νέκταρ) για να φτιάξουν την γλυκεία κηρήθρα.
 
Έτσι λοιπόν και με την Παλαιά Διαθήκη και με την Νέα θα ευδο­κίση σε μας ο Θεός, που δοξάζεται στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα, που γνωρίζει τους δικούς του και γνωρίζεται από τους δικούς του, που ομο­λογείται και ομολογεί (Ματθ. 10,32), που δοξάζεται και δοξάζει, δια του Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.
 
από το βιβλίο ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
+ αρχιμ. ΔΑΝΙΗΛ ΓΟΥΒΑΛΗ


Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ

                                              ἐπίγειος ἄγγελος καί ἐπουράνιος ἄνθρωπος

«Λέγω δή Ἠλίαν, τόν προφήτην ἐκεῖνον, τόν ἐπίγειον ἄγγελον καί ἐπουράνιον ἄνθρωπον, τόν χαμαί βαδίζοντα καί τά οὐράνια ἡνιοχοῦντα…, τόν τῶν ὑδάτων ταμίαν…»

( ἱερός Χρυσόστομος)

Οἱ χαρακτηρισμοί αὐτοί τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἀπό τό λόγο του «εἰς τόν Πέτρον τόν ἀπόστολον καί   Ἠλίαν τόν προφήτην» (Migne, P.G. 50, § B΄, στ. 728), σκιαγραφοῦν ἐπιγραμματικά τή μεγάλη μορφή καί τό ἔργο τοῦ ἁγίου, ἐνδόξου καί «ἐν προφήταις μεγίστου» Ἠλιού τοῦ Θεσβίτου, τή μνήμη τοῦ ὁποίου τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας τήν 20ή Ἰουλίου. Καί φυσικά ἐξηγοῦν γιατί ἡ θέση τοῦ προφήτη Ἠλία μέσα στή χορεία τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ξεχωριστή, ἐνῶ καί στήν Καινή ἀναφέρεται ἀρκετές φορές ἀπό τόν Κύριο ἤ ἄλλα ἱερά πρόσωπα, ὅπως γιά παράδειγμα ἀπό τόν ἄγγελο Κυρίου πού στό Ζαχαρία, τόν πατέρα τοῦ Βαπτιστοῦ, εἶπε ὅτι ὁ Πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ θά προπορευτεῖ στό ἔργο τοῦ Κυρίου μέ τό πνεῦμα καί τή δύναμη τοῦ προφήτη Ἠλία (Λουκ. 1,17). Ἦταν μάλιστα τόσο μεγάλη ἡ περιωπή τοῦ Ἠλία καί ὁ σεβασμός τοῦ λαοῦ πρός αὐτόν, ὥστε ὅταν ὁ Κύριος ρώτησε τούς μαθητές του· ποιός λένε οἱ ἄνθρωποι πώς εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου, τοῦ ἀπάντησαν: Ἄλλοι λένε πώς εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ἄλλοι ὁ  Ἠλίας, ἄλλοι ὁ Ἰερεμίας ἤ ἕνας ἀπό τούς προφῆτες (Ματθ. 16,14).

Οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης

Πρίν ἀναφερθοῦμε στό βίο καί τήν πολιτεία τοῦ ἐνδόξου ἁγίου προφήτου  Ἠλιού τοῦ Θεσβίτου, θεωροῦμε χρήσιμη μία σύντομη ἐπεξήγηση τοῦ ὅρου προφήτης. Τόσο στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ὅσο καί στούς   Ἑβραίους, προφήτης λεγόταν «ὁ λαλῶν ἀντί θεοῦ τινος καί ἑρμηνεύων τήν θέλησιν αὐτοῦ εἰς τούς ἀνθρώπους». Γενικότερα σήμαινε τόν κήρυκα καί ἑρμηνευτή ἤ ἀντιπρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Εἰδικά στούς   Ἑβραίους σήμαινε ἐκεῖνον πού ἐκινεῖτο ἀπό τόν Θεό γιά νά μιλάει καί νά ἐξηγεῖ τίς ἐντολές του ἤ νά ἀποκαλύπτει τό θέλημά του καί τά μέλλοντα νά συμβοῦν.


Ἡ λέξη χρησιμοποιεῖται καί στήν Καινή Διαθήκη. Προφήτης εἶναι αὐτός πού κατέχει τό χάρισμα τῆς προφητείας, ὁ θεόπνευστος κήρυκας καί διδάσκαλος, τό ὄργανο τῶν ἰδιαίτερων ἀποκαλύψεων τοῦ Θεοῦ (πρβλ. Α΄ Κορ. 12,10. 14, 2425. Πράξ. 2,30. 3,18. 21).


Τό φαινόμενο τῆς προφητείας πρωτοεμφανίσθηκε στούς Ἑβραίους μέ τούς λεγόμενους «ἐκστατικούς» προφῆτες. Αὐτοί γύριζαν στίς πόλεις καί τά χωριά, περιέρχονταν σέ κατάσταση ἔκστασης μέ τή βοήθεια μουσικῆς καί χοροῦ, δέχονταν θεῖα μηνύματα καί τά γνωστοποιοῦσαν στό λαό. Γιά παράδειγμα στό βιβλίο Α΄ Βασιλειῶν ἀναφέρεται πώς ὅταν ὁ Σαμουήλ ἔχρισε τόν Σαούλ βασιλιά, τοῦ εἶπε μεταξύ ἄλλων: …Θά ἔρθεις στό λόφο τοῦ Θεοῦ… Μόλις μπεῖς στήν πόλη, θά συναντήσεις μία ὁμάδα προφητῶν, πού θά κατεβαίνουν ἀπό τόν ἱερό τόπο, παίζοντας ἄρπα, τύμπανο, φλογέρα καί κιθάρα, καί θά προφητεύουν. Τότε θά ἔρθει τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου πάνω σου καί θά προφητεύεις κι ἐσύ μαζί τους καί θά γίνεις ἄλλος ἄνθρωπος. Κι ὅταν αὐτά τά σημεῖα σοῦ συμβοῦν, τότε μπορεῖς νά δράσεις, γιατί ὁ Θεός θά εἶναι μαζί σου (10, 57).


Σύν τῷ χρόνῳ οἱ «ἐκστατικοί» ὀργανώθηκαν σέ ὁμάδες μέ ἐπίκεντρο κάποιον ἱερό τόπο, ἐνῶ τήν περίοδο τῶν βασιλέων ἐμφανίστηκαν φωτισμένοι ἀπό τόν Θεό ἄντρες, ὅπως ὁ Νάθαν, ὁ Ἠλίας, ὁ Μιχαίας κ.ἄ., πού διακρίθηκαν κυρίως γιά τόν ἀνυποχώρητο ἀγώνα τους πρός διαφύλαξη τῆς καθαρότητας τῆς ἰσραηλιτικῆς θρησκείας καί τήν καταπολέμηση ξένων, εἰδωλολατρικῶν, ἐπιρροῶν.


Ἔτσι φτάνουμε στόν 8ο π.Χ. αἰώνα, ὁπότε ἐμφανίστηκαν νέοι προφῆτες τῶν ὁποίων ἡ ζωή, ἡ δράση καί τό προφητικό κήρυγμα διασώθηκε καταγραμμένο στά λεγόμενα «προφητικά» βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Αὐτοί καλοῦνται ἀπό τόν Θεό καί ἀποστέλλονται στό λαό καί τούς ἄρχοντες ν’ ἀποκαλύψουν τό θεῖο θέλημα. Ἐλέγχουν τούς πάντες γιά τήν περιφρόνηση καί ἀθέτηση τῆς «διαθήκης» τοῦ Θεοῦ, πού γίνεται μέ τήν παράβαση τοῦ νόμου ἤ τή διαστρέβλωσή του, τήν ἀδικία τῶν φτωχῶν, τήν πρόσληψη καί υἱοθέτηση εἰδωλολατρικῶν στοιχείων λατρείας καί γενικά τήν ἠθική καί πνευματική κατάπτωση. Κηρύττουν τή μετάνοια, προειδοποιώντας γιά δυσάρεστες καί ὀδυνηρές συνέπειες σέ περίπτωση ἐμμονῆς στήν ἠθική κατάπτωση. Φυσικά δέν παραλείπουν νά διακηρύττουν ὅτι ὁ Θεός θά στείλει τό Μεσσία πού θά ἐγκαταστήσει στή γῆ μία νέα, πνευματική, βασιλεία γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὥστε νά ζοῦν μεταξύ τους ἀδελφωμένοι.


Στήν Παλαιά Διαθήκη (μετάφραση τῶν  Ἑβδομήκοντα  Ο΄) περιέχονται 19 προφητικά βιβλία, πού εἶναι:   Ἠσαΐας, Ἰερεμίας, Θρῆνοι τοῦ Ἰερεμίου, Ἐπιστολή τοῦ   Ἰερεμίου, Βαρούχ, Ἰεζεκιήλ, Δανιήλ, Ὠσηέ, Ἀμώς, Μιχαίας, Ἰωήλ, Ὀβδιού, Ἰωνάς, Ναούμ, Ἀββακούμ, Σοφονίας, Ἀγγαῖος, Ζαχαρίας καί Μαλαχίας. Ὅλα τους εἶναι γραμμένα τήν περίοδο ἀπό τόν 8ο μέχρι τό 2ο π.Χ. αἰώνα.



                                                        Καταγωγή τοῦ προφήτη Ἠλία

Αν καί ὁ προφήτης Ἠλίας συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν σπουδαιότερων προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐπειδή ἔζησε κατά τόν 9ο αἰώνα δέν ἄφησε γραπτά κείμενα. Ὅμως τά σχετικά μέ τήν καταγωγή καί τή δράση του μᾶς εἶναι γνωστά, ἔχουν δέ ὡς ἑξῆς:


Πατέρας του ἦταν ὁ Σωβάκ ἀπό τήν κωμόπολη Θέσβη (σημερινή El  Istib) τῆς Γαλαάδ στήν  Ὑπεριορδανία. Ὅταν γεννήθηκε, ὁ πατέρας του εἶδε σέ ὀπτασία ἄντρες λευκοφορεμένους νά δίνουν στό βρέφος τό ὄνομα Ἠλιού (πού σημαίνει θεός ἤ θεῖος καί παράγεται ἀπό τό Ἠλί, τό ὁποῖο στά ἑβραϊκά ἔχει τή σημασία τοῦ Θεοῦ), νά τό σπαργανώνουν μέ φωτιά καί νά τοῦ δίνουν νά φάει ἐπίσης φωτιά. Ἡ ὀπτασία, ὅπως τοῦ ἐξήγησαν οἱ ἱερεῖς, σήμαινε ὅτι «ἡ κατοίκησις τοῦ τέκνου θά εἶναι φῶς, ὁ λόγος του ἀπόφασις, ἡ ζωή του κατά Κύριον καί ὁ ζῆλος του θά φανῇ εὐάρεστος εἰς τόν Θεόν καί θέλει κρίνῃ τόν Ἰσραήλ διά πυρός καί μαχαίρας». Ἀπό τήν ἰδιαίτερη πατρίδα του ἔλαβε –κατά τή μετάφραση τῶν Ο΄– καί τήν προσωνυμία Θεσβίτης.


Οἱ ἁγιογραφικές πληροφορίες γιά τόν προφήτη Ἠλία ἀναφέρουν ὅτι φοροῦσε ροῦχο ἀπό προβιά καί στή μέση του εἶχε δερμάτινη ζώνη (Δ΄ Βασ. 1,8). Ζοῦσε αὐστηρή καί ἀσκητική ζωή, καί ἦταν ἀνυποχώρητος σέ θέματα γνήσιας λατρείας τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ δέν συμβιβαζόταν μέ τή τάση τῆς υἱοθέτησης ἀπό τούς Ἑβραίους εἰδωλολατρικῶν στοιχείων, πού ἦταν πολύ ἔντονη, ὅπως θά ἀναφερθεῖ στίς ἑπόμενες σελίδες.


Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, σκιαγραφώντας τήν προσωπικότητα τοῦ προφήτη Ἠλία, ἐπισημαίνει ὅτι στόν ἅγιο συνυπῆρχαν ἀντίθετες ἰδιότητες: Ἦταν φτωχός ἀλλά ταυτόχρονα καί πλούσιος ἀπαίδευτος καί σοφός· ἐνῶ ἦταν ἀκτήμων, μποροῦσε νά φέρει βροχή ἤ ἀνομβρία, ἀφοῦ ὁ Θεός εἰσήκουε τήν προσευχή του.

                                                            Βίος καί δράση του

Η προφητική ἀποστολή τοῦ Ἠλία ἀναπτύχθηκε στά χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Ἀχαάβ (873854 π.Χ.) καί τοῦ διαδόχου του Ὀχοζία. Πρόκειται γιά μία περίοδο πολύ ταραχώδη γιά τό μονοθεϊσμό στό Ἰσραήλ, ὅταν εἶναι γνωστό ὅτι οἱ Ἑβραῖοι δοκιμάζονταν κατά καιρούς στήν πίστη τους ἀπό τούς εἰδωλολατρικούς γειτονικούς λαούς, ἐξαιτίας τῶν ἐπιδράσεων στή θρησκεία τους.

Ὁ Ἀχαάβ ἔλαβε ὡς γυναίκα του τήν   Ἰεζάβελ, κόρη τοῦ Εὐβάαλ, βασιλιᾶ τῆς Τύρου (Φοινίκης).   Ἐκείνη, ἐπηρεάζοντας τό σύζυγό της, καθιέρωσε ἐπίσημα τή λατρεία τοῦ θεοῦ ΒάαλMelgart, προσπαθοῦσε μάλιστα νά τήν ἐπιβάλει καί ὡς κρατική. Γιά νά πετύχει στό στόχο της δέν δίστασε νά διατάξει τό φόνο προφητῶν καί τή δίωξη ὅσων πίστευαν στόν ἕνα καί μόνο ἀληθινό Θεό. Ἐπέβαλε τήν καταστροφή τῶν βωμῶν, ἐνῶ διέθετε τά ἀπαιτούμενα γιά νά διαδοθεῖ ἡ λατρεία τῶν εἰδωλολατρικῶν φοινικικῶν θεοτήτων. Στό βιβλίο Βασιλειῶν Γ΄ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περιγράφεται μέ ζωηρά χρώματα τό μέγεθος τῆς ἀσέβειας τοῦ Ἀχαάβ καί τῆς  Ἰεζάβελ: Ὁ Ἀχαάβ ἔπραξε ὅ,τι δυσαρεστεῖ τόν Κύριο, ξεπερνώντας ὅλους τούς προκατόχους του… Πῆρε γιά γυναίκα του τήν Ἰεζάβελ.. καί πῆγε καί λάτρεψε τόν Βάαλ καί τόν προσκύνησε.  Ἔχτισε θυσιαστήριο στόν Βάαλ, στό ναό τοῦ Βάαλ, πού εἶχε ἀνεγείρει στή Σαμάρεια. Ὁ Ἀχαάβ κατασκεύασε ἐπίσης ξύλινη λατρευτική στήλη καί ἔκανε περισσότερες ἁμαρτίες ἀπ’ ὅλους τούς προκατόχους του βασιλιάδες τοῦ Ἰσραήλ, ἐξοργίζοντας ἔτσι τόν Κύριο, τόν Θεό του (Γ΄ Βασ. 16, 3133).

Εἶχε φτάσει πλέον ἡ στιγμή νά δράσει ὁ προφήτης  Ἠλίας.  Ἐμφανίζεται στό βασιλιά Ἀχαάβ καί τοῦ λέει: Ὁρκίζομαι στόν Κύριο πού ὑπηρετῶ, τόν ἀληθινό Θεό τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι τά ἑπόμενα χρόνια δέν θά πέσει στή γῆ δροσιά οὔτε βροχή, παρά μόνο μέ προσταγή δική μου (Γ΄ Βασ. 17,1). Ἡ κατηγορηματική αὐτή προαγγελία τοῦ προφήτη, τόν ὁποῖο σεβόταν ὁ λαός καί ἑπομένως ὑπολόγιζε ὁ βασιλιάς, ἦταν ἑπόμενο νά ἐξαγριώσει τή βασιλική αὐλή καί ἰδιαίτερα τήν  Ἰεζάβελ. Γιά νά μή κινδυνέψει λοιπόν ὁ Ἠλίας, ὁ Θεός ἔλαβε πρόνοια γι’ αὐτόν.


Ἡ τριετής ἀνομβρία. Ὁ Κύριος εἶπε στόν Ἠλία: Φύγε ἀπό ἐδῶ καί πήγαινε πρός τά ἀνατολικά, νά κρυφτεῖς κοντά στό χείμαρρο Χοράθ (Χερίθ), ἀνατολικά τοῦ  Ἰορδάνη. Θά πίνεις νερό ἀπό τό χείμαρρο κι ἐγώ θά δώσω προσταγή στούς κόρακες νά φροντίζουν γιά τήν τροφή σου ἐκεῖ (Γ΄ Βασ. 17, 24). Ὁ προφήτης συμμορφώθηκε. Ἡ τριετής ξηρασία (τήν ὁποία μνημονεύει καί ὁ ἱστορικός Ἰώσηπος στήν «Ἰουδαϊκή Ἀρχαιολογία» VII, 13,2) ἄρχισε. Ὁ προφήτης κρυβόταν στό μέρος πού τοῦ εἶχε ὑποδειχθεῖ ἀπό τόν Θεό. Ἐκεῖ, οἱ κόρακες τοῦ ἔφερναν ψωμί καί κρέας πρωί καί βράδυ, κι ἔπινε νερό ἀπό τό χείμαρρο. Μετά ὅμως ἀπό μερικές μέρες ξεράθηκε ὁ χείμαρρος, γιατί ὑπῆρχε ἀνομβρία στή χώρα (Γ΄ Βασ. 17, 67).


Φιλοξενούμενος στή Σαρεπτά. Τότε παίρνει καί πάλι νέα ἐντολή ἀπό τόν Κύριο πού τοῦ εἶπε: Σήκω, πήγαινε στή Σαρεπτά, στήν περιοχή τῆς Σιδώνας καί μεῖνε ἐκεῖ. Ἐγώ διέταξα μία χήρα νά φροντίζει γιά τήν τροφή σου. Ξεκίνησε ὁ Ἠλίας καί ὅταν ἔφτασε στήν πύλη τῆς πόλης εἶδε μία γυναίκα πού μάζευε ξύλα. Τῆς φώναξε καί τῆς εἶπε: Φέρε μου, σέ παρακαλῶ, λίγο νερό σ’ ἕνα κύπελο γιά νά πιῶ… καί φέρε μου ἐπίσης ἕνα κομμάτι ψωμί. Ἡ ἀπάντηση τῆς γυναίκας, πού ἦταν χήρα, εἶναι συγκλονιστική: Μά τόν ἀληθινό Θεό, τόν Θεό σου, δέν ἔχω καθόλου ψωμί, παρά μόνο μία χούφτα ἀλεύρι στό πιθάρι καί λίγο λάδι στό δοχεῖο. Ἦρθα ἐδῶ γιά νά μαζέψω λίγα ξύλα, νά πάω νά ἑτοιμάσω γιά μένα καί τό γιό μου ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει, νά τό φᾶμε καί μετά νά πεθάνουμε.

Ὁ προφήτης  Ἠλίας ἐπέμεινε. Τῆς εἶπε λοιπόν νά μήν ἀνησυχεῖ. Νά πάει σπίτι της καί νά κάνει αὐτό πού εἶχε στό μυαλό της. Τῆς ζήτησε ὅμως νά φτιάξει πρῶτα μία μικρή λαγάνα γιά κεῖνον ἀπό τό λίγο ἀλεύρι της καί νά τοῦ τή φέρει, ἔπειτα νά φτιάξει γιά τήν ἴδια καί τό γιό της. Γιατί ὁ Κύριος, ὁ Θεός τοῦ  Ἰσραήλ, λέει: τό πιθάρι μέ τό ἀλεύρι δέν θ’ ἀδειάσει καί τό λάδι στό δοχεῖο δέν θά λιγοστέψει, ὥς τή μέρα πού ὁ Κύριος θά στείλει βροχή. Ἡ γυναίκα ἔκανε ὅπως τῆς εἶπε ὁ προφήτης, μέ ἀποτέλεσμα οὔτε τό ἀλεύρι οὔτε τό λάδι νά τελειώνουν γιά πολλές ἡμέρες (Γ΄ Βασ. 17, 816).

Σχολιάζοντας ὁ ἅγιος  Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τήν ἀνομβρία καί τή φιλοξενία τῆς χήρας τῆς Σαρεπτά λέει τά ἑπόμενα (στόν Λόγο του «εἰς τόν Πέτρον τόν ἀπόστολον καί  Ἠλίαν τόν προφήτην», Migne, P.G. 50, § B΄Δ΄, 728735):


«Ὁ προφήτης Ἠλίας ἦταν τόσο αὐστηρός μέ τούς ἁμαρτάνοντες, ὥστε προσευχήθηκε κάποτε νά μή πέσει βροχή… Κι αὐτό τό ἔκανε κινούμενος ἀπό πολύ μεγάλο ζῆλο. Διότι ἔβλεπε νά γίνονται πολλά ἄτοπα… καί ἡ παρεκτροπή ἦταν γενική… Μόνο ὁ Ἠλίας εἶχε ἀναμμένο τό λυχνάρι τῆς ἀρετῆς… Τά πάντα ἐρημώνονταν καί ἐξαφανίζονταν…, ὅλοι πέθαιναν ἐξαιτίας τῆς ἀβροχίας…, ἀλλά γιά τίποτα δέν τόν ἔνοιαζε τόν Ἠλία, που ἦταν μεθυσμένος ἀπό τόν ἱερό ζῆλο… Τί κάνεις, Ἠλία;   Ἔστω, οἱ νέοι ἁμάρτησαν· γιατί τιμωροῦνται τά παιδιά;  Ἔστω, ἁμάρτησαν οἱ ἄνθρωποι· γιατί μαζί τους πεθαίνουν καί τά ζῶα; Τόσο μεγάλη ἀσπλαχνία ἔχεις; Καθόλου δέν σέ μέλει γιά τούς ἀνθρώπους; Γυναίκα καί παιδί δέν ἔχεις· ἀδιαφορεῖς γι’ αὐτούς πού χάνονται.


»Τί τοῦ λέει λοιπόν ὁ Θεός; Πήγαινε στό χείμαρρο Χοράθ καί θά διατάξω κόρακα νά σοῦ φέρνει τροφή… Πῶς τρεφόταν ἀπό κόρακα; Ἀφοῦ ὁ κόρακας κατά τό (μωσαϊκό) νόμο εἶναι ἀκάθαρτος… Κι ὅμως ὁ Ἠλίας τρεφόταν ἀπό κόρακα, πιστεύοντας ὅτι τίποτα δέν εἶναι ἀκάθαρτο ἀφοῦ δημιουργήθηκε ἀπό τόν Κύριο… Ἔπειτα, ἐπειδή ὁ χείμαρρος ξεράθηκε…, πήγαινε, τοῦ εἶπε, στή Σαρεπτά καί θά διατάξω γυναίκα χήρα νά σέ διατρέφει ἐκεῖ. Αὐτό τό ἔκανε ὁ Θεός κατ’ οἰκονομίαν. Ἐπειδή δηλαδή ὁ Ἠλίας δέν ἤξερε τά ὅσα εἶχαν συμβεῖ… καί τή γενική συμφορά…, τόν στέλνει ὁ Θεός…, ὥστε ἀφοῦ δεῖ καί ὁ Ἠλίας τί εἶχε συμβεῖ, νά ζητήσει ἐπίμονα ἀπό τόν Κύριο νά δώσει βροχή.


»… Ὁ Ἠλίας δέν εἶπε στόν Θεό· σέ ποιόν μέ στέλνεις;… μήπως δέν ὑπάρχουν ἄλλοι ἄνθρωποι πλουσιότεροι πού μποροῦν νά παρηγορήσουν τήν πείνα μου;

»Δέν ξέρω πῶς νά ἐπαινέσω τή χήρα· πῶς περιφρόνησε τό γιό της καί ἄνοιξε τό σπίτι της νά φιλοξενήσει… Ἔσπειρε φιλοξενία ἡ χήρα καί ἀμέσως θέρισε τό καρπερό στάχυ τῆς φιλοξενίας. Διότι, τί τῆς εἶπε ὁ Ἠλίας; Ζεῖ ὁ Κύριος, τό πιθάρι μέ τ’ ἀλεύρι δέν θά ἀδειάσει καί τό δοχεῖο μέ τό λάδι δέν θά μειωθεῖ».


Ἡ ἀνάσταση τοῦ γιοῦ τῆς χήρας. Ὕστερα ἀπό τά γεγογονότα αὐτά ἀρρώστησε βαριά καί πέθανε ὁ γιός τῆς χήρας πού φιλοξενοῦσε τόν προφήτη. Τότε ἡ γυναίκα, καθώς μᾶς πληροφορεῖ τό βιβλίο «Βασιλειῶν Γ΄» (κεφ. 17, 1824), εἶπε στόν προφήτη Ἠλία: Τί σοῦ χρωστοῦσα, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ;  Ἦρθες στό σπίτι μου γιά νά μοῦ ὑπενθυμίσεις τήν ἁμαρτία μου καί νά κάνεις νά πεθάνει ὁ γιός μου; Ἐκεῖνος ὅμως τό πῆρε ἀπό τήν ἀγκαλιά της, τό ἀνέβασε στό ἀνώγι ὅπου ἔμενε ὁ ἴδιος καί προσευχήθηκε στόν Κύριο, λέγοντας: Κύριε, Θεέ μου, γιατί ἔκανες κακό στή χήρα πού μέ φιλοξενεῖ, ἀφήνοντας νά πεθάνει ὁ γιός της; Καί συνέχισε, παρακαλώντας νά ἐπιστρέψει ἡ ψυχή τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ μέσα του. Ὁ Κύριος ἄκουσε τήν προσευχή του καί ἀνέστησε τό παιδί. Τό πῆρε ὁ προφήτης Ἠλίας καί τό κατέβασε ἀπό τό ἀνώγι. Τό παρέδωσε στή μητέρα του λέγοντας: Νά ὁ γιός σου, εἶναι ζωντανός. Κι ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε: Τώρα κατάλαβα ὅτι ἐσύ εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καί ὅ,τι προφητεύει τό στόμα σου εἶναι πραγματικά λόγος Κυρίου.


Ἡ παρρησία τοῦ Ἠλία ἐνώπιον τοῦ βασιλιᾶ. Ἦταν ἤδη ὁ τρίτος χρόνος τῆς φοβερῆς ξηρασίας, ὅταν ὁ Θεός μίλησε στόν προφήτη καί τοῦ εἶπε: Πήγαινε νά παρουσιαστεῖς στόν Ἀχαάβ, κι ἐγώ θά στείλω βροχή στή γῆ (Γ΄ Βασ. 18,1). Στό μεταξύ ἡ πείνα εἶχε ἐπιδεινωθεῖ στή Σαμάρεια. Ὅταν ἔγινε ἡ συνάντηση τοῦ Ἠλία μέ τό βασιλιά Ἀχαάβ ἐκεῖνος εἶπε στόν προφήτη: Ἐσύ εἶσαι πού ἀναστατώνεις τόν Ἰσραήλ; γιά νά πάρει τή γεμάτη παρρησία ἀπάντηση: Δέν ἀναστατώνω ἐγώ τόν Ἰσραήλ, ἀλλά ἐσύ καί ἡ οἰκογένειά σου, ἐπειδή ἀρνηθήκατε νά ὑπακούσετε στίς ἐντολές τοῦ Κυρίου καί λατρέψατε τίς θεότητες τοῦ Βάαλ (Γ΄ Βασ. 18, 1718). Τόν προκάλεσε μάλιστα νά δώσει ἐντολή νά συγκεντρωθοῦν ὅλοι οἱ Ἰσραηλίτες στό ὄρος Κάρμηλος, μαζί μέ τούς 450 «προφῆτες» τοῦ Βάαλ καί τούς 400 «προφῆτες» τῆς Ἀστάρτης, πού ἦταν προστατευόμενοι τῆς βασίλισσας Ἰεζάβελ.


Ὅταν ἔγινε αὐτή ἡ συγκέντρωση λαοῦ καί «προφητῶν», ὁ Ἠλίας ἀπευθύνθηκε στούς Ἰσραηλίτες καί μέ πύρινο λόγο τούς ἔλεγξε γιά τήν πίστη τους:  Ὥς πότε θά ἀμφιταλαντεύεστε; Ἄν ὁ Κύριος εἶναι Θεός, ἀκολουθῆστε τον· κι ἄν εἶναι ὁ Βάαλ, ἀκολουθῆστε ἐκεῖνον… (Γ΄ Βασ. 18,21).


Φωτιά ἀπό τόν οὐρανό στό βωμό τοῦ Ἠλία. Κι ἐνῶ ὁ λαός ἔμενε σιωπηλός, ὁ προφήτης τοῦ Θεοῦ συνέχισε: Ἐγώ ἀπέμεινα μόνος προφήτης τοῦ Κυρίου, ἐνῶ οἱ προφῆτες τοῦ Βάαλ εἶναι 450. Ἄς μᾶς φέρουν δύο μοσχάρια κι ἄς διαλέξουν τό ἕνα γιά τόν ἑαυτό τους· ἄς τό κομματιάσουν κι ἄς τό βάλουν πάνω στά ξύλα· φωτιά ὅμως νά μή βάλουν. Ἐγώ θά πάρω τό ἄλλο μοσχάρι καί θά τό βάλω πάνω στά ξύλα καί δέν θά βάλω φωτιά. Ἄς ἐπικαλεστοῦν αὐτοί τό ὄνομα τοῦ θεοῦ τους καί θά ἐπικαλεστῶ κι ἐγώ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ὅποιος θεός ἀπαντήσει μέ φωτιά, αὐτός θά εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. Καί ὁ λαός ἀπάντησε: Σωστά μίλησες (Γ΄ Βασ. 18, 2224)*.


Ἡ συνέχεια εἶναι λίγο πολύ σέ ὅλους τούς χριστιανούς γνωστή: Οἱ 450 «προφῆτες» τοῦ Βάαλ προσεύχονταν στό θεό τους ἀπό τό πρωί ὥς τό μεσημέρι: «Βάαλ, ἄκουσέ μας», φώναζαν καί χοροπηδοῦσαν γύρω ἀπό τό θυσιαστήριο πού εἶχαν ἑτοιμάσει. Ἀλλά καμία φωνή καί καμία ἀπάντηση δέν ἔπαιρναν ἀπό τό θεό τους. Πρός τό μεσημέρι ὁ Ἠλίας ἄρχισε νά τούς περιπαίζει, λέγοντάς τους: Φωνάξτε πιό δυνατά, θεός εἶν’ αὐτός καί μπορεῖ νά ’ναι βυθισμένος σέ σκέψεις· μπορεῖ νά εἶναι κάπου ἀπασχολημένος ἤ νά ταξιδεύει. Ἴσως κοιμᾶται καί πρέπει νά ξυπνήσει (Γ΄ Βασ. 18,27). Εἰς μάτην ὅμως! Καμία φωνή, κανένα σημάδι ὅτι ὁ θεός τους εἶχε ἀκούσει τίς ἱκεσίες τους.


Νωρίς τό ἀπόγευμα ὁ προφήτης κάλεσε κοντά του τό λαό, πού πλησίασε στό θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου τό ὁποῖο εἶχε καταστραφεῖ ἀπό τήν Ἰεζάβελ καί ξαναστήσει ὁ Ἠλίας μέ 12 πέτρες, ὅσοι καί οἱ γιοί τοῦ  Ἰακώβ καί οἱ 12 φυλές τοῦ Ἰσραήλ. Ἔβαλε πάνω στό θυσιαστήριο ξύλα, κομμάτιασε τό μοσχάρι καί τό τοποθέτησε πάνω τους.  Ἔπειτα ζήτησε τέσσερις κάδους νερό κι ἔδωσε ἐντολή νά τό χύσουν πάνω στό ὁλοκαύτωμα καί τά ξύλα. Τό ἴδιο εἶπε καί ἔκαναν δεύτερη καί τρίτη φορά. Στή συνέχεια πλησίασε τό θυσιαστήριο καί προσευχήθηκε σέ ἐπήκοο ὅλων: Κύριε, Θεέ τοῦ  Ἀβραάμ, τοῦ  Ἰσαάκ καί τοῦ  Ἰακώβ, ἄς μάθουν ὅλοι σήμερα ὅτι ἐσύ εἶσαι Θεός στόν Ἰσραήλ κι ἐγώ δοῦλος σου, καί ὅτι ἐγώ ἔκανα ὅλα αὐτά τά πράγματα σύμφωνα μέ τό λόγο σου. Ἀπάντησέ μου, Κύριε, ὥστε νά μάθει ὁ λαός σου αὐτός ὅτι ἐσύ εἶσαι ὁ Κύριος, ὁ Θεός, κι ὅτι ἐσύ θά ξαναφέρεις τήν καρδιά τους κοντά σου (Γ΄ Βασ. 18, 3637).


Τότε λοιπόν ἔπεσε φωτιά ἀπό τόν οὐρανό καί ἔκαψε ἐντελῶς τά κομμάτια τοῦ μοσχαριοῦ, τά ξύλα, ἀκόμα καί τίς πέτρες καί τό χῶμα. Ἔκπληκτοι ὅλοι ἔσκυψαν τό κεφάλι καί εἶπαν:

Ὁ Κύριος! Αὐτός εἶναι ὁ Θεός! Καί ὁ Ἠλίας: Πιάστε τούς «προφῆτες» τοῦ Βάαλ, νά μή σᾶς ξεφύγει κανείς. Τούς συνέλαβαν, τούς κατέβασαν στό χείμαρρο Κισών κι ἐκεῖ τούς ἐξολόθρευσε (Γ΄ Βασ. 18, 3840).


Τό τέλος τῆς τριετοῦς ξηρασίας. Μετά τό γεγονός αὐτό τά σύννεφα σκοτείνιασαν τόν οὐρανό καί ξέσπασε θύελλα καί δυνατή βροχή (Γ΄ Βασ. 18, 45). Ὁ βασιλιάς ἐπιστρέφοντας στό παλάτι διηγήθηκε στή γυναίκα του Ἰεζάβελ ὅλα ὅσα ἔκανε ὁ προφήτης Ἠλίας καί πώς ἐξολόθρευσε τούς «προφῆτες» τοῦ Βάαλ*. Ἡ Ἰεζάβελ ὀργισμένη ἔστειλε μέ ἀγγελιοφόρο μήνυμα στόν Ἠλία: Νά μέ τιμωρήσουν οἱ θεοί, ἄν αὔριο τέτοια ὥρα δέν σοῦ κάνω ὅ,τι ἔκανες ἐσύ στούς προφῆτες (Γ΄ Βασ. 19,2).


Ὁ Ἠλίας κρύβεται στό ὄρος Χωρήβ. Ὅταν ὁ προφήτης πῆρε τό μήνυμα φοβήθηκε καί σηκώθηκε κι ἔφυγε γιά νά σώσει τή ζωή του. Στό Γ΄ Βασιλειῶν (19, 310) περιγράφεται μέ ἐνάργεια τό περιστατικό: Φεύγοντας πῆγε στή ΒέερΣεβά, πού ἀνῆκε στό βασίλειο τοῦ Ἰούδα. Ἄφησε ἐκεῖ τόν ὑπηρέτη του κι ὁ ἴδιος προχώρησε μιᾶς ἡμέρας δρόμο μέσα στήν ἔρημο. Ἦρθε καί κάθισε στή σκιά ἑνός σπαρτόδενδρου. Παρακαλοῦσε νά πεθάνει: Ἀρκετά ὥς ἐδῶ, Κύριε, ἔλεγε. Πάρε τή ζωή μου, γιατί ἐγώ δέν εἶμαι καλύτερος ἀπό τούς προγόνους μου.   Ὕστερα ξάπλωσε καί τόν πῆρε ὁ ὕπνος. Ἄγγελος Κυρίου ὅμως τόν ἄγγιξε καί τοῦ εἶπε: Σήκω καί φάγε. Γυρίζοντας ὁ  Ἠλίας τό κεφάλι του εἶδε μία λαγάνα ψητή σέ καυτές πέτρες καί μία κανάτα νερό. Ἀφοῦ ἔφαγε καί ἤπιε, ξάπλωσε καί πάλι. Ἀλλά ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: Σήκω καί φάγε, γιατί ἔχεις ἀκόμα πολύ δρόμο μπροστά σου.


Ὁ προφήτης συμμορφώθηκε. Καί μέ τή δύναμη ἐκείνης τῆς τροφῆς βάδισε 40 μερόνυχτα ὥς τό Χωρήβ, τό βουνό τοῦ Θεοῦ. Μπῆκε σέ μία σπηλιά, ὅπου πέρασε τή νύχτα. Τότε ὁ Κύριος τόν ρώτησε: Τί ζητᾶς ἐδῶ, Ἠλία; Καί ὁ προφήτης ἀπάντησε: «Ἐγώ ἀγωνίστηκα μέ μεγάλο ζῆλο γιά σένα, Κύριε, Θεέ τοῦ σύμπαντος. Ἀλλά οἱ Ἰσραηλίτες ἀθέτησαν τή διαθήκη σου, γκρέμισαν τά θυσιαστήριά σου καί κατέσφαξαν τούς προφῆτες σου· μόνον ἐγώ ἀπέμεινα καί ζητοῦν κι ἐμένα νά θανατώσουν».


Ὁ Κύριος στή συνέχεια ἐμφανίστηκε στόν Ἠλία ὄχι ὡς μεγάλος καί δυνατός ἄνεμος πού ἔσχιζε τά βουνά καί σύντριβε τούς βράχους στό πέρασμά του· οὔτε σάν σεισμός ἤ φωτιά, ἀλλά ὡς ἕνας ἦχος ἀπό ἐλαφρό ἀεράκι (Γ΄ Βασ. 19, 1112). Καί ἔδωσε ἐντολή στόν προφήτη του νά πάει στή Δαμασκό γιά νά χρίσει τό νέο βασιλιά τῶν Συρίων, ὕστερα τό νέο βασιλιά τοῦ Ἰσραήλ καί στή συνέχεια νά χρίσει διάδοχό του προφήτη τόν Ἐλισαῖο. Πράγμα πού ἔκανε ὁ Ἠλίας.

                                           Ἡ ἁρπαγή τοῦ προφήτη  Ἠλία στόν οὐρανό

Αφοῦ ὁ προφήτης Ἠλίας ἔζησε καί ἔδρασε κατά τό θέλημα τοῦ Κυρίου, ἔφτασε ὁ καιρός νά τόν πάρει ὁ Θεός στούς οὐρανούς μέσα σέ ἀνεμοστρόβιλο (Δ΄Βασ. 2,1). Τό θαυμαστό γεγονός περιγράφεται πολύ παραστατικά στό 2ο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου «Βασιλειῶν Δ΄» ὡς ἑξῆς:

Μία φορά πού ὁ Ἠλίας καί ὁ (μαθητής του) Ἐλισαῖος ἐπέστρεφαν μαζί ἀπό τά Γάλγαλα, εἶπε κάποια στιγμή ὁ πρῶτος στό δεύτερο: Μεῖνε ἐδῶ, γιατί ὁ Κύριος μέ στέλνει στή Βαιθήλ. Ὁ Ἐλισαῖος ἀπάντησε: Ὁρκίζομαι στόν ἀληθινό Θεό καί σ’ ἐσένα, ὅτι δέν θά σ’ ἀφήσω. Ἔτσι πῆγαν μαζί στή Βαιθήλ, πού εἶναι ἱερός τόπος βόρεια τῆς Ἰερουσαλήμ. Ἐκεῖ βρισκόταν μία ὁμάδα προφητῶν πού εἶπαν στόν Ἐλισαῖο: Τό ξέρεις ὅτι σήμερα ὁ Θεός θά πάρει ἀπό κοντά σου τόν κύριό σου; Αὐτός ἀπάντησε πώς τό ξέρει, ἀλλά τούς παρεκάλεσε νά μή μιλᾶνε γι’ αὐτό.


Ὕστερα ὁ Ἠλίας καί ὁ Ἐλισαῖος πῆγαν στήν Ἰεριχώ. Τήν ἴδια ἐρώτηση ἔκαναν στόν Ἐλισαῖο καί οἱ ἐκεῖ προφῆτες, πῆραν ὅμως τήν αὐτή ἀπάντηση. Κατόπιν οἱ δυό τους, κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, βάδισαν πρός τόν Ἰορδάνη ποταμό, ἐνῶ τούς ἀκολουθοῦσαν 50 προφῆτες πού στάθηκαν σέ κάποια ἀπόσταση ἀπ’ αὐτούς. Τότε ὁ Ἠλίας πῆρε τό μανδύα του [τή μηλωτή], τόν δίπλωσε καί χτύπησε μ’ αὐτόν τά νερά. Ἐκεῖνα ἄνοιξαν στά δύο καί πέρασαν ἀνάμεσα οἱ δυό ἄντρες πατώντας σέ ξηρά (Δ΄ Βασ. 2,8). Ὁ Ἠλίας εἶπε στό μαθητή του: Ζήτησέ μου τί θέλεις νά κάνω γιά σένα, πρίν μέ πάρει ὁ Κύριος ἀπό κοντά σου. Κι ὁ  Ἐλισαῖος ζήτησε νά τοῦ δώσει διπλάσιο τό προφητικό του πνεῦμα. Ὁ Ἠλίας τοῦ εἶπε: Δύσκολο πράγμα ζήτησες.  Ὡστόσο ἄν μέ δεῖς τή στιγμή πού θά φεύγω ἀπό κοντά σου, τότε θά γίνει αὐτό πού ζήτησες· ἄν ὅμως δέν μέ δεῖς, δέν θά γίνει (Δ΄Βασ. 2,10).


Ξαφνικά, καθώς προχωροῦσαν συζητώντας, φάνηκε ἕνα ἅρμα ἀπό φωτιά, κι ἄλογα πύρινα τούς χώρισαν τόν ἕναν ἀπό τόν ἄλλον. Κι ἀνέβαινε ὁ Ἠλίας μέσα σέ ἀνεμοστρόβιλο στόν οὐρανό (στίχ. 11), ἐνῶ ἄφησε νά πέσει ἀπό πάνω του ὁ μανδύας (μηλωτή) πού τόν μάζεψε ὁ  Ἐλισαῖος. Οἱ προφῆτες πού παρακολουθοῦσαν τά γινόμενα ἀπό μακριά, εἶπαν: Τό πνεῦμα τοῦ Ἠλία ἔμεινε στόν  Ἐλισαῖο (στίχ. 15).


Ὁ προφήτης Ἠλίας ἔδειξε ἔνθερμο ζῆλο γιά τό νόμο τοῦ Θεοῦ καί γι’ αὐτό ἀναλήφθηκε στόν οὐρανό (Α΄Μακκ. 2,58).

                                        Ἡ Ἁγία Γραφή γιά τό πρόσωπο καί τό ἔργο του

Ο προφήτης Ἠλίας, ἐξαιτίας τῆς βαθιᾶς του πίστης, τῆς ἀφοσίωσης στόν Θεό καί τοῦ ἔνθερμου ζήλου, ἀναφέρεται πολύ συχνά στά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ δέ ἐπίδραση πού ἄσκησε ἡ ζωή καί τό ἔργο του διά μέσου τῶν αἰώνων εἶναι πολύ σημαντική. Ἀπό τά ἱερά καί ἅγια πρόσωπα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἴσως τό πλέον ἀγαπητό καί ἡ μνήμη του τιμᾶται ἀπό τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο.

Παρόλο πού, ὅπως σημειώσαμε, δέν ἄφησε γραπτά κείμενα, μνημονεύεται πάντοτε μέ ἐγκωμιαστικά λόγια, προβάλλεται ὡς παράδειγμα πρός μίμηση, λαμβάνει μέρος σέ σημαντικά γεγονότα.  Ἤδη στό πρῶτο βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἐνώχ …ἔζησε θεάρεστα καί ἐξαφανίστηκε, γιατί τόν παρέλαβε ὁ Θεός (Γεν. 5,24), ὅπως ἀκριβῶς καί τόν Ἠλία (Δ΄Βασ. 2,11). Ἐνώχ καί Ἠλίας εἶναι τά δύο πρόσωπα τῆς Π. Διαθήκης πού δέν γνώρισαν φυσικό θάνατο, ἀφοῦ παρελήφθησαν ζῶντα στόν οὐρανό, πράγμα πού ὑπαινίσσεται καί ὁ ψαλμωδός Δαβίδ ὅταν γράφει: ὁ Θεός λυτρώσεται τήν ψυχήν μου ἐκ χειρός ᾅδου, ὅταν λαμβάνῃ με (Ψαλμ. 48,16: ὁ Θεός θά σώσει τή ζωή μου· ἀπό τά νύχια τοῦ ἅδη θά μέ πάρει).

Ὁ προφήτης Μαλαχίας γράφει ὅτι ὁ Κύριος ὁ παντοκράτωρ λέγει: Ἰδού ἐγώ ἀποστελῶ ὑμῖν Ἠλίαν τόν Θεσβίτην, πρίν ἤ ἐλθεῖν τήν ἡμέραν τήν μεγάλην καί ἐπιφανῆ (Μαλ. 4,4), ἐνῶ καί σέ ἄλλο σημεῖο τονίζει:  Ἰδού ἐγώ ἐξαποστέλλω τόν ἄγγελόν μου, καί ἐπιβλέψεται ὁδόν πρό προσώπου μου (3,1). Οἱ προφητεῖες αὐτές ἐκπληρώθηκαν στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, πού προφητεύθηκε καί ἐνσάρκωσε τόν «ἰσχυρό χαρακτήρα» τοῦ  Ἠλία, ὁ ὁποῖος ἁπλά ἦταν ἡ προτύπωσή του.


Ἕνας πραγματικός ὕμνος γιά τό μεγάλο προφήτη περιέχεται στή Σοφία Σειράχ, ἡ ὁποία συνθέτει τά σχετικά βιβλικά δεδομένα.  Ἔχει δέ σέ μετάφραση ὡς ἑξῆς: Μετά [τόν Ἰεροβοάμ] ἐμφανίστηκε ὁ Ἠλίας ὁ προφήτης· ἦταν σάν τή φωτιά κι ὁ λόγος του ἔκαιγε σάν τή λαμπάδα. Αὐτός ἔφερε πάνω στούς Ἰσραηλίτες πείνα καί μέ τό ζῆλο του τούς ἀποδεκάτισε. Μέ τοῦ Κυρίου τήν προσταγή τόν οὐρανό τόν ἔκλεισε καί τρεῖς φορές ἔκανε νά κατεβεῖ φωτιά στή γῆ. Πόσο δοξάστηκες Ἠλία μέ τά ἔργα σου τά θαυμαστά! Καί ποιός μπορεῖ νά καυχηθεῖ πώς εἶναι ὅμοιος μέ σένα; Ἀνέστησες νεκρό ἀπό τό θάνατο κι ἀπό τόν ἅδη μέ τήν προσταγή τοῦ Ὑψίστου.  Ἔριξες βασιλιάδες στήν καταστροφή καί φημισμένους ἔστειλες ἀνθρώπους ἀπό τήν κλίνη τῆς ἀρρώστιας τους στό θάνατο. Τόν ἔλεγχο τοῦ Κυρίου ἄκουγες στό Σινᾶ, τίς καταδικαστικές του ἀποφάσεις στό Χωρήβ. Ἔχρισες βασιλιάδες γιά νά ἐφαρμόσουν τήν τιμωρία σου καί προφῆτες γιά νά σέ διαδεχτοῦν. Ἀναλήφθηκες μέσα σέ ἀνεμοστρόβιλο φωτιᾶς, πάνω σέ ἅρμα πού τό σέρναν πύρινα ἄλογα. Ἐσύ, ὅπως ἔχει γραφτεῖ, πρόκειται νά ἔρθεις γιά νά μᾶς ἐλέγξεις σέ καθορισμένο χρόνο, γιά νά καταπραΰνεις τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ προτοῦ ξεσπάσει, νά συμφιλιώσεις τόν πατέρα μέ τό παιδί, καί νά ἐγκαταστήσεις στό χῶρο τους τίς φυλές τοῦ  Ἰακώβ. Εὐτυχισμένοι εἶναι ἐκεῖνοι πού σέ εἶδαν κι αὐτοί πού πέθαναν μέ τήν ἐλπίδα νά σέ δοῦν· γιατί κι ἐμεῖς βέβαιο εἶναι πώς θά ζήσουμε. Αὐτός ἦταν ὁ Ἠλίας, πού τόν τύλιξε ὁ ἀνεμοστρόβιλος. Τότε ὁ Ἐλισαῖος γέμισε μέ τό πνεῦμα του (Σοφ. Σειράχ 48, 112).

Ὄχι λιγότερο σημαντική εἶναι ἡ παρουσία τοῦ προφήτη Ἠλία στά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἔτσι κατά σειράν ἀναφέρεται στά ἑπόμενα σημεῖα:

Μιλώντας ὁ Ἰησοῦς Χριστός γιά τόν Ἰωάννη τό Βαπτιστή εἶπε: Ἄν θέλετε νά τό παραδεχτεῖτε, αὐτός εἶναι ὁ Ἠλίας, πού ἔμελλε νά ἔρθει (Ματθ. 11,14). Ὅταν ὁ Ἡρώδης ὁ τετράρχης ἄκουσε ὅλα ὅσα γίνονταν ἀπό τόν Ἰησοῦ, ἀποροῦσε, γιατί ἄλλοι ἔλεγαν … ὅτι ἐμφανίστηκε ὁ  Ἠλίας… (Λουκ. 9, 78. Μάρκ. 6,15).


Κατά τή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου στό ὄρος Θαβώρ ἐμφανίστηκαν πλάι στόν Ἰησοῦ ὁ Μωυσής καί ὁ Ἠλίας καί συνομιλοῦσαν μαζί του. Καθώς κατέβαιναν ἀπό τό βουνό οἱ μαθητές τόν ρώτησαν: Γιατί οἱ γραμματεῖς λένε πώς πρέπει νά ἔρθει πρῶτα ὁ Ἠλίας; Κι ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε: Πρῶτα θά ἔρθει ὁ Ἠλίας καί θά τά ἀποκαταστήσει ὅλα. Σᾶς βεβαιώνω ὅμως πώς ὁ Ἠλίας ἦρθε κιόλας, μά δέν τόν ἀναγνώρισαν, καί τοῦ ἔκαναν ὅ,τι ἤθελαν… Τότε κατάλαβαν οἱ μαθητές πώς τούς μίλησε γιά τόν Ἰωάννη τό Βαπτιστή (Ματθ. 17, 1013 καί Μάρκ. 9, 1113).

Ὅταν ὁ Κύριος ἐπάνω στό Σταυρό κραύγασε μέ δυνατή φωνή: Ἠλί ἠλί λαμά σαβαχθανί, δηλαδή, Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μέ ἐγκατέλειψες, μερικοί ἀπό τούς παρευρισκόμενους ἐκεῖ σάν τόν ἄκουσαν, ἔλεγαν: Αὐτός φωνάζει τόν Ἠλία… Καί κάποιοι ἔλεγαν: Ἄσε νά δοῦμε ἄν θά ’ρθεῖ ὁ  Ἠλίας νά τόν σώσει (Ματθ. 27, 4649). Ὁ εὐαγγελιστής Λουκάς ἀναφέρει πώς ὁ ἄγγελος προανήγγειλε στό Ζαχαρία, τόν πατέρα Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ὅτι ὁ γιός του θά προπορευτεῖ στό ἔργο τοῦ Κυρίου μέ τό πνεῦμα καί τή δύναμη τοῦ προφήτη Ἠλία (Λουκ. 1,17). Μνημονεύει ἐπίσης τά σχετικά μέ τή φιλοξενία τοῦ προφήτη ἀπό τή χήρα στή Σαρεπτά, γράφοντας ὅτι ὁ Κύριος εἶπε: Σᾶς βεβαιώνω πώς κανένας προφήτης δέν εἶναι δεκτός στήν πατρίδα του. Πράγματι, τήν ἐποχή τοῦ προφήτη Ἠλία ὑπῆρχαν πολλές χῆρες στόν Ἰσραήλ. Τότε ὁ οὐρανός δέν εἶχε βρέξει γιά τρία χρόνια καί ἕξι μῆνες καί μεγάλη πείνα εἶχε πέσει σ’ ὅλη τή γῆ. Ὁ Θεός ὅμως δέν ἔστειλε τόν Ἠλία σέ καμία ἀπ’ αὐτές, παρά μόνο σέ μία χήρα στή Σαρεπτά τῆς Σιδωνίας (Λουκ. 4, 2426).

Ὅταν οἱ Σαμαρεῖτες δέν δέχθηκαν τόν Ἰησοῦ γιατί κατευθυνόταν πρός τήν  Ἰερουσαλήμ, οἱ μαθητές του  Ἰάκωβος καί  Ἰωάννης τοῦ εἶπαν: Κύριε, θέλεις νά ζητήσουμε νά κατεβεῖ φωτιά από τόν οὐρανό καί νά τούς καταστρέψει, ὅπως ἔκανε καί ὁ Ἠλίας; Γιά νά πάρουν τήν ἀπάντηση: Ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου δέν ἦρθε γιά νά καταστρέψει ἀνθρώπους ἀλλά γιά νά τούς σώσει (Λουκ. 9, 5356).

Τέλος τόν προφήτη Ἠλία ἀναφέρουν ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης (1,21. 25), ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ρωμ. 11,2) καί ὁ  Ἰάκωβος (5,17). Ἀλλά συχνές ἀναφορές γιά τό ζηλωτή προφήτη συναντοῦμε καί σέ πολλούς ἁγίους Πατέρες καί ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς, πράγμα πού ἀποτελεῖ τρανή ἀπόδειξη τῆς ἰδιαίτερης θέσης τήν ὁποία κατέχει ὁ ἔνδοξος αὐτός προφήτης στή δόξα τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή ὑπηρέτησε τό θέλημα τοῦ Κυρίου μέ τόσο ζῆλο καί ἀφοσίωση. Καί προβάλλεται μέχρι καί σήμερα ὡς πρότυπο προσευχῆς, νηστείας, ἀγωνιστικότητας καί σταθερότητας στήν πίστη τοῦ ἑνός καί ἀληθινοῦ Θεοῦ.

Ἀπολυτίκιον 

Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.

Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος, τῶν προφητῶν ἡ κρηπίς,
ὁ δεύτερος πρόδρομος τῆς παρουσίας Χριστοῦ,
Ἠλίας ὁ ἔνδοξος,
ἄνωθεν καταπέμψας  Ἐλισαίῳ τήν χάριν,
νόσους ἀποδιώκει, καί λεπρούς καθαρίζει·
διό καί τοῖς τιμῶσιν αὐτῶν βρύει ἰάματα

Πηγή:  http://www.profitisilias.gr/