Ένας ιστοχώρος Ορθόδοξου Χριστιανικού προσανατολισμού και προβληματισμού.



Μια προσπάθεια για μέθεξη στην πνευματικότητα, στα ιερουργούμενα της Ορθόδοξης Λατρείας και στην Εκκλησιαστική Ζωή.















ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ
Υπέρθυρο της εισόδου του Ναού

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

ΑΝΟΙΞΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Κ Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥ ΤΡΙΩΔΙΟΥ

Γράφει ο κ. Δημήτριος Ματσκίδης, θεολόγος
 
 
Ἀρχίζει ἡ περίοδος τοῦ Τριωδίου, πού διαρκεῖ δέκα ἑβδομάδες. Στή διάρκειά της οἱ πιστοί ἀσκοῦνται στήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα, μεθοδικά καί ἱεραρχημένα, μέ τή λατρεία καί τήν ὅλη ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας. Κάθε ἑβδομάδα ἐπικεντρώνεται ἡ προσοχή τους σ᾿ ἕνα μήνυμα καί σέ μία ἀρετή.
 
Τό σύνθημα, γιά τό μήνυμα καί τήν ἀρετή τῆς ἑβδομάδας, τό δίνει τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς κυριακάτικης Λειτουργίας. Μετά ἡ ὑμνολογία, τό κήρυγμα καί ἡ ὅλη λατρεία τῆς ἑβδομάδας ἀναλύουν τό προβαλλόμενο μήνυμα καί δημιουργοῦν προϋποθέσεις, πού χρειάζονται οἱ πιστοί, γιά νά βιώσουν καί νά κάνουν πράξη τήν προβαλλόμενη ἀρετή.
 
Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς πρώτης Κυριακῆς τοῦ Τριωδίου διηγεῖται τήν παραβολή τοῦ τελώνου καί φαρισαίου. ῾Η ὑμνολογία, ἑρμηνεύοντας τήν παραβολή, προβάλλει τό μήνυμα τῆς πρώτης ἑβδομάδας τοῦ Τριωδίου μέ τό στίχο· «Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν καί τελώνου μάθωμεν τό ταπεινόν».
Ἡ ὅλη ὑμνολογία τῆς ἑβδομάδας ἀποδίδει στόν φαρισαῖο τά ἑξῆς χαρακτηριστικά:
Ἀπόνοια·Ο φαρισαῖος παθαίνει ἀπόκλιση ἀπό τό λογικό καί τό σωστό, διότι διακατέχεται ἀπό τήν ψευδαίσθηση ὅτι εἶναι αὐτοδύναμος καί αὐτάρκης, ἐνῶ ἡ λογική βοᾶ ὅτι ὡς κτιστός εἶναι θνητός καί ἐξαρτημένος.
Οἴηση· Εἶναι φαντασμένος. Νομίζει ὅτι τά ᾿χει ὅλα. Δέν βλέπει τίς ἐλλείψεις του. ῎Ετσι ἀποκλείει ἐκ τῶν προτέρων τή δυνατότητα γιά διόρθωση.
῎Επαρση· Βάζει τόν ἑαυτό του πάνω ἀπό τούς ἄλλους, ἀγνοώντας ὅτι εἶναι κοινή ἡ ἀνθρώπινη φύση σ᾿ ὅλα τά ἀνθρώπινα πρόσωπα.
Κενοδοξία· Μανιακή ἀναζήτηση τῆς κούφιας δόξας. Συνεχῶς ἄγχεται καί ἀγωνίζεται νά πείσει τούς ἄλλους νά τόν θαυμάζουν καί νά τόν ἐπαινοῦν. ῎Ετσι ποτέ δέν μπορεῖ νά ἠρεμήσει καί νά εἰρηνεύσει.
Ψυχικό τύφο· Σύνθεση τῆς ὑπερηφάνειας καί τῆς κενοδοξίας, πού τόν κάνουν νά ἀρνεῖται τόν Θεό καί νά χωρίζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους. Μέ τήν ἀνάλυση αὐτή δείχνει ἡ ὑμνολογία ὅτι ὁ φαρισαϊσμός ὡς ἀπόνοια καί ἀνοησία, ὡς φαντασίωση καί ψευδαίσθηση, ὡς ὕβρις καί νοσηρός δονκιχωτισμός, ὡς ἄρνηση κοινωνίας μέ τόν Θεό καί τούς συνανθρώπους ἀλλοτριώνει τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνει δυστυχισμένο. Τοῦ στερεῖ τή δυνατότητα νά ἀναπαύεται στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί νά χαίρεται τήν ἐμπιστοσύνη τῶν πλησίον του. ῾Ο φαρισαϊκός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά εἶναι πνευματικός ἄνθρωπος. Δέν ἔχει τή χάρη τοῦ Θεοῦ, διότι δέν τή ζητᾶ. Δέν μπορεῖ ἑπομένως ὁ φαρισαῖος νά χριστοποιηθεῖ. Θά λιμοκτονεῖ στή μίζερη θνητότητά του. Θά εἶναι δυστυχισμένος στή δαιμονική μοναξιά του.
 
῞Ομως τό μήνυμα τῆς ᾿Εκκλησίας δέν εἶναι μόνο ἀρνητικό. Συμπληρώνεται καί μέ τή θετική διατύπωση· «Τελώνου μάθωμεν τό ταπεινόν».
 
῾Η τελωνική ταπείνωση φυσικά δέν εἶναι ὑποκριτική ταπεινολογία οὔτε ἡττοπάθεια καί μειονεκτικότητα. ῾Η τελωνική ταπείνωση, πού προβάλλει ἡ ᾿Εκκλησία ὡς ἀρετή, εἶναι ἡ συναίσθηση ἐξάρτησης ἀπό τόν Θεό καί κοινότητας μέ τούς ἀνθρώπους. Εἶναι ἡ βαθειά ἐπίγνωση ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δοῦλος Θεοῦ καί σύνδουλος τῶν ἀνθρώπων. ῾Ο ἅγιος Μάξιμος ὁ ῾Ομολογητής προσδιορίζει τήν οὐσία τῆς ταπείνωσης ὡς ἑξῆς· «Ταπεινοφροσύνη εἶναι συνεχής προσευχή... Διότι αὐτή, ἐπικαλούμενη πάντοτε τόν Θεό σέ βοήθεια, δέν ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά πιστεύει ἀνόητα στή δική του δύναμη καί σοφία οὔτε νά ταπεινώνει ἄλλους. Αὐτή ἡ ταπείνωση ἀποτελεῖ τή βάση ὅλων τῶν ἀρετῶν, τήν προϋπόθεση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καί τήν οὐσία τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας.»
῾Η ταπεινοφροσύνη εἶναι ρεαλιστική προσαρμογή στή ζωή.
 
῾Ο λογικός καί ἰσορροπημένος ἄνθρωπος συνειδητοποιεῖ τά ὅρια τῶν δυνατοτήτων του στή ζωή. Γνωρίζει καλά πώς ὅ,τι εἶναι, ὅ,τι ἔχει, ἄλλος τοῦ τά ἔδωσε καί ὅποτε θέλει τοῦ τά παίρνει. Συνειδητοποεῖ ὅτι ὅλα στή ζωή εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ.
 
Αὐτή ἡ συναίσθηση κάνει τόν ἄνθρωπο ἰσορροπημένο καί ρεαλιστή καί προσγειωμένο. Τόν ἀπαλλάσσει ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς ἐποχῆς, ἀπό τό ἄγχος καί τήν ἀγωνία, πού προκαλοῦν στόν ἄνθρωπο οἱ αὐτονομημένες ὁρμές τῆς αὐτοσυντήρησης. ῾Ο ταπεινός δέν πετάει στά σύννεφα. Φροντίζει τίς ὁρμές τῆς αὐτοσυντήρησης, πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἀλλά δέν τίς αὐτονομεῖ. Τίς καλύπτει ἱεραρχημένα μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή, ἡ ταπεινοφροσύνη, ὡς ρεαλιστική θεώρηση τῆς ζωῆς, ἀπαλλάσσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τή ματαιοδοξία, τό ἄγχος καί τήν ἀγωνία. ᾿Εξασφαλίζει στόν ἄνθρωπο ψυχική γαλήνη, τή βασικότερη προϋπόθεση τῆς ἀνθρώπινης εὐτυχίας. ᾿Ακόμα, ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι τό βασικότερο θεμέλιο τῆς οἰκογένειας.
 
῾Η κυριότερη προϋπόθεση γιά τήν οἰκογενειακή ζωή εἶναι ἡ ἀλληλοεκτίμηση τῶν μελῶν της. Κανένα ἀγαθό, καμία προσφορά δέν ἀνταλλάσσεται στήν οἰκογένεια μέ τήν τιμή. Μέ τίποτα δέν ἀντικαθίσταται ἡ ἀλληλοεκτίμηση τῶν συζύγων, τῶν γονέων καί παιδιῶν. ῞Ομως αὐτή ἡ ἀλληλοεκτίμηση τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειας ὑπάρχει μόνο ὅπου ὑπάρχει ταπείνωση. ῞Οταν οἱ σύζυγοι εἶναι ἐγωιστές, δέν ἀναγνωρίζουν τίποτα καλό στόν ἄλλο. Συνεχῶς ἀνταγωνίζονται μεταξύ τους, ἀλληλοκατηγοροῦνται, ἀλληλοκατακρίνονται. ῎Αν οἱ γονεῖς ἤ τά παιδιά δέν εἶναι ταπεινοί, δέν μποροῦν νά ἀλληλοεκτιμηθοῦν.
 
Μόνο οἱ ταπεινόφρονες σύζυγοι δέν ἔχουν προβλήματα ἀνυπέρβλητα μεταξύ τους. Διότι ἡ ταπείνωση τούς βοηθᾶ ἄλλοτε νά παραβλέπουν, ἄλλοτε νά συζητοῦν μέ ψυχραιμία, πάντοτε νά γαληνεύουν καί νά τά βρίσκουν μεταξύ τους. Οἱ ταπεινόφρονες γονεῖς δέν ἐρεθίζουν τά παιδιά τους, τά ἐμπνέουν σεβασμό, τά καθοδηγοῦν μέ ὑπομονή, ἔχουν συνεχῆ ἐποικοδομητικό διάλογο μαζί τους. Τά ταπεινόφρονα παιδιά ἐπωφελοῦνται ἀπό τήν πείρα τῶν γονιῶν τους, ψύχραιμα συνθέτουν τήν παράδοση μέ τήν πρόοδο, προκόβουν μέ τίς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ καί τίς εὐχές τῶν γονιῶν τους. Καί ὅταν, ὅπως εἶναι πολύ φυσικό, δέν συμφωνοῦν μέ τούς γονεῖς τους, μποροῦν νά κάνουν αὐτό πού θεωροῦν σωστό, χωρίς νά ὀξύνουν τίς σχέσεις τους μαζί τους.
 
᾿Επίσης ἡ ταπεινοφροσύνη στηρίζει τήν πραγματική κοινωνικότητα.
 
Φυσικά, κοινωνικότητα δέν εἶναι ἡ τυπική κοσμικότητα, ἀλλά τό νά γίνει ὁ ἄνθρωπος πρόσωπο. Δηλαδή, νά ὑπερβεῖ τήν ἀτομικότητά του καί νά νιώθει ἑνωμένος μέ τούς ἄλλους. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι στή βυζαντινή περίοδο καί στή διάρκεια τῆς τουρκοκρατίας, πού προβάλλονταν ἡ χριστιανική ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης, ἀναπτύχθηκε ἡ ῾Ελληνική Κοινότητα πού συντηροῦσε τό γένος.
᾿Εξάλλου ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τή στερέωση τῆς δημοκρατίας.῞Οπου δέν ὑπάρχει ἡ ταπείνωση -παρά τίς δημοκρατικολογίες- καλλιεργεῖται χωρισμός καί διχασμός τῶν πολιτῶν καί τελικά ρατσισμός καί φασισμός. ῾Η ταπείνωση ἐναρμονίζει τίς σχέσεις τῶν πολιτῶν καί στερεώνει τή συνύπαρξή τους. Πολύ περισσότερο ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ κύρια προϋπόθεση τῆς σωτηρίας.
 
Στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, σωτηρία λέμε τήν πνευματική, τή βουλητική καί ὑπαρξιακή ἕνωση μέ τόν Θεό. ῾Η ἕνωση ὅμως αὐτή γίνεται μέν ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα ἀλλά μέ τήν ἐλεύθερη θέληση τοῦ ἀνθρώπου. ᾿Αλλά γιά νά ὑπάρξει αὐτή ἡ ἐλεύθερη θέληση τοῦ ἀνθρώπου νά ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό, πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ἀναγνωρίζει τήν ἀνεπάρκειά του, δηλαδή νά εἶναι ταπεινός. Γι᾿ αὐτό λέμε ὅτι δέν ὑπάρχει σωτηρία χωρίς ταπείνωση. ῾Ο φαρισαῖος ἔμεινε ἀδικαίωτος, ἐπειδή δέν ζήτησε δικαίωση. Καί δέν ζήτησε δικαίωση, ἐπειδή δέν ἦταν ταπεινός καί θεωροῦσε τόν ἑαυτό του αὐτάρκη. ῾Ο τελώνης, πού ἦταν ταπεινός καί ἔνιωθε τήν ἀνεπάρκειά του, ζήτησε καί πῆρε τή σωτηρία.
 
Λοιπόν, εἶναι φανερό ὅτι ὅ,τι λέμε ἁμαρτία στήν ἐκκλησιαστική γλώσσα καί ὅ,τι λέμε πλέγματα στήν Ψυχολογία εἶναι ὁ φαρισαϊσμός, πού χωρίζει τούς ἀνθρώπους, σκορπᾶ τή δυστυχία στή ζωή τους, ματαιώνει τή σωτηρία τους. ᾿Αντίθετα, ἡ πορεία πρός τήν ἐπιτυχία, πρός τήν ψυχική γαλήνη, τήν εἰρηνική οἰκογενειακή καί κοινωνική ζωή, πρός τή χριστοποίηση γίνεται μέ τήν ταπείνωση. Αὐτό βεβαιώνει ἡ πείρα τῆς ζωῆς, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό τό Τριώδιο ἀρχίζει μέ τήν παραβολή τοῦ τελώνου καί φαρισαίου καί ἡ ᾿Εκκλησία βάζει ὡς πρῶτο σύνθημα τή διατύπωση· «Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν καί τελώνου μάθωμεν τό ταπεινόν».
 

Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

Δύο οριακές συναντήσεις


 
του Καθ. Μιλτιάδη Κωνσταντίνου



Εβρ 7:7-17: Ο Ιησούς Χριστός ως νέος Μελχισεδέκ

Η ανάμνηση μιας συνάντησης αποτελεί το περιεχόμενο της γιορτής της Υπαπαντής, που σύμφωνα με το λειτουργικό τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας γιορτάζεται στις 2 Φεβρουαρίου κάθε έτους. Μιας συνάντησης που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί οριακή, καθώς το ένα από τα πρόσωπα που μετέχουν σ’ αυτήν βρίσκεται στο τέλος της ζωής του, ενώ το άλλο μόλις στην αρχή της. Από τη μια μεριά στέκεται ένας γέρος ιουδαίος ιερέας, ο Συμεών, και από την άλλη ο νεογέννητος, μόλις ολίγων ημερών, Ιησούς. Η συνάντηση γίνεται στα Ιεροσόλυμα, στον περίφημο μεγαλοπρεπή Ναό που ο βασιλιάς Ηρώδης έχτισε στη θέση του παλιού ναού του Σολομώντα, όταν ο Ιωσήφ και η Μαρία πήγαν εκεί, για να προσφέρουν τις προβλεπόμενες από τον ιουδαϊκό Νόμο θυσίες για τη γέννηση του παιδιού τους.

Όμως δεν είναι ούτε η διαφορά της ηλικίας των προσώπων που συναντιούνται ούτε ο τόπος αυτά που καθιστούν τη συγκεκριμένη συνάντηση αξιομνημόνευτη για δυο χιλιάδες χρόνια τώρα. Η ιδιαιτερότητα της συνάντησης ανάμεσα στον Συμεών και στον Ιησού βρίσκεται σ’ αυτό που τα δύο πρόσωπα αντιπροσωπεύουν. Πρόκειται στην πραγματικότητα για τη συνάντηση δύο κόσμων· ενός παλιού που σβήνει και χάνεται και ενός καινούργιου που μόλις ανατέλλει.


Ο Συμεών αντιπροσωπεύει τον πρώτο, τον παλιό κόσμο. Είναι εκπρόσωπος ενός λαού που για αιώνες ζέσταινε μέσα στην καρδιά του την ελπίδα της έλευσης ενός λυτρωτή. Με όπλο την ελπίδα αυτήν έδωσε άπειρους αγώνες, ξεπέρασε ανυπέρβλητα εμπόδια, τα έβαλε με πανίσχυρες αυτοκρατορίες, πολέμησε με τους Αιγυπτίους, τους Ασσυρίους, τους Βαβυλωνίους, τους Πέρσες, τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Τα αλλεπάλληλα χτυπήματα, οι συνεχείς απογοητεύσεις, η μακρόχρονη αναμονή και υπομονή τον κούρασαν, τον εξουθένωσαν. Έφτασε στα όριά του και, καθώς δεν είχε άλλο κουράγιο για νέα οράματα και νέες προσδοκίες, πέρασε στη συντήρηση. Το όραμα του αναμενόμενου λυτρωτή δεν έσβησε, βέβαια, αλλά ξεθώριασε, αλλοιώθηκε, φτήνυνε. Και μαζί μ’ αυτό φτήνυνε και η εικόνα του λυτρωτή· ο παγκόσμιος βασιλιάς της ειρήνης και της δικαιοσύνης μετατράπηκε σε έναν τοπικό αρχηγό, που θα επαναστατήσει κατά των Ρωμαίων και θα απαλλάξει τον λαό του από τη μιζέρια της σκλαβιάς και της αβάσταχτης ρωμαϊκής φορολογίας. Έτσι, τώρα που έφτασε ο καιρός για να γίνει το παλιό όραμα πραγματικότητα, τώρα που επιτέλους ο αναμενόμενος λυτρωτής ήρθε, μόνον ένας γέρος απέμεινε που να είναι σε θέση να τον αναγνωρίσει και να τον υποδεχτεί.

Το αποστολικό ανάγνωσμα της γιορτής προέρχεται από την Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολὴ και είναι ένα απόσπασμα από την επιχειρηματολογία του αποστόλου που προσπαθεί να αποδείξει ότι η ιερωσύνη του Ιησού είναι ανώτερη από την ιουδαϊκή ιερωσύνη. Για τον λόγο αυτόν υπενθυμίζει στους αναγνώστες του το επεισόδιο της συνάντησης του προπάτορά τους Αβραάμ με τον Μελχισεδέκ. Σύμφωνα με τη σχετική αφήγηση του βιβλίου της Γενέσεως, επιστρέφοντας ο Αβραάμ από μια νικηφόρα μάχη, πέρασε από την Ιερουσαλήμ, στην οποία τότε κατοικούσε μια χανανιτική φυλή, οι Ιεβουσαίοι. Έξω από την πόλη συνάντησε τον βασιλιά της, τον Μελχισεδέκ, ο οποίος ήταν και ιερέας της πόλης. Ο Μελχισεδέκ πρόσφερε στον Αβραάμ κρασί και ψωμί και ο Αβραάμ του έδωσε το ένα δέκατο από τα λάφυρα που είχε πάρει από τη μάχη (Γεν 14:17-20). Ξεκινώντας ο απόστολος από τη λογική παραδοχή ότι: «αυτός που ευλογεί είναι αναντίρρητα ανώτερος απ’ αυτόν που ευλογείται», και εφαρμόζοντας την ερμηνευτική μέθοδο της εποχής του καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αφού ο Αβραάμ ευλογήθηκε από τον Μελχισεδέκ, ευλογήθηκε μέσα από αυτόν και ο απόγονός του ο Ααρών, ο πρώτος αρχιερέας των Ισραηλιτών. Κατά συνέπεια ο Μελχισεδέκ είναι ανώτερος από τον Ααρών. Ο λόγος για τον οποίο το συγκεκριμένο κείμενο διαβάζεται κατά τη γιορτή της Υπαπαντής είναι ότι αναφέρεται στο όραμα του παλιού λαού του Θεού για το οποίο έγινε λόγος παραπάνω.


Με το απόσπασμα αυτό ο απόστολος προσπαθεί να αναστήσει για τους συμπατριώτες του το παλιό όραμα. Προσπαθεί να τους θυμίσει πώς ξεκίνησε αυτή η ελπίδα. Τους ζητάει να στρέψουν τη σκέψη τους δυο χιλιάδες χρόνια πίσω, στην εποχή του προπάτορά τους, του Αβραάμ και στη συνάντησή του με τον Μελχισεδέκ. Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια· οι απόγονοι του Αβραάμ έγιναν μεγάλος λαός, ο Θεός τους χάρισε γη, τους προστάτεψε από τους εχθρούς τους, τους έδωσε νόμο που θα ρυθμίζει τις μεταξύ τους σχέσεις και τους όρισε ιερατείο για να τον λατρεύουν. Όμως εκείνο το περίεργο επεισόδιο, εκείνη η συνάντηση του Αβραάμ με τον Μελχισεδέκ δεν ξεχάστηκε. Ο λαός του Θεού γνώριζε ότι και ο Νόμος του και το ιερατείο του δεν ήταν αιώνια, αλλά μέσα που θα τον προετοίμαζαν για τη μεγάλη συνάντηση με τον πραγματικά αιώνιο αρχιερέα. Ο Μελχισεδέκ έγινε σύμβολο αυτού του αναμενόμενου αρχιερέα, και η αναμονή αυτή έγινε ύμνος που τον έψελναν στον ναό τους:

Είπε στον Κύριό μου ο Κύριος:

“Κάθισε στα δεξιά μου

ώσπου να υποτάξω τους εχθρούς σου

κάτω απ’ την εξουσία σου”.

Απ’ τη Σιών θα στείλει ο Κύριος

της εξουσίας σου το σκήπτρο·

δέσποζε στους εχθρούς σου ανάμεσα.

Σ’ ακολουθεί ο λαός σου εθελοντικά,

όταν τους προσκαλείς

ν΄ αγωνιστούνε.

Ομορφοστόλιστα σαν να ’ταν για την άγια γιορτή,

δροσάτα καθώς της αυγής τ’ αγιάζι,

τα παλικάρια σου τριγύρω σου συνάζονται.

Ο Κύριος τ’ ορκίστηκε

και δεν θ’ αλλάξει γνώμη:

Εσύ είσαι ιερέας για πάντα

όπως ο Μελχισεδέκ (Ψαλ 109:1-4).

Αυτά προσπαθεί ο απόστολος να θυμίσει στους συμπατριώτες του Εβραίους. Όμως τα δυο χιλιάδες χρόνια που πέρασαν από τη συνάντηση Αβραάμ και Μελχισεδέκ μέχρι τη συνάντηση Συμεών και Ιησού αποδείχτηκαν πάρα πολλά· το όραμα είχε πια σχεδόν πεθάνει.
 

Σήμερα ο νέος λαός του Θεού ζει σε μιαν ανάλογη εποχή. Έχουν περάσει και πάλι δυο χιλιάδες χρόνια. Ο νέος Ισραήλ, η Εκκλησία που ίδρυσε ο Χριστός, πέρασε αντίστοιχες με τον παλιό καταστάσεις. Τα έβαλε κι αυτός με αυτοκρατορίες, πάλεψε με χίλιες δυο αντιξοότητες, έκανε κι αυτός ιερατείο και περικαλλείς ναούς για να λατρέψει τον Θεό του. Όπλο του στους αγώνες αυτούς ήταν ένα καινούργιο όραμα· η Βασιλεία του Θεού, ένας καινούργιος κόσμος, όπου θα βασιλεύει η αγάπη, η ειρήνη και η δικαιοσύνη.

Έτσι, τώρα καλείται η Εκκλησία να απαντήσεις στο ερώτημα· πόσο ζωντανό είναι ακόμη αυτό το όραμα; Μήπως τα δυο χιλιάδες χρόνια χριστιανισμού την κούρασαν; Μήπως εγκατέλειψε τον αγώνα και πέρασε στη συντήρηση; Φτήνυνε τόσο πολύ το όραμα, ώστε οι χριστιανοί να εμφανίζονται έτοιμοι να παραδοθούν στον πρώτο επίγειο “σωτήρα” που θα εμφανιστεί, διακηρύσσοντας ότι θα εγκαθιδρύσει μια “νέα τάξη πραγμάτων” στον κόσμο; Μήπως το όραμα της παγκόσμιας ειρήνης και της συναδέλφωσης όλων των λαών έδωσε τη θέση του στους εθνικιστικούς ανταγωνισμούς;
 


Δεν είναι, βέβαια, εύκολο να δώσει κανείς μια σύντομη απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα. Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της γιορτής (Λουκ. 2:22-40) δίνει το μέτρο για μια εκτίμηση της κατάστασης. Ο γέρο - Συμεών είχε την ετοιμότητα να αναγνωρίσει τον Χριστό, έστω και ως βρέφος, γιατί είχε αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή του στον σκοπό αυτό, ώστε να είναι έτοιμος την κατάλληλη στιγμή. Ο Θεός δεν εμφανίστηκε μία και μοναδική φορά στην Ιστορία. Είχε εμφανιστεί πάμπολλες φορές στο παρελθόν και εξακολουθεί να εμφανίζεται και σήμερα. Το ερώτημα είναι πάντοτε, ποιοι είναι σε θέση να τον αναγνωρίσουν. Σε πάρα πολλά σημεία του κηρύγματός του τονίζει ο Ιησούς την ανάγκη αυτής της ετοιμότητας. Ο παλιός Ισραήλ έχασε αυτήν την ετοιμότητα και μαζί της έχασε και τη σωτηρία, παρά το πλήθος των θυσιών που προσέφερε στον Ναό του. Αν από τα παραπάνω ερωτήματα προκύψει ως απάντηση ότι και οι χριστιανοί έχασαν την ετοιμότητά τους, τότε είναι μάταιες οι πανηγυρικές λειτουργίες και οι λιτανείες, μάταια τα προσκυνήματα και τα τάματα. Μόνον αν κρατηθεί ζωντανό το όραμα της Βασιλείας, μόνον αν από σήμερα κιόλας ξεκινήσει ο αγώνας για την πραγμάτωσή του, μόνον τότε μπορεί η Εκκλησία να είναι φορέας σωτηρίας για όλους τους λαούς της γης.

Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ ΚΥΡΟΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΗΣ


Ἰατροί ἀνεδείχθητε, ἀσθενούντων Μακάριοι
καὶ φωστῆρες ἄδυτοι διὰ πίστεως·
ὁμολογίας συνήγοροι, Μαρτύρων συμμέτοχοι,
τοὺς στεφάνους ἀληθῶς, τοὺς τῆς νίκης δεξάμενοι.
Κῦρε ἔνδοξε, καὶ σοφέ Ἰωάννη,
ἀσιγήτως δυσωπεῖτε τὸν Σωτῆρα,
ὑπὲρ ἡμῶν Παμμακάριστοι.

 
Ἐκκλησία μας τὴν 31η Ἰανουαρίου ἑορτάζει τὴν μνήμη τῶν Ἁγίων καὶ θαυματουργῶν Ἀναργύρων Κύρου καὶ Ἰωάννου. Οἱ θαυματουργοί αὐτοί ἅγιοι ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ ἀσεβοῦς βασιλέως Διοκλητιανοῦ (292). Ὁ Κῦρος γεννήθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου, ὁ δὲ Ἰωάννης καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας.

Οἱ γονεῖς τοῦ Κύρου ἦταν πολύ εὐσεβεῖς χριστιανοί καὶ ἀνέθρεψαν τὸν υἱὸν τους «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Τὸν δίδαξαν τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστη στὸν Χριστό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γίνει εὐλαβής καὶ ἐνάρετος Χριστιανός. Ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἦταν τὸ καθημερινό ἐντρύφημά του· μὲ αὐτὴν κοιμότανε καὶ μὲ αὐτήν ξυπνοῦσε. Ἡ φρόνηση, ἡ κοσμιότητα καὶ ἡ ταπείνωση ἦταν μερικά ἀπο τὰ πολλά χαρίσματά του. Ὅσο μεγάλωνε στὴν ἡλικία, δυνάμωνε μέσα του ὁ θεῖος ἔρωτας καὶ σκληραγωγοῦσε τὸ σῶμα του μὲ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ μὲ κάθε ἐγκράτεια, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη, τὰ ὁποῖα ἀπομακρύνουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐνῶ ἦταν νέος ἀκόμη ζοῦσε ἀγγελική ζωή.

Οἱ γονεῖς του, παράλληλα μὲ τὴν κατὰ Χριστόν μόρφωσή του, φρόντισαν νὰ τοῦ δώσουν καὶ κοσμική μόρφωση· δηλαδή νὰ σπουδάσει τὴν ἰατρική τέχνη, ὄχι βέβαια για τὴν ἀπόκτηση χρημάτων ἤ ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀλλά γιὰ τὴν βοήθεια πασχόντων καὶ δυστυχισμένων συνανθρώπων. Ἔτσι ὁ Κῦρος ἔγινε ἕνας ἐμπειρότατος ἰατρός. Στὸ ἰατρικό ἐργαστήριο του κατέφευγε πλῆθος ἀρρώστων ἀνθρώπων, ποὺ θεραπεύονταν ὄχι μόνο μὲ τὶς ἰατρικές θεραπεῖες, οἱ ὁποῖες γίνονταν τότε μὲ βότανα καὶ μὲ διάφορα φάρμακα, ἀλλά κυρίως θαυματουργικῶς, μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Γιατί μὲ τὴν πρόφαση τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης δίδασκε στοὺς ἀνθρῶπους τὴν ευσέβεια καὶ τοὺς μὲν εἰδωλολάτρες ὁδηγοῦσε στὴν χριστιανική πίστη, τοὺς δε πιστούς στερέωνε σ΄αὐτήν. Θεωροῦσε ὡς αἰτία πολλῶν ἀσθενειῶν τὴν ἀμαρτία, στηριζόμενος μάλιστα στὸ γεγονός τῆς θεραπεῖας τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Βηθεσδᾶ, στὸν ὁποῖον ὁ Κύριος, μετὰ τὴν θαυματουργική θεραπεῖα εἶπε: «Ἴδε, ὑγιής γέγονας· μηκέτι ἀμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρον τὶ σοι γένηται». Δηλαδή, δὲς πόσο ἀνέλπιστα, χωρίς κόπο καὶ δαπάνες ἔγινες ὑγιής, προσπάθησε τώρα νὰ μὴν ἐπανέλθεις στὴν άμαρτωλή ζωή, γιὰ νὰ μὴν σοῦ συμβεῖ κάτι χειρότερο (Ἰωάν. 5,14). Οἱ λόγοι αὐτοί τοῦ Σωτῆρος φανερώνουν, ὅτι ἡ μακροχρόνια ἐκείνη παράλυση ἦταν ἀποτέλεσμα ἁμαρτωλῆς ζωῆς. Γιατὶ πολλές ἀρρώστειες εἶναι ἀποτέλεσμα ὁρισμένων ἀμαρτημάτων.

Ἔτσι καὶ ὁ ἅγιος Κῦρος ἀκολουθῶντας τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου μας, ἔγινε αἴτιος σωτηρίας πολλῶν ψυχῶν, γιατί μαζί μὲ τὴν θεραπεία τοῦ σώματος προσπαθοῦσε νὰ δώσει καὶ τὴν θεραπεία τῆς ψυχῆς. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό ἔλεγε: «Ὅποιος θέλει νὰ μὴν ἄρρωστήσει, ἄς φυλάγεται ἀπὸ τὴν ἄμαρτία, ἐπειδή ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες ἔρχεται πολλές φορές ἡ ἀρρώστεια».

Τὸ ἰατρικό ἐργαστήριο τοῦ ἁγίου Κύρου ἔγινε κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, στὴν ὁποῖα ἔβρισκαν θεραπεία ἀπὸ κάθε νόσο καὶ κάθε ἀσθένεια, ὅσοι κατέφευγαν ἐκεῖ. Αὐτό βέβαια δεν εἶναι παράξενο, γιατί ὁ Κύριός μας μᾶς εἶπε: «Ἀμήν, ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ, τὰ ἔργα ἅ ἐγώ ποιῶ κακεῖνος ποιήσει καὶ μείζονα τούτων ποιήσει». Δηλαδή, ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σὲ μένα, τὰ ὑπερφυσικά ἔργα ποὺ κάνω ἐγώ θὰ κάνει καὶ ἐκεῖνος καὶ μεγαλύτερα ἀπὸ αὐτά θὰ κάνει (Ἰωαν. 14,12).

Ὁ ἅγιος Κῦρος ἀπέκτησε μεγάλη φήμη. Ἡ κατά Χριστόν ζωή του ὅμως, ἔγινε ἀφορμή νὰ ὀργιάσουν ἐναντίον του οἱ ἐχθροί τῆς πίστεὼς μας καὶ ἄρχισαν ἕνα φοβερό πόλεμο σὲ δύο μέτωπα. Ἀπό τὴν μία οἱ εἰδωλολάτρες καὶ ἀπό τὴν ἄλλη οἱ ἰατροί, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν εὐκαιρία νὰ τὸν συκοφαντήσουν στὸν ἄρχοντα τοῦ τόπου, γιατί ἀσφαλῶς «τοὺς χαλοῦσε τὴν πιάτσα», ἀφοῦ θεράπευε χωρίς ἀμοιβή· γι΄ αὐτό ὀνομάστηκε καὶ ἀνάργυρος. Ἔτσι, λοιπόν, οἱ ἐχθροί τοῦ ἁγίου τὸν κατηγόρησαν ὡς χριστιανό στὸν ἄρχοντα τῆς πόλεως, ὁ ὁποῖος ἦταν σκληρότατος καὶ ἀπάνθρωπος, ὅτι στρέφεται ἐναντίον τῶν εἰδώλων καὶ ὁτι δὲν φοβᾶται τὴν δύναμή του καὶ τὴν ἐξουσία του καὶ καθημερινῶς μεταδίδει τὴν χριστιανική πίστη σὲ ὅλους τοὺς ἄνθρώπους. Τότε, λοιπόν, ὁ ἄρχοντας διέταξε νὰ φέρουν τὸν Κῦρο στὸ δικαστήριο. Αὐτός ὅμως ἔφυγε στὴν Ἀραβία, ὄχι ἀπὸ δειλία, ἀλλά ἀπὸ θεῖα οἰκονομία, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει καὶ ἐκεῖ εἰδωλολάτρες στὴν ἀληθινή πίστη. Ἐκεῖ πῆγε σὲ μοναστήρι, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀνέλθει σὲ ὑψηλά πνευματικά ἐπίπεδα. Θεράπευε κάθε ἀσθένεια μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἡ φήμη τῆς θαυματουργικῆς του χάριτος, μὲ τὴν ὁποῖα ἦταν προικισμένος ὁ ἅγιος Κῦρος, ἔφερε σ΄ αὐτόν συμμοναστή του κάποιον στρατιώτη μὲ τὸ ὄνομα Ἰωάννη.

Ὁ Ἰωάννης στολισμένος καὶ αὐτός ἐπίσης μὲ πολλά πνευματικά χαρίσματα ἔγινε στρατιώτης τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως. Ἀφοῦ μοίρασε ὁλη τὴν περιουσία του στοὺς πτωχούς καὶ ἀπελευθερώθηκε ἀπὸ κάθε ἐπίγεια δόξα, φρόντιζε γιὰ τοὺς ἀδυνάτους καὶ ἀρρώστους καὶ ἐμιμεῖτο τὴν ζωή καὶ τοὺς ἔνθεους ἀγῶνες τοὺ ἁγίου Κύρου. Οἱ δύο ἅγιοι μὲ τὴν δύναμη τῆς πίστεως στὸν Χριστό ὄχι μόνο γιάτρευαν θαυματουργικά κάθε πάσχοντα, ποὺ πήγαινε στὸ ἐρημητήριό τους, ἀλλά ἀγωνίζονταν καὶ σκληρά γιὰ νὰ στὴν πίστη τοὺς δοκιμαζομένους ἀδελφούς τους.

Ἔτσι, ὅταν ἔμαθαν ὅτι σὲ κάποια πόλη τῆς Συρίας ὁ σκληρός καὶ ἀπάνθρωπος ἡγεμόνας Συριανός ἐφυλάκισε μία χήρα γυναίκα, τὴν Ἀθανασία, μὲ τὶς τρεῖς νεαρές θυγατέρες της, τὴν Θεοκτίστη (15 χρονῶν), τὴν Θεοδότη (13 χρονῶν) καὶ τὴν Εὐδοξία (11 χρονῶν) καὶ εἶχε σκοπό νὰ τὶς βασανίσει, γιατί κήρυτταν τὸν Χριστό ὡς ἀληθινό Θεό, τότε οἱ δύο ἅγιοι χωρίς νὰ φοβηθοῦν πῆγαν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου καὶ νουθετοῦσαν, δυνάμωναν καὶ παρακινοῦσαν μὲ τὸ λόγο τους τὶς τέσσερεις γυναῖκες στὸν ἀγῶνα τοῦ μαρτυρίου. Νὰ μὴν φοβηθοῦν τὰ βασανιστήρια καὶ χάσουν τὸ στεφάνι τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως Χριστοῦ.

Ἐξαιτίας, ὅμως αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ὁ Συριανός θύμωσε καὶ διέταξε νὰ φέρουν μπροστά του τοὺς ἁγίους Κῦρο καὶ Ἰωάννη, τοὺς ὁποίους ὑπέβαλε σὲ φρικτά βασανιστήρια. Ἀκόμη διέταξε νὰ φέρουν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου καὶ τὴν ἁγία Αθανασία μὲ τὶς τρεῖς μικρές κόρες της, νὰ βλέπουν τὰ βασανιστήρια, οὔτως ὥστε νὰ φοβηθοῦν καὶ νὰ ὑπακούσουν στὶς διαταγές τοῦ σκληροῦ ἄρχοντα. Ὅμως οἱ τέσσερεις γυναῖκες, οἱ ὁποῖες ἀγάπησαν τόσο πολύ τὸν Θεό, ἔμεναν ἀμετάκλητες στὴν πίστη τους καὶ περίμεναν με πόθο τὴν ὥρα τοῦ μαρτυρίου, γιὰ νὰ πάρουν τὸ στεφάνι τῆς νίκης. Καὶ ἐπειδή ἀρνήθηκαν ὄχι μόνο νὰ ὑπακούσουν στὶς διαταγές τοῦ τυράννου ἄρχοντα, ἀλλά καὶ δημόσια ἐκήρυτταν τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὡς Σωτῆρα καὶ ἀληθινό Θεό, ὁ αἰμοβόρος ἄρχοντας διέταξε νὰ θανατωθοῦν μὲ ἀποκεφαλισμό. Τότε οἱ μακάριες ὄχι μόνο δὲν ἐδειλίασαν, ἀλλά μὲ χαρά ἔσκυψαν τὸν αὐχένα καὶ δέχτηκαν τὸ μακάριο τέλος.

Ὕστερα ἀπὸ ὅλα αὐτά βλέποντας ὁ ἀσεβής Συριανός τοὺς Ἁγίους Κῦρο καὶ Ἰωάννη νὰ ἐξακολουθοῦν νὰ μένουν ἀκλόνητοι καὶ ἀμετακίνητοι στὴν πίστη τους πρὸς τὸν ἀληθινό Θεό, παρ΄ ὅλα τὰ φοβερά μαρτύρια ποὺ ὑπέστησαν, ἔδωσε ἐντολή νὰ κόψουν καὶ αὐτῶν τὶς κεφαλές, τὴν 31η Ἰανουαρίου· καὶ οἱ μὲν ἅγιες καὶ αγνὲς ψυχές τους μετέβησαν στὸν οὐρανό, τὰ δὲ τίμια λείψανά τους πῆραν οἱ εὐλαβεῖς χριστιανοί καὶ τὰ ἐνεταφίασαν στὸν Ἱερό Ναό τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου.

Ἀγαπητοί χριστιανοί,

Τὸ μαρτυρικό τέλος τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας ὑπῆρξε πραγματικά συγκλονιστικό. Χάρη στὴν ἀκατάβλητη δύναμη ποὺ ἔπαιρναν ἀπὸ τὸν Θεό, ἄντιμετώπισαν τὰ φρικτά ἐκεῖνα βασανιστήρια. Ἔτσι εὐαρέστησαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεό, ὅπως βεβαιώνει καὶ ὁ ἱερός ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας: 

Ἰατροί ἀνεδείχθητε, ἀσθενούντων Μακάριοι
καὶ φωστῆρες ἄδυτοι διὰ πίστεως·
ὁμολογίας συνήγοροι, Μαρτύρων συμμέτοχοι,
τοὺς στεφάνους ἀληθῶς, τοὺς τῆς νίκης δεξάμενοι.
Κῦρε ἔνδοξε, καὶ σοφέ Ἰωάννη,
ἀσιγήτως δυσωπεῖτε τὸν Σωτῆρα,
ὑπὲρ ἡμῶν Παμμακάριστοι.

Η.Ι.Χ