«Πεντηκοστήν ἑορτάζομεν...»
Δέκα ἡμέρες μετά τήν ᾽Ανάληψη τοῦ Κυρίου ἡ ᾽Εκκλησία μας ἑορτάζει
τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς, τότε πού τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον κατῆλθε καί ἐπιφοίτησε
στίς κεφαλές ὅλων τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, στά ᾽Ιεροσόλυμα. Μέ τήν ἐπιφοίτηση αὐτή
ἀρχίζει ἡ ἱστορία τῆς ᾽Εκκλησίας, γι᾽ αὐτό καί ἡ Πεντηκοστή θεωρεῖται ἡ
γενέθλια ἡμέρα της. Ἡ κάθοδος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἀποτελεῖ τήν ἐκπλήρωση τῆς ὑποσχέσεως
τοῦ Κυρίου ὅτι θά ἔλθει ἄλλος Παράκλητος μετά τή δική Του ᾽Ανάληψη, ὁ ῾Οποῖος
θά μείνει μαζί μέ τούς μαθητές Του καί θά τούς διδάξει καί ὁδηγήσει «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» (᾽Ιωάν. 16,
13).
῎Ετσι τό ῞Αγιον Πνεῦμα ἐρχόμενο στόν κόσμο «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς ᾽Εκκλησίας»
καί παραμένει σ᾽ αὐτήν ὡς ἡ ψυχή τῆς ᾽Εκκλησίας. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ᾽Εκκλησία
μέ τή διηνεκή παρουσία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ζεῖ μία διαρκή Πεντηκοστή. Ζωή
λοιπόν στήν ᾽Εκκλησία σημαίνει ζωή ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι, κάτι πού διαπιστώνεται κ
α ί στή διδασκαλία τῆς ᾽Εκκλησίας κ α ί στή λατρεία της κ α ί στήν ἀσκητική της
ζωή καί πού δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τό νομικό-τυπικό πνεῦμα τοῦ ᾽Ιουδαϊσμοῦ,
τούς σύγχρονους χριστιανικούς φαρισαϊκούς-τυπολατρικούς κύκλους, φανατισμένες παρέες, κινήσεις και ἀδελφότητες
ἤ μέ τήν καπηλεία τοῦ Πνεύματος ἀπό τίς διάφορες προτεσταντικές ὁμάδες, ἀλλά εἶναι
ἐλευθερία καί ἀγάπη καί παράκληση.
᾽Από τήν ἄποψη αυτή ἡ ἐμπειρία
τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί ἡ μετοχή στίς δωρεές Του (πρέπει νά) ἀποτελοῦν στοιχεῖα
ζωῆς ὅλων τῶν μελῶν τῆς ᾽Εκκλησίας, δηλαδή στήν πραγματικότητα τό κάθε μέλος
της, ἄν ὀρθά εἶναι μέλος, πρέπει νά βρίσκεται σέ μία συνεχή κατάσταση ἐκπλήξεως,
σέ μία πορεία πνευματικῆς αὐξήσεως, «ἀπό δόξης εἰς δόξαν». Διότι ἀκριβῶς εἶναι
μέτοχος τοῦ ἀπείρου Θεοῦ - ῾Αγίου Πνεύματος. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ὁ πιστός
γίνεται ὡς μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας πνευματικός. Πνευματικός δέν εἶναι αὐτός πού
θεωρεῖται ἔτσι ἀπό τόν πολύ κόσμο: ὁ ἄνθρωπος τῶν γραμμάτων καί τῶν τεχνῶν, ὁ ἐπιστήμονας,
ὁ ποιητής, ὁ ἠθοποιός. Μᾶλλον μπορεῖ νά θεωρηθεῖ κι αὐτός πνευματικός, ἀλλά ὄχι
μέ τή χριστιανική κατανόηση τοῦ ὅρου: ἀσχολεῖται μέ τό ἀνθρώπινο πνεῦμα καί ὄχι
μέ τό ῞Αγιον Πνεῦμα. Γιά τούς χριστιανούς
πνευματικός εἶναι αὐτός πού ἔχει ἐμπειρία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, πού τό
Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ σέ αὐτόν. ῾Ὑμεῖς δέ οὐκ ἐστέ ἐν σαρκί, ἀλλ᾽ ἐν
Πνεύματι, εἴπερ Πνεῦμα Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν᾽ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιά νά
συνεχίσει: «Εἰ δέ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ
ἔχει, οὗτος οὔκ ἐστιν αὐτοῦ» (Ρωμ. 8,9). Κι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ ἐπ᾽
αὐτοῦ ὅτι ὁ ἄνθρωπος λέγεται πνευματικός «ἀπό
τῆς τοῦ Πνεύματος ἐνεργείας».
Μιλώντας ὅμως γιά μετοχή στό ῞Αγιον Πνεῦμα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας,
μιλᾶμε γιά ἕνα γεγονός πού παραπέμπει κατ᾽ εὐθεῖαν στόν ἴδιο τόν Χριστό. Ἡ ἐν ῾Αγίῳ
Πνεύματι ζωή εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή. Αὐτό συμβαίνει διότι τόν Χριστό Τόν
γνωρίζουμε στόν βαθμό πού τό ῞Αγιον Πνεῦμα μέσα στήν ᾽Εκκλησία Τόν φανερώνει
στίς καρδιές μας. ῎Αν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δέν ἐνεργοῦσε μέσα μας, ἄν ᾽Εκεῖνο δέν
μᾶς φώτιζε, ὁ Χριστός μπορεῖ νά εἶχε ἐπιτελέσει τό ἀπολυτρωτικό Του ἔργο γιά τή
σωτηρία τοῦ κόσμου, ἀλλά θά παρέμενε ἕνας ξένος γιά ἐμᾶς. ᾽Εκεῖνο πού τό γενικό
ἔργο σωτηρίας τοῦ Χριστοῦ τό ἔκανε καί τό κάνει οἰκεῖο, δικό μας, εἶναι τό
τρίτο πρόσωπο τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τό Παράκλητον Πνεῦμα, τό ῾Οποῖο ὁ Κύριος ἔστειλε
στόν κόσμο μετά τήν ἄνοδό Του στούς Οὐρανούς, ἐνεργοποιώντας ἔτσι τήν ἵδρυση τῆς
᾽Εκκλησίας ἀπό ᾽Εκεῖνον ὡς ζωντανοῦ σώματός Του. Ὅπως τό εἶπε, ἄλλωστε,
παρηγορώντας τούς μαθητές Του: «᾽Εάν ἐγώ
μή ἀπέλθω, ὁ Παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρός ὑμᾶς» (᾽Ιωάν. 16, 7).
῎Ετσι ὁ ἄνθρωπος εἰσέρχεται στήν ᾽Εκκλησία, καλούμενος οὐσιαστικά
ἀπό τόν ῎Ιδιο τόν Θεό – «οὐδείς δύναται ἐλθεῖν
πρός με, ἐάν μή ὁ πατήρ μου ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν» (᾽Ιωάν. 6, 44) - καί
εἰσερχόμενος διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί τοῦ ἁγίου χρίσματος μετέχει τῶν ἀκτίστων
ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες διακονούμενες ἀπό τό Παράκλητον Πνεῦμα μετά πιά
τήν ᾽Ανάληψη τοῦ Χριστοῦ, Τοῦ ἀποκαλύπτουν Αὐτόν στήν καρδιά του, μέ τήν ἔννοια
ὅτι τόν ἐνσωματώνουν μέσα στόν ῎Ιδιο κάνοντάς τον μέλος Χριστοῦ. Καί γενόμενος ὁ
ἄνθρωπος μέλος Χριστοῦ, μετά τήν προσωπική αὐτή Πεντηκοστή του, ὁδηγεῖται κατά
φυσικό τρόπο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος σημειώνει
ὅτι «οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον ᾽Ιησοῦν,
εἰ μή ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ» (Α´Κορ. 12,3), ὅπως καί ὁ Κύριος ἀποκάλυψε ὅτι «οὐδείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα, εἰ μή δι᾽ ἐμοῦ»
(᾽Ιωάν. 14,6). ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή κατανοοῦμε ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι Θεός τάξεως
καί ὄχι ἀκαταστασίας, ὅπως κι ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἔχει χαρακτήρα
Τριαδικό κι αὐτό σημαίνει ὅτι Θεολογία, Χριστολογία, Πνευματολογία, ᾽Εκκλησιολογία,
Σωτηριολογία πᾶνε μαζί στήν ὀρθόδοξη πίστη καί ὁποιαδήποτε διάσπασή τους ἀποκαλύπτει
τήν αἵρεση ἤ ὁδηγεῖ σ᾽ αὐτήν, ἄρα στήν ἔκπτωση ἀπό τή ζωή καί τή σωτηρία.
Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς εὔκολα τώρα, γιατί ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ τόνιζε
ὅτι «σκοπός τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ
ἀπόκτηση τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος». Γιατί ὅποιος ἔχει τό ῞Αγιον Πνεῦμα ἔχει τόν
῎Ιδιο τόν Τριαδικό Θεό.
Τό ἐρώτημα λοιπόν τό ὁποῖο
τίθεται εἶναι: πῶς κανείς ἀποκτᾶ τό ῞Αγιον Πνεῦμα; Βεβαίως ἀμέσως ἡ σκέψη μας, ὅπως
ὑπονοήθηκε παραπάνω, πηγαίνει στά μυστήρια. Γιατί αὐτά ἀποτελοῦν τούς κρουνούς ἀπό
τούς ὁποίους προχέεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στούς πιστούς. ᾽Αλλά τά μυστήρια δέν ἐπενεργοῦν
θετικά κατά τρόπο μαγικό στούς ἀνθρώπους. ᾽Απαιτεῖται ἡ προσωπική τους
συμμετοχή καί προσπάθεια. Κι ἐδῶ εἰσέρχεται κανείς σ᾽ αὐτό πού ὀνομάζουμε ἀσκητική
καθαρή πνευματική ζωή. Ἡ ἀσκητική ζωή, ὡς προσωπικός ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ
τήν προϋπόθεση γιά νά ἐνεργοποιοῦνται τά μυστήρια πρός σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί
νά μήν καταντοῦν «εἰς κρίμα ἤ εἰς
κατάκριμα». Μέ τήν παρατήρηση βεβαίως ὅτι καί ὁ ἀγώνας αὐτός δέν γίνεται ἐρήμην
τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἡ χάρη Αὐτοῦ δίνει τή δυνατότητα καί τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. «Οὐ τοῦ θέλοντος οὐδέ τοῦ τρέχοντος, ἀλλά
τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ» (Ρωμ. 9, 16).
Τί μᾶς διδάσκει λοιπόν ἡ βιβλικο-πατερική παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας
μας, πάνω στό θέμα τῆς ἀποκτήσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί τῶν μυστικῶν τῆς ἀσκητικῆς
ζωῆς; Ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά ἀποκτήσει τή χάρη αὐτή τῆς παρουσίας Του, νά ἔχει
συνεπῶς κανείς τόν Θεό μέσα του, ἄν δέν ἀγωνιστεῖ νομίμως. Καί νομίμως σημαίνει
- μέ τή βοήθεια βεβαίως τοῦ Θεοῦ - νά ἀρχίσει τόν ἀγώνα καθάρσεως τοῦ ἑαυτοῦ
του ἀπό τά ψεκτά λεγόμενα πάθη, ἰδίως κατά τοῦ κεντρικοῦ πάθους τοῦ ἀνθρώπου, τῆς
φιλαυτίας (ἤ ἐγωϊσμοῦ), μέ τά παρακλάδια της, τῆς φιληδονίας, τῆς φιλαργυρίας
καί τῆς φιλοδοξίας. ῎Ετσι ὁ πνευματικός ἀσκητικός ἀγώνας εἶναι στοχευμένος: ὁ
πιστός καλεῖται νά μεταστρέψει τή φιλαυτία σέ φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία, σέ ἀγάπη
ἀληθινή δηλαδή, γι᾽ αὐτό καί στή θέση τῶν τέκνων τῆς φιλαυτίας θέτει τήν ἐγκράτεια,
τήν ἐλεημοσύνη καί προσφορά, τήν ταπείνωση. Στό βαθμό πού ὁ ἐκκλησιαστικός
πνευματικός αὐτός ἀγώνας γίνεται μέ σωστό τρόπο, μέ τήν καθοδήγηση δηλαδή τῶν ἁγίων
μας καί τῶν ἐμπειροτέρων ἀπό ἐμᾶς χριστιανῶν, κυρίως δέ τοῦ πνευματικοῦ μας
πατέρα, ἡ φιλαυτία ἐξαλείφεται, καθαρίζεται ἡ καρδιά μας καί τή θέση της παίρνει,
εἴπαμε, ἡ χάρη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὅπου ἀγάπη ὅμως, ἐκεῖ καί ὁ Θεός, ὁ ἄνθρωπος
δηλαδή φτάνει στό σημεῖο νά εἶναι κατοικητήριον ᾽Εκείνου.
Τήν κατάσταση αὐτή πού ἀκολουθεῖ τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου,
ὅπου ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει καί κυριαρχεῖ μέσα του, οἱ ἅγιοί μας ἔχουν ὀνοματίσει
φωτισμό καί στή συνέχεια θέωση. Γι᾽ αὐτό καί συχνά ἀκοῦμε γιά τά στάδια τῆς
πνευματικῆς ζωῆς: τήν κάθαρση, τό φωτισμό, τή θέωση. Εἶναι φανερό ὅτι ἀπό τά
τρία αὐτά στάδια μόνο τό πρῶτο σχετίζεται ἰδιαιτέρως μέ τήν ἀσκητική προσωπική
προσπάθεια, ἐκεῖ πού ὁ πιστός φανερώνει τήν ἀγαθή του προαίρεση γιά προαγωγή τῆς
σχέσης του μέ τόν Θεό. Μολονότι καί τό στάδιο αὐτό πραγματοποιεῖται μέ τήν ἐνίσχυση
τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο καί τό τρίτο θεωροῦνται καθαρά δῶρα τοῦ Θεοῦ, γιά τά ὁποῖα
ὁ πιστός δέν πρέπει νά ἀνησυχεῖ καθόλου οὔτε καί νά τά θέτει ὡς ὅραμα καί
προορισμό του. Ὁ πιστός ὡς ὅραμά του ἔχει τή σχέση μέ τόν Θεό, ἀγωνίζεται στή
βασική ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀγάπη, μέ τήν ὁποία καθαρίζει τήν καρδιά του,
καί ἀφήνει τόν Θεό «ἐλεύθερο» νά προσφέρει, ὅσο θέλει καί ὅποτε θέλει, τά δῶρα
τῆς παρουσίας Του, τό φωτισμό καί τή θέωση.
Γι᾽ αὐτό καί τό οὐσιαστικότερο στοιχεῖο τελικῶς τῆς πνευματικῆς
ζωῆς εἶναι ἡ ὑπομονή. ῎Ανθρωπος πού ξεκινᾶ τήν πνευματική ζωή καί ἀπαιτεῖ
γρήγορα τήν ἀπόκτηση τῶν χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ, ἤδη ἔχει βάλει ῾νάρκη᾽ στήν
προσπάθειά του. Ὁ Θεός δέν εἶναι παιχνίδι ὥστε ἐμεῖς νά Τόν «κανονίζουμε» στίς ἐνέργειές
Του, ἀλλά ὁ παντοδύναμος καί πανάγαθος Θεός πού ἔχει τόν ἀπόλυτο ἔλεγχο τῶν
πάντων, γνωρίζοντας τά πάντα καί στό ἔσχατο βάθος τους. ῎Ετσι ἡ ἀνυπομονησία ἀποτελεῖ
σημάδι τελικῶς ταραγμένης ψυχῆς, ἄρα στήν πραγματικότητα φανερώνει τήν ἀπιστία
τοῦ ἀνθρώπου καί τήν παρουσία τοῦ πονηροῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ μέγας ᾽Ισαάκ ὁ
Σύρος, στά ἀσκητικά του ἔργα, μνημονεύει ἕνα σπουδαῖο Γέροντα, ὁ ὁποῖος
καθοδηγώντας ἕναν ἄπειρο νεαρό μοναχό, πού «βιαζόταν» ν᾽ ἀποκτήσει τά χαρίσματα
τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι ὁ ἴδιος ἄρχισε νά νιώθει τά χαρίσματα αὐτά μετά τά
τριάντα πρῶτα χρόνια τῆς ἔντονης ἀσκητικῆς του ζωῆς.
Ἡ ἑορτή λοιπόν τῆς Πεντηκοστῆς μᾶς ἀποκαλύπτει γιά μία ἀκόμη
φορά τό μεγαλεῖο τῆς πίστεώς μας, ἀφοῦ εἴμαστε κλημένοι σέ ἄπειρη αὔξηση μετοχῆς
στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί συγχρόνως μᾶς δείχνει τίς δυσκολίες πού ὑπάρχουν
λόγω τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν καί ἀδυναμιῶν. Εἶναι στή δική μας ὅμως τήν εὐθύνη
νά ἀνταποκριθοῦμε στήν κλήση αὐτή, πού συνιστᾶ καί τήν ὑψηλότερη κλήση πού ὑπάρχει
στόν κόσμο: νά εἴμαστε καί νά γίνουμε «συγκληρονόμοι
Χριστοῦ» (Ρωμ. 8, 17).
π. Γ.